Του ΚΩΣΤΗ ΜΕΡΓΕΜΟΓΛΟΥ
Δεν ήταν μόνο που την άνοιξη εκείνη
χρώμα δεν είχανε οι κάμποι κι οι πλαγιές
Δεν ήταν μόνο που μας χόρτασα οι θρήνοι
τ’ άφθονο στάρι κι τρισάγιες ευχές.
Δεν ήταν μόνο που στου Μάη τα μελτέμια
δεν κοινωνήσαμε αλμύρα, μα φωτιά
Κι αντί τα μάτια σου να βλέπω τα μελένια
Ψηλά κοιτούσαμε τ’ ατσάλινα πουλιά.
Δεν ήταν μόνο η αβάσταχτη ορφάνια
και η ελπίδα που τρεμόπαιζε ωχρή
Ήταν το χρώμα που στολίστηκε η μάνα
για μια αλλιώτικη βαριά Πεντηκοστή.
Δεν ήταν μόνο το δρεπάνι και η κόσα
των θεριστάδων τα πιο φρόνιμα παιδιά
που πια δεν χτένιζαν τριφύλλι στα μετόχια
Άξαφνα αγρίεψαν σε χέρια παιδικά.
Δεν είδα μόνο το χαμόγελο να σβήνει
την αθωότητα να τρέχει να κρυφτεί
γιατί του χρέους η ανάγκη κι ευθύνη
δεν με αφήσανε να είμαι πια παιδί.