Και πράξεις απαράμιλλου ηρωισμού από απλούς ανθρώπους
Ήταν μεγάλη ταπείνωση για τους «γενναίους» του Χίτλερ να τους ανακόψει τον δρόμο εμποδίζοντας τα επεκτατικά τους σχέδια ένα τσούρμο από γέρους και γυναικόπαιδα. Και η εκδίκηση που κυοφορήθηκε στη σκέψη του Γερμανού σμήναρχου Στουρμ πολύ σκληρή.
Εκτελεστές του φρικτού σχεδίου ο ταγματάρχης Χανς Κρώχ και ο υπολοχαγός του Άρνολντ Φον Ρουν. Το πρώτο χωριό που πλήρωσε μερτικό για τη συμμετοχή του στην άμυνα, ήταν το Αστέρι.
Ανύποπτος ο κόσμος στο γραφικό χωριό ξεκινούσε τη μέρα του εκείνη την πρώτη μέρα του Ιούνη όταν με την πρώτη έξοδο στο χωριό διαπιστώθηκε ότι είχε κυκλωθεί από Γερμανούς που ξημερώματα έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο του γδικιωμού.
Μάζεψαν όλους τους άνδρες στο καφενείο και κατά τις 11, πήραν καμιά δεκαριά και τους έφεραν στο ανατολικό ύψωμα του χωριού.
Σύμφωνα με τον Μάρκο Πολιουδάκη εκεί τους έβαλαν να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο. Αυτοί υπάκουσαν βέβαια πιστεύοντας ότι οι Γερμανοί θα τοποθετούσαν εκεί ένα μεγάλο κανόνι. Που να ξέρουν τι θα επακολουθούσε. Μόνο ένας ο Κώστας Δευτεραίος φοβήθηκε το χειρότερο. Κατάφερε να διαφύγει κι έτσι σώθηκε. Μόλις ανοίχτηκε ο λάκκος η φρουρά κατέβασε τους Αστεριανούς που έσκαψαν κάτω και κατά τις 12 πήραν 15 και τους μετέφεραν νοτικά όπου και τους εκτέλεσαν.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης, μικρό παιδί τότε ακολουθώντας με μύριες προφυλάξεις την κουστωδία που μετέφερε και τον πατέρα του βλέποντας τον πραγματικό σκοπό των κατακτητών έτρεξε στο χωριό και μετέφερε το φρικτό μαντάτο, ενώ ακούγονταν σκόρπιοι πυροβολισμοί. Ήταν οι χαριστικές βολές που έριχναν οι δήμιοι στους εκτελεσθέντες.
Δυο μόνο σώθηκαν τότε ο Μανόλης Καλαρής και ο στρατιώτης Μανόλης Αντωνάκης από το Ρουμελί.
Αμέσως την επομένη ήρθε η σειρά του Άδελε. Εκείνη την εποχή που δεν υπήρχε τρόπος άμεσης ενημέρωσης, κανένας δεν φανταζόταν τι θα επακολουθήσει. Κι ενώ κάποιες φήμες προειδοποιούσαν, κανένας δεν έδωσε σημασία. Που να φανταστούν τι τους περιμένει.
Στη «Σαρακίνα» γράφτηκε η δεύτερη πράξη του δράματος με τον Στυλιανό Χαρκιανάκη να εμπνέει τη λαϊκή μούσα με το τόλμημά του να επιτεθεί με φτυάρι στους δημίους και προσπαθώντας να διαφύγει να βρει τραγικό θάνατο.
Κι ενώ στο Άδελε είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος του αίματος, που διαπίστωσαν οι κάτοικοι μέρες αργότερα, ενώ πίστευαν ότι οι αγαπημένοι τους λείπουν σε αγγαρεία λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στο Αστέρι, η Ευαγγελία Πολιουδάκη, γιαγιά του Μάρκου ετοίμαζε το κόλλυβο για τα τρίμερα του Γιώργη της που είχε εκτελεστεί την πρώτη μέρα των αντιποίνων.
Μέσα στην παραζάλη της δεν κατάλαβε αμέσως τι γύρευαν οι Γερμανοί που όρμησαν στην αυλή της με προτεταμένη όπλα.
Μόνο όταν κάποιος κλώτσησε με δύναμη το πιάτο με τα κόλλυβα η μαυροφορεμένη γυναίκα ουρλιάζοντας από οργή όρμησε καταπάνω του κραδαίνοντας ένα φουρνόξυλο.
Πάνω που ετοιμαζόταν να χτυπήσει τον Γερμανό βέβηλο, πρόλαβε ένας άλλος και τη γάζωσε με το όπλο του. Ίδια τύχη είχε και ο άνδρας της που έσπευσε να τη βοηθήσει. Ακόμα και το σκυλί τους σκότωσαν οι αμείλικτοι εισβολείς για να μην υπάρχει κανένας μάρτυρας της φρικτής πράξης τους.
Μια γειτόνισσα όμως, που κανένας δεν είχε προσέξει σε απέναντι ταράτσα, είδε το γεγονός και το κατέθεσε αργότερα χωρίς να υποψιάζεται ότι τεκμηρίωνε με τη μαρτυρία της την πρώτη πράξη αντίστασης μετά την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς.
Ένας ακόμα ήρωας ρασοφόρος
Για έναν ακόμα ήρωα ρασοφόρο κάνει αναφορά ο επιφανής ιστορικός και συγγραφέας δρ Γιώργος Καλογεράκης του πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής δημοτικού σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.
Ο εκλεκτός και ακούραστος ιστορικός ερευνητής αναφερόμενος στη διάρκεια εσπερίδας του Πολιτιστικού Ρεθύμνου, στους ηρωικούς ρασοφόρους που έπεσαν ηρωικά πολεμώντας στη Μάχη της Κρήτης, μίλησε διεξοδικά και για έναν άγνωστο στους περισσότερους ήρωα Ιερομόναχο της Ιεράς Μονής Αρσανίου τον Δαμιανό Καλλέργη (1863-1941) που εκτελέστηκε σε ηλικία 78 ετών στις 3 Ιουνίου 1941 μαζί με άλλους οκτώ συγχωριανούς του.
Μας είχε αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μια ομάδα Γερμανών, την 3η Ιουνίου 1941, πέρασε από την Ιερά Μονή Αρσανίου που βρίσκεται κοντά στο χωριό Παγκαλοχώρι. Οι μοναχοί τους πρόσφεραν δροσερό νερό με ένα μικρό κέρασμα. Εκείνοι συνέχισαν την πορεία τους προς το χωριό Παγκαλοχώρι. Η εντολή των αξιωματικών τους ήταν να συλλάβουν δέκα άντρες από το χωριό και να τους εκτελέσουν ως αντίποινα για τους δεκάδες νεκρούς Γερμανούς της μάχης γύρω από το αεροδρόμιο της Πηγής και της περιοχής Σταυρωμένου. Ο ιερομόναχος Δαμιανός Παντελή Καλλέργης (ετών 78) από το Παγκαλοχώρι, μέλος της θρησκευτικής κοινότητας του μοναστηριού, για άγνωστο λόγο μαζί με τον συγχωριανό του Χαρίδημο Δράγαση αδελφό του Μοναχού Ιερόθεου Δράγαση της Μονής, πήραν ένα μεγάλο λαγήνι και κατευθύνθηκαν στο χωριό. Ο Χαρίδημος Δράγασης, λόγω του αδερφού του, βοηθούσε συχνά στις δουλειές και βρέθηκε αυτήν την ημέρα στο μοναστήρι.
Οι Γερμανοί στο Παγκαλοχώρι είχαν κάνει συλλήψεις αλλά δεν συγκέντρωσαν τον αριθμό των απαιτούμενων ανδρών. Έτσι μόλις είδαν τον Δαμιανό Καλλέργη και τον Χαρίδημο Δράγαση τους συνέλαβαν, έσπασαν τη λαήνα που κρατούσαν και τους οδήγησαν με άλλους εφτά Παγκαλοχωριανούς στη θέση «Τσαγκάρης», λίγο έξω από το χωριό και τους εκτέλεσαν. Οι εννιά πατριώτες από το Παγκαλοχώρι που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν: Δαμιανός Καλλέργης, Χαρίδημος Δράγασης, Μανόλης Περακάκης, Μανόλης Δρυγιανάκης, Λευτέρης Δρυγιανάκης, Αντώνης Ντακάκης, Κωστής Κουμιωτάκης, Μανόλης Ντακάκης και Μανόλης Ραπτάκης.
Η θυσία του 78χρουνου Ιερομόναχου Δαμιανού Καλλέργη, αποκάλυψε από την πρώτη ημέρα κατάληψης της Κρήτης το βάρβαρο και στυγνό πρόσωπο του κατακτητή, που δεν έδειχνε κανένα σεβασμό στους ιερωμένους, στους γέροντες, στις γυναίκες και τα παιδιά».
Η σειρά της Λούτρας
Μετά ήρθε η σειρά της Λούτρας. Εδώ θα πρέπει με μεγάλη διακριτικότητα να παραθέσουμε ένα στοιχείο απόλυτα τεκμηριωμένο που κάποια στιγμή θα πρέπει να δει το φως της δημοσιότητας και να ελεγχθεί.
Πρόκειται για τη φήμη που αιωρείται σε βάρος προσώπου που ήξερε και δεν ειδοποίησε.
Νεότερα στοιχεία όμως αποδεικνύουν ότι ο φερόμενος ως εθνικά ανάξιος, έσπευσε να ειδοποιήσει με συγγενικό του πρόσωπο. Και επειδή αυτό ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του, δεν έκανε καμιά άλλη κίνηση να ενημερώσει για την επερχόμενη εισβολή.
Το πρόσωπο όμως που είχε αναλάβει την αποστολή, από ανθρώπινη αδυναμία και μόνο, θες η κούραση της μέρας, θες το πυκνό σκοτάδι που επικρατούσε, πήρε την απόφαση να ειδοποιήσει την επομένη πρωί-πρωί. Δυστυχώς, όμως, όλα είχαν κριθεί και το χωριό ήταν ήδη κυκλωμένο. Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα στα οποία έχουμε αρκετές φορές αναφερθεί.
Και οι Λουτριανοί με τη σειρά τους, προκάλεσαν με λεβεντιά τον θάνατο.
Ακόμα και την τελευταία τους στιγμή ταπείνωσαν τον εχθρό τηρώντας μια αγέρωχη στάση.
Όρθωσαν το κορμί τους και κοίταξαν με περιφρόνηση τις κάνες που τους σημάδευαν.
Έπεσαν σαν τα κυπαρίσσια που υπάρχουν σήμερα εκεί στον τόπο της θυσίας τους.
Ένας μόνο κατάφερε να ξεγελάσει τον θάνατο.
Ήταν ο Μανόλης Περακάκης 61 χρόνων. Από εξαιρετική εύνοια της τύχης η σφαίρα τον πέτυχε στο σαρίκι του. Ακόμα κι ο ίδιος απόρησε με το θαύμα της σωτηρίας του. Ήταν όμως γραφτό να μείνει ως ένας αξιόπιστος μάρτυρας της τραγωδίας και να ξέρουμε τις τελευταίες στιγμές εκείνων των ηρώων.
Έτσι γράφτηκε το ματωμένο χρονικό στη Λούτρα.
Αμέσως μόλις οι Γερμανοί απομακρύνθηκαν έχοντας τελειώσει την αποστολή θανάτου ο τόπος της θυσίας γέμισε από γυναικόπαιδα που έκλαιγαν σπαρακτικά τους ανθρώπους τους.
Θρήνος και κατάρες γέμιζαν την ατμόσφαιρα.
Τραγικές φιγούρες και τα παιδιά που ζούσαν μια τέτοια στιγμή αποκάλυψης.
Αυτή που θα στοίχειωνε σε όλη τους τη ζωή.
Ένας από τους μελλοθάνατους ο Στυλιανός Ντακάκης μετά την πρώτη ριπή έφυγε από τη γραμμή τραυματισμένος, αλλά πέθανε πιο κάτω στον ποταμό.
Στον περίβολο της εκκλησίας καθόταν ο στρατιώτης Γ. Θ. Ψωμάς από το Ρουμελί κι έτρωγε λίγο ψωμί που τον είχαν φιλέψει οι φιλόξενοι Παγκαλοχωριανοί. Λίγα λεπτά μετά τον εντοπισμό του από τους Γερμανούς κειτόταν με ανοικτό το κεφάλι και γεμάτο το στόμα.
Εδώ είχαμε επίσης εκτός από το κάψιμο κάμποσων σπιτιών και τον βιασμό μιας γυναίκας.
Ένα άλλο θύμα τους ήταν ο Μανόλης Στυλ. Ντακάκης. Αυτόν τον είχαν δει αιχμάλωτοι αλεξιπτωτιστές να του δίνουν όπλο Αυστραλοί στρατιώτες. Εκεί στο ίδιο μέρος που τον είχαν δει στον λόφο «Κεφάλα» τον εκτέλεσαν.
Η ηρωική πορεία του παπά Αλεβυζάκη
Από τους ήρωες που διακρίθηκαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αντίσταση και ο παπά Γιάννης Αλεβυζάκης.
Ήταν γιος της αδελφής ενός άλλου ήρωα λευίτη του θρυλικού παπά Λευτέρη Νουφράκη, που είχε τολμήσει το 1919 να λειτουργήσει στην Αγία Σοφία κι έχει μείνει στην ιστορία σαν ένας μεγάλος αγωνιστής.
Ο παπά Γιάννης Αλεβυζάκης, τέλειωσε τη σχολή της Χάλκης και από τα νεανικά του χρόνια διακρινόταν για την προσωπικότητά του που συνδύαζε ένα κράμα ανυπότακτης φύσης και βαθιάς πνευματικότητας. Είχε πάντα τη σωστή συμβουλή για το κάθε πρόβλημα του ποιμνίου του αλλά δεν «σήκωνε μύγα στο σπαθί του» όταν κινδύνευε το δίκιο και η αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου.
Πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης και ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε στην Αντίσταση. Από την αρχή μάλιστα έτυχε να έχει αναπτύξει κοινή δράση, συμμετέχοντας σε κοινές αποστολές με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ.
Ο καρπός από τη γη που καλλιεργούσε, σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ανήκε σε κάθε πεινασμένο και κυνηγημένο. Ο ίδιος ποτέ δεν σκέφτηκε να εκμεταλλευθεί την ανθρώπινη δυστυχία και ήταν από τους μεγάλους όσο και άγνωστους χορηγούς τροφίμων στη Μονή Πρέβελη για τις ανάγκες των στρατιωτών που περίμεναν ευκαιρία για να φύγουν στο Κάιρο. Εκεί που εστάλη και ο ίδιος όταν κινδύνευσε να συλληφθεί.
Ένα από τα παιδιά που απέκτησε-με μια γυναίκα φαινόμενο λεβεντιάς, την Αθηνά το γένος Σήφη Δουλαβεράκη -ήταν ο Σήφης που είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και είχε επιστρέψει στο χωριό και βοηθούσε τον πατέρα του στον αγώνα με δυο ακόμα αδέλφια του. Αυτά ζουν τώρα στον Καναδά.
Σε κάποιο μπλόκο που «έπεσε» με τον εξάδελφό του Ευθύμη Νουφράκη βρέθηκε πάνω του σημείωμα του Λι Φέρμορ στον πατέρα του. Ήταν απλές ευχές για τα Χριστούγεννα. Αν και δεν ήταν τόσο σημαντικό σε περιεχόμενο, οι Γερμανοί συνέλαβαν τους δυο νεαρούς και τους μετέφεραν στο σπίτι του παπά Αλεβυζάκη. Με βίαιο τρόπο απομόνωσαν την παπαδιά και άρχισαν να βασανίζουν σε άλλο δωμάτιο τα δυο παιδιά για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους.
Συγκλονίζεται κάθε ευαίσθητος άνθρωπος στη σκέψη εκείνης της γυναίκας, που χαμένη σε αναφιλητά άκουγε τις κραυγές πόνου του παιδιού της αλλά και του άλλου παλικαριού ανίσχυρη να τους προσφέρει βοήθεια.
Τραγικός επίλογος στην Αγιά
Όταν κουράστηκαν οι δήμιοι να βασανίζουν τα δυο παλικάρια, χωρίς να πάρουν λέξη από το στόμα τους, τα μετέφεραν στην Αγιά.
Εκεί μια ομάδα δράσης κατάφερε να τους βάλει σε τρόφιμα (γεμιστά) μια λίμα κι εκείνοι μετά από προσπάθεια κάποιων ημερών κατάφεραν να δημιουργήσουν διέξοδο για να δραπετεύσουν. Για κακή τους τύχη ενώ ήταν έτοιμοι να ξεφύγουν κάποιος γέρος κρατούμενος αντιλήφθηκε την πρόθεσή τους κι άρχισε να φωνάζει. Το τέλος των δυο παιδιών ήταν το αναμενόμενο. Ο γιος του παπά Γιάννη εκτελέστηκε ενώ ο ανιψιός του εστάλη σε στρατόπεδο όπου μάλλον πως άφησε εκεί τα κόκαλά του.
Κανένας δεν λησμόνησε την πρεσβυτέρα.
Μεγάλη ήταν και η προσφορά της πρεσβυτέρας για την οποία αναφέρει σχετικά ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, απαντώντας σε επιστολή της Μαρίας Τσιριμονάκη, στην οποία του ζητούσε στοιχεία για την παπαδιά στο πλαίσιο των ιστορικών της ερευνών.
«Κανείς από μας που είμαστε σ’ αυτή την περιφέρεια της Κρήτης ποτέ δεν θα λησμονήσει την κυρία Αθηνά, την παπαδιά δηλαδή στις Αλώνες και γυναίκα του παπα Γιάννη Αλεβυζάκη.
Η στάση της απέναντί μας – στους περιπλανώμενους Εγγλέζους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς και λίγο αργότερα τους νέους αξιωματικούς και ασυρματιστές της αποστολής – ήταν καθαρά μητρική. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Στην αρχή κάθε φορά που περνούσαμε από εκεί, στο κλασικό μυστικό δρόμο μας, τα μονοπάτια που πήγαιναν από τα ριζίτικα χωριά – Ασή Γωνιά – Βιλανδρέδο – Αλώνες – Γερακάρι – εκοιμούμεθα στο σπίτι, αλλά λίγο αργότερα όταν είχαμε σταθμό ασυρμάτου σε μικρή απόσταση από το χωριό σε μια καλύβα, μας τάιζε συνέχεια, βδομάδες ολόκληρες, μήνες και αισθανθήκαμε πραγματικά σαν τα παιδιά της.
Έστελνε το φαγί, απάνω στο λημέρι, με τον παπά Γιάννη τον ίδιο, το Σήφη, το Λευτέρη, τη Μαρία ή το Γιώργη ή με κάποιο συγγενή Νουφράκη, και κάποτε το ‘φερνε η ίδια σ’ ένα καλάθι.
Θυμάμαι τόσο καλά το πρόσωπό της, όλο καλοσύνη, με μια μικρή δόση λύπης, αλλά για μας πάντα καλοσύνη και στενοχώρια δια τους γονείς μας: «Η καημένη η μητέρα σου, που να ξέρει που είσαι τώρα; Τόσο μακριά από το σπίτι;»
Ήταν ένα τεράστιο πλήγμα όταν οι Γερμανοί τον πιάσανε το Σήφη, δυστυχώς μ’ ένα γράμμα δικό μου, προς τον πατέρα του στην τσέπη-και μετά τον εκτελέσανε στην Αγιά.
Η στάση της παπαδιάς Αθηνάς και του παπα Γιάννη ήταν υπέροχη! Τεράστια λύπη αλλά και μεγάλη αξιοπρέπεια, χωρίς θόρυβο. Ένα μείγμα θρησκείας και πατριωτισμού στην πιο απλή και αγνή σημασία των λέξεων, ήταν το στήριγμά τους.
Φύγαμε από τις Αλώνες δι’ ένα διάστημα, ήταν τόσο επικίνδυνο δι’ όλους τώρα, πάνω στα όρη να περιμένουμε να περάσει η μπόρα, να βρούμε αργότερα ένα άλλο λημέρι, όχι μακριά για να συνεχίσουμε σαν πριν.
Όπως έγραψα παραπάνω, μας θεωρούσε σαν τους θαυμάσιους γιους της και η τελευταία ανάμνησή μου της παπαδιάς Αθηνάς, ήταν όταν μας έφερε μεζέ και κρασί κάτω από το τεράστιο δέντρο πίσω από το σπίτι-που κουβεντιάζαμε και γελούσαμε όλοι-ο παπα Γιάννης καπνίζοντας το τσιμπούκι του, τα παιδιά και η Μαρία, ο Νούφρης, ο Αλέκος ο Φίλτιγκ, ο Ματθαίος ο ασυρματιστής μου και ο μικρός Αλέκος ο ασυρματιστής του Αλέκου, ο Γιώργης Ψυχουντάκης, ο Μανόλης Πατεράκης και ο Νικολής ο Αλεβυζάκης με τη λύρα του. Βλέπω την παπαδιά με τα μαύρα της και τα χέρια ενωμένα στη μέση, να χαμογελά σαν να είχε γύρω της την οικογένειά της κάτω από τη σκιά των καστανόφυλλων…».
Κλείνοντας το αφιέρωμά μας για τα γεγονότα μετά τη Μάχη της Κρήτης αξίζει να αναφέρουμε το Γερακάρη που όπως και τα Ανώγεια είχε μεταβληθεί σε κέντρο Αντίστασης και φιλοξενίας των συμμάχων στρατιωτών που είχαν αποκλειστεί μετά τη Μάχη της Κρήτης.
Εδώ πρωτοστατούν οι Κοκονάδες που είχαν μεταβάλει το σπίτι τους σε κέντρο διερχομένων παρέχοντας μεγάλη φιλοξενία σε πολλούς κυνηγημένους.
Ένα ακόμα στοιχείο που επιβεβαιώνει τη δράση της οικογενείας αποτελούν μαρτυρίες Αμαριωτών που θυμούνταν τον ηγούμενο της Μονής Αρκαδίου Διονύσιο Ψαρουδάκη μεταμφιεσμένο σε έμπορο να περιφέρεται στο Αμάρι για να εκτελέσει αποστολές κι όπως λέγεται στο σπίτι των Κοκονάδων ένοιωθε ότι μπορεί να ξεκουραστεί χωρίς κανένα φόβο
Όπως ακριβώς και στο σπίτι του Νικόλαου Αποστολάκη του περίφημου «Τσαούση» στον Πρινέ Μυλοποτάμου εκεί που πέρασε την τελευταία νύχτα της ζωής του ο Γιάννης Μαθιουδάκης πριν φύγει για τη Μέση όπου και τον περίμενε ο θάνατος.