Οι Ρεθεμνιώτες πανηγύρισαν το γεγονός και ας τους είχε απαγορευθεί η… είσοδος
Έτσι που εξελίσσεται η πολιτιστική μας ζωή, σκέπτομαι, και ας με συγχωρήσουν οι θεσμικοί μας παράγοντες ότι ευτυχώς που έφυγαν νωρίς εκείνοι που έφεραν το Ρέθυμνο στο ύψος μια πόλης Γραμμάτων και Τεχνών. Και όσοι απέμειναν, εν ζωή, έφυγαν κι αυτοί ανήμποροι να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που δεν τιμούν τη Ρεθεμνιώτικη λεβεντιά. Κατάντια είναι η λέξη που μου έρχεται στο νου. Και πώς να μην καταλήγω σ’ αυτά τα θλιβερά συμπεράσματα όταν αξιώθηκα να ζήσω τέτοια γεγονότα στο Ρέθυμνο που μόνο σε μεγαλουπόλεις αξιώνεσαι να ζήσεις. Και δεν ήμουν τόσο στερημένη από πνευματικές απολαύσεις.
Οφείλω επίσης να προσθέσω, για να κατανοήσουν και οι πλέον δύσπιστοι αναγνώστες μου την ακριβή έννοια των στοχασμών μου, ότι ερχόμενη στο Ρέθυμνο τον Αύγουστο του 1972, έφερνα μαζί μου και κάποιες περγαμηνές που εκτός από τη βεβαίωση ότι γνώριζα γραφή και ανάγνωση αποκάλυπταν και μια πολιτιστική παιδεία που έφερε κοντά μου σε ατέλειωτες υπέροχες συζητήσεις, Χριστόφορο Σταυρουλάκη, Ειρήνη Γρηγοριάδου, Μαρία Τσιριμονάκη, Ανδρέα Σταυρουλάκη, Ανδρέα Νενεδάκη, Κώστα Ξεξάκη, Μανόλη Βογιατζάκη, Θεμιστοκλή Βαλαρή, Γιάννη Ευθ. Τσουδερό και άλλους που δεν γίνεται να τους αναφέρω αλλά είναι πάντα στην καρδιά μου.
Εγώ πάλι αισθανόμουν μπροστά τους τόσο ανεπαρκής σε γνώσεις που δεν έχανα ευκαιρία να καταφεύγω στη Βιβλιοθήκη (στην Αγία Βαρβάρα ήταν τότε) όπου είχα τη μεγάλη ευκαιρία να γνωρίσω τον Μάρκο Γιουμπάκη, τον Μιχάλη Τζεκάκη, τον Γιάννη Παπιομύτογλου…
Και από ψυχαγωγία είχα τις αλησμόνητες συναυλίες των μουσικών νειάτων που ανέπτυξαν τη μουσική μου παιδεία.
Ήταν πολύ ψηλά ο πήχης της πολιτιστικής παιδείας των Ρεθεμνιωτών την εποχή που αναφέρομαι. Δυστυχώς το μόνο σημείο που κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενιές από αυτό τον πνευματικό πλούτο είναι η πρακτική του ενός όταν πρέπει να οργανωθεί μια εκδήλωση. Ένας ολόκληρος σύλλογος αποφασίζει αλλά ένας, θα πάρει το βάρος και θα τρέχει για να φέρει σε πέρας τη διοργάνωση.
Τα ίδια γινόταν και τότε.
Ήταν φθινόπωρο του 1977 και μόλις είχα αναλάβει καθήκοντα στην ΕΡΤ. Είχα κάνει και τις πρώτες ικανοποιητικές εμφανίσεις μου – χάρις στο Μουσικό Αύγουστο του Χατζηδάκη στα Ανώγεια – και αναζητούσα θέματα για να δώσω μια εξίσου ικανοποιητική συνέχεια.
Σε μια τέτοια φάση αναζήτησης βρέθηκα στο Ενετικό μας λιμάνι όπου επικρατούσε μια αναταραχή που μου αναπτέρωσε τις ελπίδες ότι κάτι καλό θα εύρισκα για τον σκοπό μου. Δεν είχα πέσει έξω στις εκτιμήσεις μου. H κίνηση αυτή περιοριζόταν στις ταβέρνες που δεν φιλοξενούσαν τη συνηθισμένη πελατεία τους αλλά βαστάζους και εργάτες του λιμανιού που πηγαινοέρχονταν με κιβώτια που ακουμπούσαν σε κάθε ταβέρνα χωριστά και έφευγαν. Ο μόνος που έμενε ήταν ένας ψιλόλιγνος κύριος που ανεβασμένος σε μια καρέκλα κάρφωνε στον τοίχο τα απαραίτητα για να κρεμάσει πίνακες που έβγαζε έναν έναν από τα κιβώτια. Αυτός και μοναχός του,αλλά μουρμουρίζοντας συνεχώς. Μπορεί κατά βάθος να με τρόμαζε η συμπεριφορά του αλλά δεν μου έκανε και καρδιά να απομακρυνθώ.
Κάποια στιγμή με πρόσεξε και άφησε να ξεσπάσει όλη του η οργή, ενώ εγώ τον κοιτούσαν έντρομη ομολογώ.
– Τα βλέπεις; Και μετά θέλουνε και πολιτισμό; Που εξαφανίστηκαν όλοι μου λες; Ας όψονται που έχουμε τα εγκαίνια. Αλλιώς θα τους έλεγα εγώ.
Απορώντας ακόμα και τώρα για το θάρρος που απέκτησα ξαφνικά, θυμάμαι πως τον πλησίασα και του συστήθηκα. Κι εκείνος ανταποκρίθηκε με ένα σεβασμό και μια ευγένεια που με υποχρέωσε.
Είχε ένα βλέμμα αυτός ο άνθρωπος που άγγιζε την ψυχή σου. Παραπονιόταν αλλά δούλευε συγχρόνως. Και δεν αρνήθηκε τη βοήθειά μου όταν άρχισα να του δίνω τουλάχιστον τους πίνακες για να κρεμάει.
Έτσι γνώρισα τον Ανδρέα Νεναδάκη το σπουδαίο μας λογοτέχνη με την αμείλικτη αλλά τόσο δίκαιη πέννα. Είχε έρθει στο Ρέθυμνο για κάτι πρωτοποριακό που έφερε το Ρέθυμνο στο επίκεντρο του πανελλαδικού ενδιαφέροντος. Μια έκθεση με έργα όλων των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής.
Ο Ανδρέας Νενεδάκης σύζυγος της σημαντικής ζωγράφου Έλλης Μαρίας Κομνηνού είδε σαν μια εξαιρετική ευκαιρία για να βγει το Ρέθυμνο από την πολιτιστική του νάρκη αυτή την έκθεση στις ταβέρνες του Ενετικού Λιμανιού. Και είχε δίκιο.
Ήταν από τα σπάνια πολιτιστικά γεγονότα που οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θυμούνται με συγκίνηση. Φυσικά η έκθεση δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά παρά τα σχέδια του Ανδρέα Νενεδάκη. Ίσως επειδή ποτέ δεν ξέχασε την απίστευτη ταλαιπωρία του να οργανώσει ολομόναχος την έκθεση κρεμώντας ο ίδιος μέχρι και τους πίνακες.
Πέρασε όμως η πρωτοβουλία του με χρυσά γράμματα στην πολιτιστική ζωή του τόπου.
Και ήρθε η βραδιά Κουήν
Για χρόνια το γραφικό μας λιμανάκι είχε σαν μόνιμη εικόνα μνήμης αυτή την πανελλήνια έκθεση εικαστικών, μέχρι που ήρθε μια άλλη πρωτοβουλία να χαρίσει δόξες στη γραφική αυτή γωνιά της πόλης που δεν ξανάζησε το Ρέθυμνο. Ήταν τότε που η πόλη θα έδινε το Βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών στο σπουδαίο Άντονυ Κουήν.
Ήταν Ιούνιος του 1997. Ένα Σάββατο αξέχαστο. Μέχρι τότε, βέβαια, το Ρέθυμνο είχε κάνει ένα σπουδαίο άλμα προόδου στο πολιτιστικό γίγνεσθαι με το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ. Χωρίς διάθεση να υποβαθμίσω τις φιλότιμες προσπάθειες να συνεχιστεί ο θεσμός όπως ξεκίνησε, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η λαμπρότητα που είχε το Αναγεννησιακό Φεστιβάλ επί Νομαρχίας Βασιλικής Μόσιαλου, που ήταν και εμπνεύστρια του θεσμού, είχε περιορισμένη διάρκεια.
Επειδή ως εθελόντρια είχα την ευθύνη προβολής του φεστιβάλ μπορώ να βεβαιώσω και να αποδείξω με τις πρώτες εκείνες αναφορές πανελλαδικά, πως από τη μια στιγμή στην άλλη το Ρέθυμνο, χάρις στη νομάρχη, είχε κερδίσει το ενδιαφέρον όλου του καλλιτεχνικού κόσμου. Από τον Φεβρουάριο μας τριγύριζαν οι προπομποί κάθε θιάσου για να προτείνουν έργα αποκλειστικά για το φεστιβάλ.
Δεν φιλοξενούσαμε δηλαδή όποια παραγωγή θα έκανε καλοκαιρινή τουρνέ έτσι κι αλλιώς όπως γίνεται σήμερα. Μας έφερναν παραγωγές αποκλειστικά για το φεστιβάλ. Και ζήσαμε ανεπανάληπτες εμπειρίες πλάι σε κορυφές του θεάτρου.
Με την ίδια λαμπρότητα συνεχίστηκε το φεστιβάλ και όταν το ανέλαβε ο δήμος Ρεθύμνου με αντιδήμαρχο το Βαγγέλη Στεφανάκη. Και τότε ήταν μια περίοδος που έδωσε εξαιρετική αίγλη στο τουριστικό Ρέθυμνο.
Τα τονίζω όλα αυτά για να καταλάβουμε ότι η βράβευση Κουήν ήρθε σε μια εποχή που η πόλη είχε πια ξεφύγει από τη μιζέρια της επαρχιώτικης πολιτιστικής ζωής. Οι ντόπιοι είχαν συνηθίσει να βλέπουν μεγάλες μορφές του θεάματος να κάνουν τη βόλτα τους στην πόλη πριν προετοιμαστούν για την παράστασή τους το βράδυ.
Ακόμα η υπέροχη Πέμυ Ζούνη θυμάται τις αμέτρητες ρακές που αναγκάστηκε να πιει πρωινιάτικα για να μην προσβάλει τους θαυμαστές της που επέμεναν να την κεράσουν και να την καλωσορίσουν στην πόλη μας.
Κι όμως εκείνη η βραδιά με τη βράβευση του Άντονυ Κουήν έμεινε ανεπανάληπτη στη θύμηση όσων την έζησαν από μακριά, γιατί η οργανώτρια εταιρία Γερμανικών συμφερόντων δεν επέτρεπε στη …μάζα να πλησιάσει.
Πως βρέθηκε τώρα ο Άντονυ Κουήν στα μέρη μας.
Είχε προηγηθεί μια συνέντευξη τύπου που ενημέρωνε ότι στο πλαίσιο μιας τεράστιας προσπάθειας των τουρ οπερέιτορς να κάνουν για τους Γερμανούς δημοφιλή προορισμό το Ρέθυμνο για διακοπές θα οργάνωναν τη φιέστα αυτή που ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Και μια βράβευση ενός τόσο διάσημου ηθοποιού που λάτρευε μάλιστα την Κρήτη θα ήταν η καλύτερη αφορμή.
Αλλά και ο ίδιος ο Αντονυ Κουήν είχε δώσει συνέντευξη στο Ρίθυμνα σχετικά με τη βράβευσή του στις έξι το απόγευμα της ίδιας ημέρας.
Έκανε μάλιστα και «πλάκα» στον Δημήτρη Αρχοντάκη τον και τότε δήμαρχο, όταν είπε εκείνος στον χαιρετισμό του ότι υποδέχεται τον ηθοποιό μια πόλη 3.000 ετών «Είναι δηλαδή μεγαλύτερη από μένα» τον διέκοψε για να σχολιάσει με εκείνο το πλούσιο γέλιο που τον χαρακτήριζε.
Όταν ήρθε η σειρά του να δεχθεί ερωτήσεις είπε μεταξύ άλλων ότι στην Κρήτη νοιώθει όπως το σπίτι του, ότι πουθενά δεν συνάντησε τόση ζεστασιά και μια που βρήκε την ευκαιρία τα «έψαλε» στους Ροδίτες με τους οποίους είχε δημιουργηθεί θέμα με παραχώρηση στον ηθοποιό έκτασης που δεν ευοδώθηκε τελικά.
Μιλώντας για τον εαυτό του τόνισε ότι δεν θα ήθελε να αλλάξει τίποτα από όσα έζησε αν γινόταν να ξαναζήσει από την αρχή και αναφέρθηκε με θέρμη στην αυτοβιογραφία του που ετοίμαζε με τίτλο «Το ταγκό ενός ανθρώπου».
Εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Αμερικανικό κινηματογράφο και τέλος δήλωσε πως είχε μεγάλη επιθυμία να υποδυθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου σε μια ταινία.
Ένα σώου ανεπανάληπτο
Όλο το ενδιαφέρον όμως είχε συγκεντρωθεί στο σώου που ξεκίνησε λίγες ώρες αργότερα κάνοντας ογδόντα ανθρώπους, τεχνικούς, μακιγιέρ, κομμωτές, στυλίστες να δουλεύουν σε ξέφρενους ρυθμούς για να ετοιμαστεί ένα σούπερ σώου από το δορυφορικό κανάλι Sat με αναμετάδοση από την τηλεόραση Κύδων.
Μια κοσμοπλημμύρα Γερμανών τουριστών είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι αλαλάζοντας όσο διαρκούσε το σώου.
Οκτώ κάμερες του Sat 1 κάλυπταν την εκδήλωση, ενώ πολύχρωμες εναλλαγές φώτιζαν τα κτήρια γύρω από το λιμάνι.
Ένα μεγάλο μέρος της εκπομπής βγήκε στον αέρα από το κρουαζιερόπλοιο Πειρατές που είχε αγκυροβολήσει στη μέση του λιμανιού.
Εκατό περίπου δημοσιογράφοι από όλη την Ελλάδα κάλυπταν το γεγονός, ενώ πενήντα σχεδόν φωτογράφοι και κάμεραμεν έτρεχαν εδώ κι εκεί μήπως εξασφαλίσουν καλύτερα πλάνα.
Εντύπωση έκανε ο μάγος Μarreti που έπιασε μια σφαίρα με τα δόντια του και κατάφερε να λυθεί σε 1,5 λεπτό από τις 18 χειροπέδες και αλυσίδες που τον είχαν δέσει.
Παρουσιάστηκαν επίσης διάφοροι τραγουδιστές, ηθοποιοί και χορευτές από τη Γερμανία ενώ από ελληνικής πλευράς είχαμε τον Κώστα Παπαναστασίου ιδιοκτήτη ταβέρνας στη Γερμανία που παρουσίασε μεζέδες για ούζο, τους χορευτές του Ομίλου Βρακοφόρων που χόρεψαν ένα λεβέντικο χασαποσέρβικο ξεσηκώνοντας τα πλήθη και το Animation Club του Ρίθυμνα.
Από τις σημαντικές παρουσίες της βραδιάς ήταν η Βίκυ Λέανδρος που άστραφτε από νιάτα και ομορφιά και δεν έπαυε να χαμογελά στον φακό των τόσων φωτογράφων που την πολιορκούσαν και αυτή.
Εκείνο το βράδυ δεν δώσαμε βέβαια …γη στον Άντονυ Κουήν αλλά την ανώτερη διάκριση της πόλης δια χειρός Δημήτρη Αρχοντάκη, ενώ ο τότε νομάρχης Μανόλης Λίτινας του πρόσφερε μια λύρα αφού, όπως του είπε, έδειχνε τόση αγάπη στην Κρήτη και στις παραδόσεις της.
Ο Άντονυ Κουήν πήρε τη λύρα, με χαμόγελο, την έδωσε στα παιδιά του, που παρακολουθούσαν την τελετή, και ευχαρίστησε με αγκαλιές και φιλιά τον νομάρχη και τον δήμαρχο.
Από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που περίμεναν τον τιμώμενο ηθοποιό, τη βραδιά εκείνη, ήταν συνεργάτες του από την ταινία Ζορμπάς που είχαν προσκληθεί να παραστούν κι εκείνοι βέβαια ανταποκρίθηκαν με μεγάλη χαρά.
Ο μόνος που απουσίασε από την εκδήλωση, αν και τον περιμέναμε, ήταν ο Ολυμπιονίκης Γιάννης Μελισσανίδης που δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μας λόγω υποχρεώσεων στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, που προέκυψαν την τελευταία στιγμή.
Για μας εκείνο το βράδυ ήταν ξεχωριστό αλλά ο αθηναϊκός τύπος, ποιος ξέρει για ποιους λόγους διατύπωσε διαφορετική άποψη ως προς το μοντέλο διακοπών στην Ελλάδα που πρόβαλε το Γερμανικό Κανάλι.
Χαρακτηριστικά όσα δημοσίευσε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στα ΝΕΑ (Απόψεις 4 Ιουλίου 1997):
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς συμβιβάζεται η απονομή βραβείου «Γραμμάτων και Τεχνών» από μια πόλη με την ιστορία και την πολιτιστική παράδοση του Ρεθύμνου, σ’ ένα διάσημο ξένο ηθοποιό, όπως ο Άντονυ Κουήν, με μια γερμανική τηλεοπτική παραγωγή, στην οποία πρωταγωνιστούν Γερμανοί τουρίστες, τραγουδά η Βίκυ Λέναδρος το «Amigo Manolitos», χορεύεται… «συρτάκι ντανς» και δίνονται συνταγές για… τζατζίκι!
Και όμως, συμβιβάζονται! Ο λόγος, στον συνάδελφο κ. Π. Παναγόπουλο, της «Καθημερινής», που παρακολούθησε αυτή τη… λαμπρή… πολιτιστική εκδήλωση!
Λοιπόν: «… Εκείνο το βράδυ (Σάββατο 28/6) το Ρέθυμνο θύμιζε πόλη της Βαυαρίας, καθώς από νωρίς το απόγευμα ακούγονταν εμβατήρια, σαχλές ποπ επιτυχίες, ακόμη και η… Χάιντι μελοποιημένη, πάντα στη γερμανική γλώσσα, από τις τεράστιες ηχητικές εγκαταστάσεις που είχαν στηθεί για το τηλεοπτικό σόου «Sommer Sonne» του καναλιού Sat-1, αντίστοιχο, αλλά ίσως χειρότερο του δικού μας «Μπράβο – Καλώς Ήρθατε»!
Σκηνικό του σόου και της τελετής βράβευσης ήταν το παλιό βενετσιάνικο λιμάνι της πόλης, το οποίο όμως ήταν αποκλεισμένο για τους Έλληνες, καθώς οι Γερμανοί οργανωτές είχαν δεσμεύσει όλες τις ταβέρνες του λιμανιού, ώστε οι Γερμανοί τουρίστες που παραθερίζουν στο Ρέθυμνο να αποτελέσουν το ζωντανό κοινό – χειροκροτητές, που υπάκουαν πρόθυμα στις εντολές του ανιματέρ. Το δίωρο πρόγραμμα, που ήταν αφιερωμένο στην Ελλάδα, έδωσε για τη χώρα μας μια ξεπερασμένη, εδώ και δεκαετίες, τουριστική εικόνα, ικανή ίσως να προσελκύσει μερικές χιλιάδες Γερμανούς τουρίστες, αλλά πραγματικά άσχετη με την εικόνα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού…».
Πρέπει να το πάρουμε κάποτε χαμπάρι: Η Ελλάδα, δεν είναι μπουζούκια, ψαράδες που χορεύουν χασάπικο με ανασηκωμένα μπατζάκια, μουστακαλήδες που σπάνε πιάτα, κομπολόγια, μουσάκας(!), ούζο, ρετσίνα και «καμάκι» στην ακρογιαλιά. Όσο δε για τον βραβευθέντα κ. Κουήν, τούτο μόνο θέλω να πω: Κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα παριστάνει τον Έλληνα, εξαιτίας μιας τεράστιας παραλιακής έκτασης στη Ρόδο (120 στρέμματα), την οποία του χάρισε (μισή δραχμή το μέτρο), το 1960, ο Οργανισμός Δημόσιας Περιουσίας Δωδεκανήσου, υπό τον όρο να φτιάξει έπαυλη, στούντιο κ.λπ. και να φιλοξενεί μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης, για την τουριστική προβολή της χώρας μας.
Ο «Έλληνας», λοιπόν, κ. Κουήν, αφού έκανε τα συμβόλαια, ξέχασε όλα τ’ άλλα: Δεν έχτισε έπαυλη, δεν έφτιαξε στούντιο, δεν άνοιξε δρόμο προς το κτήμα του, τον άνοιξε η Κοινότητα Λαδικού όπως είχε υποχρέωση. Και τώρα, έρχεται και ζητάει να του δώσουμε 500.000 δολάρια, που ξόδεψε, λέει, για το κτήμα! Και, βέβαια, πρωτίστως, ζητάει το κτήμα, που η αξία του είναι πέντε δισεκατομμύρια!».
Οι μόνοι πάντως που πέρασαν μια μαρτυρική νύκτα και μετά το γεγονός ήταν τα όργανα της τάξης που έπρεπε με κάθε τρόπο να τηρηθούν τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας που είχαν ληφθεί για την προστασία των υψηλών ξένων μας. Αυτό που συνέβαινε πάντα όταν φιλοξενούσαμε υψηλούς ξένους. Και αυτό έγινε ρουτίνα όσο προχωρούσαν και τα μεγάλα έργα που έφερναν στην πόλη ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μπορούμε άραγε σαν πόλη να ξαναζήσουμε τόσο λαμπρές στιγμές, όπως τότε, με την όποια αφορμή, που δεν έχει σημασία να σχολιάζουμε σήμερα.
Και μπορούμε και είναι εφικτό να γίνει, αρκεί να υπάρχει όραμα. Υπάρχει όμως; Ας ελπίσουμε ότι κάπου, κάπως, κάποτε, από κάποιον ότι θα φανεί. Γένοιτο που έλεγε και ο αξέχαστος Σταύρος Κατζουράκης κλείνοντας κάθε του κείμενο.