Κάτι διεστραμμένο συμβαίνει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Από την μία μεριά, το κράτος προσφέρει εκπαίδευση για όλα τα παιδιά από την ηλικία των πέντε μέχρι την ενηλικίωση και παραπέρα. Από την άλλη, παράλληλα με το κράτος, οι ελληνικές οικογένειες δαπανούν ετησίως, σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, λίγο παραπάνω από 3.300 εκατ. ευρώ, για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης. Να σημειωθεί ότι πολλά από αυτά τα εκατομμύρια, κυκλοφορούν στον χώρο της παραοικονομίας, αλλά ας αφήσουμε αυτή την ιστορία για άλλη φορά.
Με τέτοιες «επενδύσεις» στην εκπαίδευση, θα έπρεπε να μην απασχολεί καθόλου οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την κατώτερη βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια. Θα έπρεπε να είμαστε, ως κοινωνία και κράτος, σιγουρότατοι για τη γνωστική επάρκεια των παιδιών μας, τα οποία, άλλωστε, γι’ αυτό ταλαιπωρούμε ατελείωτες ώρες, καθημερινά, σε σχολεία και φροντιστήρια.
Στην πραγματικότητα δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ούτε για το πού πάνε τα λεφτά μας, ούτε, ακόμη χειρότερα, πού πάει ο μόχθος των παιδιών μας. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η αναντιστοιχία, που παρατηρείται συχνά, μεταξύ ωρών εκπαίδευσης και μελέτης (εντός και εκτός σχολείου) με τα αποτελέσματα στις πανελλαδικές εξετάσεις; Τι συμβαίνει όταν το 73%, των υποψηφίων του 2022, βαθμολογήθηκαν κάτω από τη βάση στα Μαθηματικά και σχεδόν το 50% στη Φυσική; Από την άλλη, τι συμβαίνει όταν εισάγονται στο πανεπιστήμιο υποψήφιοι/-ες με μέσο όρο τρία ή πέντε…
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα; Είναι στραβή η ύπαρξη της κατώτατης βάσης εισαγωγής ή στραβά αρμενίζουμε στη διαμόρφωσή της; Η κατώτατη βάση εισαγωγής στην τριτοβάθμια λειτουργεί ως ένα κριτήριο που αποδεικνύει μια ελάχιστη ικανότητα, να ανταποκριθεί το άτομο στις απαιτήσεις της θέσης που διεκδικεί. Είναι ένδειξη ότι στη ζωή αποφασίζουμε για τα πάντα με βάση κάποια κριτήρια. Από το τι θα φάμε, μέχρι το που θα ζήσουμε, ποιον άνθρωπο θα έχουμε ως σύντροφο, ή πιο επάγγελμα θα ασκήσουμε. Όταν οι αποφάσεις παίρνονται χωρίς ή με λάθος κριτήρια, έχουν, συνήθως, αρνητικές συνέπειες.
Άρα το θέμα, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να είναι αν θα υπάρχει κριτήριο, αλλά, το πώς αυτό διαμορφώνεται όσο το δυνατό πιο δίκαια. Ας συζητηθεί σοβαρά λοιπόν η βάση εισαγωγής να διαμορφώνεται κεντρικά κάθε χρόνο από το αποτέλεσμα της επεξεργασίας του συνόλου των βαθμολογιών. Κάτι τέτοιο θα αντανακλά και την όποια «ευκολία» ή «δυσκολία» των θεμάτων. Δεν είναι τεχνικά δύσκολο και εφαρμόζεται σε άλλες χώρες, όπως στη Φινλανδία.
Με τις παραπάνω σκέψεις και ως μητέρα παιδιού που δίνει φέτος εξετάσεις, κλείνω, σχολιάζοντας την προεκλογική υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για άμεση κατάργηση της βάσης εισαγωγής. Τόσο απλά, τόσο λαϊκίστικα και τόσο ψηφοθηρικά, η «νεολαία» του κόμματος (τα εισαγωγικά διότι υπάρχουν ενίοτε και κάτι ημιπιτσιρικάδες, σύμφωνα με τον αξέχαστο χαρακτηρισμό του κ. Βούτση), απευθυνόμενη σε παιδιά που αυτή τη χρονιά και πανελλαδικές δίνουν και ψηφίζουν, επενδύει στο άγχος τους, απαξιώνει την προσπάθειά τους, υποτιμά τη νοημοσύνη όλων και υπόσχεται άμεση τακτοποίηση με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Προτείνω στη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, ως συνέχεια της προεκλογικής τους καμπάνιας ένα σποτ για «άμεση παράδοση πτυχίων, ταχυδρομικά, στην πόρτα σας». Ξετσίπωτο, θα πείτε. Γιατί, το άλλο τι είναι;
*Η Μαργαρίτα Γερούκη είναι εκπαιδευτικός