Ο Αντόνιο Μπαλντάτσι ήταν Ιταλός βοτανολόγος και γεωγράφος. Μελέτησε τις χώρες της Βαλκανικής
Χερσονήσου, κυρίως το Μαυροβούνιο, την Αλβανία, τη βορειοδυτική Ελλάδα και την Κρήτη.
Το καλοκαίρι του 1893, εξερεύνησε την Κρήτη για πρώτη φορά, συνοδευόμενος από τον καθηγητή Simonelli και τον Δρ. Cecconi, πραγματοποιώντας εκδρομές στις δυτικές και κεντρικές περιοχές του νησιού και φτάνοντας στο όρος Ίδη.
Το βιβλίο του, με τίτλο Βοτανικά Αποτελέσματα του Ταξιδιού στην Κρήτη το 1893, αφιερώνει στον Γάλλο γεωλόγο, ομότιμο Καθηγητή της Σχολής Θετικών Επιστημών του Μπορντό Vittorio Raulin, του οποίου το έργο εκθειάζει ως «αριστουργηματικό για την Κρήτη, καρπό συνεχούς και ευσυνείδητης έρευνας στο πιό εύφορο και λαμπρό μαργαριτάρι της Μεσογείου».

Οι βοτανολογικές σημειώσεις του Μπαλτάτσι που δημοσιεύονται εδώ προέρχονται από το πρώτο του αυτό ταξίδι, διάρκειας τριών μηνών, «στην πατρίδα του Μίνωα από τις ακτές μέχρι τις ψηλότερες, επιβλητικές κορυφές των Σφακίων και του Ψηλορείτη, κορυφές γυμνές, λευκές και εγκαταλελειμμένες, αλλά σκηνικό αγώνων, πίστης και των πιο γενναιόδωρων ανθρώπινων συναισθημάτων».
Γράφει στον πρόλογό του ο Μπαλτάτσι:
«Στόχος μου στην Κρήτη ήταν να μελετήσω, ειδικότερα, την ήδη γνωστή χλωρίδα του νησιού και να
αντλήσω εκείνες τις γεωγραφικές και συναφείς παραμέτρους που θα μπορούσαν να ρίξουν περισσότερο φως στη διασπορά των φυτών στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η νησιωτική χλωρίδα έχει μεγάλη σημασία σε σύγκριση με άλλες ηπειρωτικές χλωρίδες, τόσο σε σχέση με αυτήν της Πελοποννήσου όσο και περαιτέρω με την Ελλάδα, την Ήπειρο, την Αλβανία και τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και τη Συρία. Είναι επίσης ενδιαφέρουσα σε σχέση με την ιταλική χλωρίδα, ιδιαίτερα τη σικελο-μαλτέζικη.

Στην Κρήτη, είχα δύο εξαιρετικούς συνταξιδιώτες, τον Δρ. Vittorio Simonelli, έναν ταλαντούχο παλαιοντολόγο και βοηθό του καθηγητή Capellini, που επέβλεψε τη μελέτη των γεωλογικών και παλαιοντολογικών δεδομένων και τον Δρ. Giacomo Cecconi, ένα διακεκριμένο βοηθό στο Δασικό Ινστιτούτο της Vallombrosa, που χειρίστηκε τις εντομολογικές συλλογές και παρατηρήσεις.
Το ταξίδι δεν ήταν χωρίς έξοδα και κόπο, και η υλική υποστήριξη των Υπουργείων Παιδείας, Γεωργίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου βοήθησε στην άμβλυνση των οικονομικών δυσκολιών που ήταν ήδη υπερβολικές.
Γενικά, οι δυσκολίες, μετριάστηκαν γενναιόδωρα από την εγκαρδιότητα του διακεκριμένου Προξένου μας, Zanotti Bianco, ο οποίος μας παρείχε κάθε είδους βοήθεια, και από την καλοσύνη της Αυτού Εξοχότητας Μαχμούντ Πασά, τότε Κυβερνήτη του Κρητικού «βιλαετιού», από τον κ. Matteo Mancuso, έναν Σικελό ενθουσιώδη για την πατρίδα του, από τον μηχανικό Kελαϊδή, και από πολλούς άλλους».
Το ταξίδι
H αναχώρηση έγινε από τη Μπολόνια το πρωί της 7ης Ιουνίου. Περνώντας από το Μπρίντιζι στην Κέρκυρα, κι από εκεί στον Πειραιά, έφτασε στα Χανιά, τότε πρωτεύουσα του βιλαετίου της Κρήτης, την αυγή της 16ης του ίδιου μήνα.
Χρησιμοποίησε τον υδρογραφικό και ορογραφικό χάρτη του Spratt και τον γεωλογικό του Raulin, που κάλυψαν απόλυτα τις ανάγκες των μετακινήσεών του στην Κρήτη.
Στην πρώτη του εκδρομή στα Ρεθεμνιώτικα, στις 30 Ιουλίου, μετέβηκε στο Ρουσσοσπίτι, στα Καπεδιανά, στις πλαγιές του όρους Βρύσινα, κι από εκεί στους Αρμένους. Την επομένη πήγε στον Κάστελο, στη Γωνιά, στα Ρούστικα, τον Άγιο Κωνσταντίνο, και από εκεί. μέσω Γωνιάς, Ατσιπόπουλου, Πρινέ, επέστρεψε στο Ρέθυμνο.
«Από το Ρέθυμνο μέχρι το Ρουσσοσπίτι», σημειώνει ο Μπαλτάτσι, «η κάπαρη (Capparis sicula) φύεται κατά μήκος των δρόμων. Το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης χλωρίδας είναι ίδιο με αυτό στο Ακρωτήρι, την Κίσαμο, την Αγία Μαρίνα, τη Μαλάξα, και αλλού. Από το Ρουσσοσπίτι μέχρι τα Καπεδιανά, φύονται πυκνοί θάμνοι από Anthyllis hermanniae (ανθυλλίδα, αλογοθύμαρο) και Calycotome lanigera (ασπάλαθος). Αλλά σε ορισμένα τμήματα από τα οποία διέρχεται ο δρόμος, τα άνυδρα και ακαλλιέργητα μέρη δίνουν τη θέση τους σε περιοχές υπέροχα καλλιεργημένες με οπωρώνες και λαχανικά κάθε είδους.

Κοντά στο χωριό, μια βρύση με άφθονο σιδηρούχο νερό ποτίζει τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Γύρω της υπάρχουν θάμνοι από αρσενική φτέρη, θηλυκή φτέρη, φτέρη παρθενότριχη και βασιλικό φασκόμηλο. Στο Χρωμοναστήρι , η δενδρώδης βλάστηση βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Επιστρέφοντας στα Καπεδιανά από τον ίδιο δρόμο, προς τις πλαγιές του όρους Βρύσινα, υπάρχουν καλλιέργειες από αμπέλια και δημητριακά, μετά τα οποία ο άγονος και άθλιος ασβεστόλιθος παίρνει την κυριαρχία, μέχρι που επανεμφανίζονται μοναδικά ανεπτυγμένοι ελαιώνες καθώς ο δρόμος φτάνει στη νότια πλαγιά προς τους Αρμένους. Η φιστικιά και η δάφνη, ακόμη και στα 700 μέτρα, είναι τα δύο κυρίαρχα είδη. Η περιοχή γύρω από τους Αρμένους διαθέτει εκτεταμένα δάση Βελανιδιάς, που εναλλάσσονται με τους συνηθισμένους αμπελώνες και ελαιώνες σε πλήρη ανάπτυξη.
Προς τη Γωνιά, η βελανιδιά εξαφανίζεται και κυριαρχούν οι χαρουπιές και οι ελιές. Μετά τη Γωνιά, ο δρόμος ακολουθεί το ρέμα στο Αγιασμάτσι όπου οι όχθες μοιάζουν με αυτές των ρεμάτων της Κισάμου και άλλων περιοχών. Εδώ, η δάφνη, η αγριοσυκιά και ο σμίλακας ενώνονται με πικροδάφνες, στύρακες κ.λπ., σχηματίζοντας αδιαπέραστες συστάδες. Περνώντας τον ποταμό Πετρέα ή Νερατζεπόταμο, μετά από περίπου δύο ώρες, διασχίζοντας πάντα κορυφογραμμές καλυμμένες με δέντρα που καλύπτουν τον γυμνό ασβεστόλιθο, ο δρόμος οδηγεί στο χωριό και το μοναστήρι Ρούστικα, σε όμορφη τοποθεσία αλλά χωρίς ενδιαφέρον για τους βοτανολόγους.

Κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά προς τη Γωνιά, συναντάμε για άλλη μια φορά τον Νερατζοπόταμο, του οποίου οι όχθες είναι στολισμένες με μαγευτική βλάστηση. Άγρια αμπέλια σκαρφαλώνουν στα πλατάνια, τις λεύκες και τις γιγάντιες συκιές. Κάτω από αυτά τα δέντρα, πικροδάφνες, στύρακες (styrax officinalis), μυρτιές και αμπέλια φύονται σε ύψος τουλάχιστον τριών μέτρων. Η επιφάνεια των καθαρών νερών καλύπτεται κοντά στις όχθες από ποταμογείτονα (potamogeton, μονοκοτυλήδονα υδρόβια φυτά) και δορύκνιο (λουλούδι).
Από Γωνιά προς Ρέθυμνο, περνώντας από Ατσιπόπουλο, παρατηρώ πρώτα χαρουπιές, στη συνέχεια βελανιδιές και τέλος τον γυμνό, απανθρακωμένο ασβεστόλιθο που παραμένει μέχρι τις πύλες της πόλης.
3, 4, 5 Αυγούστου. Εκδρομή στην περιοχή του Μυλοποτάμου.
Από το Ρέθυμνο κατά μήκος της παραλίας προς τα Περιβόλια, έφτασε στα μετόχια Κάμπου (Αγγελιανομέτοχα) διασχίζοντας το ρέμα Ιάσματα (Αγιασμάτσι;) ή και το οροπέδιο από πάνω, έπειτα Πέραμα και Μελιδόνι. Την επόμενη μέρα ταξίδι στο ιστορικό σπήλαιο Μελιδονίου και επίσκεψη σε όλα τα περίχωρα της περιοχής. Την μεθεπόμενη, επιστροφή στο Ρέθυμνο από την ίδια διαδρομή με το ταξίδι της επιστροφής, εκτός από το τμήμα Μελιδονίου-Περάματος.
Η περιοχή του Μυλοποτάμου ήταν δυστυχώς η πιο καμένη, αναφέρει ο Μπαλτάτσι, λόγω της θέσης της κοντά στη θάλασσα, από τους ξηρούς δυτικούς και ανατολικούς ανέμους, την ασβεστολιθική δομή του εδάφους και την όψιμη εποχή κατά την οποία ο ίδιος ταξίδεψε από δυτικά προς ανατολικά.
Στα Περιβόλια το χωριό πριν το Ρέθυμνο, συνάντησε κήπους πλούσιους σε λαχανικά και φρούτα, και έπειτα αμμώδεις εκτάσεις προς τη θάλασσα όπου καλλιεργείται σουσάμι, καπνός και βαμβάκι.
Η τοποθεσία Σταυρωμένος είναι κάπως «βαλτώδης» λόγω των υπερχειλίσεων του ποταμού. «Δεν υπάρχει ίχνος σπάνιων ειδών εδώ, μόνο το Scirpus mucronatus (βούρλα) που μολύνει την περιοχή, μαζί με σπάνιους θάμνους Convolvulus Dorycnium.

Ο δρόμος, από την κοιλάδα Hiasmata (Αγιασμάτσι;), κάνει ζιγκ-ζαγκ μέχρι το οροπέδιο σε υψόμετρο περίπου 200 μέτρων. Εδώ, η Pistacia lentiscus (σχίνος), η Calycotome lanigera (ασπάλαθος) μερικές μυρτιές, η άπαχη χαρουπιά, η αγριοαχλαδιά και η αγριοτριανταφυλλιά αντιπροσωπεύουν την ποώδη βλάστηση, με το Kenthrophyllum lanatum (ακανθώδες χνουδωτό φυτό) να είναι το μόνο αναγνωρίσιμο ποώδες είδος.
Στα Μετόχια Κάμπου, υπέροχοι ελαιώνες και χαρουπιές εκτείνονται σε μήκος δύο χιλιομέτρων. Η χαρουπιά είναι κοινή και αντιπροσωπεύει τον καλύτερο καλοκαιρινό πόρο για ολόκληρη την περιοχή. Τα άλση και οι ελαιώνες κοντά στην κοίτη του ποταμού Μυλοπόταμου βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Η ερείκη είναι πολύ συνηθισμένη, όπου η γη δεν έχει καθαριστεί για αμπελώνες. Από το Πέραμα μέχρι το Μελιδόνι η γη είναι τόσο πετρώδης, ξερή και καμένη που δεν αποδίδει ούτε ένα φυτό, ούτε καν κοινό. Ύστερα από επίσκεψη στο ένδοξο σπήλαιο, ιερό για την ελληνική ανδρεία», μελέτησε ολόκληρη την περιοχή και στη συνέχεια επέστρεψε στο Ρέθυμνο, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό την αντίστροφη διαδρομή.
Η εκδρομή στον Ψηλορείτη
Στις 9 Αυγούστου ξεκίνησε για την κορυφή του Ψηλορείτη. Από Ρέθυμνο προς Περιβόλια, κι από εκεί για Άγιο Δημήτριο, Μέση, Πάνω Καβούσι, μέχρι Μονή Ασωμάτων, όπου διανυκτέρευσε. Την άλλη μέρα, πορεία προς Βυζάρι και έπειτα στους χαμηλότερους βράχους της Ίδης, μεταξύ Βυζάρι και Φουρφουρά, έφτασε στο μιτάτο και επισκέφτηκε τη γύρω περιοχή. Στις 11 του μήνα, ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του βουνού, έπειτα κατάβαση στον Φουρφουρά και το Βυζάρι. Την επόμενη μέρα επιστροφή στο Ρέθυμνο.

Ο Μπαλτάτσι περιγράφει την χλωρίδα της περιοχής ως εξής:
«Ανεβαίνουμε άγονες πλαγιές καλυμμένες με πυκνή μεσογειακή βλάστηση, με μερικούς θάμνους από σπαραγγιές (Asparagus aphyllum).
Στη συνέχεια, ο δρόμος διασχίζει το οροπέδιο που καταλήγει στο Καβούσι. Η χλωρίδα του οροπεδίου είναι εξίσου άγρια. Στο Καβούσι ξεκινά ένας νέος σταθμός, με βελανιδιές και ακμάζοντες θάμνους φυλλιρίας και κουμαριών (Arbutus unedo). Δύο λακκούβες με νερό προστατευμένες από πλατάνια και γύρω τους μερικά αγκαθωτά ποώδη είδη σβήνουν τη δίψα τους, το πιο ενδιαφέρον από τα οποία είναι το Carthamus leucocaulos (γαϊδουράγκαθο).
Ανάμεσα στο Πάνω Καβούσι και τη Μονή Ασωμάτων, η περιοχή αποκτά κάποιο ενδιαφέρον. Αυτό το τμήμα της περιοχής Αμαρίου είναι όμορφο, με πράσινους και σκούρους θάμνους από Φυλλιρέα (Φιλλύκι, Phillyrea angustifolia), Κουμαριές, Μυρτιές, Quercus Ilex (δρυς) και Coccifera (πουρνάρι), και Σμίλακα (σαρσαπαρίλλα) και διακόπτεται πάνω από τη Μονή Αρκαδίου από αξιοσημείωτες εκτάσεις από Erica verticillata (ερείκη) εξαιρετική για τα άνθη και την ανάπτυξή της.
Στη συνέχεια ξεκινά μια ήπια κατάβαση προς τα ανατολικά, κατά μήκος της οποίας στα δεξιά μας εμφανίζεται ένας όμορφος ακανόνιστος βράχος που φιλοξενεί Chamaepeuce Alpini (νάνος αγκάθι), Origanum Dictamnus (δίκταμο, έρωντας) και Thymus capitatus (θρούμπη), Putoria calabrica (ασπερούλα η αθερώδης). Πιο μπροστά, μια δροσερή πηγή και σε κοντινή απόσταση, Allium statiforme (αγριόσκορδο). Στη συνέχεια, μικρά δάση και ελαιώνες διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, σε υποστρώματα πλούσια σε ιαματικές πηγές, και εκεί, εναλλάξ χαρουπιές και πικροδάφνες, έπειτα πάλι ελαιώνες, πουρνάρια και βελανιδιές. Έπειτα αμπελώνες, μέχρι το μοναστήρι που είναι περιτριγυρισμένοι από ελιές με πολύ πυκνό φύλλωμα.

Ακολουθώντας το μονοπάτι προς το Βυζάρι, ελαιώνες και αμπελώνες. Από αυτό το χωριό ξεκινά η πραγματική εκδρομή προς το όρος Ίδη.
Στα 300 μέτρα πάνω από το Βυζάρι, η καλλιεργημένη ελιά εξακολουθεί να ευδοκιμεί. Εδώ, είναι αξιοσημείωτη η παρουσία του Crataegus (κράταιγος) που μεγαλώνει σε δέντρο, με πυκνή κόμη και σκληρά κλαδιά.
Επιστρέφουν εδώ το Sarcopoterium spinosum (αστοιβίδα) και άλλα φυτά από τις χαμηλότερες ζώνες, μαρτυρώντας ακόμα την κυριαρχία της Μεσογείου. Αυτή, όπως στον Ομαλό και πάνω από τη Μαδάρα, σύντομα αντικαθίσταται από ορεινή και δενδρώδη βλάστηση: Quercus calliprinos (πρίνος), Acer creticum (κρητικό σφεντάμι) και Pinus brutia (τραχεία πεύκη). Ο δρόμος οδηγεί σε απόκρημνους βράχους. Παρατηρούμε τα Ephedra campylopoda (εφέδρα), Staehelina arborescens (σταιχελίνα), Chamaepeuce alpini (φιλόστεμο), Phyteuma jacquinii (καμπανούλα) και τα πρώτα δείγματα Berberis cretica (λουτσιά, βερβερίς η κρητική). Η πραγματική θαμνώδης χλωρίδα φτάνει στο μέγιστο ύψος της μέχρι το μιτάτο περίπου στα 1700 μ., αλλά παράγει μόνο πολύ λίγα φανερόγαμα, τουλάχιστον αυτή την εποχή. Στις σχισμές των βράχων, τα Satureja spinosa (θρούμπη) και Origanum dictamnus (δίκταμο) είναι κοινά, ακολουθούμενα από το Thesium bergerii (θέσιο του Μπέργκερ) κοντά στο μιτάτο.
Η περιοχή από το μιτάτο προσφέρει μια αξιοσημείωτη ποικιλία Thymus capitatus (άγριο θυμάρι), Verbascum macrurum (βερμπάσκο), Rhamnus prunifolia (παλιούρι), Cirsium morinaefolium (είδος γαϊδουράγκαθου), Tulipa cretica (κρητική τουλίπα), Centaurea idaea (σφακιά) αλλά πάνω απ΄ όλα Astragalus creticus (αστράγαλος ο κρητικός) και Acantholimon creticum (ακανθολιμών ο κρητικός), Euphorbia acanthoclada (εφορβία ακανθοκλάδα), το Cerasus prostrata (χαμοκερασιά) και ίσως, στην καλή εποχή, μια σειρά από άλλα είδη τυπικά αυτής της περιοχής, τα οποία, συνολικά, μπορούν να συγκριθούν με αυτά που περιβάλλουν το Oμαλό στο δρόμο προς το Ελινοσέλι.

Η ανάβαση του όρους Ίδη από το Βυζάρι και το Φουρφουρά είναι κουραστική, αλλά όχι δύσκολη και μπορεί να ολοκληρωθεί σε τρεις ώρες. Η χλωρίδα του Αυγούστου αποτελούνταν από τα είδη που αναφέρθηκαν παραπάνω, στα οποία προστέθηκαν μερικά άλλα είδη όπως Crepis sibthorpiana, Buffonia brachyphylla και Cicer ervoides. Το τελευταίο βρέθηκε περίπου στα 1900-2000 μ. ανάμεσα στα βράχια όπου ευδοκιμεί επίσης σε αφθονία η Silene variegata.
Πάνω από τα 2000 μ., οι πρώτες κηλίδες χιονιού που εκτέθηκαν στον ήλιο δεν είχαν βλάστηση γύρω τους. Πάνω από αυτά, συνέλεξα τα πρώτα δείγματα του Alyssum idaeum (άλυσσος της Ίδης). Στην υψηλότερη κορυφή είδα δύο ή τρία άλλα είδη Ακανθολίμονο, τα οποία ενώθηκαν, κοντά στη μικρή εκκλησία που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του βουνού, με πολλά δείγματα μιας ποικιλίας Alsine verna (μολυβδόρνι).
Με την εξέταση του Ψηλορείτη, το ταξίδι μου στην Κρήτη τελείωσε. Αφιέρωσα σ’ αυτό τις μικρές μου δυνάμεις, ώστε να συμβάλω στην περαιτέρω γνώση της μοναδικής χλωρίδας του νησιού, που θα μου μείνει αξέχαστη. Το έργο μου βέβαια διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προηγούμενη έρευνα, των Gieber, Heldreich και Raulin. Ο Δρ. G. Cecconi, με τον οποίο έκανα την εκδρομή στο όρος Ίδη, έφυγε από την Κρήτη δύο εβδομάδες πριν από εμένα. Ο Δρ. V. Simonelli, από την άλλη πλευρά, συνέχισε το ταξίδι του αναζητώντας νέα θέματα για άλλες περιοχές, που εγώ δεν μπόρεσα να επισκεφτώ.









