Συγκλονιστική η περίπτωση του λοχαγού Λιονή
Ένας ήταν ο βασικός σκοπός που αρχίσαμε νωρίτερα το αφιέρωμά μας στους ήρωες που αγωνίστηκαν ενάντια σε μια υπερδύναμη και έγραψαν εποποιία στο μέτωπο το 1940.Να συμπεριλάβουμε φέτος περισσότερους ικανοποιώντας έτσι και τους συγγενείς, που με τόση προθυμία μας έδωσαν στοιχεία και φωτογραφίες,
Πρώτα όμως πρέπει να θυμηθούμε εμβληματικές μορφές που άφησαν λαμπρό αποτύπωμα γενναιότητας και τόλμης στα χιονισμένα βουνά, όπως ο Σταμάτης Κραουνάκης, παππούς του γνωστού συνθέτη.
Ενώ δεν υπάρχει πλήρες βιογραφικό του αναφέρεται στις πιο εντυπωσιακές σελίδες δράσης που συναντούμε σε διάφορες πηγές και χαρακτηρίζεται από την ντομπροσύνη του, την ελευθερία της έκφρασης σε μια εποχή που έπρεπε να μετράς τα λόγια σου και τα δημοκρατικά του ιδεώδη.
Από στοιχεία που αναφέρει ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Γιώργος Ι. Κουκλινός, βεβαιώνεται ότι ο Σταμάτης Κραουνάκης γεννήθηκε στις Βρύσσες Αμαρίου το ηρωικό χωριό, ένα από τα οκτώ που στις 22 Αυγούστου 1944 έγιναν ολοκαύτωμα. Άνδρες εκτελέστηκαν και οι υπόλοιποι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης γαλουχήθηκε από την ηρωική γενιά του, στα νάματα της φυλής και από νωρίς συμμετείχε σε όλα τα προσκλητήρια της πατρίδας, αφού έτυχε στη βασανισμένη γενιά που πέρασε τα νιάτα της στα μετερίζια του αγώνα. Κρίμα μόνο που δεν υπάρχει ένα πλήρες βιογραφικό του. Έτσι περιοριζόμαστε σε περιστατικά που τον αναφέρουν, ενώ συνεχίζουμε την έρευνα προκειμένου να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμά μας σ’ αυτόν.
Πόσο σημαντικός ήταν το μαθαίνουμε και από το ημερολόγιο ενός ιδεολόγου στρατιώτη του Μανόλη Ρουμελιωτάκη από την Αργυρούπολη, που πολέμησε το 40 πλάι στον Κραουνάκη. Ο Ρεθεμνιώτης φαντάρος περιγράφει τον διοικητή του σαν ένα λεβέντη κρητίκαρο που δεν υπολόγιζε κανέναν όταν έθιγαν την τιμή των ανδρών του. Θύμιζε ηφαίστειο δύναμης που αδιαφορούσε για την υπεροχή κάθε εχθρού. Κι αυτό το μετέδιδε στους άνδρες του, όπως αποδεικνύουν αρκετά γεγονότα. Στο περιστατικό που σταχυολογούμε από το ημερολόγιο φαίνεται πόσο ο Σταμάτης Κραουνάκης, περιφρονούσε τους «μεταξικούς» συμπολεμιστές του όταν ξεπερνούσαν τα όρια. Γενικά δεν δίσταζε να υπερασπιστεί το δίκαιο αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Ιδιαίτερα φαινόταν με ανθρωπιά στους αριστερούς φαντάρους που εθεωρούντο «μίασμα» αλλά δεν μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς την γενναιότητά τους. Και φρόντιζε να βάζει στη θέση τους όσους «εθνικόφρονες» αξιωματικούς επιχειρούσαν να κάνουν κατάχρηση εξουσίας. Σύμμαχό του είχε τον επίσης λαμπρό αξιωματικό τον Αριστείδη Παναγιωτάκη, που δεν ξεχώριζε τους πατριώτες από τις πολιτικές πεποιθήσεις τους.
Μια λεβέντικη στάση
Στο γεγονός που περιγράφουμε ο Μανόλης Ρουμελιωτάκης αναφέρει σχετικά:
«Στις 12 του Δεκέμβρη (1940) έρχεται διαταγή να παραδώσω τα είδη που ανήκουν στον λόχο να πάρω τα ατομικά μου είδη και να πάω στο σύνταγμα να παρουσιαστώ.
Δεν ήξερα σε τι οφείλεται αυτή η μετάθεση και έβανα χίλια δυο στο μυαλό μου. Τι να με θέλουν; Θυμήθηκα στον δρόμο μια μέρα, πετάλωνε ένας ένα άλογο και ήταν πιο ατζαμής από μένα, και τον βοήθησα κι ένας ανθυπολοχαγός που βρισκόταν εκεί μου ‘χε κρατήσει τα στοιχεία μου. Δεν είχα άλλο να σκεφτώ και σκέφτηκα αυτό. Δεν περίμεναν ποτέ αυτό που είδα κι άκουσα αργότερα».
Στο βιβλίο του «Γράμμα στο γιο μου» αναφέρει ο Ρουμελιωτάκης το περιστατικό με τη λεβέντικη στάση του Κραουνάκη.
Παράδωσα στον Γ. Βαρότση τα είδη της νοσοκομικής και πήρα τα πράγματά μου και πήγα στο σπίτι που ήταν έδρα του συντάγματος. Έξω σ’ ένα υπόστεγο στεκόταν και περίμενε και ο Ν.Φ. από την Επισκοπή με όλα του τα πράγματα. Τον ρωτώ τι ζητά και μου λέει ότι τον θέλει το σύνταγμα αλλά γιατί δεν ξέρει.
Δεν είχαμε τελειώσει τη συζήτηση και να σου κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι, γενήκαμε δεκαοκτώ κι όλοι τα ίδια. Το μυστήριο όμως άρχισε να φωτίζεται ως ένα σημείο γιατί τι τροπή θα έπαιρνε κανείς δεν ήξερε. Ήμαστε όλοι γνωστοί μεταξύ μας, έμμεσα ή άμεσα και δεν χωρεί πια αμφισβήτηση ότι μας καλούν για τα φρονήματά μας.
Σε λίγη ώρα βγαίνει ο υπασπιστής του συντάγματος λοχαγός Δανδουλάκης και μας καλεί μέσα. Μπαίνουμε. Είχαν συγκεντρωθεί οι αξιωματικοί του συντάγματος ο γιατρός, ο παπάς, ο ταγματάρχης του Α’ τάγματος Αριστείδης Παναγιωτάκης, ο μόνιμος ανθυπολοχαγός τότε Γιάννης Φουσκάκης και ο διοικητής και υποδιοικητής του συντάγματος αντισυνταγματάρχες και οι δυο Θειακός και Κραουνάκης.
Απορήσαμε για την επισημότητα της υποδοχής και περιμέναμε να δούμε πως θα ξετελέψει. Μόλις μπήκαμε όλοι και σταθήκαμε προσοχή η φωνή του Θειακού αντήχησε σαν κραγμός κοράκου:
«Παπά ξομολόγησέ τους…»
– Παπά ξομολόγησέ τους, γιατρέ υπόγραψέ τους τα διαβατήρια του θανάτου. Για σας δεν θα λειτουργήσουν στρατοδικεία. Έχω δώσει εντολή και στον τελευταίο στρατιώτη να σας εκτελέσει αν θελήσετε να χύσετε το δηλητήριό σας στις τάξεις του στρατού!
Όλη την ώρα που τα ‘λεγε αυτά εμείς διαβάζαμε τα πρόσωπα των αξιωματικών να δούμε τι εντύπωση τους έκαναν. Βγάλαμε το συμπέρασμα και η συζήτηση το απέδειξε πως οι αξιωματικοί δεν επιδοκίμαζαν αυτά που ‘λεγε ο διοικητής.
Τον λόγο από μας πήρε ο Τ.Τ. Του ‘πε περίπου ότι η Κρήτη δεν βγάζει προδότες και ριψάσπιδες, ότι τα κόκαλα των Κρητικών για την απελευθέρωση της Ελλάδος θα τα βρεις από το Ταίναρο ως τη Ροδόπη ότι κανένα σημείο δεν συνηγορεί που να του επιτρέπει να σχηματίσει τη γνώμη ότι ‘μεις δεν θα πολεμήσουμε ή ότι εμείς είμαστε αντίθετοι από τον πόλεμο που μας επιβλήθηκε από τους επιδρομείς.
Πιο σταράτος ήταν ο ΜΠ. Αυτός του μίλησε σαν κομμουνιστής.
– Ο Τ.Τ, του λέει ο Μ.Π. σας είπε σωστά ότι σαν Κρητικοί και μόνο είμαστε υποχρεωμένοι από την παράδοση του νησιού μας, να πολεμήσουμε τον επιδρομέα, αλλά και σαν κομμουνιστές είναι γνωστή η θέση του κόμματός μας από το γράμμα του αρχηγού του και μου φαίνεται παράξενο πως σχηματίσατε τέτοια ιδέα (Σ.Σ. Ο στρατιώτης αναφέρεται στην επιστολή Ζαχαριάδη).
Ο Θειακός ομοιόβαθμος με τον υποδιοικητή ήταν ο μόνος αξιωματικός που δεν ήταν Κρητικός και οι δυο άλλοι, προπαντός ο Κραουνάκης, δεν τον χώνευαν, γιατί ήταν άνθρωπος του Μεταξά. Ο χειρισμός λοιπόν του ζητήματος όπως το έκαναν οι δυο άλλοι, προπαντός ο Τ.Τ. έφερε πιο κοντά μας τους πατριώτες μας αξιωματικούς.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης με μια κρητικιά κατσούνα, κρεμασμένη στο μπράτσο του, πήρε τον λόγο:
– Να τ’ αφήσεις αυτά του λέει, μα τα κοπέλια θα πολεμήσουν. Γιατί δεν θέλουν να πάνε οι Ιταλοί να τους ……τις γυναίκες τους. Άκουσες πως σου το ‘παν; Η Κρήτη δεν βγάνει προδότες.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει ο διοικητής και παίρνει τον λόγο ο Παναγιωτάκης, και σε τόνο μεσολαβητικό μεταξύ διοικητή και υποδιοικητή του λέει:
– Είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, τα παιδιά είναι πατριώτες και θα πολεμήσουν. Ενώ εκ των προτέρων είμαι υπεύθυνος για κάθε αντιπατριωτική τους δράση».
Μαρτυρία Εμμ. Μουρέλου
Με τέτοιο συνταγματάρχη πώς να μη μεγαλουργήσουν οι άνδρες του;Σ’ ένα στρατιωτικό περιοδικό του 1956, με την επωνυμία «Ο Άρης» συναντάμε ένα ακόμα περιστατικό σχετικό με ανδραγάθημα στρατιώτη υπό τας διαταγάς του Κραουνάκη, που υπογράφει ο Εμμανουήλ Μουρέλος. Αξίζει να το παραθέσουμε αυτούσιο:
«Μια διπλή Ιταλική «φωλεά» οπλοπολυβόλων είχε ταμπουρωθεί γερά σ’ ένα φυσικό ορεινό σημείο. Σκόρπιζε τον θάνατο στους δικούς μας και η επίθεση για την κατάληψή του ήταν καθαρή τρέλα. Κάτω σ’ ένα πρόχειρο χαράκωμα μέσα στα χιόνια ήταν καλυμμένος ένας λόχος του 44ου συντάγματός μας και παραπέρα ολόκληρο το σύνταγμα. Οι φαντάροι λαχταρούσαν να σκαρφαλώσουν στην επικίνδυνη αυτή «φωλεά» χωρίς να υπολογίζουν τίποτα, μεθυσμένοι από την αγία ελληνική μέθη της θυσίας. Οι αξιωματικοί μελετούσαν, σχεδίαζαν και υπολόγιζαν. Ο διοικητής του συντάγματος λόγω ασθενείας του δεν μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλία, μέχρις ότου τη διοίκηση ανέλαβε, κατόπιν διαταγής της μεραρχίας, ο υποδιοικητής αείμνηστος συνταγματάρχης Σταμάτης Κραουνάκης, ένας ψυχωμένος αξιωματικός με διάτρητο το σώμα του από σφαίρες και βλήματα του Αλαβανικού και των προηγούμενων πολέμων.
Μόλις ανέλαβε τη διοίκηση η πρώτη διαταγή του ήταν η άμεση εξουδετέρωση δια κυκλωτικής κινήσεως της εν λόγω «φωλεάς». Τη διαταγήν του δε αυτήν διεβίβασε εις τον διοικητήν του πιεζομένου τάγματος δια του υποφαινομένου, ο οποίος φέρων τον βαθμό του υπολοχαγού εξετέλει και χρέη υπασπιστού του συντάγματος.
Εις τον λόχον διοικήσεως υπηρετούσε και ο ήρωάς μας ο Λιονής. Ένα παλικάρι από την Κρήτη που αντιμετώπιζε το θάνατο κατά πρόσωπο. Άκουσε τη διαταγή του Κραουνάκη και σκεφτόταν. Μαθημένος να σκαρφαλώνει στα βράχια και στις πλαγιές κατέστρωσε μόνος του το σχέδιό του κι έβλεπε. Και σε μια στιγμή, αφού βράδιασε για καλά χάθηκε. Οι συνάδελφοί του, όσο πέρναγε η ώρα ανησυχούσαν.
– Βρε που είναι ο Λιονής; Πουθενά ο Λιονής.
Πέρασαν τα μεσάνυχτα και ο Λιονής ήταν άφαντος.
Άρχιζε να χαράζει όταν το τάγμα με υπολογισμένες κινήσεις, σύμφωνα με τη διαταγή του Κραουνάκη, έκανε τον κυκλωτικό ελιγμό. Περίεργο όμως. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ενώ πριν, κάθε κίνηση την υποδεχόταν βροχή σφαιρών και όπλων. Οι φαντάροι προχωρούσαν προσεχτικά, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή καταιγισμό πυρός. Τίποτα όμως.
Τέλος φθάσανε πάνω στη «φωλεά» και πήδησαν μέσα με εφ’ όπλου λόγχην. Τα έχασαν με ό,τι είδαν. Έξι Ιταλοί φαντάροι ήταν ξαπλωμένοι με τσακισμένα τα κεφάλια. Ήταν νεκροί. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Ξάφνου στο βάθος από τα χαρακώματα άκουσαν μια φωνή κι έναν πυροβολισμό. Με τα κιάλια είδανε φαντάρους να κατηφορίζουν.
– Ιταλοί είναι φώναξε κάποιος.
– Να κι ένας δικός μας πρόσθεσε άλλος.
– Είναι ο Λιονής είπαν οι περισσότεροι με μια φωνή.
Και η λέξη «Αέρα» για τους Ιταλούς γέμισε την ατμόσφαιρα…».
Γεώργιος Λιονής, ένας λοχαγός φαινόμενο
Ποιος ήταν όμως ο Γεώργιος Ι. Λιονής ο λοχαγός φαινόμενο στην εποποιία του 40;Όσο διαβάζουμε τον βίο και την πολιτεία του γενναίου αυτού με την πολυσήμαντη δράση καταλαβαίνουμε γιατί η ελληνική ιστορία αποτελείται από έπη και μόνο.
Ο λοχαγός φαινόμενο Γεώργιος Λιονής. Ένα ακόμα έντυπο που αναφέρεται στα ανδραγαθήματα του Λιονή. Απορίας άξιον είναι μόνο αυτό το ωμέγα στη θέση του όμικρον που έχουμε συνηθίσει.
Ο Γεώργιος Ι. Λιονής γεννήθηκε το 1916 στο Κάτω Βαλσαμόνερο. Από μικρός έδειχνε μια προσήλωση στις ιστορίες των παππούδων που υμνούσαν την ελληνική λεβεντιά και ένοιωθε μέσα του μια παράξενη ευτυχία ξέροντας πως η γενιά του ήταν από τις πιο μπαρουτοκαπνισμένες του νησιού σε όλες τις επαναστάσεις. Κοιτούσε τα όπλα με ένα ξεχωριστό σεβασμό σαν να έβλεπε τα ιερά και όσια της φυλής.
Ήταν ένα ζωηρό παιδί αν και φιλότιμο. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του αλλά με ένα βλέμμα μεγαλυτέρου έσκυβε με σεβασμό το κεφάλι. «Λιγόψυχος» από μικρός ποτέ δεν άφηνε δουλειά στη μέση. Καλός και προκομμένος καθώς ήταν ξεχώριζε.
Η φύση τον είχε προικίσει με πλούσια προσόντα. Η ομορφιά του εντυπωσίαζε αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε την εξωτερική του εμφάνιση για να κερδίζει εντυπώσεις και οφέλη.
Ζούσε με φόβο Θεού κι έδειχνε μια έντονη πατριδολατρεία που χαρακτήριζε και τους περισσότερους άντρες του καιρού του.
Ο πόλεμος του 40 τον βρήκε να πολεμά πλάι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, που του έδειχνε μια ιδιαίτερη εύνοια απόλυτα δικαιολογημένη. Είχε εντυπωσιαστεί από το θάρρος του λοχαγού του αυτού που τον είχε συνηθίσει σε πράξεις μεγάλης αποκοτιάς και μεγαλείου ψυχής που σπάνια συναντάς.
Στις μάχες πολεμούσε όρθιος με το πολυβόλο του να θαυματουργεί στα επιδέξια χέρια του χωρίς να χαραμίζει ούτε σφαίρα. Κι όταν ο Παναγιωτάκης προβληματιζόταν όταν έπρεπε να υπολογίσει τη δύναμη του εχθρού πριν από μια έφοδο, έστελνε τον Λιονή να του φέρει Ιταλούς αιχμαλώτους. Έτσι σιγά σιγά το γενναίο αυτό παλικάρι άρχισε να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που βοήθησαν σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις τη μονάδα του.
Από τα μεγαλύτερα ανδραγαθήματα του Λιονή ήταν η εξουδετέρωση μιας «φωλιάς» Ιταλών, που αποτελούσε μεγάλη απειλή για το τάγμα του. Είναι το περιστατικό που αναλύουμε παραπάνω αναφερόμενοι στον ηρωικό συνταγματάρχη Κραουνάκη.
Η περιφρόνηση που έδειχνε ο Λιονής στον θάνατο είχε εντυπωσιάσει πολλούς συστρατιώτες του. Κι όταν τον ρωτούσαν σχετικά αυτός απαντούσε με θέρμη πως δεν σκοτώνουν τα τουφέκια ο Θεός σκοτώνει. Η γνωστή ακράδαντη πεποίθηση κάθε πιστού ότι χωρίς το θέλημα του Θεού τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Ο Κρητίκαρος αυτός έγινε θρύλος για το στράτευμα και δεν είναι τυχαίο ότι μετά από τόσα ανδραγαθήματα το Γενικό Επιτελείο Στρατού έδωσε αναφορά «Έλληνες στρατιώτες μιμηθείτε τον λοχαγό Γεώργιο Λιονή».
Για τους δικούς του ανθρώπους το θάρρος που έδειχνε ο Γιώργης τους δεν τους παραξένευε. Πίστευαν πως πριν φύγει για το μέτωπο πήρε την ευχή του Αβάτζου κι ένα αγιοκωνσταντινάτο για φυλακτό, οπότε δεν τον έπιανε σφαίρα εχθρού.
Με την κατάρρευση του μετώπου ο Λιονής αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα του, γιατί ένοιωθε πως ο αγώνας θα έπαιρνε άλλη μορφή κι έπρεπε όλοι να είναι έτοιμοι. Αρκετοί άλλοι τον μιμήθηκαν. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πια οργανωμένος στρατός. Κι ο κάθε πατριώτης έπαιρνε το θέμα του αγώνα πάνω του.
Πήρε κι ο ήρωας αυτός τον δρόμο του γυρισμού και έφθασε στην Αθήνα με την τιμημένη στολή του τσολιά υπό τις ευλογίες του Μεράρχου. Έτσι άρχιζε η νέα σελίδα δράσης του Λιονή στην αντίσταση.
Η θέα των ανθρώπων που πέθαιναν από την πείνα δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Οργάνωνε μόνος του επιδρομές, όπου υπήρχαν αγαθά του εχθρού, έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοίραζε στους πεινασμένους. Ήταν για πολλές οικογένειες ο Ρομπέν των Δασών της Κατοχής. Κάπου 27 ήταν οι οικογένειες που ο γενναίος Κρητικός είχε «υιοθετήσει» και δεν τις άφησε να πεινάσουν. Όπως ήταν φυσικό οι Γερμανοί δεν άργησαν να εντοπίσουν τη δράση του και να τον επικηρύξουν. Ακόμα και τότε ο Λιονής δεν σταμάτησε αδιαφορώντας αν συλληφθεί και εκτελεστεί.
Και μια μέρα συνέβη κι αυτό. Οι Γερμανοί εντόπισαν τον ήρωα και τον συνέλαβαν. Τον έβαλαν σ’ ένα Ντόιτσε Βαν και ξεκίνησαν για τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Εκείνος όμως ένοιωθε θηρίο στο κλουβί. Και όπως ήταν σε μια διαρκή εγρήγορση βρήκε την κατάλληλη στιγμή μόλις έφθαναν στην Ομόνοια στο ύψος του καφενείου «Μέγας Αλέξανδρος», πήδηξε από το αυτοκίνητο και χάθηκε στην οδό Αθηνάς.
Μάταια ξεχύθηκαν πίσω του οι φρουροί του για να τον πιάσουν. Είχε καταφέρει να διαφύγει. Πάνω στη λύσσα τους οι διώκτες του άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 15 αθώοι άνθρωποι. Αν και σαν λοχαγός ήξερε πως ο πόλεμος έχει και παράπλευρες απώλειες δεν μπόρεσε να ησυχάσει όταν το έμαθε. Η σκέψη ότι χάθηκαν αθώοι εξαιτίας του έγινε καρφί που τριβέλιζε τη σκέψη του. Και τι δεν θα ‘δινε να είχε εκτελεστεί αυτός αντί να πληρώσουν τη δραπέτευσή του αθώοι.
Η Αθήνα άρχισε να τον πνίγει. Δεν μπορούσε να καθίσει πια ούτε λεπτό. Έφυγε για την Ήπειρο κι εκεί αναζήτησε τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Εκείνος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά, το ίδιο κι άλλοι που τον ήξεραν από τον πόλεμο και τον θαύμαζαν. Ο Λιονής αποδείχτηκε και πάλι ανώτερος των προσδοκιών και έφθασε επάξια στο αξίωμα του Α’ Οπλαρχηγού των Εθνικών Ομάδων Εθνικής Αντίστασης. Με την απελευθέρωση βρέθηκε στην Αθήνα. Τα γεγονότα του εμφυλίου τον βρήκαν σφόδρα πολέμιο. Κι όπως ήταν αναμενόμενο δεν πήρε ποτέ μέρος στον εμφύλιο.
Ο Γεώργιος Λιονής ζούσε για τους άλλους. Αδιαφορούσε για τον εαυτό του αναλώνοντας τη ζωή του για την ανακούφιση κάθε ανθρώπου που είχε ανάγκη. Έτσι δεν έδωσε σημασία στα πρώτα σημεία της επάρατης που τρύπωσε ύπουλα στο πανώριο κορμί του. Μέχρι που ο καρκίνος στους πνεύμονες τον έφερε στο κατώφλι του θανάτου. Αναγκαστικά μπήκε για νοσηλεία στη «Σωτηρία», όπου πέθανε στις 5 Απριλίου 1969. Ήταν μόλις 53 χρόνων.
Πηγές
Ο Άρης (στρατιωτικό περιοδικό 1956).
Γεωργίου Ι. Κουκλινού «Σμιλοβρυσόκαρδάκογούργουθα».
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Ημερολόγιο Εμμανουήλ Ρουμελιωτάκη.
Αρχείο Κώστα Τσουράκη.
Εύας Λαδιά: Το Ρέθυμνο του ΟΧΙ