Η αξιολόγηση της Δημόσιας Διοίκησης αποτελεί βασικό εργαλείο για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, της διαφάνειας και της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Παρότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ενσωματώσει μοντέρνα συστήματα αξιολόγησης, η εφαρμογή και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται ποικίλλουν σημαντικά. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες βασικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται ευρέως στην αξιολόγηση του Δημόσιου τομέα.
Η αξιολόγηση βάσει απόδοσης (Performance-Based Assessment) περιλαμβάνει την απόδοση των δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με προκαθορισμένους στόχους ή κριτήρια, ενώ συχνά συνδέεται με αμοιβές, προαγωγές ή επιμόρφωση. Το μοντέλο του ισορροπημένου πίνακα αποτελεσμάτων (Balanced Scorecard) αξιολογεί την απόδοση μέσα από διαφορετικές οπτικές: οικονομική, εσωτερικές διαδικασίες, μάθηση και ανάπτυξη. Η αξιολόγηση βάσει ικανοτήτων (Competency-Based Assessment) εστιάζει στις δεξιότητες των υπαλλήλων στοχεύοντας στην ανάπτυξη των επαγγελματικών ικανοτήτων. Η ψηφιακή αξιολόγηση (Digital Assessment) μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, δηλαδή η παρακολούθηση της απόδοσης με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες συνδέουν την αξιολόγηση με επιβράβευση, κατάρτιση ή προαγωγή. Στην Ελλάδα η υποτυπώδης αξιολόγηση που υπάρχει λειτουργεί κυρίως ως διοικητική υποχρέωση, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Ο βαθμός αξιολόγησης μεταξύ των υπαλλήλων δεν επιφέρει καμία ουσιαστική διαφορά στην επαγγελματική ή μισθολογική τους πορεία. Η εφαρμογή δε των όποιων συστημάτων αξιολόγησης χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην υλοποίηση, αντιστάσεις από το προσωπικό και συχνές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο.
Τα παραπάνω μοντέλα δεν εφαρμόζονται με κάποιο λεπτομερές εγχειρίδιο οδηγιών αλλά προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας. Όταν λέμε «ιδιαίτερες συνθήκες» κάθε χώρας όμως, δεν εννοούμε την άρνηση στην αξιολόγηση ή κάτι απίθανους συνδικαλιστές που βλέπουμε καμιά φορά στην τηλεόραση να συμπεριφέρονται λες και η δημόσια υπηρεσία στην οποία εργάζονται είναι το μαγαζί τους. Οι διαχρονικές παθογένειες που βαφτίζονται «ελληνικές ιδιαιτερότητες» δεν αποτελούν μέρος της αναζήτησης του βέλτιστου τρόπου αξιολόγησης. Είναι απλά παθογένειες που εν μέρει υπάρχουν ακριβώς λόγω της απουσίας αξιολόγησης.
Επειδή αρκετοί νόμοι που αφορούν την αξιολόγηση στην Ελλάδα έχουν περάσει αφήνοντας κυριολεκτικά μηδενικό αποτύπωμα, η καλύτερη πρακτική για την ελληνική περίπτωση είναι η εστίαση στα ψηφιακά εργαλεία αξιολόγησης. Η χρήση της τεχνολογίας, με εργαλεία όπως τα Key Performance Indicators (KPIs) και τα Dashboards, στην αξιολόγηση του Δημοσίου εξασφαλίζει διαφάνεια και λογοδοσία ενώ δίνει τη δυνατότητα για την ποσοτική παρακολούθηση της πραγματικής απόδοσης βάσει στόχων και την άμεση πληροφόρηση των πολιτών και της διοίκησης. Παράλληλα, συμβάλει στην διαρκή βελτίωση καθώς η όλη διαδικασία στηρίζεται σε αναλύσεις τεκμηριωμένων δεδομένων και όχι σε υποκειμενικά αποτελέσματα αξιολογητών ή πελατειακών και συντεχνιακών σχέσεων.
Πόσες αιτήσεις έχει διεκπεραιώσει η τάδε υπηρεσία; Ποιος ήταν ο στόχος που είχε τεθεί; Ποια η διαφορά σε σχέση με την περσινή χρονιά ή με την αντίστοιχη υπηρεσία σε άλλο νομό; Ποιος είναι ο μέσος χρόνος αναμονής σε μια υπηρεσία; Τι ποσοστό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων εμφανίζει ένα νοσοκομείο; Παρατηρείται αύξηση ή μείωση αυτών; Πόσο κόστισε το τάδε πρόγραμμα ενός δημόσιου οργανισμού και τι οφέλη (οικονομικά ή κοινωνικά) απέδωσε;
Αυτά είναι ελάχιστα παραδείγματα από το τι μπορεί να καταγράφεται σε κάθε δημόσια υπηρεσία καθιστώντας δυνατή μια αναλυτική αξιολόγηση, προσβάσιμη σε όλους, βασισμένη σε αντικειμενικά ποσοτικά δεδομένα που δεν θα επιδέχονται αμφισβήτηση. Επιπλέον, η ανοικτή διάθεση αυτών των δεδομένων θα επιτρέπει την εξωτερική αξιολόγηση από οργανισμούς, ερευνητές και πολίτες.
Για να έχει όμως αντίκρισμα οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης πρέπει να συνδέεται με στοχοθεσία και επαγγελματική ανάπτυξη. Με επιβράβευση για όσους τα καταφέρνουν καλύτερα, βάσει πραγματικών μετρήσιμων δεδομένων. Το σημαντικότερο όμως είναι η έννοια της αξιολόγησης να αποσυνδεθεί από τα φοβικά συνδικαλιστικά σύνδρομα. Να μην αντιμετωπίζεται ως μια τιμωρητική διαδικασία ή ως μια προσπάθεια ελέγχου κάποιων κατά φαντασία συντεχνιακών κεκτημένων.
Η αξιολόγηση πρέπει επιτέλους να εδραιωθεί ως κουλτούρα, γι’ αυτό που πραγματικά είναι: μια διαδικασία συνεχούς βελτίωσης. Κι αυτό σε μια χώρα με τις παθογένειες της Ελλάδας μπορεί να γίνει μόνο μέσω της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας που εξασφαλίζει η τεχνολογία. Η επέκταση της ψηφιακής διακυβέρνησης είναι η μόνη που μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό της αξιολόγησης στην Ελλάδα.