Βίος γεμάτος διακρίσεις για τον Κώστα Λινοξυλάκη
Θυμάμαι το Στέλιο Μυγιάκη όταν ήρθε στο Ρέθυμνο μετά τη νίκη του στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η πόλη του έκανε υποδοχή ήρωα.
Αν παρακολουθήσουμε όμως τη ζωή του σπουδαίου αυτού ανθρώπου θα λέγαμε με το χέρι στην καρδιά ότι του αξίζει ακόμα μεγαλύτερο μετάλλιο. Αυτό της ζωής. Στο ρινγκ πάλεψε με μεγαθήρια και τα νίκησε.
Ένας μόνο αντίπαλος δεν κατάφερε να νικηθεί από τον Στέλιο. Ήταν η μοίρα που φάνηκε σ’ αυτόν ιδιαίτερα σκληρή.
Κι αν κάνουμε αυτές τις αναφορές είναι για να δώσουμε στους νέους ένα πρότυπο ανθρώπου που παρά τα σκληρά χτυπήματα της ζωής ποτέ του δεν λύγισε.
Σύμφωνα με τα συνήθη βιογραφικά ο Στέλιος Μυγιάκης (κάπου αναγράφεται και Μηγιάκης) γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1952 στο Ρέθυμνο.
Αλλά ένα χρόνο μετά οι γονείς του αναζήτησαν στην πρωτεύουσα καλύτερη τύχη. Δυστυχώς όμως κι εκεί δεν τους χαμογέλασε η ζωή. Κυρίως στον μικρό Στέλιο.
Από τα πιο τρυφερά του χρόνια έζησε τη φτώχεια ως παιδί μιας επταμελούς οικογένειας που βίωνε την απόλυτη στέρηση.
Αυτές οι συνθήκες έκαναν από νωρίς τον Στέλιο Μυγιάκη να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Έκανε πολλές δουλειές για το μεροκάματο.
Ο ίδιος θυμάται με πόνο τις μέρες που έχοντας ξενυχτήσει μοιράζοντας πάγο στις γειτονιές, τον έπαιρνε ο ύπνος στο θρανίο. Γιατί με το που σχόλαγε από τη διανομή του πάγου τον άφηνε το αφεντικό του στο σχολείο.
Κουρασμένος λοιπόν ο μικρός Στέλιος δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοικτά. Κι εκεί που κοιμόταν πάνω στο θρανίο τον ξυπνούσε ο χάρακας στην πλάτη από τα χέρια ενός δασκάλου χωρίς κατανόηση.
Ανεξίκανος όμως ο Στέλιος θα πει σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ όταν γινόταν ένα αφιέρωμα στους μεγάλους αθλητές της πάλης.
- Τι να κάνει κι ο δάσκαλός μου; Που να φαντάζεται που εγώ ξαγρυπνούσα. Δεν ήταν και υποχρεωμένος άλλωστε να δείχνει ανοχή.
- Κι η ζωή συνεχιζόταν για το μικρό ήρωα στο ίδιο μοτίβο.
Πουλούσε αναψυκτικά στους κινηματογράφους ενώ αργότερα δούλεψε και στο παντοπωλείο της γειτονιάς του. Όλη μέρα μοίραζε πάγο στις γειτονιές. Τη νύχτα έπαιρνε το δίσκο με τα αναψυκτικά και περνούσε έξω από τον Εθνικό Αθηνών, παρατηρώντας τους παλαιστές.
Μια μέρα ζήτησε 30 δραχμές από τον πατέρα του για να γραφτεί κρυφά στον Εθνικό Αθηνών, τον σύλλογο που ανέδειξε τον Τζιμ Λόντο. Ξεκίνησε εντελώς τυχαία την καριέρα του όταν συνάντησε στον σύλλογο τον Πέτρο Γαλακτόπουλο, τον προπονητή που τον προετοίμασε για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας. Αμέσως ξεκίνησαν μαζί προπονήσεις. Υπήρξαν φορές που δεν είχε ούτε το εισιτήριο για να πάει στο γυμναστήριο και πήγαινε με τα πόδια.
Και εκεί ξεκίνησαν όλα. Στην πορεία του, σε μικρή ηλικία ήταν περίπου 17 χρόνων αναδείχτηκε πρωταθλητής Ελλάδος στην κατηγορία 52 κιλών.
Τυχερός μέσα στη ατυχία του είχε πάντα κοντά του άξιους φίλους Ιδιαίτερα ο Πέτρος Γαλακτόπουλος του φερόταν με πραγματική φιλία.
Για να πάρει μέρος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα έβαλε χρήματα από την τσέπη του αυτός, ο Σάββας Γανωτής, ο Αρκουδέας. Κι έτσι ο Στέλιος βρέθηκε στον χώρο που αργότερα θα μεγαλουργούσε.
Η μεγάλη στιγμή για τον ίδιο, αλλά και για την ελληνική πάλη, ήρθε το 1980, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας. Πάντα στην κατηγορία των 62 κιλών της ελληνορωμαϊκής πάλης, νίκησε τον Πολωνό «χρυσό» Ολυμπιονίκη του 1976 Κάζιμιερς Λίπιεν και τον Αφγανό Αλμπάρ, ενώ στην αναμέτρηση με τον Σουηδό Μάλκβιστ, αποβλήθηκαν και οι δύο με ντισκαλιφιέ, ωστόσο ο Μυγιάκης προκρίθηκε επειδή ήταν πρώτος στον όμιλό του. Στον ημιτελικό αντιμετώπισε τον Σοβιετικό Μπόρις Κραμορένκο και τον νίκησε 6-3 στα σημεία. Έτσι, βρέθηκε στον τελικό με αντίπαλο τον Ούγγρο Ίστβαν Τοτ, ο οποίος μπορούσε να πάρει το χρυσό μετάλλιο και με ισοπαλία. Τριαντατρία δευτερόλεπτα πριν από το τέλος, το σκορ ήταν 1-1 στα σημεία και οι δύο παλαιστές είχαν δεχτεί από δύο παρατηρήσεις. Όμως ο Τοτ προσπαθούσε περισσότερο να καθυστερήσει για να κυλήσει ο χρόνος παρά να παλέψει, οπότε ο διαιτητής αναγκάστηκε να τον τιμωρήσει με τρίτη παρατήρηση για παθητικό παιχνίδι. Ο Στέλιος Μηγιάκης περνούσε πλέον στο «πάνθεο» των «χρυσών» Ολυμπιονικών της Ελλάδας.
Τα όσα σπουδαία πέτυχε ο Μηγιάκης στη Μόσχα δεν γινόταν να περάσουν απαρατήρητα από τη χώρα του. Το σπίτι του στην Ηλιούπολη γέμισε συγγενείς και φίλους, ενώ οι καμπάνες στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας δεν σταμάτησαν να ηχούν.
Ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής του, αφού χρόνια κούρασης και στερήσεων ανταμείφθηκαν
Το επιβεβαιώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου. Χρόνια κούρασης και στερήσεων ανταμείφθηκαν στη Μόσχα, μια πόλη που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω. Η υπερένταση μου ήταν τρομερή, θυμάμαι ότι δύο μέρες πριν τον αγώνα με τον Κραμορένκο, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου, ήξερα ότι ήταν μεγάλος αθλητής. Είπα μέσα μου ότι αυτό το παιχνίδι είναι όλη μου η ζωή, πρέπει να αποφύγω τα λάθη. Ο Τοτ πάντα έχανε από μένα και δεν φοβήθηκα παρόλο που ήξερα πως ήθελε να χάσουμε και οι δύο. Απλά ανησυχούσα μήπως πληρώσω τη φοβερή κούραση που ένοιωθα. Το βράδυ, μετά το χρυσό μετάλλιο, θυμάμαι ότι μεθύσαμε μαζί με τον προπονητή μου Πέτρο Γαλακτόπουλο».
Βαριά χτυπήματα της μοίρας
Η χαρά για τη νίκη του κράτησε πολύ λίγο. Απανωτά χτυπήματα της ζωής απείλησαν να τον γονατίσουν.
Η πιο σκληρή στιγμή της ζωής του ήταν η αναχώρηση της γυναίκας που θα δημιουργούσε οικογένεια.
Διαβάζουμε στην ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 11/11/1982 (αρχείο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΡΕΘΥΜΝΟ): «Ο Ρεθεμνιώτης Στέλιος Μηγιάκης, ο μεγάλος νικητής των Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας, τον Ιούλιο του 1980 –όπου κέρδισε το «χρυσό» της ρωμαϊκής πάλης- ήταν προχθές ο μεγάλος ηττημένος της μοίρας: Κήδευε την αγαπημένη του Μαρίνα, το κορίτσι -21 μόλις ετών- που θα παντρευόταν τα Χριστούγεννα.
Πριν ένα μήνα, τότε που ο Στέλιος Μηγιάκης κι η Μαρίνα Λάζου άρχιζαν να κανονίζουν τις συνηθισμένες, γοητευτικές λεπτομέρειες του γάμου τους ο θάνατος έστειλε την προειδοποίηση του: Η Μαρίνα αρρώστησε. Η επάρατη ασθένεια ήταν στο αίμα της. Έσβησε μέσα σε 30 μέρες. Κι όπως της έμελλε ντύθηκε νύφη, όχι ζωντανή, στο πλευρό του Στέλιου, αλλά νεκρή μέσα στο φέρετρο που κρατούσε προχθές –μαζί με άλλους τρεις συγγενείς ο Στέλιος, καθώς την ξεπροβόδιζαν στην τελευταία
της κατοικία στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο «ΗΡΩΑΣ», ο «χρυσός αθλητής» που γνώρισε τόση δόξα, τόσες ιαχές, τόσα χειροκροτήματα, τόσα μπράβο» μετά την νίκη του ήταν τόσο μόνος και τόσο ασήμαντος την ώρα του υπέρτατου πόνου.
Η Μαρίνα ήταν υπάλληλος στην Κτηματική Τράπεζα, είχε άλλα τρία μικρότερα αδέλφια. Με το Στέλιο ήταν μαζί, στις αγωνίες του και στις επιτυχίες του τέσσερα χρόνια. Κάποιοι ενδοιασμοί του πατέρα της για το γάμο της με τον Στέλιο δεν επηρέασαν το δεσμό τους. Νίκησαν όλα τα εμπόδια μαζί, αρραβωνιάστηκαν πριν λίγο καιρό και θα παντρευόντουσαν. Το μόνο εμπόδιο, ο μόνος αντίπαλος που ο Στέλιος δεν μπόρεσε να παλαίψη μαζί του και να τον νικήσει κερδίζοντας το χρυσό του κορίτσι ήταν ο θάνατος.
Στην κηδεία της Μαρίνας ήρθαν, μαζί με τους συγγενείς και φίλους πολλοί αθλητές και εκπρόσωποι αθλητικών σωματείων. Ανάμεσα τους, η Άννα Βερούλη, το «χρυσό» μετάλλιο των Πανευρωπαϊκών στο ακόντιο, που της φαινόταν ψέμα το ότι έφυγε η Μαρίνα.
Ο θάνατος της Μαρίνας ήταν το αποκορύφωμα των τραγικών γεγονότων που πλήττουν τον Μηγιάκη τα 2 τελευταία χρόνια, αμέσως μετά το θρίαμβο του: Έχασε πρώτα, τον πιο στενό του φίλο. Ύστερα, πριν λίγο καιρό, η μητέρα του τραυματίστηκε σε τροχαίο κι είναι ακόμα στο Νοσοκομείο. Και προχθές, έχασε τη Μαρίνα του….»
Κι όμως πόνεσε αλλά δεν λύγισε.
Ο Στέλιος Μηγιάκης αγωνιζόταν ως ερασιτέχνης, δεν είχε σπόνσορες και οικονομική υποστήριξη από κανένα.
Τίποτα δεν ήταν εύκολο για τον Έλληνα πρωταθλητή με την μεγάλη ψυχή. Κερδίζει τον χρυσό Ολυμπιονίκη του 1976 Πολωνό Κάζιμιερς Λίπιεν και στη συνέχεια τον Γκουλάμ από το Αφγανιστάν και τον Σουηδό Μάλκβιστ. Συνολικά μετέχουν 11 παλαιστές στη κατηγορία, οπότε τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ο Σοβιετικός Μπόρις Κραμορένκο, το θεωρητικό φαβορί τον περιμένει αλλά ο Έλληνας πρωταθλητής φεύγει αήττητος, όπως και στον μεγάλο πια τελικό κόντρα στον Ούγγρο Ιστβαν Τοτ. Ο Ούγγρος πρωταθλητής προσπάθησε να βγουν και οι δύο ηττημένοι με τρεις παρατηρήσεις επειδή είχε καλύτερη τεχνική βαθμολογία αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Μυγιάκης έπαιξε τα δύο αυτά δύσκολα και κρίσιμα παιχνίδια μέσα σε μια ώρα, τίποτα δεν ήταν εύκολο.
Κι όπως τονίζεται από τους έμπειρους αθλητικογράφους είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πως με τη διάκριση του Μυγιάκη ήταν και η τελευταία φορά που η Ελλάδα άκουσε τον Εθνικό Ύμνο της σε Ολυμπιακούς Αγώνες στο συγκεκριμένο άθλημα, καθώς οι μετέπειτα 11 παλαιστές στη κατηγορία (και όλοι μεγάλα ονόματα του αθλήματος) που συμμετείχαν τα επόμενα χρόνια δεν κατάφεραν κάτι αντίστοιχο.
Ο Στέλιος έκλεισε την καριέρα του στην Ολυμπιάδα του 1984 χωρίς να διακριθεί.
Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στον ελληνικό αθλητισμό η Πολιτεία του πρόσφερε μια άδεια για βενζινάδικο την οποία εκείνος επέστρεψε αργότερα στην πετρελαϊκή εταιρεία.
Από το 1987 έως το 1990 εργάστηκε στην εθνική ομάδα ως ομοσπονδιακός προπονητής.
Αυτή είναι η ζωή του Στέλιου Μυγιάκη που παραμένει ένας θρύλος και όχι μόνο του αθλητισμού Ένας ήρωας της ζωής Ένας αγωνιστής που κανένα έπαθλο που μπορεί να του αποδώσει την διάκριση που του αξίζει.
Ένας θρύλος των γηπέδων
Ακόμα ένας αθλητής που έκανε περήφανο το Ρέθυμνο ήταν ο Κώστας Λινοξυλάκης κορυφαίος διεθνής ποδοσφαιριστής τη δεκαετία του 1950.
Ο άσσος των γηπέδων της καλής εποχής γεννήθηκε στο Άνω Μέρος 5 Μαρτίου 1933.
Οι πρώτες νικηφόρες μπαλιές του δόθηκαν για τον Αστέρα Αθηνών που ήταν η πρώτη του ομάδα. Το 1950 σήμανε γι’ αυτόν η μεγάλη στιγμή, όταν εντάχθηκε στην ομάδα του Παναθηναϊκού. Στην ομάδα αυτή αφιέρωσε το υπόλοιπο της καριέρας του μέχρι το 1963 που «κρέμασε τα παπούτσια του».
Από τη θέση του κεντρικού αμυντικού, πανηγύρισε με τον Παναθηναϊκό τέσσερα πρωταθλήματα (1953, 1960, 1961, 1962) και ένα κύπελλο Ελλάδας (1955), ενώ φόρεσε 28 φορές τη φανέλα της εθνικής Ελλάδας (1 γκολ), με την οποία έκανε ντεμπούτο το Δεκέμβριο του 1950, σε αγώνα με τη Β’ ομάδα της Γαλλίας και για μεγάλο διάστημα διετέλεσε και αρχηγός της. Το ντεμπούτο του με την Εθνική Ελλάδος έγινε στις 13 Δεκεμβρίου 1950, όταν επιλέχθηκε από τον τότε εκλέκτορα της Εθνικής Κώστα Νεγρεπόντη να συμμετάσχει στον εντός έδρας αγώνα εναντίον της Β’ ομάδας της Γαλλίας, στο πλαίσιο του Κυπέλλου Φιλίας Ανατολικής Μεσογείου, που διεξήχθη στο Γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Ο Κώστας διέθετε κύρος και ήθος, έτσι ώστε η παρουσία του να προκαλεί αίσθηση στους φιλάθλους και όχι μόνο.
Ήταν ευθύς, έντιμος, άνθρωπος με αίσθηση του χιούμορ, η καρδιά της παρέας, ο φίλος που δεν θα πρόδιδε ποτέ την εμπιστοσύνη του φίλου του, ήταν το σημείο αναφοράς της ομάδας για πάρα πολλά χρόνια, ο αρχηγός, το πρότυπο, ο μπροστάρης, το πειραχτήρι.
Ο «αγαθός» γίγαντας
Η σωματική του διάπλαση επίσης ήταν προικισμένη από τη φύση και τον θεωρούσαν από τους πλέον γυμνασμένους ποδοσφαιριστές της εποχής. Παρόλα αυτά, όταν ο Παναθηναϊκός αντιμετώπισε τη Γιουβέντους το 1961, βρήκε το… μάστορα του.
Ο Λινοξυλάκης ενέπνεε σεβασμό στους συμπαίκτες του και από παλαίμαχο ποδοσφαιριστή μαθαίνουμε ένα περιστατικό από αυτά που έκαναν τον δυναμικό σέντερ μπακ να επιβάλλει το νόμο του στα αποδυτήρια. Ένα γνώρισμα του χαρακτήρα του Λινοξυλάκη ήταν η ψυχραιμία του κάτω από οποιαδήποτε κατάσταση.
Οι αντίπαλοι σέβονταν τον Κώστα Λινοξυλάκη αλλά και αυτός με τη σειρά του ανταπέδιδε το σεβασμό. Ο τότε αρχηγός του Παναθηναϊκού δεν δίστασε να επισκεφθεί το ξενοδοχείο που είχε καταλύσει ο αιώνιος αντίπαλος και να ευχηθεί καλή επιτυχία.
Φύση κατά βάθος καλλιτεχνική εύρισκε κανάλι έκφρασης στη φωτογραφία. Έτρεφε πάθος για το φακό και πολλές φορές ήθελε ο ίδιος να φωτογραφίζει τους συμπαίκτες του, που πρόθυμα ανταποκρίνονταν για να μην τον δυσαρεστήσουν. Άλλωστε θα είχαν στο αρχείο τους μια καλλιτεχνική φωτογραφία γιατί ο «Λίνο» χειριζόταν με μαεστρία το φακό.
Και στον κινηματογράφο
Κάποτε ο Κώστας Λινοξυλάκης, δέχτηκε και μια πρόταση για τον κινηματογράφο. Δεν αρνήθηκε αφού θα έπαιζαν και άλλοι συνάδελφοί του. Έτσι πρωταγωνίστησε το 1956 σε μια ταινία που θεωρείται κλασική σήμερα με τίτλο «Οι άσοι του γηπέδου», (γνωστή και ως «Κυριακάτικοι Ήρωες»), μαζί με αρκετούς ακόμη ποδοσφαιρικούς «αστέρες» της εποχής. Το σενάριο είχε γράψει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και την σκηνοθεσία υπέγραφε ο Βασίλης Γεωργιάδης.
Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι είχαν λάβει μέρος οι παρακάτω ηθοποιοί και ποδοσφαιριστές: Γιώργος Καμπανέλλης (αφηγητής), Νίνα Σγουρίδου, Ανδρέας Μουράτης (ποδοσφαιριστής), Λάκης Πετρόπουλος (ποδοσφαιριστής), Κώστας Λινοξυλάκης (ποδοσφαιριστής), Σούλα Αθανασιάδου, Στάθης Μανταλόζης (ποδοσφαιριστής), Θόδωρος Μορίδης, Κώστας Πούλης (ποδοσφαιριστής), Κική Ρέπα, Τζούλια Κουμουνδούρου, Στάσα Δαμάσκου, Κώστας Σταυρινουδάκης, Δημήτρης Βουδούρης, Θανάσης Βέγγος, Λάουρα, Θόδωρος Κεφαλόπουλος, Πόπη Δεληγιάννη, Ρούλα Χρυσοπούλου, Κική Βυζαντίου, Πάρις Παπής, Μαρίνα Μπούσαλη, Νότης Πιτσιλός, Μίλτος Χαντάς, Μανώλης Βλαχάκης, Δημήτριος Ρουγγέρης, Κώστας Σπαγγόπουλος, Βάσω Παντελιά, Τάσος Κατράπας, Παύλος Ραφελέτος, Γιώργος Φρυδάκης, Τάκης Ευσταθίου, Διονύσης Ραφτόπουλος, Κώστας Μπογιατζής, κ.ά.
Και αντιδήμαρχος
Ο Κώστας Λινοξυλάκης διέπρεψε και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Για αρκετά χρόνια εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων, εκλεγόμενος και ως αντιδήμαρχος.
Ταλαιπωρία με την υγεία του
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο παλαίμαχος άσος του Παναθηναϊκού αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και τον Αύγουστο του 2014 νοσηλεύτηκε στο ΓΝΑ.
Ήταν μεγάλη δοκιμασία για την οικογένειά του η περίοδος αυτή της ασθενείας του, γιατί ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής υπέφερε. Κι ήταν οδύσσεια να εξασφαλίζουν την ποσότητα αίματος που χρειαζόταν, καθώς είχε πολλές φορές την ανάγκη της αιμοδοσίας.
Επάρκεια αίματος δεν υπήρχε δυστυχώς κι έτσι συχνά υποχρεωνόταν η οικογένεια να κάνει έκκληση στα ανθρωπιστικά αισθήματα των εθελοντών αιμοδοτών για να βοηθήσει τον άνθρωπό της.
Ο Κώστας Λινοξυλάκης έφυγε στα 81 του χρόνια με τις τιμές που άξιζε η πορεία και η δράση του. Σκηνές συγκινητικές είχαν εκτυλιχθεί στην κηδεία του από παλαίμαχους συναδέλφους του και φίλαθλους που τον είχαν ζήσει και θαυμάσει.
Ανήκε κι αυτός στους θρύλους που άφησαν το όνομά τους με χρυσά γράμματα στις περγαμηνές του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Χαρακτηριστική ήταν και η συλλυπητήρια αναφορά της ομάδας του ΠΑΕ Παναθηναϊκός που χαρακτήριζε τον Κώστα Λινοξυλάκη, σαν μία ποδοσφαιρική φυσιογνωμία που τίμησε το Τριφύλλι και τα χρώματα της Εθνικής.
Η απώλεια του Κώστα Λινοξυλάκη, τονιζόταν στη σχετική ανακοίνωση, ήταν απώλεια όλης της παναθηναϊκής οικογένειας και του ποδοσφαίρου που τίμησε με τα προσόντα και το ήθος του συνάμα. Θα αποτελεί πάντα υπερήφανο κομμάτι της ιστορίας του Παναθηναϊκού κατέληγε το κείμενο.
Και κοντά στην ομάδα που της έμεινε αφοσιωμένος μέχρι το τέλος ο Κώστας Λινοξυλάκης αποτελεί κι ένα κομμάτι περηφάνιας του Ρεθύμνου και ιδιαίτερα του Άνω Μέρους που τον γέννησε.
Πηγές: Βικιπαίδεια
Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες με ηρακλειά δύναμη
Εύας Λαδιά: Ένας θρύλος των ωραίων ημερών των γηπέδων
Εφημερίδα: Νέα
ΕΡΤ Αρχείο