Για το Γιάννη Δαλέντζα έχουμε αναφερθεί πολλές φορές με όλα τα νέα στοιχεία γύρω από αυτόν που μας δίνει η συνεχιζόμενη έρευνα στις προσωπικότητες του τόπου μας.
Πριν όμως αναφερθούμε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο που εντοπίσαμε πρόσφατα και με την ευκαιρία που αναφερόμαστε στο Ατσιπόπουλο ας ανασύρουμε από τα άδυτα της λήθης κι έναν δημοσιογράφο που άφησε εποχή.
Πρόκειται για τον Ελευθέριο Παπαγιαννάκη από το Ατσιπόπουλο, ιδρυτή και εκδότη του περιοδικού «Ραδάμανθυ» στην Αίγυπτο και στην Αθήνα, καθώς και της εφημερίδας «Κρήτη» στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν επίσης και συγγραφέας.
Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα από τις αναφορές του εκλεκτού λογίου του τόπου μας κ. Γεωργίου Εμμ. Περπυράκη που αφήνει στους αιώνες τον βίο και την πολιτεία του συγχωριανού του δημοσιογράφου στο βιβλίο του «Ατσιπόπουλο» Μια έκδοση μνημειώδη, αφού διασώζει την ιστορία και τις προσωπικότητες του χωριού με κάθε λεπτομέρεια Και το σημαντικότερο βασισμένα όλα τα στοιχεία που παραθέτει στις πλέον έγκριτες πηγές. Μια διαδικασία που απαιτεί μεγάλη υπομονή, ισχυρή θέληση και αγάπη για την έρευνα. Στοιχεία που χαρακτηρίζουν την όλη δράση του κ. Περπυράκη επίτιμου σχολικού συμβούλου Π.Ε.
Ο Ελευθέριος Παπαγιαννάκης γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1871. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν δάσκαλος και ψάλτης στο χωριό, περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Ακουγόταν και ως αναγνώστης. Φαίνεται πως είχε ενεργό συμμετοχή στα κοινά, γιατί το όνομά του αναφέρεται σε αρκετά έγγραφα.
Ο Ελευθέριος φαινόταν από τα πιο τρυφερά του χρόνια που είχε μεγάλη έφεση στο γράψιμο. Μεγαλώνοντας εμφανίστηκαν και οι άλλες αρετές με τις οποίες τον προίκισε η φύση. Ήταν ψηλός με θαυμάσιο χαρακτήρα, καλοσυνάτος και δεινός χειριστής της γλώσσας. Είχε το χάρισμα του ρήτορα και γοήτευε το ακροατήριό του.
Το πάθος του για τη γνώση, του έδωσε μια τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση που ήταν και το καλύτερο «εργαλείο» στη δουλειά του. Αρχικά ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Κυκλοφόρησε το 1896 ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Το σκληρόν πάθος ή ο έρως της Δώρας».
Η δημοσιογραφία τον κέρδισε από νωρίς. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων στη Θεσσαλονίκη εξέδιδε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Κρήτη». Διέκοψε την έκδοσή της μετά τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1913.
Το «μικρόβιο» της δημοσιογραφίας όμως δεν τον αφήνει ήσυχο.
Από το 1916 αρχίζει την έκδοση του περιοδικού «Ραδάμανθυς» που κυκλοφορούσε δυο φορές το μήνα.
Στο περιοδικό του αυτό ο Παπαγιαννάκης αναφερόταν συχνά στον τόπο του και υμνούσε ήρωες και καταστάσεις που έκαναν πάντα το Ατσιπόπουλο προπύργιο της Αντίστασης και της Δημοκρατίας.
Γράφει για παράδειγμα το 1930 αναφερόμενος στο συγχωριανό του Βασίλειο Μυλωνάκη:
«Εις μίαν γωνίαν του χωρίου μου και παραπλέυρως του ναού του Αγίου Ελευθερίου, μέσα σε ένα μικρόν καφενεδάκι το οποίον διατηρεί ως ησυχαστήριόν του διέρχεται τας ημέρας της ζωής του ο εν μέσω ελαχίστων πελατών του και φίλων ο λησμονημένος ούτος σεβαστός γέρων, μια ήρεμη ζωή με το γλυκό του και αφελέστατον μειδίαμα, με ταπεινόφροσύνην, αλλά και με ανδρικήν άψογον υπερηφάνειαν. Εις το νομό Ρεθύμνης και εις άπαντας τους πολιτικούς αρχηγούς και οπλαρχηγούς της Κρήτης, τυγχάνει γνωστός ο λησμονημένος ούτος ήρως και τα πολλαπλά αυτού πολεμικά κατορθώματα και ο ηρωισμός του κατά τας διαφόρους της Κρήτης επαναστάσεις και από της εποχής του Θερίσου, ότε ποικιλοτρόπως δια της συνέσεως και της πολεμικής αυτού εμπειρίας συνέβαλε και αυτός εις την ευόδωσιν του σκοπού της επαναστατικής και και πολιτικής κινήσεως του κ. Βενιζέλου. Διατελέσας φρούραρχος εις Ρούστικα κατόρθωσε δια της συνέσεως και ανδρείας του να επιφέρει την τάξιν ύστερον από μεγάλην της περιφερείας αναρχίαν Και κατά την πολιορκίαν του Βάμου εθαυμάσθη ο παληκαρισμός και η πολεμική αυτού τέχνη. Ανέκαθεν ήτο το ατρόμητον παλληκάρι, ο τίμιος στρατιώτης και ο συνετός πολεμιστής, η δε μειλίχιος και ευγενής συμπεριφορά του και προς τους ανωτέρους του και προς τους άνδρας τους οποίους διηύθυνε,κατέστησεν αυτόν σεβαστόν προς πάντας.
Και πάντοτε διακήρυττε προς τους συμπολεμιστάς του όπως αποφεύγωσιν την θρησκευτικήν και κοινωνικήν αμαρτίαν διότι ο αμαρτάνων έλεγε υβρίζει την αρετήν η οποία είναι ανδρεία και αποθνήσκει αδόξως. Επονούσε για την πατρίδα του την οποίαν ήθελε ελευθέραν, επονούσε δια τον χριστιανόν συμπατριώτη του τον οποίον ήθελε άσπιλον και θερμόν πιστόν της τε πίστεως και της πατρίδος.
Και όμως τον ελησμόνησαν άπαντες σήμερον οι μεγάλοι πολιτικοί καρχαρίαι, οι μεγάλοι οπλαρχηγοί επιτήδειοι. Εν αγνοία του γράφομεν τας γραμμάς ταύτας, εν αγνοία και του και κρυφά τον εφωτογραφήσαμεν και τον παραδίδομεν εις την αθάνατον ιστορίαν των μεγάλων της Κρήτης αγώνων και εις την λαμπροτέραν σελίδαν αυτής ας αναγραφεί το έντιμον και το σεβαστόν αυτού όνομα.
Σήμερον μονήρης με τα μικρά του παιδάκια, με τους ολίγους του φίλους τραγουδά γλυκά γλυκά το όμορφο τραγούδι της ψεύτικης ζωής. Γι’ αυτόν το παράπονον είναι άγνωστον, το ψεύδος ανύπαρκτον, η κακία ακατανόητος και το μίσος ανύπαρκτον …».
Σε άλλο φύλλο του, 8 Οκτωβρίου 1925 δημοσιεύει πλήρη κατάλογο με τα ονόματα συγχωριανών του που έδωσαν χρήματα για να εκτελεστεί το έργο ύδρευσης του Ατσιποπούλου.
Προβολή του έργου των μεταναστών
Τα δημοσιεύματα αυτά συγκινούσαν το αναγνωστικό κοινό που παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον την ποικίλη ύλη του περιοδικού.
Ο «Ραδάμανθυς» δημοσίευε άρθρα γενικού ενδιαφέροντος, επιστημονικά θέματα ποιήματα και διηγήματα, ιστορικά θέματα, ειδήσεις και κοινωνικά. Πρόβαλε τη ζωή και το έργο των Ελλήνων μεταναστών στην αφρικανική ήπειρο. Αίγυπτο, Σουδάν, Αβυσσηνία.
Ο Παπαγιαννάκης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να φιλευτεί με πολλούς από αυτούς, τους πλέον επιφανείς, στη διάρκεια των επισκέψεών του στη μαύρη ήπειρο, που ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στα ενδιαφέροντά του.
Παντού ο Ελευθέριος γινόταν δεκτός με θερμά αισθήματα φιλίας, που ήταν η μεγάλη ανταμοιβή του αδαμάντινου χαρακτήρα του.
Η ζωή όμως του επεφύλασσε και πικρά ποτήρια που δέχτηκε με παλληκαριά και αξιοπρέπεια.
Από το γάμο του με τη Βικτωρία Μπρά από το Ηράκλειο απέκτησε ένα γιο τον Ιωάννη. Αυτός τιμώντας τις πατρογονικές ρίζες εντάχθηκε στην Αντίσταση πολεμώντας για τη λευτεριά. Δυστυχώς γι’ αυτόν η δράση του ανακαλύφθηκε και φυλακίστηκε αρχικά στην Αγυιά. Εκεί οδηγήθηκε στο απόσπασμα τον Ιούνιο του 1944.
Ήταν ισχυρό πλήγμα αυτό για τον Ελευθέριο Παπαγιαννάκη, που καμάρωνε τον μοναχογιό του κι έκανε όνειρα γι αυτόν.
Κληροδότησε στη μνήμη του στην κοινότητα Ατσιποπούλου το μερίδιό του στο πατρικό του σπίτι, κι ένα χωράφι. Επίσης ένα χωράφι κληροδότησε στην ενορία του χωριού του.
Πέθανε το 1956 βυθίζοντας στο πένθος το χωριό του που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Χαρακτηριστικό το ψήφισμα που εξέδωσε ο σύλλογος Ατσιπουλιανών της Αθήνας «Αγία Ζώνη», στο οποίο εξάρει την προσωπικότητα του δημοσιογράφου και την προσφορά του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Δαλέντζας
Ακόμα ένας Ατσιπουλιανός που τίμησε τη Ρεθεμνιώτικη δημοσιογραφία ήταν ο Γιάννης Δαλέντζας.
Μπορεί να διακρίθηκε στη συγγραφή βιβλίων που χαρακτηρίζονται για τον δυναμισμό τους, αλλά διαπιστώνουμε μια διαρκή παρουσία στον τοπικό τύπο με άρθρα που αποτελούν κειμήλια έντεχνου λόγου.
Επειδή έχουμε κατά καιρούς αναφερθεί και στον συγγραφέα και στον μεγάλο αντιστασιακό Γιάννη Δαλέντζα θα περιοριστούμε στη συμβολή του στη δημοσιογραφία, με αφορμή ένα εξαιρετικό κείμενο του Κωστή Μαμαλάκη που εντοπίσαμε και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Γράφει σχετικά ο Κωστής Μαμαλάκης:
«Ο Δαλέντζας αγάπησε πολύ τον άνθρωπο και έγινε ευπαθής δέκτης της ανθρώπινης δυστυχίας. Αλύγιστος, ασυμβίβαστος στο πιστεύω του, οιστρηλατείται από μένος αγωνιστικό για την εξανθρωπισμό της «χαμοζωής» των ταπεινών και βασανισμένων ανθρώπων.
Αδρός, χυμώδης, πρωτογενής στην ειλικρίνεια και την αυθορμησία, ο λόγος του θεμελιώνει τα εξαίσια δημιουργήματά του, θα ‘λεγα αν μπορούσα, με «ριζιμιά χαράκια» λαξευμένα από τη δυνατή αρσενική πέννα του.
«Ο Γιάννης Δαλέντζας ήταν ένας αντρειωμένος!». Έτσι τον χαρακτήρισε επιγραμματικά στον μεστό, συναρπαστικό, συμπυκνωμένο, αποχαιρετισμό του, ο φωτισμένος Λευίτης Παπα-Γιώργης Πειρουνάκης. Και το προσυπέγραψαν με τους εμπνευσμένους λόγους τους, οι εκπαιδευτικοί Γιάννης Χλαμπουτάκης και Μανώλης Τσουπάκης.
Αγαπημένος των Θεών είσουνα, Γιάννη μου μεγαλόκαρδε. Και σου δώρησαν την «ευθανασία». Ένα αόρατο χέρι την ώρα του ύπνου αιφνίδια σου γύρισε το διακόπτη της ζωής και δεν άφησε περιθώρια στην αρρώστεια να σε τυραννήση. Γιατί «εστέτ» και υπερήφανος εσύ, θα σου ήταν αδύνατο να ανεχθής κατ’ άλλον τρόπο το «τέλος».
Πριν από αρκετά χρόνια ο Δαλέντζας είχε δημοσιεύσει στον τύπο του Ρεθέμνου ένα πραγματικό περιστατικό. Αναφερόταν σε μια τυχαία συνάντησί του στη «Μεγάλη Ρεθεμνιώτικη πόρτα», ένα πρωινό με φίλο του διαλεχτό δικηγόρο των Χανίων.
Μόλις τον είδε ο δικηγόρος από μακρυά, σε ύφος απελπισμένο, υψώνοντας τα χέρια, του βροντοφωνάζει:
«Μπύρα στ’ Ασκύφου, Γιάννη!!».
Τι είχε συμβή; Ο δικηγόρος, λάτρης των πατροπαράδοτων, είχε πάει στ’ Ασκύφου. Και με κατάπληξι αντίκρυσε ένα θέαμα άνω ποταμών γι’ αυτόν και έφριξε: Μαύρα περιποιημένα – σιγγουρισμένα – γένεια πλατυκούταλων Σφακιανών είχαν γεμίσει σαπουνάδες από το αφρισμένο κολλάρο της μπύρας. Ήταν από το πρώτο βαρέλι μπύρας που είχε πάει στο χωριό. Αποτροπιασμό του έφερε το βέβηλο στα μάτια του θέαμα, αλλά και ανησυχίες για αθέμιτο ανταγωνισμό των κρητικών κρασιών.
Μόλις λοιπόν διάκρινε από αλάργο το Δαλέντζα, που ήξερε τους αγώνες του από τα άρθρα του ενάντια στους κινδύνους που εγκυμονούσε η πρόοδος και η τεχνοκρατία, που πήγαιναν να σαρώσουν κάθε γραφικό και ωραίο και να μολύνουν τα πάντα – πόσο δικαιώθηκαν κι οι δυο τους! – του πέταξε το S.O.S. του «Μπύρα στ’ Ασκύφου, Γιάννη μου!», με τέτοια απόγνωσι σα να είχαν πατήσει οι Τούρκοι τα Σφακιά!
Ο Δαλέντζας τα παραπάνω τα διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια στον δημιουργό των περίφημων «δίφορων» Κωστή Φραγκούλη που έπιασε και τα έκαμε χρονογράφημα, αναφέροντας και την πηγή της πληροφορίας ονομαστικά σε ηρακλειώτικη εφημερίδα. Όλα αυτά μου τ’ αφηγήθηκε ο Δαλέντζας ένα από τα βράδυα που έλεγα.
Άφησα να περάση κανένας μήνας και αλλάζοντας την φωνή μου τον παίρνω ένα πρωινό στο τηλέφωνο:
– Ο κύριος Ιωάννης Δαλέντζας, παρακαλώ;
– Μάλιστα, ο ίδιος.
– Εδώ υπηρεσία δημοσίων σχέσεων (τάδε) ζυθοβιομηχανίας. Ακούστε κύριε ο εν Ηρακλείω πράκτωρ μας μας διεβίβασε απόκομμα δημοσιεύματος τοπικής εφημερίδας διά του οποίου τεχνηέντως κατά τρόπον δήθεν ευτράπελον δυσφημείται και γίνεται απόπειρα μποϋκοταρίσματος του προϊόντος μας. Ως δε επιπροσθέτως μας πληροφορεί ο εν Χανίοις πράκτωρ μας ήδη παρουσιάζει πτώσιν ο δείκτης καταναλώσεως στην επαρχία Σφακίων. Αναφέρεται δε σαφώς στο εν λόγω δημοσίευμα ότι πηγή άρα διαδοσίας του περιστατικού είσθε σεις, κ. Δαλέντζα.
– Θα έχετε όρεξη για αστεία, πρωί – πρωί, κύριε.
– Δεν αστειεύομαι καθόλου, κύριε Δαλέντζα και προσέξατε καλά.
– Λυπούμαι, κύριε, διότι έπρεπε να έχετε τον κοινόν νουν να διαχωρίζετε τις προθέσεις και το πνεύμα ενός ευθυμογραφικού ηθογραφήματος και να μην αστοχείτε ευστόχως με αυτά τα μη ευσταθούντα που υποστηρίζετε.
– Κύριε Δαλέντζα σας καθιστώ υπεύθυνον και επιφυλασσόμενος παντός δικαιώματος της εταιρίας, θα συνεννοηθώ με τον νόμιμόν μας σύμβουλον, διά να προβώμεν εναντίον σας εις τα νόμιμα. Θα σας εναγάγη η εταιρία, κύριε.
Έξω φρενών έγινε ο Δαλέντζας και αφήνοντας την ειρωνεία με την καθαρεύουσα που του απαντούσε, μου λέει έντονα στο κρητικό ιδίωμα:
– Έχετέ με παρετημένο, και να πάτε όπου θέτε και να κάνετε ό,τι μπορείτε.
Δεν σας φοβούμαι μωρέ!
Κι ας είστε και εταιρία κολοσσός. Εμείς στα γραφτά μας που σας πειράξανε, πουλούμενε αφιλοκερδώς πνεύμα -γιατί το θέλουμε λεύτερο- ενώ εσείς πουλείτε ιδιοτελώς οινόπνευμα.
Και μου κλείνει νευριασμένος το τηλέφωνο.
Τον παίρνω σε λίγο για να τον καλμάρω:
– Τι νέα, Γιάννη μου;
– Άσε με ορνικό μου, Κωστή μου, και πριν από λίγο ένας κεραβέλης μ’ έκαμε κι έβρασε η πέψι μου.
Αλλά κι εγώ, σου τον έσιαξα για καλά.
Άρχισα να γελώ και να μιμούμαι την φωνή την αλλαγμένη, που είχα χρησιμοποιήσει για την αθώα φάρσα. Και τότε κατάλαβε. Και ξέσπασε στο πλατύ καλόκαρδο γνώριμο γέλιο του, που μας εγκαρδίωνε και που τώρα τόσο θα μας λείψη!
***
Στην συνοικία των Νεκρών, Νέας Σμύρνης, σε προπέμπαμε με σπαραγμό, για το ταξίδι της αιώνιας γαλήνης, συμμαθητή μου, αλησμόνητε!
Κι ο Μπράσκος σου αστραποβροντά κι ο Κιουλούμπασης βρυχάται!
Ξεμυγιστήκανε στα ‘νάδη και «μπαλοτοκοπούνε» οι γ’ εδικοί κι οι φίλοι. Οι λεβεδιές κι οι βιόλες του «κάτω κόσμου»!
«Συνεπαρσά» σου ετοιμάσανε, Γιάννη μας, μεγαλόκαρδε αυτοί που προπορεύτηκαν. Οι Ρεθεμνιώτες πολεμάρχοι του πνεύματος και της Δημοκρατίας! Μαζί μ’ αυτούς, μπροστάρηδες, ο Φώτης μας ο Τσάκωνας, ο Γιώργης Καλομενόπουλος κι ο Ανδρουλιδάκης ο Γιώργης.
Ξεκινούνε. Με μπαϊράκια και βροντόλυρες με τα «γερακοκούδουνα» στα λυγμικά δοξάρια τους, ο Πίσκοπος κι ο Ροδινός!
Και συ τους ανταποδίδεις, πηγαίνοντάς τους πρώτος, μαντάτα σπουδαία:
Τα «Αναστάσιμα» του επάνω κόσμου!
Γιατί εμίσευγες για το μεγάλο ταξίδι, μέρα σημαδιακή, με διπλοκάμπανα!
Ύστερα από δυο χιλιάδες εξακόσιες τόσες, ασέληνες νύχτες ατέλειωτες, σκλαβιάς, ο λαός μας «ο ευκολόπιστος, μα πάντα προδομένος», κατά τον εθνικό μας ποιητή, ψήφιζε ελεύθερα!!!
***
Εκεί που πήγες, Γιάννη μας, φαντάζομαι δεν θα κακοπεράσης.
Στη γήινη πορεία σου είχες ενστερνισθή το πνεύμα των «Μακαρισμών». Και αγάπησες πολύ τους ανθρώπους, «τους κοπιώντας και πεφορτισμένους» του κόσμου τούτου.
«Το εφ’ όσον εποιήσατε ενί των αδελφών μου τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε!», είχε γίνει «λύχνος τοις πόσι σου!».
Και ο ουρανός, λοιπόν, και η γη, είναι μαζί σου! Και δεν φοβάσαι θάνατο!
Ανοιχτόκαρδος δε όπως είσαι, θ’ ανοίξης και των άλλων φίλων, αυτών που προπορεύτηκαν, τις καρδιές!
Κι έχουμε τόσους φίλους στον «κάτω κόσμο» Γιάννη μας, ανοιχτόκαρδε!
Με την ευκαιρία της αναφοράς μας στον σπουδαίο Ελευθέριο Παπαγιαννάκη, υποκύψαμε στον πειρασμό να προσθέσουμε και αυτό το κείμενο του Κωστή Μαμαλάκη, που αναφέρεται στον άλλο σπουδαίο συγγραφέα και πολυγραφότατο αρθρογράφο Γιάννη Δαλέντζα από τους λεβέντες κι αυτός του Ατσιποπούλου που τιμάται και θα τιμάται στους αιώνες.
Πηγές:
Γεωργίου Εμμ. Περπυράκη: Ατσιπόπουλο.
Γεωργίου Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες.
Γιάννη Παπιομύτογλου: «Τα Κρητικά και Κρητολογικά περιοδικά».
Περιοδικό Ραδάνθυς.