Αξιέπαινη η προσπάθεια του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας να τους αναδείξει
Με την ευκαιρία της έκθεσης Ρεθεμνιώτικου βιβλίου που θα λειτουργήσει στο Σπίτι του Πολιτισμού από 12 μέχρι 18 Δεκεμβρίου ας γυρίσουμε πίσω στον χρόνο να θυμηθούμε συγγραφείς που εμφανίστηκαν στα Γράμματα από τις αρχές του περασμένου αιώνα.
Από τους εμβληματικούς συγγραφείς του Ρεθύμνου θεωρείται ο Γιάννης Δαλέντζας.
Ο Γιάννης Δαλέντζας γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1912 στο Χαράρ της Αιθιοπίας. Από γονείς καταγόμενους από Κούφη και Ατσιπόπουλο αντίστοιχα.Όταν ο μικρός Γιάννης ήρθε στο Ρέθυμνο ήταν οκτώ χρόνων. Μέχρι το 1964 που έφυγε για εγκατάσταση στην Αθήνα έζησε όλες τις περιπέτειες του έθνους μας, από τη μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό των προσφύγων μέχρι τους πρώτους πολιτικούς κλυδωνισμούς των αρχών της δεκαετίας του ’60.
Εργάστηκε στις εφημερίδες «Κρητική Επιθεώρηση» και «Βήμα», ενώ στα 1932 έβγαλε για λογαριασμό του κόμματος των Φιλελευθέρων, την εφημερίδα «Αλήθεια» ως υπεύθυνος διευθυντής.Το 1937 διορίστηκε υπάλληλος στο τμήμα ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών κτημάτων της Εθνικής Τράπεζας και συνέχεια υπηρέτησε ως προϊστάμενος στην οικονομική εφορία, όπου έμεινε μέχρι το 1964 και απεχώρησε με αίτησή του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν στον χώρο της αριστεράς. Πρωτοπόρος πάντα σε κινήματα για τη δημοκρατία προσυπέγραψε τον Αύγουστο του 1965 τη διακήρυξη των Κρητών επιστημόνων, λογοτεχνών, καλλιτεχνών και διανοουμένων για την προάσπιση της Συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατικής ομαλότητας.
Στις 6 του Μάρτη 1966 εκλέχτηκε στην Αθήνα παμψηφεί τακτικό μέλος της εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών σε τακτική γενική συνέλευση των μελών της.
Στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών ο Γιάννης Δαλέντζας συνεργάστηκε με το πατριωτικό απελευθερωτικό μέτωπο και με τη δημοκρατική οργάνωση Κρήτης και υπήρξε όπως και σε όλη του τη ζωή ασυμβίβαστος και θαρραλέος αγωνιστής της λευτεριάς και της δημοκρατίας.
Συνεργάστηκε στενά με τον παπά – Γιώργη Πυρουνάκη με αντιστασιακές αρθρογραφίες και περιοδείες στην Κρήτη.
Ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής και μεγάλος συγγραφέας πέθανε στην Αθήνα στις 16 του Νοέμβρη 1974 σε ηλικία 62 χρόνων. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο.
Εκτός από την «Πολιτεία της Ανοχής» (1955) έγραψε επίσης τα «Χρονικά του Ρεθύμνου» (1958), «Κρητικοί αντίλαλοι» (1959), «Αστραπές του Μπράσκου» (1962).
Αυτά που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν τα έργα του «Καπητάνιος», «Ανθισμένοι Τάφοι», «Μορφές της Κρήτης», «Χρονικά των Γραφείων».
Ανδρέας Νενεδάκης
Ο Ανδρέας Νενεδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1918 απέναντι από τα τούρκικα μεζάρια, κοντά στο ξενοδοχείο «Ο Παράδεισος».
Η οικογένειά του ήταν φύτρα αγωνιστών πάππου προς πάππου με δράση στην Κρήτη, στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο ίδιος έζησε το Ρέθυμνο μιας εποχής που τα τζάκια δημιουργούσαν κοινωνικές διαβαθμίσεις. Κι αυτό δεν έπαψε να τον ενοχλεί από τα παιδικά του κιόλας χρόνια.
Το 1938 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή, πολέμησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Ως το 1952 έζησε σε κατάσταση διωγμών και φυλακίσεων. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ασχολήθηκε επαγγελματικά με διοργανώσεις εκθέσεων ζωγραφικής στη γκαλερί Κεραία, που ίδρυσε ο ίδιος και λειτούργησε ως το 1967. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας έζησε στη Γαλλία και τη Σουηδία και έγινε μέλος της Ένωσης Σουηδών Συγγραφέων. Ανέλαβε τη διοργάνωση του Εικαστικού Φεστιβάλ Κρήτης (1976-1977). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1941 με τη δημοσίευση στίχων στην εφημερίδα Νίκη, ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή άρχισε να ασχολείται με τη θεατρική γραφή. Το 1954 εξέδωσε το χρονικό Μπιρ Χακίμ και ακολούθησαν πεζογραφήματα, μελέτες και άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Επιμελήθηκε της έκδοσης Ανθολογία του ελληνικού διηγήματος.
Εξαιρετική και πληρέσταση η αναφορά του κ. Γιάννη Παπιομύτογλου σε δημοσίευμά του το 2006.
Το 1991 ο Νενεδάκης, κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος με το βιβλίο του «Οι Βουκέφαλοι». Βραβεύεται και το 1994, με το βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκσί για το ίδιο βιβλίο.
Είναι πλούσια η πνευματική του παραγωγή. Μεταξύ των άλλων έγραψε και τα βιβλία «Άσπροι φράχτες», «Τα πορτοκάλια είναι πικρά τον Οχτώβρη», «Οι μαργαρίτες του αγίου», «Απαγορεύεται», «Ο ζωγράφος Τσίγκος στον πόλεμο και στη φυλακή», «Svart April» (Μαύρος Απρίλης, κυκλοφόρησε και στα σουηδικά) κ.ά.
Τα βιβλία του μεταφράστηκαν και σε ξένες γλώσσες, ενώ αναγνωρίζεται και από τους μεγάλους λογοτεχνικούς κύκλους χωρίς να έχει την ανάλογη αναγνώριση στον τόπο του.
Πέθανε το 2006 στην Αθήνα.
Γιάννης Μανούσακας
Ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία πέντε ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου.Ο Περακάκης στο δικό του σημείωμα, αναφέρει σαν τόπο γέννησης τον Άγιο Κωνσταντίνο προσθέτοντας ότι ήταν απόγονος της μεγάλης γενιάς των Σφακιών.
Οι γονείς του Γιάννη, ήταν αγρότες κι ο ίδιος παράλληλα με την αγροτική ζωή έμαθε και τσαγκαρική.
Στο δημοτικό σχολείο του χωριού του διδάχτηκε την καθαρεύουσα, συνεχίζει το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αυτό ήταν κατά τον ίδιο η αιτία να μην αποχτήσει τότε καλές σχέσεις με τα γράμματα. Στο Ρέθυμνο έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και αργότερα έγινε επαγγελματίας στο χωριό του. Ήταν ένας προικισμένος από τη φύση άνδρας και μάλιστα εθεωρείτο ο καλύτερος ιππέας του νομού. Είχε τιμηθεί με το πρώτο έπαθλο των ιππικών αγώνων τα «Αρκάδια».
Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και μάλιστα ήταν από τους πρωτοπόρους της εδραίωσής τους στο Ρέθυμνο.Οργάνωσε κομμουνιστικούς πυρήνες με προοδευτικούς αγρότες από το 1933. Σε λίγο καιρό το χωριό του ήταν μια προοδευτική κυψέλη με κοινοτική, περισσότερο κομματική βιβλιοθήκη, κέντρο ψυχαγωγίας αλλά και λαϊκούς αγώνες.
Στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92%.Στο νεαρό τότε ηγέτη μπαίνανε πολλά και σοβαρά προβλήματα που επιζητούσαν λύση. Ένα από τα πιο καυτά προβλήματα ήταν το χαράτσι για την απόσταξη των τσικουδιών και των αποστάφυλων – τα καζανιάτικα – όπως είχε καθιερωθεί ο φόρος αυτός.
Ο Μανούσακας με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου και με υπόμνημα των κατοίκων του χωριού, τόλμησε να στείλει την άρνηση καταβολής στον τότε γενικό διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη ζητώντας την άμεση κατάργησή του.
Από τη θέση του κοινοτάρχη τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας. Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός. Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ. Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία, δίνοντας πολλές μάχες.
Το 1964, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)». Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά – εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή», χωρίς σπίτι, χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το «Χρονικό από την Αντίσταση (Μετά την Ακροναυπλία)» – 1.600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα)» και το μισό από το τέταρτο το «Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)». Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.
Στα 1976 του απονέμεται από το υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του. Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία: «Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)» (1978), «Ο Φυγόδικός» (1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το «Στα χρόνια της Χούντας» (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα: «Η αίθουσα» (1980), «Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος» (παραμύθι) (1981), «Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ» (μυθιστόρημα) (1983), «Η βράβεψη» (μυθιστόρημα) (1983), και «Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία» (1992).
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών.
Νίκος Νιουράκης
Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το γράψιμο από βιβλιοκριτικές στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Κάθε συγγραφέας θεωρούσε τιμή να δει κριτική για το βιβλίο του με την υπογραφή του Νίκου Νιουράκη.
Γεννήθηκε το 1915 και ανατράφηκε στο Χαμαλεύρι. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί στο Σπήλι Αγίου Βασιλείου και η μητέρα του Πολύμνια Μαθιουδάκη στον Κισσό.
Όπως και ο ίδιος ομολογούσε απόλαυσε στην οικογένειά του τη θαλπωρή που επιθυμεί κάθε παιδί, αλλά βίωσε και τις διάφορες αξίες της ζωής. Κυρίως την περηφάνια και την αξιοπρέπεια.
Παρακολούθησε δυο τάξεις του γυμνασίου Ρεθύμνου, τρεις τάξεις της Ιερατικής Σχολής Χρυσοπηγής Χανίων, δυο τάξεις του Ιεροδιδασκαλείου Κορίνθου και το δεύτερο έτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, απ’ όπου και αποφοίτησε το 1943.
Από το 1946 υπηρέτησε ως δάσκαλος στα σχολεία των Περιβολίων, Βάθης και Μαλαθύρου Χανίων, στα Κεραμωτά Μυλοποτάμου και στο χωριό του τα περισσότερα χρόνια. Δίδαξε και σε τρία σχολεία των Αθηνών.
Επιστρέφοντας στην Κρήτη δίδαξε για ένα διάστημα στο 1ο δημοτικό σχολείο. Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί το 1973, μη αντέχοντας την ψυχολογική βία που ασκούσε πάνω του η χούντα των συνταγματαρχών.
Είχε μια ατίθαση ψυχή ο αξέχαστος συμπολίτης. Ποτέ δεν υπήρξε ο δάσκαλος της απλής μετάδοσης γνώσεων. Ήταν μέχρι το τέλος της καριέρας του, ο καλός σπορέας που έριχνε στις παιδικές συνειδήσεις τον σπόρο της ελεύθερης σκέψης πάντα με βάση το λόγο του Καζαντζάκη που λάτρευε.
Ήθελε όμως να γνωρίσει τον κόσμο. Και ξεκίνησε μια σειρά από ταξίδια μεγάλα σε διάρκεια και σε προορισμούς, που δεν συγκινούν ιδιαίτερα τους απλούς τουρίστες.
Ο λόγος της επιλογής φάνηκε στις εντυπώσεις που έφερε στην εφημερίδα με την απλή μορφή μιας σύντομης διήγησης. Ο Νίκος Νιουράκης εμβάθυνε στον πολιτισμό και στον τρόπο ζωής των ανθρώπων στις χώρες που επισκεπτόταν με παρέα συνήθως τον Γιώργο Γιανναράκη. Έκλαιγε σχεδόν από συγκίνηση περιγράφοντάς μου το δέος που τον κατέλαβε πετώντας πάνω από τα Ιμαλάια.
Από την ποιότητα της γραφής και τη γοητεία που ασκούσε στον αναγνώστη του δώσαμε την ιδέα να εκδώσει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Έγραψε τα βιβλία «Ταξίδι στη χώρα των Ίνκας», «Ταξιδεύοντας γύρω από τη γη», «Ταξιδεύοντας Σριλάνκα, Ινδία, Νεπάλ», «Tαξιδεύοντας Σοβιετική Ένωση» και «Ταξιδεύοντας Αιθιοπία».
Μέσα από τα βιβλία του αυτά γνωρίσαμε και τον πολίτη του κόσμου Νίκο Νιουράκη τον υπέρμαχο της ιδέας για την παγκοσμιοποίηση και τη συναδέλφωση των λαών σε μια εποχή που όλα αυτά ήταν άγνωστα και ο κήρυκας των ιδεών αυτών μπορούσε να χαρακτηριστεί στην καλύτερη περίπτωση ρομαντικός.
Πέθανε το 1998 κι από τότε φάνηκε να έχει ξεχαστεί αν και τα βιβλία του συνεχίζουν να συγκινούν και μάλιστα παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα.
Σπύρος Λίτινας
Από τους κορυφαίους της Κρητικής Διανόησης ήταν ο Σπύρος Λίτινας. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1907 και ήταν γιος του αγωνιστή του Αρκαδίου Τίτου Γεωργίου Λίτινα και της Μαρίας το γένος Γεωργίου Σαπουντζάκη.
Από μικρή ηλικία, παράλληλα με τα σχολικά γράμματα, άρχισε να μαθαίνει γαλλικά, αγγλικά, βιολί, ζωγραφική και λογιστική. Η αγάπη του για τη μουσική τον ακολουθούσε πάντα. Εκτός από το βιολί, που είχε σπουδάσει, έπαιζε ακόμα πιάνο, ακορντεόν και κιθάρα.
Ήταν αφάνταστη η δίψα του σπάνιου αυτού ανθρώπου για μάθηση, μέχρι και τα βαθειά του γεράματα ακόμα. Και ποτέ, μα ποτέ, δεν έκανε επίδειξη των γνώσεών του. Άλλωστε καθένας διαπίστωνε την απίστευτη ευρυμάθειά του διαβάζοντας τα βιβλία ή τα άρθρα του.
Από μαθητής γυμνασίου ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ήταν από τους εκδότες του μαθητικού περιοδικού «Αθηνά» στο Ρέθυμνο, στο οποίο έγραφε και ο Παντελής Πρεβελάκης. Σπούδασε εργαζόμενος.
Αριστούχος πάντα ο Σπύρος Λίτινας, καύχημα των καθηγητών του, γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας και παράλληλα φοιτούσε στο Ωδείο της Αθήνας, στη Λογιστική σχολή, στο Institute superieuer d’ etudes francaises και στη γερμανική σχολή της Αθήνας. Ενώ σπούδαζε εργαζόταν ως λογιστής στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Μαθαίνοντας ξένες γλώσσες (αγγλικά γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ακόμα και κινέζικα) δεν περιοριζόταν μόνο στην τυπική γνώση. Εμβάθυνε και στη φιλοσοφία των λέξεων, έτσι ώστε κάνοντας αργότερα μεταφράσεις και λογοτεχνικών έργων, να σε εντυπωσιάζει με την ακρίβεια στην απόδοση. Οι γνώστες πραγματικά θαυμάζουν στα βιβλία του τις μεταφράσεις ποιημάτων Δάντη, Πετράρχη, Σαίξπηρ, Μολιέρου, Λαφοντέν, Ουγκώ, Γκαίτε, Σίλλερ και τόσων άλλων, όταν παραλληλίζουν το πρωτότυπο, που παρέθετε πάντα ο Σπύρος Λίτινας και πλάι τη μετάφραση σε άψογο στίχο και μέτρο. Σαν να είχε γραφτεί το ποίημα στα ελληνικά. Κι όμως δεν είχε προδοθεί ούτε μια λέξη από το ξένο κείμενο…
Σε ηλικία 22 χρόνων ο Λίτινας, πήρε πτυχίο της Νομικής και διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα. Άσκησε το επάγγελμα στην πρωτεύουσα, στο Ρέθυμνο και στο Εφετείο Κρήτης, επί 36 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που το 1966 διορίστηκε συμβολαιογράφος στην Αθήνα, όπου εργάστηκε μέχρι το 1977, οπότε συνταξιοδοτήθηκε.
Λάτρης της φύσης συνήθιζε να αφιερώνει χρόνο πολύ στην επαφή του με τη γη και τα δωρήματά της. Αγαπούσε να καλλιεργεί το κτηματάκι του, να φυτεύει δέντρα, να παρακολουθεί με θαυμασμό την ανάπτυξη του κήπου του και να χαίρεται σαν μικρό παιδί. Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι επιστήμονας και διανοούμενος αυτός, θα έπρεπε να είναι περισσότερο τυπικός, να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση και στις εντυπώσεις «βιτρίνας». Λάτρευε τη θάλασσα και ήταν από τους πιο φανατικούς φίλους της. Η χαρά του, ήταν να απολαμβάνει την παραλία του Ρεθύμνου, που ήταν στα χρόνια του τόσο διαφορετική.
Κι είχε ένα ακόμα σπάνιο χάρισμα. Όπως ακριβώς σε ένα στίχο έκλεινε μια εικόνα, μια σκέψη, έτσι κι επιχειρηματολογώντας μέσα σε λίγες γραμμές έλεγε τα πάντα. Λάτρευε το Ρέθυμνο κι ένιωθε μαχαιριά στην καρδιά του κάθε στραβοτιμονιά της διοίκησης που κάτι θα στοίχιζε στην πόλη. Δεν δίσταζε μάλιστα να καυτηριάζει κάθε κακώς κείμενο αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Αυτή την παρρησία του είχε πολλές φορές επαινέσει ο αξέχαστος Μανός Αστρινός, που συχνά γινόταν δέκτης αυτών των σχολίων δεδομένου ότι ο Λίτινας τον είχε σε ξεχωριστή εκτίμηση.
Ο Σπύρος Λίτινας έτρεφε επίσης μεγάλη αγάπη για τον Παντελή Πρεβελάκη, τον οποίο μάλιστα αποκαλούσε αδελφό, όπως και για τον Αυστραλίας Στυλιανό. Κι ήταν ιδιαίτερα ευτυχής όταν ο Πρεβελάκης κυρίως μοιραζόταν μαζί του κάποιο στοχασμό ή προβληματισμό. Επιστήθιος φίλος του και ο κ. Γιώργος Δρανδάκης πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού συλλόγου.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι μια μετάφραση ιστορικής αναφοράς του Ματθαίου Μέριαν, (1670) στο ένατο βιβλίο του, «Τα ποικίλα» που αφορά την Κρήτη και μάλιστα σε ιστορικές περιόδους που τότε, όταν ασχολήθηκε ο Σπύρος Λίτινας, δεν είχαμε αρκετές πηγές που να ρίχνουν φως στα γεγονότα. Είναι 87 μεγαλόσχημες σελίδες, μέρος των οποίων είχαν προηγηθεί στο βιβλίο «Σύμμικτα». Περιλαμβάνεται ολόκληρος ο πόλεμος των 25 χρόνων, που διαδραματίστηκε στην Κρήτη και στο «Αρχιπέλαγος», μεταξύ των επιτιθέμενων Τούρκων και των αμυνόμενων Ενετών στη διαφιλονίκηση της Κρήτης.Ο ίδιος ο Στέλιος Αλεξίου χαρακτήρισε χρησιμότατη τη μετάφραση αυτή.
Αμέτρητες οι θερμές κριτικές. Αμέτρητοι εκείνοι που έγραψαν για το σπουδαίο έργο του πολυγραφότατου Σπύρου Λίτινα.
Σε όλα του τα βιβλία φρόντιζε να έχει κατατοπιστικά ευρετήρια και για θέματα που είχε συμπεριλάβει σε προηγούμενες εκδόσεις.
Ο μεγάλος αυτός δημιουργός είχε και σημαντικές διακρίσεις.Εκτός από την παρουσίαση, στην Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών 18 Μαΐου 1978, του βιβλίου του «Κρητικές ρίμες», σε ειδική τελετή που έγινε στο Δημαρχείο Ρεθύμνης, του απονεμήθηκε από τον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κ. κ. Στυλιανό ο Χρυσός Σταυρός το Αγίου Ανδρέου της Ιεράς Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, παρουσία προσωπικοτήτων όπως ο Μανούσος Μανούσακας.
Ο σοφολογιότατος Σπύρος Λίτινας, έφυγε στις 5 Νοεμβρίου του 2001, για το αιώνιο ταξίδι, έμεινε στην παλιά Ρεθεμνιώτικη μνήμη σαν μια από τις σημαντικότερες μορφές που ευτύχησε το Ρέθυμνο να ευλογήσει με τις παραδόσεις του και να τιμηθεί στο έπακρον από αυτές.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.