• Να μειωθεί ο ΦΠΑ ζητούν οι καταναλωτές
• Μόλις 15% έχει αυξηθεί το μέσο εισόδημα του Έλληνα πολίτη από το 2010
• Μικρή η βοήθεια από το Καλάθι του Πάσχα – Υψηλές οι τιμές για αρνί και κατσίκι
Η καθημερινότητα του καταναλωτή διαμορφώνεται όχι μόνο από τις τιμές στα ράφια, αλλά κυρίως από τη διαθέσιμη αγοραστική του δύναμη, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί δραματικά
Παρά το γεγονός ότι οι τιμές των προϊόντων στα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν σχεδόν σταθεροποιηθεί τον τελευταίο χρόνο, εμφανίζοντας μία αύξηση του 1,69% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2024, τα νοικοκυριά συνεχίζουν να δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις των καιρών και στις τιμές των τροφίμων. Σε σχέση με τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2025, ο Απρίλης εμφανίζει μία μείωση της τάξης του 0,2% συνολικά, με επιμέρους κατηγορίες προϊόντων να παρουσίαζουν διαφοροποιήσεις, όπως είναι τα σοκολατούχα είδη και το νωπό κρέας, σύμφωνα με όσα δήλωσε στην τηλεόραση CRETA και την εκπομπή της Σώτιας Πεντεδήμου, ο Λευτέρης Κιοσές, διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, ο οποίος επιχείρησε επίσης να δώσει απάντηση στο γιατί τα ελληνικά νοικοκυριά βιώνουν την ακρίβεια πιο έντονα, από ότι αποτυπώνεται στα νούμερα. Όπως ανέφερε μεταξύ άλλων και παραθέτοντας παράλληλα δείγματα από την έρευνα του ΙΕΛΚΑ με βάση στατιστικά της Eurostat για την τελευταία 15ετία, οι τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί λιγότερο συγκριτικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως η εικόνα είναι δυσανάλογη, όσον αφορά το μέσο εισόδημα του Έλληνα και του Ευρωπαίου καταναλωτή.
Συγκεκριμένα, από το 2010 έως το 2023 το μέσο εισόδημα του Ευρωπαίου πολίτη αυξήθηκε κατά 46%, ενώ το εισόδημα του Έλληνα μόλις 15%. «Ο μέσος Ευρωπαίος το 2010 είχε εισόδημα 19.000 και πλέον έχει 28.000, ενώ ο μέσος Έλληνας είχε 17.000 και πλέον έχει 19.500. Το 2010 απείχαμε από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 2000 ευρώ και τώρα απέχουμε 8.500 ευρώ», δήλωσε ο κ. Κιοσές και συμπλήρωσε ότι «Την τελευταία 15ετία οι τιμές στην Ε.Ε στα τρόφιμα έχουν αυξηθεί 56%, ενώ στην Ελλάδα 39%». Παρότι λοιπόν υπάρχει μία τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, όπως τον βιώσαμε τα τελευταία, μετά την πανδημία, χρόνια, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στον τρόπο που εκλαμβάνεται η ευρύτερη ακρίβεια, με τον κ. Κιοσέ να τονίζει πολλάκις ότι οι τιμές που προσφέρει ο έμπορος τα προϊόντα του δεν εξαρτώνται και κυρίως δεν προσαρμόζονται ανάλογα με το εισόδημα του καταναλωτή, αλλά εφαρμόζονται οριζόντια για όλες τις κατηγορίες πολιτών.
Παρότι, πράγματι δεν υπάρχει κάποια έξαρση τιμών, όπως επεσήμανε, υπάρχουν διαφοροποιήσεις τον τελευταίο καιρό ανά κατηγορίες, με ορισμένες ανατιμήσεις σε κάποιες από αυτές να προβληματίζουν αρκετά, με αυξήσεις σε καφέ, κακάο και νωπό κρέας. Στον αντίποδα, μικρές μειώσεις βλέπουμε σε προϊόντα που βρίσκονται εκτός ψυγείου, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα απορρυπαντικά, τα καθαριστικά και τα τρόφιμα παντοπωλείου. «Κάποιες κατηγορίες που είχαν αύξηση τα προηγούμενα χρόνια είναι πολύ βελτιωμένες. Για παράδειγμα το σπορέλαιο έχει πολύ μεγάλη μείωση. Το ελαιόλαδο που πέρυσι ήταν ένα προϊόν με πάρα πολύ μεγάλες αυξήσεις, φέτος είναι μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Το κακάο προφανώς επηρεάζει τη σοκολάτα, τα σοκολατοειδή τα συναντάμε σε διάφορες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα είδη πρωινού και αυτό οδηγεί στις αυξήσεις». Αναφορικά με το νωπό κρέας, ο κ. Κιοσές ξεκαθάρισε ότι μπορεί στην Ελλάδα να παράγουμε πολύ κρέας, αλλά το μοσχάρι είναι ένα εισαγόμενο προϊόν από χώρες της Ευρώπης, σε επίπεδα του 70-80%.
Σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της ακρίβειας, ο κ. Κιοσές υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι δεν τα θεωρεί και ιδιαίτερα αποτελεσματικά, ωστόσο τα αποτελέσματα τους αναμένεται να είναι περισσότερο ξεκάθαρα το επόμενο χρονικό διάστημα. «Ο κώδικας δεοντολογίας είναι κάτι που εφαρμόστηκε τον Μάρτιο και κατά βάση είχε μία τάση οργάνωσης και περιορισμού των προωθητικών, εκπτωτικών ενεργειών. Δεν έχουμε δει ακόμα το πλήρες αποτέλεσμα αυτού του μέτρου. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δεν θα οδηγήσει σε μείωση τιμών. Ενδεχομένως να έχει και λίγο το αντίθετο αποτέλεσμα, θα το δούμε τους επόμενους μήνες», ανέφερε και στη συνέχεια σημείωσε ότι το μέτρο του παγώματος του μικτού περιθωρίου κέρδους, το οποίο εφαρμόζεται από το 2021 δεν παρέχει κάποιο όφελος στους καταναλωτές, δημιουργώντας προβλήματα σε ανταγωνισμό και εμπόρους. Παράλληλα, βασικό αίτημα των καταναλωτών παραμένει η μείωση του Φ.Π.Α., με «την έμμεση φορολογία να επηρεάζει οριζόντια τους καταναλωτές και να είναι πάντα εις βάρος των χαμηλότερων εισοδημάτων». Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Κιοσέ, αυτό το μέτρο «δεν είναι κάτι το οποίο βλέπουμε να μπορεί να γίνει γρήγορα ή άμεσα».
Λιγότερο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο έχουν αυξηθεί οι τιμές στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια, σύμφωνα με την ανάλυση που έκανε το ΙΕΛΚΑ, με βάση στοιχεία της Eurostat. Όπως ξεκαθάρισε ο κ. Κιοσές, ανά κατηγορία υπάρχει διαφορετική εικόνα, για παράδειγμα «Στο ψωμί στην Ε.Ε η αύξηση είναι 52%, ενώ στην Ελλάδα 24%, στα ζαχαρώδη στην Ευρώπη βρίσκεται στο 49%, ενώ στην Ελλάδα 24%, ενώ η μόνη κατηγορία που έχουμε πρόβλημα είναι τα έλαια και τα λίπη, που η αύξηση στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο», ζήτημα το οποίο μεταφράζεται να έχει σχέση με το ελαιόλαδο και τις σχετικές ανατιμήσεις. Συγκρίνοντας συνολικά 5.000 κωδικούς προϊόντων, έγινε αντιληπτό ότι ¼ προϊόντα στην Ελλάδα είναι πιο ακριβά σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι ο ΦΠΑ και οι φορολογικοί συντελεστές βρίσκονται πολύ υψηλότερα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Απαντώντας παράλληλα, σε σχετικό ερώτημα για την ενδεχόμενη αντιστροφή των αυξήσεων των τιμών που έχουν υποστεί τα προϊόντα τα τελευταία χρόνια, ο κ. Κιοσές εμφανίστηκε απαισιόδοξος ως προς την πιθανότητα αποκλιμάκωσης του φαινομένου των ανατιμήσεων, καθώς πλέον ο πληθωρισμός δεν εξαρτάται από τα τρόφιμα, αλλά από τις υπηρεσίες. «Έχει προσαρμοστεί η οικονομία σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Δεν μπορούμε να δούμε αποκλιμακώσεις του 10-20%, αλλά μπορούμε να δούμε αλλαγές σε κάποια μικρά ποσοστά, όπως είδαμε στο ελαιόλαδο. Μεσοσταθμικά, το να επιστρέψουν οι τιμές σε ένα επίπεδο 10% δεν μπορούμε να το δούμε», σχολίασε, συμπληρώνοντας ότι ένα τέτοιο σενάριο θα συνιστά πιθανότατα οικονομική κρίση.
Τέλος, μικρής εμβέλειας και κυρίως πρακτικής ωφέλειας είναι το Καλάθι του Πάσχα, όπως και αντίστοιχες κρατικές ενισχύσεις των καταναλωτών, καθώς τα δημοφιλή προϊόντα στα οποία στρέφεται το ενδιαφέρον του κόσμου είναι γνωστό ότι θα έχουν αυξημένο κόστος σε σχέση με πέρυσι. Συγκεκριμένα, ο κ. Κιοσές δήλωσε: «Θα είναι πολύ μικρή η βοήθεια του Καλαθιού του Πάσχα, με την έννοια ότι θα παρέχουν κάποιες μικρές οικονομικές λύσεις για κάποιους καταναλωτές, αλλά δεν θα είναι ιδιαίτερα εκπτωτικές, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι το αρνί και το κατσίκι, από τους παραγωγούς ακόμα, θα είναι σίγουρα αυξημένες οι τιμές του. Δεν θα λύσει το πρόβλημα της ακρίβειας».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΑΚΟΓΛΟΥ