Την Τρίτη 14 Ιουνίου και ώρα 19.00 παρουσιάζεται στο Σπίτι του Πολιτισμού το βιβλίο μου «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες. Απ’ όσα θυμούμαι για τους Έλληνες της Διασποράς» – ο τίτλος παραπέμπει στο ταξίδι και ο υπότιτλος στο περιεχόμενο του ταξιδιού.
Τα έσοδα από την εκδήλωση θα διατεθούν για στήριξη των δοκιμαζόμενων ελληνικών κοινοτήτων στην Ουκρανία και ιδιαίτερα στη Μαριούπολη και στα γύρω «ελληνικά χωριά».
Για να έχει ο αναγνώστης μια έστω αμυδρή «γεύση» ως προς τους Έλληνες της Ουκρανίας και για να αποκτήσει μια πρώτη εικόνα σχετικά με το περιεχόμενο του προς παρουσίαση βιβλίου, δανείζομαι από αυτό το κεφάλαιο «Ταυτότητες 2», το οποίο αναφέρεται στους Έλληνες της Μαριούπολης, και το δημοσιοποιώ σήμερα μέσω των τοπικών εφημερίδων, ευχαριστώντας συγχρόνως τους Διευθυντές τους για τη φιλοξενία.
Ταυτότητες (2)
Και να ήθελα να ξεχάσω τα όσα βίωσα στην Ουκρανία δεν μπορώ, γιατί μου τα θυμίζει συνεχώς το CAMOBAP (σαμοβάρι) που στέκεται στο τζάκι. Ένα πολύτιμο αναμνηστικό από την αρχόντισσα Μαριούπολη. Πολυτιμότερα, ωστόσο, είναι τα βιώματα και οι αναμνήσεις μου από αυτή τη μαγευτική γωνιά της Αζοφικής.
Ξεχωριστή θέση στη μνήμη μου έχουν τα ελληνικά χωριά της Μαριούπολης. Αυτά τα χωριά ιδρύθηκαν από ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς που μετακινήθηκαν εκεί από τη Χερσόνησο της Κριμαίας περί το 1770, με επικεφαλής το μητροπολίτη Ιγνάτιο και μετά από πρόσκληση της Αικατερίνης της Μεγάλης. Ομιλητές της Μαριουπολίτικης διαλέκτου οι πολλοί, ταταρόφωνοι κάποιοι άλλοι, κατόρθωσαν να διατηρήσουν στο πέρασμα των αιώνων, παρά τις δύσκολες συνθήκες ιδιαίτερα στα χρόνια του Στάλιν, τη δική τους ελληνικότητα.
Θυμούμαι που επισκεφτήκαμε τον Μάιο του 1996, εγώ και κάποια άλλα μέλη της επίσημης ελληνικής αποστολής, ένα από τα ταταρόφωνα χωριά, όπου οι κάτοικοι – κατά ογδόντα τοις εκατό ελληνικής καταγωγής- μας επεφύλαξαν εγκάρδια υποδοχή.
Ο επικεφαλής (πρόεδρος) της Κοινότητας στη ρωσόφωνη προσφώνησή του μας αποκαλούσε συνεχώς «αδέλφια από την Ελλάδα». Ήταν μάλιστα τόσο συγκινημένος που ξέσπασε δυο φορές σε λυγμούς, προκαλώντας σε αρκετούς από τους παρευρισκόμενους και ιδιαίτερα στους Ελλαδίτες ρίγη συγκίνησης.
Διερωτόμουν τότε, γιατί αυτός και οι συντοπίτες του μας αποκαλούσαν αδέλφια; Γιατί αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες, αφού όχι μόνο δεν μιλούσαν Ελληνικά, αλλά η μητρική τους γλώσσα ήταν διαφορετική από την ελληνική, αφού ήταν αμφίβολο αν γνώριζαν τη νεοελληνική ιστορία και τις νεοελληνικές παραδόσεις και ενδεχομένως να είχαν χάσει και τη θρησκεία τους στο όνομα των «κομμουνιστικών ιδεωδών». Τι σήμαινε γι’ αυτούς, λοιπόν, είμαι Έλληνας; Τι είδους ελληνικότητα κουβαλούσαν;
Οι προβληματισμοί μου έγιναν ακόμα εντονότεροι όταν τρία χρόνια αργότερα βίωσα σε μια συγκέντρωση Ελλήνων γονέων στη Γερμανία μια άλλη έκφανση της ελληνικότητας. «Μην μας συγκρίνετε εμάς με τους Έλληνες της Αμερικής και της Αυστραλίας.», μας είπε με περισσή επιθετικότητα ένας γονιός. «Αυτοί δεν έχουν ελληνικά διαβατήρια, δεν είναι Έλληνες πολίτες, δεν μιλούν ελληνικά».
«Η Ελλάδα πρέπει να κρατήσει τις Ελληνικές Κοινότητες της Γερμανίας σαν προάστιά της.», είπε ένας άλλος.
Ελλαδοκεντρική, επιθετική και μετρήσιμη η ελληνικότητα αυτών των γονιών, σκέφτηκα.
Συγκρίνοντας τις δύο εμπειρίες μου κατέληγα στο συμπέρασμα: Ελληναράδες, από τη μια, σιωπηλοί φορείς μιας πανάρχαιας ελληνικότητας, από την άλλη.
Ξεχωριστή θέση στη μνήμη και στην καρδιά μου έχει, όμως, και η επιχειρηματολογία μιας μαθήτριας από τη Γεωργία. Όταν ρωτήθηκε πώς μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι Ελληνίδα, αφού δεν μιλά Ελληνικά, απάντησε με ευφυή τρόπο: «Δεν μιλώ Ελληνικά, αλλά δεν πειράζει. Και ένας μουσικός δεν παίζει όλα τα όργανα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλός μουσικός».