Μέσα από αυτή την επιστολή – καταγγελία θα ήθελα να εκφράσω την απερίγραπτη θλίψη και απογοήτευσή μου, όμως παράλληλα και τον θυμό μου για την κατάσταση που επικρατεί στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου και πιο συγκεκριμένα στην καρδιολογική κλινική.
Να τονίσω κατ’ αρχάς ότι γνωρίζω πολύ καλά τα προβλήματα και τις ελλείψεις, που αυτή τη στιγμή βασανίζουν τη δημόσια υγεία, όπως και το ότι μεγάλο μέρος του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού δίνει καθημερινά αγώνα, να επιτελέσει το έργο του, το λειτούργημά του. Όμως, υπάρχει κι εκείνο το άλλο μέρος… Κι εξηγώ…
Στις 27 Νοεμβρίου απεβίωσε ο σύζυγός μου Μανώλης Ακουμιανάκης (συνταξιούχος αστυνομικός) εντός της καρδιολογικής κλινικής, στην τέταρτη κατά σειρά εισαγωγή του σε αυτή, λόγω χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας και πολλαπλών εμφραγμάτων. Η κατάσταση του συζύγου μου ήταν δυστυχώς μη αναστρέψιμη και ιατρικώς δεν μπορούσαν να γίνουν και πολλά πράγματα.
Σε έναν άνθρωπο όμως, που είναι ετοιμοθάνατος, που παλεύει με ψυχή και σώμα σ’ αυτή την κατάσταση, καθώς και στους συγγενείς του, που περιμένουν απελπισμένοι, δεν συμπεριφέρεσαι με τρόπο σκληρό και απαράδεκτο! Δεν τους δίνεις ακόμη ένα «χτύπημα» να πάνε ακόμη πιο κάτω! Νομίζω μία βασική υποχρέωση του λειτουργήματος γιατρών και νοσηλευτριών είναι να στηρίζουν και ψυχολογικά (τουλάχιστον να τους συμπεριφέρονται με όμορφο τρόπο) τους ασθενείς και δη τους ετοιμοθάνατους. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ούτε κατά διάνοια στην περίπτωση του Μανώλη Ακουμιανάκη, όπου γιατροί (πλην ενός) μιλούσαν στον άνθρωπο με περισσή αγένεια και σκληρότητα, π.χ. στην προτελευταία εισαγωγή του μια καρδιολόγος του είπε να μην ξαναέρθει στο νοσοκομείο στην περίπτωση που πάθει εκ νέου κάτι, δηλαδή κάτσε στο σπίτι σου να πεθάνεις, λες και το νοσοκομείο αποτελεί δικό της τσιφλίκι! Κι όταν τελικά ο σύζυγός μου μπήκε για τελευταία φορά (με δική μου απόφαση, διότι ο ίδιος δεν ήθελε πια), αντιμετώπισε πλέον, μαζί με εμάς την οικογένειά του, ξεκάθαρα την αγένεια και την αδιαφορία γιατρών και νοσηλευτριών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων! Όχι μία, αλλά πολλές φορές διάφορες κακότροπες νοσηλεύτριες διαπληκτίστηκαν μαζί μας με ύφος απίστευτα κακότροπο και στυλ που δε συνάδει ούτε με τη θέση τους, ούτε με την κατάσταση που επικρατούσε εκεί μέσα, χωρίς να τους έχουμε κάνει κάτι κακό ή λάθος και μη σεβόμενες κατά κανένα τρόπο την ψυχολογική μας κατάσταση. Αν οι κυρίες αυτές, νοσηλεύτριες στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου Ρεθύμνου, έχουν κουραστεί ή δεν μπορούν πλέον για κάποιους λόγους ή όλων των δυσκολιών που επικρατούν, να επιτελούν σωστά το λειτούργημά τους, μπορούν να δηλώσουν ωραιότατα και τιμιότατα την παραίτησή τους και να πάνε να φροντίσουν τα σπίτια τους, αφού τους ασθενείς στην κλινική τους δε μπορούν να τους φροντίσουν όπως πρέπει και ταιριάζει! Δυστυχώς και λυπάμαι πάρα πολύ!
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας νύχτας της ζωής του ο σύζυγός μου καλούσε με αγωνία έναν γιατρό, ίσως για να καταπραΰνει την τρομερή αγωνία, τον πόνο και τη δύσπνοια που αντιμετώπιζε και δεν εμφανίστηκε ποτέ κανείς!
Σ’ έναν κόσμο που όσο περνάει ο καιρός γίνεται όλο και χειρότερος το μόνο που ίσως μπορεί να μας κάνει να θυμόμαστε ότι είμαστε ακόμη άνθρωποι είναι αυτό το κάτι λίγο στον συνάνθρωπο, η συμπαράσταση, η κατανόηση στον πόνο του, μια καλή κουβέντα κι ας μην την εννοούμε, ένα απλό άγγιγμα στον ώμο…Δε στοιχίζουν τίποτα.
Θερμά ευχαριστήρια στον εξαίρετο γιατρό Κατσιαβό και στην νοσηλεύτρια Άννα της βραδινής βάρδιας για τη συμπαράστασή τους στις δύσκολές μας στιγμές.
Γεωργία Ακουμιανάκη