Ο Σεπτέμβριος, με δύο συναντήσεις κορυφής – ΥΠΕΞ Ελλάδας Τουρκίας στην Άγκυρα και Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη – γίνεται ο καθοριστικός μήνας για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των παραχωρήσεων/συμβιβασμών, που έχουν δρομολογηθεί εδώ και αρκετό καιρό και θα αποκαλυφθούν τώρα.
Υπό την υψηλή εποπτεία και καθοδήγηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που έχουν αρχίσει πριν από τις πρόσφατες εκλογές και στις δύο χώρες, έχει ήδη στηθεί ένα επικοινωνιακό πλέγμα – ενθουσιώδες περίπου στην Αθήνα, πιο συγκρατημένο στην Άγκυρα – για μια πάση θυσία επαναπροσέγγιση Ελλάδας και Τουρκίας. Με στόχο την κατάληξη σε γερές διμερείς συμφωνίες, που θα μειώσουν εν πολλοίς την ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες, ώστε να «ησυχάσει» η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να μπουν τα πράγματα, λίγο αργότερα, στη θέση τους, στη Μεσόγειο.
ΟΙ εκκολαπτόμενες συμφωνίες θα έχουν «απ’ όλα». Και το Αιγαίο και το casus belli, και τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο και την ΑΟΖ και κυρίως την ΑΟΖ των νησιών και την τουρκο/λιβυκή ΑΟΖ και την ελληνο/αιγυπτιακή μερική Συμφωνία για την ΑΟΖ και τη Γαλάζια Πατρίδα κ.λπ.
Μέσα από αυτόν τον «αχταρμά» θεμάτων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Ερντογάν έχουν «διαλέξει» τα θέματα που θα καθησυχάσουν την κοινή γνώμη των δύο χωρών, ότι δεν έχουν χάσει τίποτα, αντιθέτως έχουν κερδίσει σε εθνική κυριαρχία και απαιτήσεις, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αμοιβαίων υποχωρήσεων, οι οποίες όμως θα αυξήσουν τη δημοτικότητα των αρχηγών και θα σταθεροποιήσουν ακόμα περισσότερο τις δύο κυβερνήσεις, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους.
Ο γρίφος θα αρχίσει να αποκαλύπτεται μετά τη συνάντηση των δύο ΥΠΕΞ στην Άγκυρα, θα οριστικοποιηθεί στη Νέα Υόρκη με τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν και θα επισημοποιηθεί πανηγυρικώς στη συνάντηση επιπέδου κορυφής στη Θεσσαλονίκη μέχρι το τέλος του χρόνου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εστιάζει το ενδιαφέρον της στο πολύπαθο Αιγαίο, όπου η μόνιμη επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας κατακερματίζει προκλητικά την ελληνική κυριαρχία και αμφισβητεί την ελληνικότητα βραχονησίδων. Στο πεδίο αυτό η κυβέρνηση επιδιώκει μια συμφωνία με την Τουρκία, η οποία θα της επιτρέψει επιφανειακούς, αλλά γόνιμους επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς, ενώ θα της επιτρέψει να σταματήσει τις διάφορες «ανακολουθίες» που έχει με τους κανονισμούς Διεθνών Οργανισμών.
Η Τουρκία θέλει να κρατήσει ως κόρη οφθαλμού την «Γαλάζια Πατρίδα» σήμα κατατεθέν της πολιτικής Ερντογάν.
Η Τουρκία σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να υποχωρήσει από την τουρκο/λιβυκή ΑΟΖ, (που βρίσκεται επισήμως σε ισχύ) και από το «κατοχυρωμένο» δικαίωμα της, υστέρα από τις παραχωρήσεις της Αθήνας, να υπολογίζει σε ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, δηλαδή στην περιοχή Ρόδου – Καστελόριζου. Η Τουρκία μπορεί βασίμως να στηριχθεί και στα αποτελέσματα της ελληνο/αιγυπτιακής Συμφωνίας για την ΑΟΖ, η οποία έχει καταφέρει βαρύτατα πλήγματα στην ΑΟΖ Ρόδου – Καστελόριζου και έχει και αυτή αναρτηθεί στον αρμόδιο επίσημο πίνακα του ΟΗΕ.
Μια προσυμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας για την ΑΟΖ της περιοχής, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για μια προσυμφωνημένη προσφυγή στη Χάγη και επομένως την επικύρωση μιας προσυμφωνημένης διμερούς απόφασης.
ΟΙ Έλληνες πολίτες σύντομα θα βρεθούν μπροστά στο δίλημμα να ζητωκραυγάσουν για τις «επιτυχίες» της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο Αιγαίο και τις απώλειες σε ΑΟΖ στην περιοχή Ρόδου – Καστελόριζου – Κρήτης.
* Η Κύρα Αδάμ είναι δημοσιογράφος