Εν όψει της Εργατικής Πρωτομαγιάς, αφιερώνουμε τα επόμενα σημειώματά μας στους πρωταγωνιστές του κινήματος για τα δικαιώματα του εργάτη. Κι έχουμε κάθε λόγο να κάνουμε το αφιέρωμα στους πρωταγωνιστές αυτούς, αφού οι περισσότεροι που έγραψαν ιστορία κατάγονται από το Ρέθυμνο.
Πράγματι το Ρέθυμνο που ευτύχησε να έχει πρωτοπόρους σε κάθε τομέα κοινωνικής δράσης, δεν αποτέλεσε εξαίρεση και στον συνδικαλισμό. Οι κορυφαίοι συνδικαλιστές του μάλιστα ξεπέρασαν σε δράση τα σύνορα της χώρας. Και τιμώνται ακόμα και σήμερα από παγκόσμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Πότε όμως γνωρίσαμε τους δικούς μας πρωτοπόρους των κοινωνικών αγώνων;
Η μόνη «τυχερή» ήταν η Καλλιρρόη Παρρέν Σιγανού, χάρις στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου.Οι κυρίες του Λυκείου δεν έπαψαν να τιμούν τη μεγάλη αυτή φεμινίστρια, που εκτός από την απόκτηση δικαιωμάτων, πέτυχε για τις γυναίκες καλύτερους όρους εργασίας και χάρις στους αγώνες της μετριάστηκε η εκμετάλλευση σε βάρος μικρών παιδιών.
Επί προεδρίας Ιωάννας Βαλαρή, εκτός από τις επίσημες εκδηλώσεις, που καθιερώθηκαν και γίνονται στα Πλατάνια, γενέτειρα της Καλλιρρόης, τοποθετήθηκε μετά από οδύσσεια προσπαθειών και το άγαλμά της στην πλατεία απέναντι από την αίθουσα του Λυκείου.
Επειδή είναι γνωστή η ζωή και το έργο της μεγάλης αυτής μορφής, αναφερόμαστε απλά σε σημαντικούς σταθμούς της δράσης της.
Η Παρρέν διεκδικεί παράλληλα και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας, εκδίδοντας το 1888 την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», με συντάκτες και παραλήπτες αποκλειστικά τις γυναίκες. Η γνωριμία της με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής και το πάθος της για ενημέρωση πάνω σε πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τη στιγμάτισε.Σαν κάθε σπουδαίος άνθρωπος, κυνηγήθηκε κι αυτή για τα πολιτικά της πιστεύω.
Εξορίστηκε στην Ύδρα από τον Μάρτιο του 1917 μέχρι τον Νοέμβριο του 1918 «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Η πολυγραφότατη Καλλιρρόη Παρρέν άφησε πίσω της, ως κληρονομιά, μια πλούσια συγγραφική δουλειά.
Το φεμινιστικό έργο της, όμως, δεν τελειώνει στις σελίδες κάποιων βιβλίων. Συμμετείχε ενεργά σε διεθνή γυναικεία συνέδρια ανά τον κόσμο και διακήρυττε την ανάγκη εξασφάλισης παιδείας και εργασίας για τις γυναίκες, ως βασικές προϋποθέσεις για την πνευματική και πολιτική τους ισοτιμία και χειραφέτηση. Ακόμη, ίδρυσε τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίων» (1890), το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης»(1895), το «Άσυλον των Ανιάτων» (1896), στην προεδρία του οποίου παρέμεινε πολλά χρόνια, και τον «Πατριωτικό Σύνδεσμο», την «Ένωσιν υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών», ενώ το 1896, ως επακόλουθο του συνεδρίου στο Παρίσι, σχηματίσθηκε υπό τη γενική προεδρία της Παρρέν, η «Ένωσις των Ελληνίδων».
Το πάθος της, τέλος, για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 στη δημιουργία του «Λυκείου των Ελληνίδων».
Η Καλλιρρόη Παρρέν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου ωστόσο άργησε πολύ να χορηγηθεί και η Καλλιρόη Παρρέν είχε τη ατυχία να μην δει ποτέ το όνειρό της για τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Στις 15 Ιανουαρίου 1940, η σπουδαία αυτή αγωνίστρια του γυναικείου κινήματος έφυγε από τη ζωή, αφού υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας πριν τιμηθεί με το «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’».
Σύμβολο γενιάς ο Σταύρος Καλλέργης
Για τον Σταύρο Καλλέργη, ενώ μιλούσε γι’ αυτόν όλη η Ευρώπη και πάλι αρκετά καθυστερημένα μάθαμε να τον τιμάμε στον τόπο του. Κι εδώ πρέπει να τονιστεί η συμβολή του γιατρού και συγγραφέα Μανόλη Καλλέργη, που έχοντας αναλάβει με συνέπεια να φέρει στην επιφάνεια κάθε στοιχείο ιστορικό της γενιάς του, πρωτοστάτησε και για την καθιέρωση εκδηλώσεων προς τιμήν του Σταύρου Καλλέργη στον τόπο του.
Τότε μάλιστα που ξεκίνησε η προσπάθεια για το Ίδρυμα Σοσιαλιστικών Μελετών, ο κ. Καλλέργης με είχε φέρει σε επαφή με αρκετούς ηλικιωμένους τότε Ρεθεμνιώτες, που είχαν ζήσει τον Σταύρο Καλλέργη και μου έδωσαν πολλές λεπτομέρειες για τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αυτές τις συμπλήρωσε τέλος ο γιος του Λυκούργος σε αρκετές συζητήσεις που είχαμε κάνει γύρω από τον πατέρα του.
Ο Σταύρος Καλλέργης, που γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης το 1864, κατάγεται από ιστορική γενιά, μια και η φύτρα του κρατούσε από παλιό βυζαντινό σόι. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Γεωργίου Καλλέργη, που υπήρξε οπλαρχηγός, διοικητής της επαρχίας Μυλοποτάμου. Ωστόσο, ο Σταύρος δεν έζησε στην Κρήτη τα πρώτα χρόνια της ζωής του γιατί ο πατέρας του, ο καπετάν Γιώργης Καλλέργης πολέμησε το 1866 στο Αρκάδι με αποτέλεσμα να επικηρυχτεί.
Ο μικρός Σταύρος μεγάλωσε με αστικό τρόπο στην Αθήνα – όπως επέβαλε το περιβάλλον της Αυλής. Όταν ενηλικιώθηκε, γράφτηκε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου και ενεργοποιήθηκε, καθώς φαίνεται, στο φοιτητικό κίνημα, για να την εγκαταλείψει σύντομα παρασυρμένος από τα ενδιαφέροντά του για τις «εγκυκλοπαιδικές μελέτες» και τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες που τον συνεπήραν. Αποτέλεσμα της φοιτητικής του δράσης υπήρξε η δυσμένεια του βασιλιά απέναντι στον πατέρα του. Ο Γιώργης Καλλέργης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Παλάτι και να επιστρέψει στην Κρήτη.
Τότε, ως νεαρός φοιτητής, ο Σταύρος συμμετείχε ενεργά στην οργάνωση της πρώτης σημαντικής σπουδαστικής διαδήλωσης, όπου τέθηκαν βασικά ζητήματα παιδείας. Οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το παλάτι με πανό που έγραφαν μεταξύ άλλων συνθήματα όπως «Δωρεάν Παιδεία», «Ισότης», «Αδελφότης», και «Κοινοκτημοσύνη».
Ο Καλλέργης, θέλοντας να συντονιστεί με τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο του Εργατικού Κινήματος, ιδρύει στην Αθήνα, την 1η Μαΐου 1890, τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Ο σύλλογος αυτός θεωρείται ο πρώτος οργανωμένος και μαζικός φορέας σοσιαλιστικών ιδεών.
Τον επόμενο μήνα από την ίδρυση του συλλόγου, ο Καλλέργης ξεκινά την έκδοση της εφημερίδας «Σοσιαλιστής.
Ο πρώτος εορτασμός της Πρωτομαγιάς
Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1893. Την πρωτοβουλία, την οργάνωση και την εκτέλεση ανέλαβε ο Σταύρος Καλλέργης. Στον εορτασμό, που έγινε στο σημείο όπου ανεγέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα το Παναθηναϊκό Στάδιο, έλαβαν μέρος πάνω από 500 άνθρωποι, αριθμός σημαντικός για τα δεδομένα της εποχής. Στο πλήθος μίλησε ο Σταύρος Καλλέργης, και μετά το πέρας της ομιλίας του πρότεινε να υπογραφεί ψήφισμα προκειμένου να επιδοθεί στη Βουλή. Ο Καλλέργης με το ψήφισμα ανά χείρας έφτασε στη Βουλή, ωστόσο ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να το παραλάβει. Τότε το διάβασε από τα θεωρεία της Βουλής, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να του επιβληθεί για την πράξη του ποινή φυλάκισης 12 ημερών.
Η έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, τον οδήγησε στα πατρογονικά εδάφη. Στην Κρήτη, ο Καλλέργης δεν έμεινε ανενεργός. Εξελέγη πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Ωστόσο, έπειτα από τρεις απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου επιχείρησε ανεπιτυχώς να επανεκδώσει την εφημερίδα «Σοσιαλιστής». Από το 1905 τον ξαναβρίσκουμε στην Κρήτη, με την οικογένεια που στο μεταξύ είχε κάνει, να ζει σε δραματική ένδεια, μια και είχε ξοδέψει όλη την πατρική περιουσία για την προώθηση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες που είχαμε συλλέξει, ο Σταύρος Καλλέργης έφθασε σε οικονομική εξαθλίωση επειδή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να φερθεί σαν έμπορος. Κλείνοντας το μαγαζί του άφησε πίσω αμέτρητα χρέη των πελατών του, τα οποία ουδέποτε διεκδίκησε.
Διατήρησε μέχρι το τέλος τα στοιχεία ενός σπάνιου χαρακτήρα. Αρκετές φορές ,καθισμένος στο υποζύγιο, θεάθηκε να περιμένει το ζώο να τελειώσει τη βοσκή του, αν έβλεπε κάποιο ελκυστικό χορτάρι στο δρόμο του και σταματούσε, παρά να το διακόψει.
Στα τελευταία του ο αδελφός του θέλησε να του φέρει γιατρό.
«Όχι» είπε εκείνος. «Άφησε καλύτερα αυτά τα λεφτά στην άκρη για να φάνε τα παιδιά μου».
Ο ήρωας της ξενιτιάς Ηλίας Σπαντιδάκης
Για τον Ηλία Σπαντιδάκη επίσης αρκετά καθυστερημένα πληροφορηθήκαμε τη δράση του, αν και συγκαταλέγεται επίσημα ανάμεσα στους μάρτυρες του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, που έπεσαν θύματα αυτής που ονομάστηκε «Η Σφαγή του Λάντλοου» και ήταν το αποκορύφωμα των «Πολέμων των Λιγνιτωρυχείων» της περιόδου 1914-1915.
Μας τον έκανε γνωστό ο ανιψιός του Γιώργος Σταυρουλάκης, ένα πρωινό, πριν πολλά χρόνια, που μας επισκέφθηκε στα γραφεία της εφημερίδας.
Όπως μας είχε πει, συμπτωματικά έμαθε λεπτομέρειες για τα γεγονότα της εποχής και ύστερα από εντατική έρευνα, κατέγραψε την ιστορία του προγόνου του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Λούης Τίκας: Ο ήρωας της ξενιτιάς». Κι έτσι μάθαμε για έναν δικό μας κορυφαίο του συνδικαλιστικού κινήματος που ευτυχώς, έστω και καθυστερημένα, γίνονται τα τελευταία χρόνια, εκδηλώσεις προς τιμήν του.
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης γεννήθηκε στη Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εκεί μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων. Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε στο Κολοράντο μέσα στο βαγόνι ενός εμπορικού τραίνου. Οι δυτικές πολιτείες υπόσχονταν δουλειά και αγροτική ζωή, που φαινόταν πιο οικεία από εκείνη της μεγαλούπολης: Ο Λούης Τίκας εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown: την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Επικεφαλής Συνδικάτου Λούστρων
Είχε μια αθέατη πλευρά: Αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων, που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σέντς!), ενώ άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: Μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του, που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Το νότιο Κολοράντο εκείνη την εποχή περνούσε από το άγριο Ουέστ στη βιομηχανική εποχή. Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Μεξικανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι οδηγούνταν ομαδικά στο Τρινιδάδ. Οι δουλέμποροι τους πουλούσαν υποσχέσεις για τη γη της επαγγελίας και ύστερα τους έφερναν να πεθάνουν στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ.
Πολλοί από όσους έφτασαν στα ορυχεία, έρχονταν για να σπάσουν απεργίες. Άλλοι το γνώριζαν, άλλοι όχι.
Κόντρα στους εργατοπατέρες
Είχε πολλούς εχθρούς και μέσα στο συνδικάτο ο Τίκας. Tους δημιουργούσε με τις θέσεις και τον χαρακτήρα του. Θεωρούσε πως όποιος δεν έχει δουλέψει στα ορυχεία, δεν είχε θέση στο συνδικάτο. Δεν τα πήγαινε καλά με τους επαγγελματίες εργατοπατέρες», λέει ο Ντέιβιντ Μέησον.
Τα πράγματα είχαν φτάσει στο Αμήν, το Σεπτέμβρη του 1913.
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13000 ανθρακωρύχοι.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες.
Νωρίς το πρωί, κάλεσαν τον Λούη και του ζήτησαν να τους παραδώσει έναν απεργό. Όχι Έλληνα – Ιταλό. Ενδεικτικό της επιρροής του Λούη και πέρα από την ελληνική κοινότητα. Ο Τίκας αρνήθηκε, αφού δεν είχαν ένταλμα. Άρχισαν οι απειλές και οι απεργοί έβγαλαν τα όπλα τους, να δείξουν ότι δεν αποδέχονται την παράδοση του συντρόφου τους. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους.
Ο Λούης βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο.
Μαρτυρικός θάνατος
Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Είναι πολλά τα ιστορικά στοιχεία, που μας παρέχει το διαδίκτυο, απ’ όπου και αντλήσαμε μερικά.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Μετά το βιβλίο του Γιώργου Σταυρουλάκη, αρχής γενομένης από τη Λούτρα άρχισε να τιμάται ο ήρωας. Και στο γραφικό χωριό υπάρχουν ακόμα τα κτίσματα από τα πατρογονικά του ήρωα, που θυμίζουν το νέο παιδί που δόξασε την πατρίδα του στα πέρατα της γης υπερασπιζόμενος το δίκιο του εργάτη.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.