Μαρτυρίες που δεν σημαίνουν τίποτα πια
Είναι από τις λίγες επετείους που γεμίζουν τη γενιά μου ενοχές. Κάποτε όμως, ήταν τα πρώτα χρόνια από την εξέγερση των φοιτητών, λαχταρούσαμε να τιμήσουμε το γεγονός.
Πρωτεργάτης πάντα ο Κωστής Ανδρουλιδάκης ο αξέχαστος δικηγόρος. Είχε δεθεί με την επέτειο με το ίδιο πάθος που είχε ο Μάρκος Πολιουδάκης για την αναβάθμιση της επετείου της Μάχης της Κρήτης.
Με το μικρό σε σχήμα αλλά μέγιστο σε λογοτεχνική αξία βιβλίο της Κωστούλας Μητροπούλου «Το χρονικό των τριών ημερών» ο Κωστής τιμούσε κάθε επέτειο.
Ο Κωστής φώναζε. Οι άλλοι σιωπούσαν. Κάποιοι από ντροπή όπως ο A. Σκευοφύλαξ ο στρατιώτης του τανκ που γκρέμισε την πύλη του Πολυτεχνείου εκείνη τη νύχτα της 17 Νοέμβρη. Κι όταν αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή του τριάντα χρόνια μετά, είχε μιλήσει μεταξύ άλλων για τη φοιτήτρια που τραυματίστηκε κατά την εισβολή του τανκ, την καθηγήτρια σήμερα του πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Πέπη Ρηγοπούλου. «Θα ήθελα να τη δω, να της πω… Δεν τολμάω όμως. Τα λόγια δεν σβήνουν τις πράξεις».
O στρατιώτης A. Σκευοφύλαξ που σκοτώθηκε σε τροχαίο είχε πει για κείνη τη σημαντική μέρα:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι «μαυροσκούφηδες» ήταν σώμα επίλεκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή. «Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα» μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. «Παλιοκουμμούνια» θα καλοπεράσετε! λέγαμε».
«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε. Ο δρόμος για τα τανκς ήταν ανοιχτός πλέον προς το Πολυτεχνείο. Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφ. Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε «είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια». Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα. Μας είπαν να πάμε κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά όχι μπροστά στην πόρτα. Αυτό κάναμε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο πέρα».
H ώρα έχει πάει δύο το πρωί. «Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι.
Με ολοένα μεγαλύτερη ένταση και αγωνία οι φοιτητές φωνάζουν προς τους στρατιώτες «είμαστε αδέλφια, αφήστε τα άρματα», ενώ ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου καλεί το πλήθος να δείξει αυτοσυγκράτηση. «Απομονώστε τους προβοκάτορες. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα με τον στρατό. Δεν θέλουμε να χυθεί ελληνικό αίμα». Ο Δημήτρης Παπαχρήστος ψάλλει τον εθνικό ύμνο. Το ίδιο κάνουν και οι χιλιάδες νέοι που βρίσκονται στο Πολυτεχνείο.
Ένα τέταρτο πριν από τις τρεις το πρωί οι στρατιωτικοί δίνουν προθεσμία λίγων λεπτών στους φοιτητές για να αποχωρήσουν από το Πολυτεχνείο, να παραδοθούν. Κάποιοι από τους φοιτητές που θέλουν να αποχωρήσουν δοκιμάζουν να απασφαλίσουν την κεντρική πύλη. Δεν τα καταφέρνουν. Πίσω από την πύλη είναι σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο Μερτσέντες που μπλοκάρει το άνοιγμά της. Ο επικεφαλής των τεθωρακισμένων αρμάτων εκνευρίζεται. Οργισμένος φωνάζει: «Τσογλάνια, ρεζιλεύετε το στράτευμα!» και δίνει σήμα για την επέλαση του άρματος.
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: «Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!»» Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα».
«H καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί».
Αυτό που δεν ήξερε ο Σκευοφύλαξ ήταν πως κάπου εκεί κοντά παραμόνευε καμουφλαρισμένη μια ομάδα Ολλανδών δημοσιογράφων. Ανάμεσά τους και η καλή φίλη πρώην καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Κρήτης Ιωάννα Ιωαννίδου που μας κατέθεσε το γεγονός. Ο φωτορεπόρτερ της ομάδας δεν σταματούσε να βγάζει φωτογραφίες. Έτσι έχουμε αυτή που δείχνει τη στιγμή που το τανκ ρίχνει την πόρτα και μπαίνει στο Πολυτεχνείο.
Μια πονεμένη ιστορία
Μια πονεμένη ιστορία και το Πολυτεχνείο. Ξεκίνησε σαν έμβλημα αγώνα μιας γενιάς και κατάντησε εφαλτήριο για τη διεκδίκηση προνομίων και εφήμερης πολιτικής δόξας.
Βέβαια κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Και στις μαρμαρυγές μεγαλείου που απέμειναν παραμένουν οι Ρεθεμνιώτικες παρουσίες, που δεν μπορούσαν να λείψουν από τη μεγάλη αυτή εξέγερση.
Εκείνο το διήμερο της αγωνίας για την τύχη των ελεύθερων πολιορκημένων του Πολυτεχνείου, ο Ρεθεμνιώτης με την φωνή Αρχαγγέλου, ο αξέχαστος Νίκος Ξυλούρης έστελνε το μεγάλο μήνυμα. Κι από ένα μπαλκόνι λίγο παραπέρα η τραγουδίστρια της νίκης Σοφία Βέμπο απαντούσε με το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά».
Έτσι έγινε έμβλημα τιμή το Πολυτεχνείο. Και μόλις αποκαταστάθηκε η δημοκρατία ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν δήλωσαν συμμετοχή στην εξέγερση μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Τόση ανάγκη είχαν να πάρουν έστω και δανεική λίγη δόξα από τη μεγάλη αυτή ιστορική στιγμή που δόξασε τη Δημοκρατία.
Από τους αδιαμφισβήτητους πάντως αγωνιστές ήταν τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής που πήρε πάνω της όλο το βάρος της εξέγερσης με τους δικούς μας Ολύμπιο Δαφέρμο και Γιάννη Γεωργακάκη ανάμεσά τους.
Ολύμπιος Δαφέρμος
Ο Ολύμπιος Δαφέρμος γεννημένος στην Αξό το 1947 είχε στο «αίμα» του το γονίδιο της αντίδρασης σε κάθε τι που υπονόμευε τη δημοκρατία και την ελεύθερη έκφραση.
Πώς έφθασε όμως να είναι μέλος της συντονιστικής επιτροπής στα γεγονότα του Πολυτεχνείου;
Σε μια σπάνια μαρτυρία του αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πριν από το ξεκίνημα του αντιστασιακού φοιτητικού κινήματος ο χώρος αυτός ήταν πλήρως διασπασμένος. Καμιά συλλογική εκδήλωση. Ανεξάρτητες παρέες υπήρχαν, με διάφορα ενδιαφέροντα. Σχέσεις ανάμεσα στις παρέες ελάχιστες. Κανείς δεν γνώριζε τι ρόλο παίζει ο άλλος.
Και βέβαια καμιά συνδικαλιστική δράση ή πολιτική συζήτηση.
Κάποιο απόγευμα, κατά τη διάρκεια του μαθήματος των στοιχείων μηχανών, όπου εργαζόμασταν μόνοι μας με τη βοήθεια των επιμελητών, φοιτητές, διορισμένοι στα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων, μπαίνουν στην αίθουσα για ανακοινώσεις. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν έμαθα αν αυτό συνέβη και σε κάποια άλλη σχολή του Πολυτεχνείου ή επιλέχτηκε μόνο η σχολή των Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων επειδή προσέλκυε τους πιο διαβαστερούς φοιτητές, άρα, σύμφωνα με τη λογική του καθεστώτος, τους πιο «ακίνδυνους». Έγινε αντιπαράθεση μαζί τους. Κάποιοι γνωριστήκαμε και δημιουργήθηκε αμέσως ο αντιστασιακός πυρήνας της σχολής.
Αμέσως μετά η διορισμένη από το καθεστώς Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων ΕΜΠ οργανώνει, για πρώτη φορά, φοιτητική συγκέντρωση στο αμφιθέατρο Γκίνη, τον Ιανουάριο του 1972. Ο πυρήνας που μόλις είχε σχηματιστεί δραστηριοποιείται. Δεν είχαμε ιδέα από φοιτητικό συνδικαλισμό. Δεν ξέραμε τι διαφέρει η συγκέντρωση από τη συνέλευση, δεν ξέραμε πώς λειτουργεί η συνέλευση. Τι είναι σύλλογος. Ψάξαμε και βρήκαμε προδικτατορικούς φοιτητές με συνδικαλιστική δράση. Μας ενημέρωσαν, μας παρέπεμψαν στον αστικό κώδικα και μας έδωσαν καταστατικά των παλαιών φοιτητικών συλλόγων. Διαβάζαμε, ρωτούσαμε και συζητούσαμε. Αποφασίσαμε να διαλύσουμε τη συγκέντρωση, αφού δεν θα μπορούσαμε να την ελέγξουμε. Μας έλειπαν γνώσεις, θέσεις και εμπειρία. Επίσης δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τι απήχηση θα είχε η πρωτοβουλία μας. Μοιράσαμε ρόλους και περιμέναμε.
Στη συγκέντρωση τρέμαμε. Ήταν όμως ωραία τρεμούλα. Τη συγκέντρωση αυτή τη θυμάμαι περισσότερο από όλες τις μετέπειτα δράσεις μας. Η αντιπαράθεση με τους διορισμένους έγινε σε χαμηλούς τόνους. Ζητήσαμε συνέλευση για να πάρουμε αποφάσεις, αμφισβητώντας την εγκυρότητα της συγκέντρωσης. Έγινε κόντρα και η συγκέντρωση διαλύθηκε. Έμειναν μόνοι τους οι διορισμένοι στο αμφιθέατρο.
Άρχισαν οι κλήσεις στην ασφάλεια, στην οποία οι φοιτητές δοκίμασαν τόσο τις απειλές όσο και τους άγριους ξυλοδαρμούς των ασφαλιτών. Εκεί προβάλαμε το άλλοθι των φοιτητικών προβλημάτων. Όμως θέλαμε και ξέραμε από την αρχή ότι η δράση μας στρεφόταν εναντίον της δικτατορίας. Δεν μας απασχόλησε η λύση των όποιων προβλημάτων μας. Απλώς τα χρησιμοποιούσαμε κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων μας. Επιβεβαιωτικό του ισχυρισμού αυτού είναι και το γεγονός ότι το ΑΦΚ δεν ζήτησε ποτέ διάλογο με το καθεστώς για οποιονδήποτε λόγο. Το ΑΦΚ από το ξεκίνημα του στράφηκε εναντίον του καθεστώτος.
Μετά τη συγκέντρωση αυτή άρχισε να υπάρχει μια σχετική κινητικότητα στο φοιτητικό χώρο, η οποία αυξάνεται με τη διαδικασία συλλογής υπογραφών για την προσφυγή στα δικαστήρια με το αίτημα του διορισμού νέων διοικητικών συμβουλίων στους φοιτητικούς συλλόγους και τη διενέργεια εκλογών. Η σχετική νομοθεσία είχε τεθεί σε ισχύ.
Θεωρώ ότι η πρωτοβουλία των φοιτητών της Νομικής για προσφυγή στα δικαστήρια, που την ακολουθήσαμε και εμείς και άλλες σχολές, ήταν σοφή. Από την πλήρη ακινησία δεν δημιουργείται κίνημα χωρίς καν να γνωρίζονται μεταξύ τους οι φοιτητές. Η διαδικασία συλλογής υπογραφών – διαδικασία χαμηλού κινδύνου – επέτρεψε τη συγκρότηση του φοιτητικού χώρου. Γνωριστήκαμε, αποκτήσαμε συνοχή και αρχίσαμε να απομονώνουμε δυναμικά τους διορισμένους. Οι τελευταίοι δεν μπορούσαν πια να σταθούν στο προαύλιο. Με κάθε αφορμή που δινόταν, οργανώναμε κινητοποιήσεις.
Όσοι φοιτητές έβγαιναν μπροστά τούς καλούσαμε στους πυρήνες χωρίς άλλες διατυπώσεις. Αρκούσε ότι δημόσια τόλμησαν να εκφράσουν τη δημοκρατική τους άποψη. Δεν λαθέψαμε ούτε μία φορά. Οι πυρήνες λειτουργούσαν περισσότερο σαν φιλικές παρέες. Η ζεστασιά στις σχέσεις, η αλληλοαποδοχή, ο αλληλοσεβασμός, ακόμη και όταν διαφωνούσαμε, καθόριζε το κλίμα των συζητήσεων, πριν καλά καλά γνωριστούμε μεταξύ μας. Ήταν μια όαση μέσα στη μουντή έρημο της χούντας.
Ο τρόπος λειτουργίας, δράσης και οργάνωσης του ΑΦΚ δεν μοιάζει καθόλου με εκείνο των αντιστασιακών οργανώσεων. Πυρήνες, εκλεγμένες επιτροπές, «πηγαδάκια», μικροδιαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, δημοσιεύματα στα «Νέα», ανακοινώσεις, κάτω από τα απειλητικά βλέμματα των ασφαλιτών συνιστούν ένα πλέγμα δυναμικό, ζωντανό, ευέλικτο και τελικά επικίνδυνο για το καθεστώς, αφού, εκτός των άλλων, οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί δεν διαθέτουν παρόμοια εμπειρία από τη δράση τους εναντίον του αριστερού κινήματος. Οι ασφαλίτες ψάχνουν για υποκινητές και παράνομες κομμουνιστικές οργανώσεις. Υποβαθμίζοντας το αυτόνομο κίνημα εκ των πραγμάτων, του δίνουν χρόνο για να αναπτυχθεί.
Εξέγερση Πολυτεχνείου. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχα φτάσει στην Αθήνα μετά την επαναχορήγηση αναβολής στράτευσης στους στρατευμένους φοιτητές από τη δοτή κυβέρνηση Μαρκεζίνη.
Η παρουσία των στρατευμένων φοιτητών στο Πολυτεχνείο, κουρεμένοι και κάποιοι με στρατιωτικά ακόμη, ανυψώνει το ηθικό των συγκεντρωμένων. Θεωρήθηκε ως νίκη του κινήματος, μιας και ήταν πάγιο αίτημά του η επιστροφή τους.
Βρίσκομαι μπροστά σε ένα κίνημα που ξεπερνά και τους ίδιους τους φοιτητές που το προκάλεσαν. Πολύ περισσότερο εμένα που για εννέα μήνες βρισκόμουν στον στρατό.
Λίγο πολύ κοιτάζω τα πράγματα σα χαμένος. Όντας ανένταχτος, στερούμουν και γραμμής…
Η αυθόρμητη εξέγερση οδηγήθηκε αυθόρμητα σε μετωπική σύγκρουση με το αρματοφόρο καθεστώς. Το σύνθημα «ή τώρα ή ποτέ», που εξέφραζε με τον πλέον δραματικό τρόπο πως «μόνο εμείς υπάρχουμε», βρήκε την αιματηρή πραγμάτωσή του.
Οι οργανωμένες δυνάμεις όχι μόνο δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη της εξέγερσης αλλά αντίθετα, κατά τη διάρκεια του τριημέρου, διαλύθηκαν με την ουσιαστική έννοια του όρου. Οι «γραμμές» δεν τηρήθηκαν. Οι καθοδηγητές απέτυχαν. Τα μέλη αυτονομήθηκαν.
Τα αριστερά ηγετικά σχήματα δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν κατά τη διάρκεια του ΑΦΚ να προσαρμόσουν τη θεωρία τους στην πραγματικότητα. Αντίθετα… Επόμενο ήταν λοιπόν και στο Πολυτεχνείο να βρεθούν εκτός πραγματικότητας.
Στο κίνημα κυριάρχησε η διαίσθηση. Κανείς δεν ανέλυσε, σχεδίασε, οργάνωσε και προγραμμάτισε τη φυσιογνωμία και τη δράση του κινήματος. Αρκετές φορές παίρναμε αποφάσεις πάνω στη βράση των γεγονότων και μετά ψάχναμε τα επιχειρήματα για να τις υποστηρίξουμε, αν χρειαζόταν. Σπάνια κάναμε λάθος.
Αυτό το αυτόνομο κίνημα που δεν είχε καθοδηγητές και οπαδούς, αλλά μόνο συμμετέχοντες, είχε πάθος, ένταση, ενέργεια, συγκινήσεις, χαρά, ανιδιοτέλεια, αξιοπρέπεια, συντροφικότητα και φιλία. Η αίσθηση ότι συμμετείχες στη δημιουργία ιστορικών γεγονότων σού έδινε μια πληρότητα που άγγιζε τα όρια της ευτυχίας.
Ήταν η ψυχή μας γεμάτη. Η βίωση αυτής της εμπειρίας σε πήγαινε μακριά. Στην κατεύθυνση της ανίχνευσης ενός νοήματος καθολικής απελευθέρωσης.
Προσωπικά είχα αφεθεί πλήρως στη γοητεία αυτού του κινήματος με αποτέλεσμα να σμικρυνθούν στο ελάχιστο όλες μου οι άλλες ανθρώπινες διαστάσεις».
Και άλλες ρεθεμνιώτικες παρουσίες
Από τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου και ο Γιάννης Γεωργακάκης, από την οικογένεια των γνωστών αγωνιστών. Συμμετείχε στην εξέγερση ως ανένταχτος, ενώ δεν φαίνεται να μπλέχτηκε ποτέ με την κεντρική πολιτική σκηνή. Τέλειωσε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε την επαγγελματική του πορεία ως ένας από τους καταξιωμένους γλύπτες, συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Μια ιστορική φωτογραφία που έχει τραβήξει ο δημοσιογράφος Κώστας Ζηρίνης ταυτοποιεί δυο ακόμα συμπολίτες. Υπάρχει σε επετειακή έκδοση της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και πρέπει να ήταν ή την παραμονή ή ανήμερα της εισβολής στο Πολυτεχνείο. Συνόδευε το ηχητικό ντοκουμέντο του Πολυτεχνείου που διανεμήθηκε από την Ελευθεροτυπία.
Αν και ταλαιπωρημένα μπορείς να αναγνωρίσεις από αριστερά προς τα δεξιά Λεωνίδα Τζιανουδάκη, χημικό, Γιώργο Μερτίκα μετέπειτα εκδότη του περιοδικού Λεβιάθαν, Μανόλη Κλάδο χημικό.
Ο Λεωνίδας Τζιανουδάκης με δυσκολία δέχτηκε να μας μιλήσει θεωρώντας ότι έκανε απλά το καθήκον του. Φοιτητής κι αυτός μαζί με τους Μερτίκα και Κλάδο βρέθηκε μέσα στις ροές των πολιτών που έσπευσαν για συμπαράσταση των εγκλείστων του Πολυτεχνείου.
Μας αποκάλυψε μάλιστα ότι τον ξάφνιασε όταν την πρωτοείδε τη φωτογραφία αυτή στην εφημερίδα, που του θυμίζει μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής του.
Ο Λεωνίδας Τζιανουδάκης αποφοίτησε από το Χημικό τμήμα του πανεπιστημίου Αθηνών το 1977. Διορίστηκε το 1979 στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αγάπησε την αίθουσα και αυτό με το οποίο ασχολήθηκε.
Επί 15 χρόνια ήταν υπεύθυνος στο Εργαστηριακό Κέντρο Φυσικών Επιστημών (ΕΚΦΕ) Ρεθύμνου. Εδώ έμαθε πολλά και κυρίως πόσα λίγα είναι αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε.
Με τη βοήθεια και την εμπειρία εξαιρετικών συνεργατών, συντέλεσε ώστε να δημιουργηθεί ένας χώρος που μάλλον βοήθησε αρκετούς και αυτό είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη θητεία του.
Εργάσθηκε για τρία χρόνια στο Εργαστήριο Διδακτικής Φυσικών Επιστημών του πανεπιστημίου Κρήτης, και δίπλα στον καθηγητή Παναγιώτη Μιχαηλίδη έμαθε να βλέπει τις Φυσικές Επιστήμες με «άλλο μάτι». Πίσω και πέρα από αυτές.
Υπήρξε για πολλά χρόνια τακτικός επιμορφωτής του ΠΕΚ Ηρακλείου.
Μετά την συνταξιοδότησή του το 2010 τιμήθηκε από τη Διεύθυνση Β/μιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου, από την ΠΑΝΕΚΦΕ της οποίας είναι επίτιμο μέλος και από το Περιφερειακό τμήμα Κρήτης της Ένωσης Ελλήνων Χημικών για τη συμβολή του στη διάδοση της χημείας.
Από την παρέα αυτή ήταν και ο Μανόλης Κλάδος μόνιμος κάτοικος Ρεθύμνου.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας άρχισε και το Ρέθυμνο να τιμά με πολλές εκδηλώσεις την επέτειο. Εκείνη η γενιά ένοιωθε όπως η προηγούμενη που είχε δοξαστεί στην εποποιία του ’40. Κι έκανε γιορτή το συναίσθημα για τη μεγάλη αυτή ιστορική πράξη.
Μόνο που στις μέρες μας η φωνή της μνήμης «Εδώ Πολυτεχνείο…» ματώνει ξανά. Συνεχίζει να πενθεί τις αξίες. Εξακολουθεί να ντρέπεται για το κατάντημα μιας γενναίας εξέγερσης που τη ζήσαμε ως εφαλτήριο πολιτικής ανέλιξης και όχι μόνο. Ας όψονται για την κατάντια αυτή οι πάσης μορφής «μπαχαλάκηδες». Και όχι μόνο…