Λόγω έθους, ο τίτλος του άρθρου μας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παραπλανητικός, αφού δεν αναφερόμαστε στην επιστροφή των εκδρομέων στο κλεινόν άστυ από τις γιορτές του Πάσχα, αλλά ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή στον φετινό εορτασμό που φαίνεται ότι θα λάβει χώρα σε μια πιο απελευθερωμένη ατμόσφαιρα, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα, όταν «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» της πανδημίας. Υπάρχει βέβαια ένα «μικρό» πρόβλημα με την ακρίβεια, ωστόσο, οι Έλληνες είναι έτοιμοι να ξαναζήσουν μετά βαΐων, κατάνυξης και οβελία το Πάσχα τους. Μια κατάσταση που μας έλειψε ή τουλάχιστον τη ζήσαμε υπό τη δαμόκλειο σπάθη -και ορθώς- της τήρησης των υγειονομικών μέτρων.
Η ιδέα για το συγκεκριμένο κείμενο προέκυψε μέσα από μια συζήτηση με τον Διευθυντή του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, κο Ευάγγελο Καραμανέ που μας υπενθύμισε ότι η «έξοδος» των εκδρομέων του Πάσχα είναι ένα φαινόμενο και έθιμο κατ’ εξοχήν κοινωνικό, αφού οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να βρεθούμε στις γενέτειρές μας, κοντά στα οικεία μας πρόσωπα και στη ανοιξιάτικη φύση. Μια διαδικασία λυτρωτική, όπως και η ίδια η Ανάσταση του Χριστού, που αποτελεί το κορυφαίο «γεγονός», των διαχρονικών εορτασμών του Πάσχα. Μια τελετουργία που συνοδεύεται από το γλέντι την ημέρα της λαμπρής αλλά και από την περιποίηση της μνήμης για αυτούς που λείπουν. Ένας λόγος παραπάνω όταν ο προορισμός αφορά σε μια γεωγραφική ετερότητα όπως είναι τα νησιά μας και η ελλαδική μεγαλόνησος της Κρήτης. Μπορεί σήμερα η περιοδικότητα των ακτοπλοϊκών και των αεροπορικών δρομολογίων να έχει εκμηδενίσει τις αποστάσεις, η νοσταλγία που δημιουργεί ο μισεμός είναι πάντα παρούσα και η πανδημία την έκανε μεγαλύτερη.
Σε αυτό το πλαίσιο και παρά τις νέες ψηφιακές κοινότητες που έχουν δημιουργηθεί λόγω του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου οι άνθρωποι επικοινωνούν από χιλιάδες μίλια μακριά, η επιστροφή στην εορταστική κανονικότητα κατέχει το ει-δικό της βάρος στο διάβα του χρόνου της ζωής μας. Η τήρηση δε των εθίμων και της παράδοσης, παρά την αλλοτρίωση αλλά και τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων, αποτελούν τη συγκολλητική ουσία των χρονικοτήτων, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι αυτή η εικόνα των νεαρών κοριτσιών και αγοριών που με τα ρούχα και το χτένισμα της εποχής τους, ακολουθούν την πομπή του Επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής ή μπαίνουν στο χορό με τους μεγαλύτερους ανήμερα της Λαμπρής. Μια ασύνειδη μέθεξη που η συμμετοχή της βασίζεται σε αυτή την κληροδοτούμενη ετήσια προσμονή της επιστροφής.
Τα έθιμά μας, λοιπόν, και τα μάτια μας, όχι με όρους φολκλόρ, θρησκευτικού φανατισμού ή εθνικής ανωτερότητας, αλλά με αίσθηση μνήμης και σεβασμό σε μια παράδοση που σχετίζεται με τις ανθρώπινες κοινωνίες στη μακρά διάρκεια. Με τις χαρές και τις λύπες που αγκαλιάζονται από την αλληλεγγύη του γείτονα, του συγχωριανού του συμπολίτη. Και ειδικά σε αυτό η Μεσόγειος, η Ελλάδα και η Κρήτη υπήρξαν πάντοτε πρωτοπόρες και συνεπείς. Οι άνθρωποι, στο διηνεκές, από τις τελετές του Αδώνιδος, που ομοιάζουν με το στόλισμα του Επιταφίου, έως τις μέρες μας με την ομήγυρη γύρω από το σουβλιστό αρνί, το κατσικάκι στη γάστρα ή τα κλήματα και στην Κρήτη, το αντρικριστό, έπιναν πάντα στην υγειά των παρόντων και στη θύμηση των απόντων…
Καλή Ανάσταση!