Πολύ υψηλό ποσοστό της τάξης πάνω από 66%, δηλαδή 2/3, απαντούν ότι τους είναι εύκολο να αγοράσουν αλκοόλ
Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους με τα φαινόμενα μαθητών που φτάνουν μέχρι και το νοσοκομείο σε κατάσταση μέθης, τόσο σε τοπικό όσο και πανελλαδικό επίπεδο, να είναι πολλά. Την εικόνα αυτή έρχονται να επιβεβαιώσουν και τα στοιχεία της έρευνας του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας που δείχνουν ότι τρεις στους τέσσερις 15χρονους έχουν καταναλώσει αλκοόλ και ένας στους τρεις έχει μεθύσει.
Η ετήσια έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας δείχνει ότι δεν αυξάνεται τόσο ο αριθμός των ανήλικων που καταναλώνουν αλκοόλ, αντιθέτως παρατηρείται μια γραμμική μείωση, ωστόσο η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι αυξάνονται οι ποσότητες του αλκοόλ που καταναλώνονται από ανηλίκους.
Αναλυτικότερα, αυτό που παρατηρείται με τα νέα στοιχεία του 2024, όπως ανέφερε χθες μιλώντας στην εκπομπή «Update» με τη Σώτια Πεντεδήμου στην Τηλεόραση Creta, ο Τάσος Φωτίου, PhD, κύριος Ερευνητής, Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ», Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, είναι ότι δεν μπαίνουν απαραίτητα οι νέοι στην κατανάλωση αλκοόλ, δεν αυξάνεται το ποσοστό, αλλά αυτοί που καταναλώνουν αλκοόλ, καταναλώνουν πολύ πιο ωμά, πολύ πιο βαριά και επικίνδυνα. «Σαν να συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό, σαν να έχουν ένα σενάριο που πρέπει να το ικανοποιήσουν. Να δουν μέχρι που φτάνουν τα όριά τους. Το ίδιο φαινόμενο έχουμε παρατηρήσει και με την επιθετική συμπεριφορά, που φαίνεται να αυξάνεται, όμως στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Αυτό που έχουμε και σε αυτό, είναι λιγότερους νταήδες αριθμητικά, αλλά που εκδηλώνουν πολύ πιο βίαιο τρόπο αυτήν την επιθετικότητά τους. Είναι μειονότητα τα παιδιά που φτάνουν να εκδηλώσουν συμπεριφορές υψηλότερου κινδύνου», τόνισε χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι: «Οι έφηβοι δεν καταναλώνουν μόνο αλκοόλ. Συνήθως, εάν είναι να το κάνουν με έναν τρόπο υψηλότερου κινδύνου θα κάνουν κι άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, θα δοκιμάσουν, θα πειραματιστούν ή χρησιμοποιούν συχνά τσιγάρο. Πολύ πιθανόν η ίδια μερίδα που καταναλώνει υπερβολικά αλκοόλ θα κάνει και κάνναβη. Είναι πολύ πιθανόν – εάν δοθεί η ευκαιρία- να ανέβει σε ένα μηχανάκι ακόμη και σαν συνεπιβάτης, χωρίς κράνος και υπό την επήρεια. Αυτές οι συμπεριφορές τείνουν να συγκεντρώνονται στις ίδιες λίγο-πολύ ομάδες εφήβων».
Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι καταγράφεται μείωση στην κατανάλωση αλκοόλ και στα περιστατικά μέθης στους εφήβους τουλάχιστον την τελευταία τετραετία: «Διαχρονικά παρατηρείται μείωση στο ποσοστό των εφήβων που αναφέρουν ότι έχουν καταναλώσει αλκοόλ. Όσο και να φαίνεται αυτό παράδοξο, αυτό συμβαίνει, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και όχι μόνο της Ελλάδας. Δεν είναι δραματική η μείωση, αλλά είναι γραμμική, σταδιακή. Αντανακλά, απηχεί μια τάση των εφήβων. Δεν ρωτάμε τους ίδιους γιατί πιθανόν αποφεύγουν το αλκοόλ, γιατί συνήθως στεκόμαστε στα παιδιά που απαντούν ότι έχουν καταναλώσει στο αλκοόλ. Κακώς που δεν στεκόμαστε στην πλειονότητα των εφήβων που δεν έχουν αγγίξει αλκοόλ. Εάν ρωτάγαμε μπορεί να αποκαλύπταμε ότι υπάρχει μια εγγραμματοσύνη υγείας στον πληθυσμό. Ο πληθυσμός, ενήλικες και ανήλικες, λόγω του πλήθους των πληροφοριών που έχουν για το τι είναι καλό για την υγεία τους, θεωρείται ότι έχει επίδραση στις επιλογές τους. Κάνει τα παιδιά πιο προσεκτικά σε κάποιες συνήθειες. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει ότι το αλκοόλ είναι ακριβό, που γίνεται όλο και ακριβότερο γιατί μπαίνει και ο λεγόμενος ειδικός φόρος, που είναι ένα μέτρο πρόληψης για πολλές κυβερνήσεις. Δηλαδή να κάνει το αλκοόλ πιο ακριβό, να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους, αλλά ταυτόχρονα και ο πληθυσμός να δυσκολεύεται στο να το αγοράσει. Βέβαια στην Ελλάδα έχουμε το πρόβλημα με το αδήλωτο αλκοόλ. Κάποιος άλλος θα έλεγε ότι η αυξημένη χρήση των οθονών έχει κάνει τα παιδιά, εκεί που υπό άλλες συνθήκες σε μια πλατεία θα γέμιζαν τον χρόνο τους αγοράζοντας και πίνοντας αλκοόλ, να αποσπάτε η προσοχή τους στις οθόνες. Όσο και να φαίνονται όλα αυτά οξύμωρα και κάπως παράδοξα, δεν παύουν να απηχούν αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις επιλογές των εφήβων».
Αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα της έρευνας και σε σχέση με την ευκολία προμήθειας αλκοόλ από ανήλικους, καθώς όπως εξηγεί ο κ. Φωτίου: «Οι έρευνές μας συμπεριλαμβάνουν και δύο ερωτήματα τα οποία αφορούν στο πόσο εύκολο τους είναι να πάρουν αλκοόλ σε μέρη όπου πωλείται το αλκοόλ, όπως σε χώρους ψυχαγωγίας (καφέ, εστιατόριο, κλαμπ). Επίσης ρωτάμε εάν τους είναι εύκολο να αγοράσουν και από σούπερ μάρκετ αλκοόλ. Και στις δύο ερωτήσεις ένα πολύ υψηλό ποσοστό της τάξης πάνω από 66%, δηλαδή 2/3, απαντούν ότι τους είναι εύκολο να αγοράσουν αλκοόλ. Βέβαια υπάρχουν χώροι που το ελέγχουν, άλλα φαίνεται από τις απαντήσεις των εφήβων ότι πολλοί έφηβοι μπορούν σχετικά αβασάνιστα, χωρίς μεγάλη δυσκολία να αγοράσουν αλκοόλ εφόσον το επιθυμούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι υψηλά τα ποσοστά αυτών που λένε ότι έχουν δοκιμάσει».
Ο κ. Φωτίου προσθέτει ότι η πρώτη επαφή -και ίσως η μοναδική – που έχει ένας έφηβος με το αλκοόλ μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο της οικογένειας. «Αυτό δεν το ρωτάμε. Όμως ζούμε όλοι σε αυτήν τη χώρα και μπορούμε να αντιληφθούμε την κανονικότητα, το πόσο φυσιολογική είναι η κατανάλωση αλκοόλ στο ελληνικό νοικοκυριό σε πολλές αφορμές μέσα στο έτος. Οπότε εκεί είναι γνωστό ότι κάποιοι γονείς έχουν και μια συγκεκριμένη προσέγγιση για το πως θα προλάβουν το παιδί τους στο να καταναλώσει αλκοόλ βάζοντάς το να δοκιμάσει αλκοόλ, με την πεποίθηση ότι δεν θα του αρέσει. Φυσικά στην περιφέρεια είναι και συχνότερο φαινόμενο, έτσι τουλάχιστον καταγράφεται και στις έρευνες. Δεν είναι τόσο η έκθεση, όσο είναι το αυτονόητο της πράξης. Μπορεί να συμβεί ακόμα και ένας γονιός να στείλει το παιδί του να αγοράσει αλκοόλ ενόψει μιας συνάντησης που υπάρχει στο σπίτι. Το αλκοόλ για ιστορικούς, πολιτισμικούς, αλλά και οικονομικούς λόγους είναι μια πολύ κανονικοποιημένη κατάσταση, με την έννοια ότι όταν κάτι είναι γενικευμένο και γίνεται χωρίς ενοχές, χωρίς κουβέντα, με έναν φυσιολογικό τρόπο στο εγγύτερο περιβάλλον των εφήβων, τότε είναι λογικό ότι και οι ίδιοι έφηβοι να θεωρούν ότι κάποια στιγμή και οι ίδιοι θα πρέπει να περάσουν σε αυτήν τη συμπεριφορά. Οπότε θα ξεκινούσε κανείς από το στενά οικογενειακό περιβάλλον, αλλά φυσικά θα πρέπει να βγει από το οικογενειακό περιβάλλον κάποια στιγμή» και συμπληρώνει ότι: «Βάζουμε στο επίκεντρο τους εφήβους λόγω αυτών των περιστατικών, αλλά θα έπρεπε στο επίκεντρο να είναι ένα ολόκληρο σύστημα, το οποίο φαίνεται να λειτουργεί και να βολεύεται κιόλας με το να διοργανώνει για παράδειγμα σχολικές εκδηλώσεις σε κλαμπ, στο να μην εφαρμόζονται οι περιορισμοί και ουσιαστικά ο νόμος που να απαγορεύει στους εφήβους καταρχάς να μπαίνουν σε αυτούς τους χώρους».
«Οι έφηβοι φοβούνται να μην μένουν στην απ’ έξω»
Ο ερευνητής, του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ», Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι: «Οι έφηβοι είναι πραγματικά θύματα της απουσίας εφαρμογής νόμων οι οποίοι υπάρχουν, είναι ξεκάθαροι, αλλά δεν εφαρμόζοντα», ενώ αναφερόμενος στον ρόλο των γονέων τονίζει ότι: «Υπάρχουν γονείς που δεν έχουν φανταστεί το παιδί τους να βγαίνει σε μια σχολική εκδήλωση ή ένα νυχτερινό κέντρο. Οι γονείς φαίνεται να είναι ανήμποροι σε ατομικό επίπεδο να σταθούν εμπόδιο στην απόφαση του παιδιού τους ή ενός συνόλου που αποφάσισε ότι αυτή η εκδήλωση θα λάβει μέρος σε ένα κλαμπ. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι όλοι οι γονείς είναι συμφιλιωμένοι με την ιδέα ότι πρέπει να γίνεται έτσι η σχολική ψυχαγωγία των μαθητών».
Όπως αναφέρει ο κ. Φωτίου, ένας από τους μεγαλύτερους φόβους των εφήβων είναι να μη μείνουν «στην απέξω», είτε αυτό αφορά το πάρτι του σχολείου σε ένα νυχτερινό κέντρο είτε την ενασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Το πρόβλημα είναι ότι οι έφηβοι επηρεάζονται κυρίως από τους φίλους τους, και οι ίδιοι νιώθουν ανήμποροί να πουν «όχι», όταν ακόμα και οι ίδιοι θεωρούν ότι αυτός είναι ένας τρόπος ψυχαγωγίας που τους εκφράζει. Ένας από τους κυριότερους φόβους του εφήβου είναι να βρεθεί στην απ’ έξω, έστω και πρόσκαιρα. Διότι στον ψηφιακό κόσμο στον οποίο κυρίως ζουν οι έφηβοι στις μέρες, εκεί κυριαρχεί και το πρόσκαιρο, που σημαίνει ότι δεν αντέχουν να λείπουν ούτε από τη στιγμή. Αυτή η στιγμή είναι σε ένα κλαμπ και δυνάμει περιλαμβάνει και κάτι extreme, κάτι που είναι στα όρια. Αυτό είναι μια γέφυρα ότι πάρα πολλές από τις συμπεριφορές για τις οποίες συζητάμε και αφορούν στους εφήβους, όπως είναι η επιθετική συμπεριφορά, έχουν καταλήξει να είναι φυσιολογικές για τους εφήβους, γιατί οι έφηβοι είναι ολοένα και περισσότερο εκτεθειμένοι σε εικόνες οι οποίες πρωτίστως -εκτός από την οικογένεια- έρχονται και μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» και συμπλήρωσε αναφερόμενος στους γονείς ότι: «Ένας γονιός δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο παιδί σε ένα περιβάλλον που είναι τόσο κανονικοποιημένη μια συμπεριφορά. Μπορεί να πει ό,τι θέλει, αλλά τελικά δεν θα σταθεί εμπόδιο, γιατί ο έφηβος/η επηρεάζεται περισσότερο από τους ομοτίμους παρά από τους γονείς. Ο σύγχρονος γονιός είναι περισσότερο από ποτέ ενημερωμένος για το τι πρέπει να κάνει, τα «εγχειρίδια» είναι παντού στο διαδίκτυο, υπάρχουν οι επαγγελματίες που μπορούν να συμβουλέψουν τους γονείς. Κι όμως υπάρχει μεγάλη απόσταση από αυτό που ένας γονιός ξέρει ότι μπορεί να κάνει, μέχρι να το κάνει. Γιατί ο ουσιαστικός χρόνος στο νοικοκυριό για ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ του γονιού και του έφηβου είναι πάρα πολύ περιορισμένος. Αφενός γιατί είναι ένα χαρακτηριστικό της εφηβείας να υπάρχει μια τάση απομόνωσης. Αλλά πλέον γονείς και παιδιά μπορεί να συνυπάρχουν στον χώρο και να μην επικοινωνούν πραγματικά. Οπότε όταν δημιουργείται το πρόβλημα να είναι πάρα πολύ αργά».
Επιμέλεια: Ελπίδα Αριστείδου