Η Μικρασιατική εκστρατεία ήταν από τα δημοφιλέστερα θέματα για συζήτηση μεταξύ αυτών που έζησαν τα γεγονότα.
Αλλά και οι απόγονοί τους μόλις έκανες αναφορά στο μεγάλο αυτό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας, είχαν να πουν όσα άκουσαν από τον πατέρα τους.
Αυτό που χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς είναι ότι πολλοί Ρεθεμνιώτες πρωταγωνίστησαν στις μάχες που δόθηκαν και το όνομά τους έγινε και τραγούδι. Όπως για παράδειγμα ο Αναστάσιος Χομπίτης που απάλλαξε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας από τους Τσέτες που κοντά στον τραγικό επίλογο της εκστρατείας, είχαν αποθρασυνθεί και βασάνιζαν ανελέητα τις χριστιανικές κοινότητες.
Ο Αναστάσιος Χομπίτης που γεννήθηκε στα 1895 στο Ροδάκινο, καταγόταν από την Ίμβρο και η μητέρα του από τον Άη Γιάννη Σφακίων.
Στα 19 του κιόλας χρόνια φοιτητής της Νομικής στην Αθήνα, εγκαταλείπει τις σπουδές του και τρέχει στο μέτωπο μαζί με τους Τσόντο, Βάρδα, Γύπαρη, Ψαρρό, Καραβίτη. Σε συγγενικό του περιβάλλον θα παρατηρήσει εκείνος που ξέρει. Και θα έχει δίκιο.
Η γενναιότητά του δεν περνά απαρατήρητη και γρήγορα προάγεται σε οπλαρχηγό, που διασφαλίζει με την αποφασιστικότητά του τον άμαχο χριστιανικό πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου.
Ο δεύτερος σταθμός, μετά την κατάταξή του στη Χωροφυλακή (το 1915 ως κληρωτός) ήταν η Μ. Ασία. Το 1918 μετέχει της Μικρασιατικής εκστρατείας ως αξιωματικός της Χωροφυλακής και του αναθέτουν τη δύσκολη κι επικίνδυνη αποστολή να εκκαθαρίσει τις περιοχές που δρούσαν οι στρατιωτικές μονάδες από τις οργανωμένες συμμορίες άγριων Τούρκων Τσετών, οι οποίες τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν τους αμάχους, ενώ συγχρόνως επιδίδονταν σε δολιοφθορές. Ήταν τόση η επιτυχία του Αναστάσιου Χομπίτη στο έργο αυτό, ώστε το όνομά του έγινε θρύλος.
Η αντρειά και η λεβεντιά του, η στρατιωτική διορατικότητά του, τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα γίνονται τραγούδι – ύμνος. Οι Τούρκοι τον αποκαλούν Τσακίρ Ίσα μπίτ (γαλανομάτη Διοικητή). Κι η λαϊκή μούσα έτσι τον τραγουδά:
«Γειά σου Χομπίτη, ξακουστέ,
Τσακίρι Κομαντάρι
που ‘χεις αγγελική θωριά
και την καρδιά λιοντάρι.
Χαρίσει το απόσπασμα
ελευθερία και τάξη
τους Τσέτες διασκορπίζεται
από βουνά και δάση.
Λιοντάρια είναι οι άντρες σου,
αετοί πετούν κοντά σου
Γεμάτο δόξα και τιμή,
Χομπίτη το όνομά σου».
Αναμνήσεις Χαριτάκη σε βιβλίο
Λεπτομέρειες από τη Μικρασιατική Εκστρατεία μας δίνει επίσης ο Βασίλης Χαριτάκης. Αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του αυτές και κυρίως τις βασανιστικές μέρες στο μέτωπο που έζησε δημοσιεύσαμε σε προηγούμενα αφιερώματα.
Αξίζει σήμερα να αναφέρουμε τις ευκαιρίες που συνάντησε υπηρετώντας στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Όταν βρισκόταν στην Προύσα πήρε μια μέρα διαταγή να συνοδεύσει ένα επιτελικό αυτοκίνητο φορτώνοντας στο δικό του αποσκευές. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, κατάλαβε από την απόδοση τιμών και την εμφάνιση του υψηλού επισκέπτη, ότι συνόδευε το βασιλέα Κωνσταντίνο που είχαν επαναφέρει από την εξορία.
Ο Βασίλης Χαριτάκης ήταν τελικά οδηγός τριών πρωθυπουργών. Διετέλεσε κατά σειρά οδηγός του Στυλιανού Γονατά, του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Γεωργίου Καφαντάρη.
Για τη θητεία του κοντά στο Βενιζέλο που λάτρευε αναφέρει στο βιβλίο του.
«Ένα βράδυ μετά την επιστροφή μας ο Βενιζέλος μου είπε:
«Βασίλη καθώς ξέρεις το αυτοκίνητο αυτό ανήκει στον εκάστοτε πρωθυπουργό και πρωθυπουργός τώρα είναι ο κ. Καφαντάρης. Αύριο το πρωί λοιπόν θα πας στον κ. Καφαντάρη και θα του πεις ότι τον ευχαριστώ θερμά, αλλ’ επ’ ουδενί λόγο δέχομαι να παραμείνει το αυτοκίνητο σε μένα.
Μετά κοιτάζοντάς με στα μάτια μου είπε:
«Εάν επανέλθω θα σε πάρω και πάλι να είσαι βέβαιος».
Συγκλονισμένος με σεβασμό του φίλησα το χέρι και με δακρυσμένα μάτια έφυγα…».
Ρεθεμνιώτης διοικητής Σμύρνης
Για τον Νικόστρατο Καλομενόπουλο επίσης έχουμε κάνει σχετικά αφιερώματα παίρνοντας αποσπάσματα από τη ζωή και το έργο του σχετικές με τη θεματική που μας επέβαλε η επικαιρότητα.
Αυτό που πρέπει να τονίσουμε σήμερα είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διαδραμάτισε στο Μικρασιατικό Μέτωπο.
Γεννήθηκε στη Σύρο το 1865 και η πατριωτική του δράση για τη λευτεριά της Κρήτης ξεκινά πολύ νωρίς.
Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε το 1891, ως ανθυπολοχαγός του πεζικού. Ανήκε στην ιδρυτική ομάδα της Εθνικής Εταιρείας και ήταν από τα πιο δραστήρια μέλη της.
Το 1892, παίρνει μέρος, ως αξιωματικός, σε μια ειδική αποστολή, που είχε σκοπό τη μελέτη και τοπογραφία της Κρήτης. Κίνησε όμως τις υποψίες των Τούρκων που δεν άργησαν να τον συλλάβουν, να τον φυλακίσουν και αργότερα να τον απελάσουν.
Το 1894 ωστόσο κατάφερε να δημοσιεύσει το έργο του αυτό με τίτλο « Τοπογραφία και Οδοιπορικά της νήσου Κρήτης».
Το 1896, βρίσκεται στο Ρέθυμνο και εκλέγεται από τους συμπατριώτες του γενικός αρχηγός της επαρχίας Αμαρίου.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Κ. Παπαδάκη, που δημοσιεύεται στην «Κρητική Εστία» το 1897, ο Νικόστρατος, παίρνει μέρος στην αποβατική επιχείρηση της Κρήτης ως ανθυπολοχαγός και είναι ο πρώτος που αποβιβάστηκε στην Κρήτη, ως επικεφαλής του πρώτου αποβατικού τμήματος του Σώματος που αποτελούσαν Κρήτες αγωνιστές.
Κι εδώ στην Κρήτη διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Στο νησί πήρε μέρος στις πιο σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στην εκπόρθηση του οχυρού της Μαλάξας.
Μετά τον θάνατο του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, σπεύδει από τους πρώτους να βοηθήσει τον Μακεδονικό Αγώνα. Με το ψευδώνυμο καπετάν Νίδας, ηγείται αντάρτικου σώματος, το 1905 και ο ηρωισμός του γίνεται αντικείμενο υπέρμετρου θαυμασμού από τους συναγωνιστές του. Αυτός και ο καπετάν Βάρδας, ο περίφημος Γεώργιος Τσόντος από τα Σφακιά, που είχε διαδεχθεί τον Παύλο Μελά, κυριολεκτικά αποθεώνονται για τη δράση τους.
Διαβάζουμε σχετικά με την πορεία του σε κείνες τις επικές στράτες, στο κεφάλαιο «Ο ένοπλος αγώνας στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά το έτος 1905» που δημοσιεύεται σε εγκυρότατη ιστορική ιστοσελίδα και παραθέτουμε το απόσπασμα που δείχνει ότι ο Καλομενόπουλος είχε συνείδηση στρατιώτη και ποτέ δεν παρέβη οδηγίες και εντολές ανωτέρων του ακόμα κι αν θα τον οδηγούσαν στον θάνατο ή σε φρικτές περιπέτειες.
Το 1912, συμμετείχε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου.
Στη συνέχεια έγινε διοικητής της Κρήτης και της Λέσβου και το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, ηγηθείς μάλιστα των προσφυγόντων στην Κωνσταντινούπολη Αξιωματικών Εθνικής Άμυνας που τον όρισαν αρχηγό τους.
Το 1919 προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και διορίστηκε διοικητής της 8ης Μεραρχίας. Διετέλεσε φρούραρχος Σμύρνης. Αποστρατεύθηκε το 1921, οπότε και αφοσιώθηκε στις διάφορες τοπογραφικές και στρατιωτικές του μελέτες.
Μερικές ακόμα μνήμες Μιχαήλ Παπαδάκι
Από το «Ημερολόγιο ενός λοχίου» του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη αντλούμε μερικές ακόμα πληροφορίες για τις εμπειρίες του από το μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Τον Μάρτη του 1919 στρατεύθηκε διακόπτοντας υποχρεωτικά τις σπουδές του. Βρέθηκε στη Σμύρνη και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία, μέχρι που τραυματίστηκε στην εκστρατεία του Σαγγαρίου, βορεινά από το βουνό Τσαλ Νταγ στις 29 Αυγούστου 1921. Νοσηλεύτηκε σε διάφορα νοσοκομεία μέχρι τον Απρίλιο του 1922, που επέστρεψε στη μονάδα του. Στις 22 Αυγούστου 1923 απολύθηκε από το στρατό. Τιμήθηκε με τον πολεμικό Σταυρό, το μετάλλιο Νίκης και το Αριστείο Ανδρείας που του ενεχείρισε ο ίδιος ο βασιλεύς Κωνσταντίνος στο Εσκί Σεχίρ στις 18 Ιουλίου 1921.
Άγνωστες δράσεις ενός πασίγνωστου γιατρού
Μεγάλη μορφή και ο γιατρός Εμμανουήλ Φραγκεδάκης. Ενώ ξέρουμε πόσο σημαντικός ήταν για την επιστημονική κοινότητα του Ρεθύμνου, και πολύτιμος ιστορικός ερευνητής που διέσωσε το γλωσσικό μας ιδίωμα με τις λαογραφικές συλλογές του, αγνοούμε τη μεγάλη του συμβολή στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Ο Εμμανουήλ Φραγκεδάκης, γεννήθηκε στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου στις 20 Μαΐου (και μάγια δεν φοβούμαι-συμπλήρωνε ο ίδιος) του 1892. Ανήκε σε πολυμελή και πολύ φτωχή οικογένεια.
Όταν πήγε στο σχολαρχείο φόρεσε για πρώτη φορά υποδήματα, γιατί, λόγω φτώχιας, κυκλοφορούσε ξυπόλητος.
Επτά ήταν τελικά τα παιδιά μαζί με το Φραγκεδάκη, που μετά την τετραετή φοίτηση στο σχολαρχείο θέλησαν να συνεχίσουν στο γυμνάσιο Ρεθύμνης.
Δυστυχώς για τους έξι μαθητές απορρίφθηκαν στις εισιτήριες εξετάσεις.
Έμεινε μόνος ο Μανόλης που ήταν και ο μοναδικός επιτυχών.
Φύση ανήσυχη ο μικρός δεν άντεχε άλλο τη στερημένη ζωή. Κι ένα πρωί τα παρατά και ξενιτεύεται. Ήταν το 1908, που βρέθηκε μετανάστης στην Αμερική, δηλώνοντας ζαχαροπλάστης.
Ήταν όμως αδύνατον να στεριώσει στην ξένη γη. Η νοσταλγία τον έτρωγε. Έτσι δυο χρόνια μετά, επιστρέφει στο Ρέθυμνο και συνεχίζει τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Στις 20 Απριλίου 1913, κλήθηκε στον στρατό. Πήγαινε στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. Ένα μήνα μετά κατετάγη στη Θεσσαλονίκη.
Πέρασε το Κιλκίς, καιόμενο, νύχτα, τη Δοϊράνη, τα Μπέλες, τη Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι, τα στενά της Κρέσνας κι έφτασε στο Σιμιτλί που σημαίνει Καθάριο Ψωμί.
Εκεί σε υψώματα 1050, έγινε η τελευταία μάχη στις 17 Ιουλίου και 18 Ιουλίου 1913 έγινε ανακωχή ηττηθέντων των Βουλγάρων.
Τέλος ανεχώρησαν την 1η Αυγούστου επιστρέφοντας στο Κιλκίς.
Από κει όλοι οι Κρητικοί στρατιώτες βρέθηκαν στη Δράμα και αποτέλεσαν το 14ο Σύνταγμα Κρητών. Στη Δράμα ο Μανόλης προήχθη στο βαθμό του λοχία πεζικού και πολυβολητή.
Το 1914 υπηρετούσε στα πολυβόλα της 1ης Πολυβολαρχίας. Παραμονή Χριστουγέννων απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, γύρισε στο Ρέθυμνο και η πρώτη του δουλειά να τελειώσει το γυμνάσιο τον Ιούλιο του 1915.
Τον Σεπτέμβρη κι ενώ ήταν έτοιμος να γραφτεί στο πανεπιστήμιο, κηρύσσεται επιστράτευση και βρίσκεται ξανά στην 1η Πολυβολαρχία και από εκεί στα οχυρά Τουλούμπαρ και Μπούκια. Απολύθηκε 8 Ιουνίου 1916. Επέστρεψε στις Βρύσες, χωρίς ποτέ να έχει παραιτηθεί από το όνειρο των σπουδών του. Ο Σεπτέμβρης τον βρίσκει στο πανεπιστήμιο. Ένας αδελφός του όταν εκείνος έλειπε στα οχυρά, φρόντισε να κάνει όλη τη διαδικασία εγγραφής. Έτσι ο Μανόλης δεν έχασε ούτε λεπτό.
Είχε τόση φλόγα για μάθηση, ώστε τον Οκτώβρη του ίδιου έτους παρακολουθούσε μαθήματα 1ου και 2ου έτους στην Ιατρική. Οι δύσκολες εποχές και οι πολιτειακές μεταβολές επηρέασαν και τον τομέα σπουδών. Έτσι χαρίστηκαν στους φοιτητές τα μαθήματα του πρώτου έτους και αποφασίστηκε με τις διπλωματικές εξετάσεις να δοθούν και αυτές του δεύτερου έτους.
Ο αποκλεισμός των συμμάχων το 1916 φέρνει μεγαλύτερη φτώχεια και πείνα στο λαό. Τα πάντα τα πωλούσαν με δελτία. Ποιος να βρει και να στείλει έμβασμα σε ποιον; Ο νεαρός φοιτητής από την Κρήτη βρίσκεται σε μια από τις δυσκολότερες φάσεις της ζωής του. Η πείνα γίνεται ο εφιάλτης του. Ευτυχώς γι’ αυτόν το πανεπιστήμιο άρχισε να οργανώνει συσσίτια για τους φοιτητές από την επαρχία.
Αύγουστο του 1917, ο Φραγκεδάκης υποχρεώνεται να επιστρέψει ξανά στον στρατό. Ενώ το Σύνταγμα ετοιμάζεται για πόλεμο στη Μακεδονία εκείνος παίρνει φύλλο πορείας για το Έμπεδον νοσοκόμων στου Μακρυγιάννη. Από εκεί τον απέσπασαν στο Α’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο στου Μακρυγιάννη, όπου και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια. Τα βάσανά του όμως δεν είχαν τελειώσει. Μόλις «καθάρισε» με τον στρατό κατάφερε να πάρει το πτυχίο του με «Λίαν Καλώς» κι επέστρεψε στην επαρχία Αγίου Βασιλείου για να ξεκινήσει την καριέρα του ως γιατρός. Δεν πρόλαβε να στρώσει τη ζωή του.
Τον Μάιο του 1921 τον ανακάλεσαν ως ανθυπίατρο στη Μικρά Ασία.
Έδειξε κι εκεί αφάνταστη γενναιότητα. Υπηρετούσε στο 3ο Τάγμα όταν έλαβε χρυσούν αριστείον ανδρείας, για το θάρρος και την αυτοθυσία που έδειξε σε όλες τις επιχειρήσεις στη μαρτυρική γη.
Έτυχε όμως και μια ιδιαίτερης τιμής που άργησε πολύ να την καταλάβει. Κάποιος Τούρκος ζήτησε μια μέρα την ιατρική του συνδρομή για την άρρωστη γυναίκα του. Όταν έκανε εκείνος το χρέος του, πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη, έχοντας και άμεσα αποτελέσματα, από υποχρέωση δεν ήξεραν στην οικογένεια πώς να συμπεριφερθούν. Η κόρη μια ωραιότατη χανούμισσα έφερε καφέ να πιουν ο γιατρός με τον πατέρα της κι έπειτα πήρε, με επιδέξιες κινήσεις, ένα τσιγαρόχαρτο από την ταμπακιέρα του γέρου, έστριψε τσιγάρο, το σάλιωσε και το πρόσφερε στον νεαρό Κρητικό αξιωματικό, έτσι ήθελε να τον τιμήσει. Αργότερα πολύ, όταν ο Φραγκεδάκης, διηγήθηκε το περιστατικό στον συνάδελφό του Ευκλείδη, πρόσφυγα από την Ιωνία, εκείνος θαύμασε, γιατί όπως του είπε ήταν η μέγιστη των τιμών να σαλιώσει Τούρκος τσιγάρο και να το προσφέρει σε αλλόθρησκο.
Θα πρέπει να ήταν μεγάλη η ευεργεσία του Φραγκεδάκη για να του κάνει η νεαρή χανούμισσα και μάλιστα ενώπιον του πατέρα της, αυτή την τιμή.
Κατά την εκκένωση της Μικράς Ασίας ο νεαρός γιατρός έκανε ακόμα ένα ανδραγάθημα. Κατάφερε να διασώσει και να μεταφέρει στη Χίο τους δύο υγειονομικούς καλάθους του τάγματός του. Κι ήταν οι μόνοι κάλαθοι που διασώθηκαν από το Σύνταγμα και τη Μεραρχία ολόκληρη.
Από τη Χίο τοποθετήθηκε στις Φερρές Θράκης. Δέκα ολόκληρα χρόνια δεν είχε βγάλει το χακί.
Αναμνήσεις Ευάγγελου Σαμψών
Ήταν και ο Ευάγγελος Σαμψών ένας από τους γενναίους που έδωσε εντυπωσιακά το παρόν του στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Ο πόλεμος στην Μικρά Ασία είχε αφήσει ανεξίτηλες ιστορίες στη μνήμη του, που συνήθιζε να διηγείται στα παιδιά του μέχρι τα βαθειά γεράματά του. Κάποτε ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μετέφερε έφιππος στρατιωτική αλληλογραφία, έπεσε σε ενέδρα Τούρκων ατάκτων, Τσετών. Δέχθηκε πυρά και μια βολίδα τον τραυμάτισε στη δεξιά κνήμη. Με την ξιφολόγχη του την αφαίρεσε, έδεσε πρόχειρα το επιπόλαιο τραύμα και συνέχισε την αποστολή του. Πίστευε ότι σώθηκε χάρις στο φυλακτό τίμιου ξύλου, που έφερε πάντα μαζί του. Το φυλακτό αυτό το έφερε πίσω στο χωριό μετά την απόλυσή του, το είχε στο εικονοστάσι του σπιτιού και το ασπαζόταν νηστικός πριν φύγει για την καθημερινή δουλειά του. Σήμερα το διατηρεί η εγγονή του Άννα, κόρη του γιου του Λευτέρη.
Με βαθειά θλίψη αναφερόταν στη Μάχη του Ντούζ Ντάγ (ίσιο βουνό), όπου ένας ολόκληρος Λόχος του 28 Συντάγματος αποδεκατίσθηκε από τους Τούρκους. Εκεί σκοτώθηκε την 18 Μαρτίου 1921 ο Ατσιπουλιανός ανθυπολοχαγός Γεώργιος Παπατζανής. Γι’ αυτό το τραγικό γεγονός έλεγε τη μαντινάδα: Οι Τούρκοι μας κυκλώσανε για να παραδoθούμε, κι όλοι μας ορκιστήκαμε εκεί να σκοτωθούμε.
Οι αναφορές του στην πορεία μέσω της Αλμυράς Ερήμου ήταν συγκλονιστικές. Η πείνα, η δίψα, οι ψείρες και οι κακουχίες έκαναν την ζωή των στρατιωτών σωστή κόλαση. Οι νεκροί θάβονταν πρόχειρα, τους σκέπαζαν με λίγο χώμα και επάνω κάρφωναν ένα ξύλινο σταυρό. Έτσι έμεναν αιώνιοι φύλακες της Μικρασιατικής γης. Περιέγραφε με ανατριχιαστικό τρόπο την άφιξη της Μονάδος του στο Σαγγάριο, που έγινε ο υγρός τάφος πολλών στρατιωτών. Φαινόταν μια στενή λωρίδα νερού, ενώ το μεγαλύτερο εύρος του ποταμού καλυπτόταν από βούρλα και άλλα φυτά. Ήταν μια πραγματική παγίδα θανάτου για τους διψασμένους και σκληρά ταλαιπωρημένους στρατιώτες, που έτρεχαν να πιουν νερό με τους γυλιούς και τον οπλισμό τους έπεφταν μέσα στο ποτάμι και εξαφανίζονταν.
Επιστρέφοντας στο χωριό του το Ατσιπόπουλο ο Ευάγγελος Σαμψών θέλησε να κρατήσει κάτι που φόρτιζε τη μνήμη του εμπνεόμενος κάτι με συμβολική σημασία
Πήρε την ξιφολόγχη του θανάτου και την πήγε στον σιδερά του χωριού, τον Μανώλη τον Λιανδρή και με την τέχνη του, του έφτιαξε ένα δρεπάνι, στη λαβή του οποίου είχε χαράξει τα αρχικά του Ε.Σ. Δεν απέκτησε ποτέ άλλο και κανείς άλλος δεν το χρησιμοποίησε…