Του ΠΕΤΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ*
Η αίσθηση του πραγματικού μοιάζει να είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ την αίσθηση των ψευδαισθήσεων. Ίσως, επειδή οι αντιστάσεις για τη γυμνή, απροκατάληπτη επιβεβαίωσή του, ν’ αποτελούν και το πρώτο ψυχικό τραύμα για τη γνωστική του προσέγγιση. Η πραγματικότητα (ο τρόπος ύπαρξης του πραγματικού) προβάλλει αντιστάσεις, εγείρει αξιώσεις σκληρής αναμέτρησης, φαντάζει ανοίκεια και δυσπρόσιτη, είναι, όχι σπανίως, καταβλητική και δυσάλωτη.
Κοντολογίς: Σου μαθαίνει να συνειδητοποιείς τ’ ανεπιθύμητα όριά σου. Να βάζεις φραγμό στις φυσιώσεις της διογκωμένης, παραπλανητικής φαντασίας. Είναι τόσο προκλητική που αν τυχόν τολμήσεις να διαγωνιστείς μαζί της, τίμια και αποφασιστικά, μπορεί να σε παραλύσει. Ιδιαίτερα στο χώρο του ελληνικού πολιτισμού, η ιστορική του πραγματικότητα φαντάζει ιλιγγιώδης.
Ποιος Έλληνας στοχαστής έχει τολμήσει μέχρι σήμερα να εκπονήσει μια φιλοσοφία της ιστορίας της Ελληνικής Φιλοσοφίας; Να ερμηνεύσει τα διαχρονικά επιτεύγματα ενός πολιτισμού, μοναδικού και ανεπανάληπτου, στην ανθρωπότητα. Να μας πει σε τι συνίσταται η πνευματική ετερότητα αυτού του πολιτισμού. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γιανναράς, ο Ζουράρης, κ. ά. που το αποτόλμησαν, επεσήμαναν, οπωσδήποτε, κάποια περιτμήματά του, αλλά η, σε βάθος και έκταση ανάλυση του, ακόμα εκκρεμεί.
Δεν φαίνεται να είναι και τόσο εύκολο στον καθένα να μπορεί ν’ απαυγάζει ένα κιονόκρανο μέσα από τον άκανθο, ούτε να συλλαβίζει «τη γραμματική της σκέψης», όπως πρώτος στον «Παρμενίδη» του το κατορθώνει ο Πλάτωνας, και, πολύ λιγότερο, να μιλά για δυνατότητες «κοινωνίας των εναντίων» και «ασυμμειξίας των ηνωμένων» (Διονύσιος Αρεοπαγίτης). (Τα παραδείγματα θα μπορούσαν αφειδώς να πολλαπλασιαστούν, τόσο απ’ την Κλασική Αρχαιότητα όσο και την Πρώτη Χριστιανική περίοδο). Αν, όμως, μια τέτοια πραγματικότητα καταφέρεις δημιουργικά να την αντιμετωπίσεις, να προτείνεις γόνιμες λύσεις στα οξύτατα και δυσκαταδάμαστα προβλήματά της, τότε μπορείς να ελπίζεις στην ενδεχόμενη βελτίωση και ανύψωσή της.
Αντίθετα, ο κόσμος των ψευδαισθήσεων είναι ο ανάλαφρος και «βολεμένος» κόσμος του φενακισμού, της πλάνης, της ανέξοδης έπαρσης.
Υποκαθιστά την ίδια την πραγματικότητα με ευφραντικές ταυτοποιήσεις. Συγχέει τον ρεαλισμό της Ιστορίας με την αυταπάτη του συμπλεγματικού φαντασιώδους. Σε εξωθεί να νομίζεις ότι είσαι μεγάλος, χωρίς να μπορείς να διακρίνεις τι θέλεις και τι όντως μπορείς. «Οι κριτικοί μας» έγραφε στις «μέρες» του ο Σεφέρης «δεν ξέρουν να διαβαθμίσουν». Να εκφέρουν ευθύβολες, ευδιάκριτες, επιλεγμένες κρίσεις για το ύψος γραφής και έρευνας ενός έργου, κρίσεις αποτίμησης της Ελληνικής πραγματικότητας.
Μας ενοχλεί που ο Γιανναράς, ένας από τους πιο ρηξικέλευθους και δημιουργικούς συγγραφείς στην Ελλάδα, σήμερα, μας αποκαλεί Ελληνώνυμους, και τη σημερινή Ελλάδα, Ελλαδέξ και Ελλαδιστάν. Ξεχνούμε, όμως, ότι το όνομα δεν δηλώνει, απλώς και μόνο, καταγωγή, αλλά κι έναν τρόπο ενέργειας που αναδεικνύει το φορέα του ονόματος. Ταυτόχρονα παραπέμπει σε ουσιώδη σημαινόμενα. Να φέρεις ένα όνομα σημαίνει να εισάγεσαι σε μια γενεαλογική διαδοχή. Να είσαι και να γίνεσαι κληρονόμος φυσικών και επίκτητων ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν το είναι σου. Να κουβαλάς μέσα σου ένα σημασιολογικό φορτίο (ιστορικό, πολιτισμικό, παιδευτικό, γεωγραφικό), που συνοψίζει την υπαρκτική σου ετερότητα. Παίρνεις το όνομα των προπατόρων σου για να διασώσεις ακριβώς αυτή τη λογική διάσταση της προσωπικής σου ταυτότητας, διάσταση μοναδική, ανεκποίητη, αλλά και δεσμευτική για σένα τον ίδιο.
Όταν ξεπέφτεις απ’ αυτές τις αξιώσεις, είσαι απλός φορέας χωρίς ιδιότητες. Φορέας που αντικατοπτρίζεται στην επιμένουσα, 13 χρόνια τώρα, παρακμή και φτωχοποίηση της χώρας, στον πνευματικό υποσιτισμό των πολιτικών μας εκπροσώπων που διαιωνίζουν, ipso facto, την παρατεινόμενη δύσπνοια εκατομμυρίων Ελλήνων, στις 450.000 εκπατρισμένων από τη χώρα, στις 14.000 τουλάχιστον αυτοκτονιών κατά τη διάρκεια της κρίσης, στο 1,5 εκατομμύριο ανέργων, στα τρία με τέσσερα εκατομμύρια Ελλήνων πολιτών που ζουν στα όρια της οικονομικής ευτέλειας και επαγγελματικής δυσπραγίας, στην απουσία ενός παραγωγικού ιστού ικανού να παράσχει στοιχειώδη επάρκεια επιβίωσης των πολιτών αυτής της χώρας, στην παγκυριαρχία πολιτικών και οικονομικών ολιγαρχιών που, εδώ και δεκάδες χρόνια, λυμαίνονται την ευημερία, πνευματική και οικονομική, των Ελλήνων πολιτών.
«Η Ελλάδα» έγραφε και πάλι στις «μέρες» του ο Σεφέρης «είναι μία αναπόφευκτη δοκιμασία». Δοκιμασία που δοκιμάζει και δοκιμάζεται.
* Ο Πέτρος Αναστασιάδης είναι Πανεπιστημιακός καθηγητής
Τελευταίο του βιβλίο Δοκίμια για την Ετερότητα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 2016