Ένα τουριστικό μοντέλο που προσφέρεται για 40-50 ημέρες το χρόνο – Παρά την έλλειψη διαθέσιμων αλιευτικών αποθεμάτων οι επισκέπτες θέλουν να έρθουν σε επαφή με την αλιεία
Παράλληλο εισόδημα για τους επαγγελματίες αλιείς και μία ευκαιρία να προβάλλουν τις παραδοσιακές πτυχές ενός επαγγέλματος το οποίο δεινοπαθεί τα τελευταία χρόνια
Μία ιδιαίτερη κατηγορία εναλλακτικής τουριστικής εμπειρίας είναι ο αλιευτικός τουρισμός στο Ρέθυμνο, ο οποίος παρότι δεν έχει λάβει ακόμα μία συντονισμένη κατεύθυνση που θα εξυπηρετήσει την περαιτέρω ανάπτυξή του, ανάλογη με άλλες νησιωτικές περιοχές της χώρας, προσελκύει το ενδιαφέρον εκατοντάδων τουριστών κάθε καλοκαίρι, ιδιαίτερα τους μήνες υψηλής τουριστικής κίνησης στην περιοχή. Οι επαγγελματίες αλιείς που δραστηριοποιούνται στο Ρέθυμνο και οι οποίοι στρέφονται στον αλιευτικό τουρισμό, ως μία διέξοδο εξασφάλισης ενός παράλληλου εισοδήματος, μεταφέρουν ακόμα και σε καθημερινή βάση, στα ανοιχτά της θάλασσας, μικρά γκρουπ τουριστών από χώρες του εξωτερικού, κυρίως οικογένειες, στις οποίες μαθαίνουν τα «μυστικά» του επαγγέλματος και τους προσφέρουν μία ενδιαφέρουσα εμπειρία στα τοπικά θαλάσσια νερά. Παρότι ο αλιευτικός τουρισμός βρίσκεται για τη φετινή περίοδο σε μία αναγνωριστική φάση ακόμα, έχουν ήδη ξεκινήσει και πραγματοποιηθεί δεκάδες διαδρομές τουριστών στη θάλασσα, με επισκέπτες δηλαδή που προέρχονται από τις παραδοσιακές τουριστικές αγορές της πόλης, κυρίως από την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη, ενώ δεν λείπουν και οι επαγγελματίες ψαράδες, που ψάχνουν μία πιο εξειδικευμένη αλιευτική εμπειρία.
Σε μια εποχή λοιπόν, που ο τουρισμός αναζητά νέες μορφές βιωματικής εμπειρίας και αυθεντικής επαφής με τον τόπο, ο αλιευτικός τουρισμός εμφανίζεται στο Ρέθυμνο ως μία καινοτόμα πρόταση. «Βρισκόμαστε σε μία αναγνωριστική περίοδο, ο τουρισμός μέχρι στιγμής κινείται σε ρηχά νερά, αλλά Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο υπάρχει έντονο ενδιαφέρον», ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Βαγγέλης Κασωτάκης, Αντιπρόεδρος των Επαγγελματιών Αλιέων Ρεθύμνου, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική του εγχειρήματος. «Πηγαίνουμε παντού, αλλά δεν κινούμαστε σε ύδατα που ξεπερνούν το ένα μίλι από τη στεριά. Κάποιοι επισκέπτες γνωρίζουν κάποια πράγματα, άλλοι κάνουν συχνά ερωτήσεις. Φέτος για την ακρίβεια έχουμε κάνει ήδη 20 ταξίδια. Έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον, υπάρχει κόσμος, αλλά μέχρι στιγμής η σεζόν δεν πάει όπως την περιμέναμε», ανέφερε με τη σειρά του μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Μανώλης Πετράκης, επαγγελματίας ψαράς που ασχολείται με τον αλιευτικό τουρισμό τα τελευταία έξι με επτά χρόνια. Ουσιαστικά, σε αυτές τις διαδρομές, οι οποίες δεν διαρκούν περισσότερο από τρείς με τέσσερις ώρες, μικρές ομάδες επισκεπτών, αλλά και μεμονωμένοι λάτρεις της θάλασσας επιβιβάζονται σε μικρά, παραδοσιακά, αλιευτικά σκάφη αναζητώντας μια εμπειρία που συνδυάζει την επαφή με το ψάρεμα και την τοπική κουλτούρα. «Τους μαθαίνουμε να ψαρεύουν, τους εξηγούμε μερικά βασικά πράγματα για τη φύση του επαγγέλματος. Μερικές φορές, τα ψάρια που πιάνουν τα παίρνουν μαζί τους για να τα φάνε. Μπορούμε να τους πάμε και βαθιά και στο γιαλό, ανάλογα με το τι θα επιλέξουν», ανέφερε ο κ. Κασωτάκης και στη συνέχεια συμπλήρωσε ότι για το περσινό καλοκαίρι πραγματοποίησε πάνω από 30 διαδρομές επισκεπτών. «Το πάθος του κυνηγιού του ψαριού είναι πολύ δυνατό και δεν περιγράφεται εύκολα για ανθρώπους που δεν το έχουν βιώσει. Βλέπουμε πολύ παθιασμένους ανθρώπους και στον αλιευτικό τουρισμό έρχονται άνθρωποι να το ζήσουν, οι οποίοι παρότι έχουν πολλές διαθέσιμες επιλογές πολυτελείας, κολλούν στο πάθος του με το ψάρεμα», συμπλήρωσε ο κ. Κασωτάκης.
Μία επαφή και με την τοπική κουλτούρα και τον πολιτισμό της της περιοχής είναι ο αλιευτικός τουρισμός, ο οποίος δεν απευθύνεται μόνο σε τουρίστες με συγκεκριμένο προφίλ, ούτε περιορίζεται σε συγκεκριμένες οικονομικές κατηγορίες επισκεπτών, όπως ξεκαθάρισε ο κ. Κασωτάκης. «Δεν υπάρχουν διακρίσεις στους επισκέπτες, βλέπουμε κόσμο με κάθε πορτοφόλι και οικονομικές δυνατότητες. Κάποιοι είναι εντελώς αρχάριοι, άλλοι παθιασμένοι ψαράδες. Το πάθος του κυνηγιού του ψαριού είναι πολύ δυνατό και δεν περιγράφεται εύκολα για ανθρώπους που δεν το έχουν βιώσει». Αντίστοιχες επισημάνσεις και από τον κ. Πετράκη, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η εμπειρία είναι πολύτιμη τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους ίδιους τους αλιείς: «Το 90% των πελατών μας είναι ξένοι τουρίστες. Κάνουμε ένα family fish & trip, όπου οι τουρίστες μαθαίνουν να δολώνουν, να ρίχνουν καθετή ή να χρησιμοποιούν τη συρτή. Μαθαίνουν τη διαδικασία, όχι απλώς παρακολουθούν». Η δραστηριότητα δεν είναι απλώς μία «τουριστική βόλτα», αλλά μια ευκαιρία για να γνωρίσει κάποιος τις πραγματικές συνθήκες του ψαρέματος και να νιώσει τη χαρά της αλιευτικής επιτυχίας. Στις περισσότερες διαδρομές, που διαρκούν περίπου τρεις με τέσσερις ώρες, οι επιβάτες συμμετέχουν ενεργά. «Στο τελευταίο ταξίδι είχα μία οικογένεια με τρια παιδιά και όταν είδαν ότι περνούν καλά, γύρισαν στο μικρό γιο και τον ευχαρίστησαν που πρότεινε να ζήσουν αυτήν την εμπειρία», σημείωσε ο κ. Πετράκης.
Αρκετά είναι τα εμπόδια ωστόσο που αντιμετωπίζει η αλιεία στο Ρέθυμνο, προβλήματα τα οποία φθείρουν τον αλιευτικό τουρισμό, ή τουλάχιστον περιορίζουν την εξέλιξή του. Κοινές ήταν οι παρατηρήσεις και των δύο επαγγελματιών του κλάδου, οι οποίοι αναγνώρισαν πως τα βασικά προβλήματα είναι η έλλειψη ιχθυαποθεμάτων και η αδυναμία προβολής αυτής της μορφής τουρισμού. «Αν η θάλασσα προστατευόταν επαρκώς και υπήρχαν ψάρια, θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Κανονικά ο τόπος μας παράγει και μεγάλα και μικρά ψάρια, απλά τα έχουμε διαλύσει όλα. Μερικές φορές δεν βγάζουν ψάρια και απογοητεύονται και οι τουρίστες. Είναι ένας τρόπος παράλληλου εισοδήματος, γιατί δεν έχεις τόσα έξοδα, όσο όταν ασχολείσαι καθημερινά με την αλιεία. Είμαστε σε μία διαρκή προσπάθεια συντήρησης του εξοπλισμού μας, προκειμένου να μην αγχωθούν οι επισκέπτες», υπογράμμισε ο κ. Κασωτάκης. Επιπλέον, οι φυσικοί περιορισμοί του Ρεθύμνου, όπως η απουσία κοντινών νησιών ή προστατευμένων θαλάσσιων περιοχών δυσκολεύουν την επέκταση του εγχειρήματος. «Ο αλιευτικός τουρισμός στο Ρέθυμνο, με βάση το μέγεθος των σκαφών, δεν μπορεί να δουλέψει πάνω από 2,5 μποφόρ. Όταν έχει 3 μποφόρ βλέπουμε έντονη δυσφορία από τους πελάτες. Άρα πάμε στα 2 μποφόρ, τα οποία το Ρέθυμνο έχει μόνο 40-50 μέρες το χρόνο», επεσήμανε ο κ. Πετράκης. Ταυτόχρονα, οι οικονομικοί περιορισμοί των ίδιων των αλιέων χρήζουν εξίσου μεγάλης σοβαρότητας, καθότι μιλάμε για ένα μοντέλο τουρισμού, στο οποίο πρέπει να μπαίνει σε προτεραιότητα η ασφάλεια του επισκέπτη. «Ο μέσος Ρεθεμνιώτης ψαράς δεν μπορεί να κάνει ούτε τις απαραίτητες αλλαγές στο σκάφος του, ούτε να φτιάξει τα καΐκια του, πόσο μάλλον να πληρώσει για διαφημίσεις», τόνισε ο κ. Κασωτάκης, προσθέτοντας ότι «αν υπήρχε η ανάλογη επιδότηση, θα μπορούσε ο ψαράς να απευθυνθεί σε πλατφόρμες και τουριστικά γραφεία για να ενισχύσει την απόδοσή του».
Παρ’ όλα αυτά, η δραστηριότητα προσφέρει μία σημαντική οικονομική ανάσα. «Όταν πηγαίνω να ψαρέψω μόνο στα παραγάδια, χρειάζομαι 200 ευρώ και δεν ξέρω αν θα βγάλω τίποτα. Τώρα φεύγω με λιγότερα έξοδα», ανέφερε ο κ. Κασωτάκης, ενώ ο κ. Πετράκης σημείωσε πως ο αλιευτικός τουρισμός «δημιουργήθηκε για να ηρεμήσει η θάλασσα από την υπεραλίευση και να συμβάλλει στο εισόδημα του ψαρά». Η συμβολή στον τοπικό εναλλακτικό τουρισμό είναι, πράγματι, σημαντική, όμως η επιβίωση και η ανάπτυξη του θεσμού εξαρτώνται και από την τοπική και θεσμική υποστήριξη. «Είναι ένας εναλλακτικός τρόπος τουρισμού, αλλά αν δεν υπάρξει βοήθεια από τις αρχές και την τοπική κοινωνία δεν θα ευδοκιμήσει στο βαθμό που θέλουμε. Αν δεν τον βοηθήσουμε, θα ανθίσει και μετά θα μαραθεί», εξήγησε ο κ. Πετράκης. Επιπλέον, ο αλιευτικός τουρισμός υπόκειται σε συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο και μόνο οι επαγγελματίες αλιείς έχουν το δικαίωμα να δραστηριοποιούνται σε αυτόν, ενώ απαιτείται ειδική άδεια και εμπειρία στη θάλασσα. Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως φίλτρο ποιότητας και εμπιστοσύνης για τους επισκέπτες, αφού διασφαλίζεται ότι η εμπειρία που προσφέρεται έχει αυθεντικότητα και ασφάλεια. «Μόνο οι επαγγελματίες αλιείς έχουν το δικαίωμα να ασχοληθούν με τον αλιευτικό τουρισμό. Απαιτεί προϋπηρεσία ως επαγγελματίας αλιείας, ειδικό δίπλωμα πηδαλιούχου και μερικά άλλα πράγματα τα οποία για να έχεις σημαίνει ότι έχεις εμπειρία από τη θάλασσα», ανέφερε ο κ. Πετράκης.