Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
• Η μυθιστορηματική ζωή του παπά Πλυμάκη
Με αφορμή τον εορτασμό του Καθεδρικού μας Ναού αναζητήσαμε σχετικά πληροφοριακά στοιχεία για την ενορία της Μητροπόλεως και μας τα παρείχε γενναιόδωρα το περιοδικό «Ενοριακή Παρουσία». Μια εξαιρετική περιοδική έκδοση που την οφείλουμε στην έντονη πνευματική δράση του π. Χαράλαμπου Καμηλάκη.
Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα που παραθέτουμε δίνονται πολλά άγνωστα στοιχεία από έρευνα του αείμνηστου Γεωργίου Εκκεκάκη που αποτέλεσε και μια ενδιαφέρουσα ομιλία του (16/2/2009) στο πλαίσιο της Αγιογραφικής Σύναξης.
Από τον σπουδαίο αυτόν Κρητολόγο γνωρίζουμε τους εφημέριους της ενορίας του Καθεδρικού μας Ναού που ήταν κατά χρονολογική σειρά.
• Ακάκιος Δαουνδάκης (1855 -1922): ο Βίος του ανδρός ( που είχε καταγωγή από το Σέλινο) μοιάζει με μυθιστόρημα. Να υπενθυμίσουμε ότι διετέλεσε Ηγούμενος Αρκαδίου (1902-1906) και ότι είναι αυτός που έχτισε τον Ναό του Τιμίου Σταυρού στον λόφο Κορέ, βόρεια της Μονής. Ο Ηγούμενος αυτός συνδέθηκε κάποτε και με τον Μητροπολιτικό μας Ναό, κάτω από τις εξής ιδιάζουσες συνθήκες. Ήταν το 1897, τον πρώτο καιρό που το ρωσικό εκστρατευτικό σώμα – ως «κυανόκρανοι» της εποχής – βρέθηκε στο Ρέθυμνο. Ο Καθεδρικός Ναός της πόλης γνώρισε τότε «Κυριακές δόξας», καθώς γέμιζε ασφυκτικά από Ρώσους αξιωματικούς και στρατιώτες που προσέρχονταν εν σώματι για εκκλησιασμό. Ο τότε Επίσκοπος Διονύσιος (Καστρινογιαννάκης) είχε την εξής ιδέα: Επειδή ο Ακάκιος είχε κάποια εξοικείωση με τη ρωσική γλώσσα καθώς είχε πάει παλαιότερα στη Ρωσία, για έρανο υπέρ της μονής του σκέφτηκε να τον μετακαλέσει στο Ρέθυμνο. Του ζήτησε, λοιπόν, να αποστηθίσει κάποια κομμάτια της λειτουργίας στα Ρωσικά. Αυτό έγινε τα κομμάτια ακούστηκαν απροειδοποίητα και η συγκίνηση που προκλήθηκε ανάμεσα στους Ρώσους φαίνεται πως ξεπέρασε ακόμα και τις προσδοκίες του Επισκόπου, του εμπνευστή της ιδέας.
• Τίτος Σταυρακάκης (1876-1929): Γεννήθηκε στον Πρινέ Μυλοποτάμου και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής του Αρκαδίου το 1897. Τον επόμενο χρόνο μετακλήθκε στο Ρέθυμνο λόγο της καλλιφωνίας του, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1907, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Καθεδρικό Ναό ως ψάλτης και διάκος. Το 1909 έγινε Αρχιμανδρίτης και το 1914 εκλέχτηκε Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου για μια τετραετία. Να σημειωθεί ότι ήταν ανεψιός (εκ μητρός) του Κων/νου Γερακάρη.
Οι επίτροποι
Εξετάζοντας κανείς τον διαχρονικό κατάλογο με τα ονόματα των Επιτρόπων, διαπιστώνει και τη διαχρονικότητα ενός φαινομένου: Υπήρχε δηλαδή πάντα η επιθυμία των σημαντικών ανθρώπων της πόλης να θέλουν να προσφέρουν και με τρόπο άμεσο τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία (ενδεικτικά παραδείγματα):
• Εμμανουήλ Ζαχαράκης (1857-1941): Είχε καταγωγή από τον Πρινέ Μυλοποτάμου και ήταν νομικός κι πολιτευτής από τους σημαντικότερους στη Κρήτη. Διετέλεσε, μάλιστα, και υπουργός της Κρητικής Πολιτείας.
• Ιωάννης Γρηγοριάδης (γεν. π. 1850): είχε την καταγωγή από τις Βρύσες Ακουμίων και ήταν ζαχαροπλάστης, με ασυνήθιστη για την εποχή μόρφωση. Το ζαχαροπλαστείο του είχε μεγάλη φήμη και βρισκόταν παλαιότερα κάπου πολύ κοντά στην Αγία Βαρβάρα.
• Ματθαίος Ματθαιουδάκης του Λεωνίδα (Ήταν συμβολαιογράφος εγγονός του π. Ματθαίου Ματθαιουδάκη, ενός πολύ σημαντικού αγωνιστή του ’21.
• Αριστείδης Λιαναντωνάκης (1851-1928): Ήταν έμπορος και Δημοτικός σύμβουλος για χρόνια.
• Νικόλαος Καλογέννητος: (γεν. π. 1945): Ήταν και αυτός έμπορος ειδών κιγκαλερίας στο Ρέθυμνο με υποκατάστημα στο Πάνορμο. Η συμμετοχή του στους αγώνες της Κρήτης και στα κοινά της πόλης ήταν ασυνήθιστα σημαντική. Διετέλεσε πληρεξούσιος, δηλαδή βουλευτής, στη Γενική των Κρητών Συνέλευση, καθώς και Δημοτικός Σύμβουλος για χρόνια. Εύρισκε όμως τον καιρό, όπως βλέπουμε, και για άμεση προσφορά υπηρεσιών στη Εκκλησία.
• Ιωάννης Δάνδολος: (γεν. 1840): Ήταν γιατρός, αγωνιστής και είχε έντονη συμμετοχή στα κοινά. Ήταν εκδότης της εφημερίδας «Αναγέννησις».
• Νικόλαος Κορωνάκης του Αριστείδη (1862-1936): Δικηγόρος και δραστήριο στέλεχος της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας.
• Πέτρος Μανουσάκης (1872-1948): Δικηγόρος με, επίσης, μεγάλη δράση. Διετέλεσε και αυτός βουλευτής επί Κρητικής πολιτείας. Ο πατέρας του Δημήτριος Πέτρου Μανουσάκης και εκείνος που, σύμφωνα με ενεπίγραφη πλάκα, ευσεβώς εκ βάθρων ήγειρεν το γνωστό παρεκκλήσι του Αγίου Αντωνίου, απέναντι από το Δεσποτικό.
• Ευθύβουλος Τσουδερός (1890-1935): Ήταν ένας ταλαντούχος δικηγόρος που χάθηκε πρόωρα. Ήταν τριτότοκος γιος του Ιωάννη Αναγνώστη Τσουδερού και αδελφός του Πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού. Υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Οι ψάλτες
Περισσότερο, ασφαλώς, απ’ ότι σήμερα , οι ψάλτες είχαν κάποτε φανατικούς θαυμαστές. Στις προσωπικές μου μνήμες υπάρχουν οι ατελείωτες συζητήσει που άνοιγε στις βεγγέρες ο Μακαρίτης γείτονάς μου ψάλτης Ιωάννης Βαλασαρίδης για τα πρόσωπα που πέρασαν από τα ψαλτήρια των ναών της πόλης.
Το Ρέθυμνο, πριν το 1850 είχε γίνει κέντρο διδασκαλίας της βυζαντινής μουσικής διότι στο σχολείο της πόλης υπηρετούσε ένας δάσκαλος που γνώριζε την τέχνη. Με αυτόν αρχίζουμε:
• Κωνσταντίνος Χατζή-Ιωάννου Ψαρουδάκης (1805 – 1884). Ήταν ο Πρωτοψάλτης Κρήτης, ο πρώτο που αναφέρεται στον κατάλογο των ψαλτών που υπάρχει στο βιβλίο με την ιστορία του Καθεδρικού Ναού. Είναι εκείνος που δίδαξε βυζαντινή μουσική στον Παύλο Βλαστό και σε άλλους συμπολίτες μας που άφησαν εποχή ως ψάλτες Παγκρήτιας φήμης. Να σημειωθεί ότι σε προχωρημένη ηλικία, και για αρκετά χρόνια μετά την αποστράτευσή του, συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στα αναλογία των ψαλτών του Ναού. Ήταν και συγγραφέας ενός σπουδαίου βιβλίου με τίτλο «Σύμμικτα», που χρησιμοποιούσαν επι δεκαετίες τα σχολεία του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
• Ευθυμιάδης Βερνάδος (εγ. Το 1845): Ήταν πεπαιδευμένος και καλλίφωνος αδελφός της Μονής Ρουστίκων. Δεν αναφέρεται μεταξύ των ψαλτών του Καθεδρικού Ναού. Και ήταν φυσικό, αφού, δεν υπηρέτησε ποτέ στο Ρέθυμνο. Όμως, τον μετακαλούσαν οι Επίσκοποι σε έκτακτες περιπτώσεις και μεγάλες γιορτές λόγω της εξαιρετικής καλλιφωνίας του.
• Κωνσταντίνος Βουρλάκης ο ίδιος δεν έχω ακούσματα, ξέρω όμως πως το πέρασμά του από το αναλόγιο του Καθεδρικού μας Ναού είχε μείνει αξέχαστο στους παλαιότερους από μένα . Υπάρχουν γι’ αυτό βιογραφικά στο βιβλίο με την ιστορία του Ναου, ενώ πριν από 10 χρόνια έγινε ειδική ομιλία από τον Λεωνίδα Καούνη στο Λύκειο των Ελληνίδων.
• Εμμανουήλ Λινοξυλάκης του Αντωνίου (1882-21 Φεβρουαρίου 1952): Υπήρξε δάσκαλος μου στο Δημοτικό. Πέθανε σαν τέτοιες μέρες διδάσκοντας μουσική, αν και ήταν συνταξιούχος. Μπορώ να πω τούτο: Η ψαλμωδία του μας έκανε να ξεχνούμε ακόμα και την υπερβολική αυστηρότητά του στην τάξη.
Οι κατηχήτριες
Με τα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, δημιουργείται ασφαλώς η εντύπωση ότι άμεση προσφορά στον Καθεδρικό Ναό μας είχαν μόνο οι άνδρες. Ίσως αυτό δεν απέχει από την πραγματικότητα αν θεωρήσουμε «άμεση» τη προσφορά που γινόταν στο προσκήνιο.. .αντί άλλης εξηγήσεως, θα μεταφέρω ένα γεγονός που προκαλεί εντύπωση σήμερα: Στον γυναικωνίτη του Ναού των Εισοδίων υπήρχαν κάποτε καφασωτά, όπως υπήρχαν στα παράθυρα των χαρεμιών και στους γυναικωνίτες των τζαμιών. Όταν, λοιπόν, το 1894, τα καφασωτά αφαιρέθηκαν από τον Ναό, δημιουργήθηκε στην κοινωνία της πόλης τεράστιο σκάνδαλο. Μάλιστα, ένας ενορίτης από τους εξέχοντες, περασμένης κάπως ηλικίας… εγκατέλειψε την πόλη και αποσύρθηκε στο χωριό της καταγωγής του, γιατί, λέει, «δεν μπορούσε να βλέπει το.. αίσχος».
Με τα ήθη της εποχής ήταν φυσικό η προσφορά των γυναικών προς την εκκλησία να μη γίνεται στο προσκήνιο. Ο ρόλος της κατηχήτριας – με πρωτοπόρο της Ευαγγελία Μαραγκουδάκη (1882-1976) ήταν αυτός που βοήθησε να καταλυθεί στην πόλη μας ένα κατεστημένο.
Μνήμη παπά Μάρκου Πλυμάκη
Με την ευκαιρία που αναφερόμαστε στις εμβληματικές μορφές του Καθεδρικού μας Ναού με βάση τις έρευνες του Γεωργίου Εκκεκάκη, δεν μπορούμε να μην σταθούμε σε ένα σπουδαίο λειτουργό του Υψίστου που έγραψε ιστορία στην ενορία του και ήταν ο παπά Μάρκος Πλυμάκης που είχε υμνήσει μέχρι και ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος.
Μια άγια μορφή
Ο παπά-Μάρκος, ιεροδιδάσκαλος επί Κρητικής πολιτείας, που έμεινε στα χρονικά του Ρεθύμνου, σαν μια άγια μορφή και λαοφίλητη, γεννήθηκε στην Ασή Γωνιά το 1855 και πέθανε σε ηλικία 90 χρόνων στο Ρέθυμνο το 1943. Φοίτησε στην άλλοτε Ιερατική Σχολή της Μονής Χαλεβί και το 1872 παντρεύτηκε την Ελένη Κοτσυφού και χειροτονήθηκε διάκονος στην Ενορία Ρουσσοσπιτίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο κ. Κωστής Η. Παπαδάκης στο βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950» το 1877 χειροτονήθηκε ιερέας από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιλαρίωνα Κατσούλη και το 1886 διορίστηκε εφημέριος στον Μητροπολιτικό μας Ναό από τον Επίσκοπο Ιερόθεο Μπραουδάκη.
Για τον χαρακτήρα του ιερέως αναφέρει σχετικά ο Μανόλης Κούνουπας: «Πολλές αρετές κοσμούσαν τον σεβάσμιο γέροντα και πρωτίστως η μετριοφροσύνη, η οποία χαρακτηρίζει τους απλούς και σεμνούς ανθρώπους, όπως είναι το χάρισμα να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και να νομίζει ότι είναι μια σπουδαία προσωπικότητα. Εξ’ άλλου ο λόγος του είχε ευεργετικήν απήχηση. Άλλη αρετή του ήταν η πραότητα, η ηπιότητα του χαρακτήρα, η προσέγγιση με διάθεση επιείκειας, η συναίσθηση της τυχόν δυσχερούς θέσης του πλησίον «μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ομών».
Η βασική, η έμφυτη αρετή του ήταν η αγάπη στον πλησίον. Αγάπη άδολη, αληθινή, ανεπιτήδευτη, χριστιανική χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς υπολογισμούς «και αν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν και αν έχω πάσαν την πίστην, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω ουδέν ειμί» (Κορ. 13, 2)».
Και φυσιολάτρης
Ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των δημοσιευμάτων του «Η πόλη που σβήνει» αναφέρεται με ξεχωριστό σεβασμό και θαυμασμό στον παπά-Μάρκο που τον περιγράφει άνδρα θεόρατο, με γενειάδα γκρίζα, γεροδεμένο, ίδιο στο ανάστημα με τον Αντιβασιλέα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Αναφέρει επίσης πολλά για την αγάπη που χαρακτήριζε τον ιερέα για τη φυσική ζωή.
«Ήταν», γράφει, «φυσιολάτρης και κατοικούσε στην πλατεία του Αγνώστου. Πριν διαφωτίσει, αξημέρωτα, που στους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, τους εφτά μήνες τον χρόνο, πεταγόταν στην ερημική τότε τοποθεσία του «Φλοίσβου» (κοντά στο σημερινό «Δελφίνι») βουτούσε στη θάλασσα και δεινός κολυμβητής, στα νιάτα του, έφτανε δυο φορές ίσαμε τον φάρο».
Σε διαφορετικό ύφος η περιγραφή από τον Μανόλη Κούνουπα.
«Φυσιογνωμία ολύμπια και ασκητική ο μακαριστός π. Μάρκος Πλυμάκης καταλάγιαζε τις ψυχές με τα συνετά λυτρωτικά του λόγια. Η εικόνα του έχει χαρακτεί βαθιά μέσα μου, με την εναγώνια παιδική αναμονή, να φανεί στην πόρτα του πατρικού σπιτιού κάθε πρώτη του μήνα για τον καθιερωμένο αγιασμό!…
Αλησμόνητα μένουν στη μνήμη τα παιδικά μας χρόνια στο ψαλτήρι με την καγκελωτή περίφραξη του καλλίφωνου Μανόλη Λινοξυλάκη, όταν παρακολουθούσαμε τη Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβάσμιου μακαριστού ιερέα».
Και ο π. Χαράλαμπος Καμηλάκης, άξιος των πνευματικών παραδόσεων του τόπου, στο εξαίρετο βιβλίο του «Τα Εισόδια της Θεοτόκου Ρεθύμνου» αναφέρει για τον πατέρα Μάρκο Πλυμάκη στη σελίδα 195: «Υπόδειγμα κληρικού. Πράος, φιλάνθρωπος, ανεξίκακος, με γλυκύτητα ήθους και Ρεθεμνιώτικης αξιοπρέπειας».
Ο παπά-Μάρκος στήριζε περισσότερο τους πολυφαμελίτες, ίσως επειδή κι ο ίδιος είχε δημιουργήσει μεγάλη οικογένεια. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο κ. Μανόλης Κούνουπας, με την πρεσβυτέρα Ελένη, η οποία ήταν θεία του καθηγητή-φιλόλογου Παντελή Κοτσυφού, απέκτησε επτά παιδιά. Τον Μανόλη διδάσκαλο, που τον θυμόμαστε οι παλαιότεροι, την Αμαλία Πορτάλιου, την Κατίνα η οποία απεβίωσε μικρή, τη Χρυσή Καλοκύρη μητέρα του καθηγητή Κώστα Καλοκύρη, ζωή να ‘χει και της ξεχωριστής συμπολίτισσας Ελένης Γιαννακάκη. Ακολουθεί το τέταρτο παιδί ο Αντώνης Πλυμάκης αξιωματικός, η Χαρά Μακρυλάκη σύζυγος του γνωστού εμπόρου της Αρκαδίου και τέλος το έβδομο Μαρία Πλυμάκη, η οποία απεβίωσε νέα.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής»
Η αξέχαστη δέσποινα του Ρεθύμνου Μαρία Τσιριμονάκη, στο βιβλίο της «Ρεθεμνιώτες» θίγει τη φρικτή δοκιμασία που σημάδεψε τη ζωή του σπουδαίου ιερέα που επί 80 χρόνια τίμησε την ιεροσύνη του.
Κάθε πρώτη του μήνα έκανε τον γύρο της ενορίας του για τον καθιερωμένο αγιασμό στα σπίτια. Και μετά το ράντισμα κάθε γωνιάς με τον αγιασμό, καθόταν ν’ ακούσει τα προβλήματα της κάθε οικογένειάς που έβλεπε στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο πρόθυμο ακροατή των δεινών της και έτοιμο να δώσει μια συμβουλή, βάλσαμο ψυχής.
Έτσι εκείνος ήξερε σαν εξομολόγος τα πάντα για όλους. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν άφησε ν’ ακουστεί τίποτα από τα δικά του βάσανα, ούτε για τα δικά του προβλήματα. Ήταν ο πνευματικός πατέρας όλων αλλά σαν στοργικός γονιός δεν ήθελε τα παιδιά του να στενοχωρηθούν με τις δικές του δυσκολίες. Σώπαινε λοιπόν γιατί είχε το δικό του πάντα τρόπο εκτόνωσης. Εκτός από την προσευχή ήταν και η απεραντοσύνη της θάλασσας που απολάμβανε πριν καλά-καλά ξημερώσει.
Είχε κι αυτός ο αγαθός λευίτης βάσανα όπως και κάθε πολυφαμελίτης. Μα το πιο πικρό ποτήρι του έδωσε η ζωή με τον θάνατο παιδιών του. Γιατί έτυχε και σ’ αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο, που σκορπούσε αγάπη και ευλογία σε όλους η πικρότερη δοκιμασία που μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος. Να θάψει παιδιά του. Ένας θάνατος όμως έμεινε στα χρονικά αφού προκάλεσε και έναν ακόμα και έγινε αφορμή να βυθιστεί στο πένθος ο αξέχαστος ιερέας.
Η κόρη του Χαρίκλεια, ήταν από τα πιο χαρισματικά του παιδιά. Από μικρή έπαιρνε τα γράμματα και ο παπά Μάρκος δεν θέλησε να της στερήσει το δικαίωμα της γνώσης.
Όπως ήταν φυσικό πολλά άξια παλικάρια την έβαλαν στα όνειρά του. Κατάφερε όμως να την αποκτήσει ένας από τους καλύτερους εμπόρους της αγοράς ο Δημήτρης Μακρυλάκης, άνθρωπος με λεπτότητα και από τους πιο σοβαρούς επιχειρηματίες.
Από τον γάμο της αυτό η Χαρίκλεια απέκτησε δυο κοριτσάκια όμορφα και χαριτωμένα που τα μεγάλωνε υποδειγματικά. Κι εκεί που απολάμβανε τη λατρεία του συζύγου και τα αγαθά ενός τόσο επιτυχημένου γάμου, αρρώστησε ξαφνικά. Ήταν μόλις πέντε χρόνια παντρεμένη.
Ο άντρας της δεν άφησε γιατρό να μην ζητήσει θεραπεία για τη γυναίκα του γεμάτος ελπίδα για τη σωτηρία της. Ούτε γιατροί όμως στο Ρέθυμνο μπόρεσαν να σταματήσουν τη γρήγορη εξέλιξη της ύπουλης ασθένειας, ούτε και η νοσηλεία της σε μεγάλο ιατρικό κέντρο της Αθήνας κατάφερε να σώσει την κοπέλα.
Έτσι κάλεσε ο Θεός την Χαρίκλεια κοντά του πριν προλάβουν καλά-καλά οι δικοί της άνθρωποι να προετοιμαστούν για το μοιραίο.
Ράγιζαν και οι πέτρες στο θέαμα της κοπέλας που αναπαυόταν στο ανθοστόλιστο φέρετρο θυμίζοντας άγγελο από χρωστήρα χαρισματικού ζωγράφου. Πολλά γόνατα λύγισαν στο στερνό αντίο. Και τότε ήρθε το δεύτερο σκληρό χτύπημα της μοίρας για τον άτυχο παπά Μάρκο. Εκεί που έσκυψε η τραγική μητέρα η παπαδιά να νεκροφιλήσει το παγωμένο πρόσωπο της θυγατέρας της, έπεσε νεκρή. Δεν άντεξε η πληγωμένη καρδιά της αυτή τη δοκιμασία.
Την άλλη μέρα δυο φέρετρα περνούσαν από την αγορά με τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά σε ένδειξη πένθους για τη διπλή συμφορά στην ενορία τους.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής…» όπως θα έγραφε την επομένη ο τύπος.
Τον π. Μάρκο Πλυμάκη βρίσκουμε και με αρκετή δράση στην πολιτιστική ζωή. Αναφέρεται σαν ιδρυτικό μέλος της Χριστιανικής Αδελφότητας «Αγία Τριάς». Σκοπός της αδελφότητας ήταν η διάδοση των χριστιανικών αληθειών και η καταπολέμηση της βλασφημίας των θείων.
Τα μέλη της αδελφότητας, της οποίας προήδρευε ο μακαριστός Μητροπολίτης Αθανάσιος, για να πετύχουν τους σκοπούς του συλλόγου, οργάνωναν διαρκώς εκδηλώσεις με κήρυγμα, διάδοση της Αγίας Γραφής, Κατηχητικά Σχολεία, διαλέξεις αναλόγου περιεχομένου και υποστήριξη των νέων που ήθελαν να σπουδάσουν θεολογία.
Η προσφορά του παπά-Μάρκου είχε και αντίδωρο. Εκτός από την αληθινή αγάπη που έτρεφε γι’ αυτόν το ποίμνιό του γίνονται αρκετές τιμητικές αναφορές σε σχετικές εκθέσεις που περιλαμβάνονται στα εκκλησιαστικά αρχεία.
Πηγές
Ενοριακή Παρουσία (περιοδικό Ιερού Καθεδρικού Ναού Ρεθύμνου).
Εύας Λαδιά: Παπά Μάρκος Πλυμάκης.
Εύας Λαδιά: Αγαθοί λευίτες σε αθώες αμαρτίες.
Εύας Λαδιά: Μια Αισχύλειος τραγωδία στο Ρέθυμνο.