Με την αιματοχυσία στην Ουκρανία να μαίνεται και τα πολεμικά σκάγια (έμμεσα) να χτυπούν και να τρυπούν όλους τους τομείς της καθημερινότητας του πλανήτη – κυρίαρχα τους βιοποριστικούς κι οικονομικούς – τα θραύσματα φτάνουν με τελείως διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα, η αγωνία για την εφοδιαστική αλυσίδα και το κόστος ζωής, αυξάνεται διαρκώς. Η συζήτηση για τους τρόπους δράσης κι αντίδρασης των κοινωνιών και των κρατών, αναπροσαρμόζεται στα εναλλασσόμενα νέα δεδομένα.
Σε τοπικό επίπεδο δεν τίθεται θέμα επάρκειας τροφίμων, όπως διαβεβαίωσε ο πρόεδρος του παραρτήματος Κρήτης του ΓΕΩΤΕΕ, κτηνίατρος Αλέκος Στεφανάκης. Μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο ίδιος συνιστά ψυχραιμία προειδοποιώντας συνάμα πώς θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να δαμάσουμε και ν’ αντέξουμε ένα νέο κύμα ανατιμήσεων. Προτρέπει τις νεότερες γενιές να αγκαλιάσουν τη γη και τον τόπο τους, κι όλους τους καταναλωτές να στηρίξουν τα ποιοτικά προϊόντα και την οικονομία του νησιού μας. Καταθέτει ακόμα μία σειρά από προτάσεις για την αναδιάταξη του πρωτογενούς τομέα, μέσα από μία ορθολογική διαχείριση της καταναλωτικής και διατροφικής μας συμπεριφοράς. Αν δεν αλλάξουμε (νοοτροπία) πρώτοι εμείς, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο.
«Θα υπάρχει αυτάρκεια, θα πρέπει να ετοιμαστούμε να πληρώσουμε το κόστος»
«Όλα τα ρίχνουμε στον υφιστάμενο πόλεμο. Έχουμε μπει σε μία διαδικασία αναθεώρησης της τακτικής μας στο δυτικό πολιτισμό, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Αυτό είχε αρχίσει να διαφαίνεται από παλιά, γιατί υπήρχε μία γεωπολιτική ανακατανομή των τροφίμων και της ενέργειας. Ο πόλεμος ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» ήταν τα πρώτα λόγια του κ. Στεφανάκη. «Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό. Μιλάμε για 2-3 χρόνια πίσω, όταν κι άρχισαν να ανεβαίνουν οι τιμές των δημητριακών πολύ γρήγορα. Πριν από ένα χρόνο περίπου είχαμε μία αύξηση περίπου 80%, η οποία ασφαλώς είχε απορροφηθεί κυρίως από τον πρωτογενή τομέα. Πριν τον πόλεμο, επίσης, καταγράφηκε μία σταδιακή αύξηση στα λιπάσματα, πάνω από το 100% – είχε απορροφηθεί από τον πρωτογενή τομέα».
Η κατάσταση με τις ζωοτροφές και τα λιπάσματα είναι «πάρα πολύ δύσκολη» θα παρατηρήσει, με γνώμονα ότι «το 50% του καλαμποκιού της Ευρώπης ερχόταν Ρωσία και Ουκρανία». Η όλη αναταραχή αναπόφευκτο ήταν να δημιουργήσει «τεράστια προβλήματα».
Χαρακτηρίζει «ισχυρό» τον αγροδιατροφικό τομέα της Κρήτης, με την παραδοχή ωστόσο ότι «είναι εξαρτημένος από τα δημητριακά».
Διαβεβαιώνει ότι «οι ανάγκες του πληθυσμού της Κρήτης είναι καλυμμένες», αντιτείνει όμως ότι «Ασφαλώς θα υπάρξει ανατίμηση του κόστους ζωής από τους δύο συντελεστές: Την ενέργεια και των πρώτων υλών, των εφοδίων στην πρωτογενή τομέα. Αλλά δεν θα υπάρξει θέμα επάρκειας».
Ο κ. Στεφανάκης εφιστά, βεβαίως, την προσοχή όλων (κι ειδικά των αρμόδιων φορέων) «για να μην πάθουμε ζημιά στη βαριά μας βιομηχανία, που είναι ο τουρισμός». Απλοποιεί την ανησυχία του εξηγώντας: «Αν κάνετε τη διαίρεση των πέντε εκατ. τουριστών που τους φιλοξενούμε, ο πληθυσμός της Κρήτης πολλαπλασιάζεται. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται εδώ για να φάνε σωστά, να πιούνε, να διασκεδάσουν και να ξεκουραστούν. Αν διαιρέσετε τα πέντε εκατομμύρια τουρίστες που έρχονται στην Κρήτη με επτά διανυκτερεύσεις και δείτε τις ανάγκες, θα δείτε ότι ο πληθυσμός την τουριστική περίοδο πολλαπλασιάζεται. Άρα, θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί. Να δούμε πώς θα εξασφαλίσουμε την αυτάρκεια και την ποιότητα στους επισκέπτες που θα μας κάνουν την τιμή να έρθουν εφέτος και να μας αφήσουν τα χρήματά τους».
Ο σωστός σχεδιασμός είναι το αντίδοτο στον (όποιο) πανικό
«Καταργήσαμε τη διαδικασία της κοινής λογικής και ασφαλώς τα βρίσκουμε τώρα μπροστά μας. Σιγά-σιγά πρέπει ν’ αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ποια είναι τα ανελαστικά αγαθά του ανθρώπου, μέσα από ποια διαδικασία βγαίνουν και ν’ αρχίσουμε να δίνουμε σημασία σε αυτά και λιγότερο στο φαίνεσθαι, στον καταναλωτισμό, που έχει τις πραγματικές του επιπτώσεις στο περιβάλλον, στην ποιότητα ζωής» σχολίασε ο κ. Στεφανάκης και συνέχισε: «Ασφαλώς, δεν θα έχουμε απώλεια της αυτάρκειας, αλλά θα επιβαρυνθούμε το κόστος απόκτησης. Δηλαδή, θα έχουμε μία πολύ ισχυρή ανατίμηση στα τρόφιμα, στα ανελαστικά αγαθά. Να μην μας πιάσει πανικός όμως και πάμε και αδειάσουμε τα ράφια. Δεν θα σωθούμε έτσι. Αντιθέτως θα ενεργοποιηθεί το κερδοσκοπικό σύστημα και θα πληρώσουμε απίστευτες ζημιές. Όλα αυτά θα μας κάνουν να αναθεωρήσουμε τη στάση ζωής μας, τον τρόπο που καταναλώνουμε. Πρέπει να γυρίσουμε στον αγροδιατροφικό τομέα, γιατί πέρα από την αυτάρκεια και το κόστος της, είναι τρομερά τεράστιο θέμα να μην χάσουμε την ασφάλεια: Δηλαδή, δεν είναι μόνο πώς θα χορτάσουμε αλλά και με τι θα χορτάσουμε. Γιατί, ασφαλώς και η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει και μία ομογενοποίηση. Για να βγάλουν κέρδη μας έχουν αποπροσανατολίσει, μας έχουν μπερδέψει και μας πουλάνε το ζουμί της σόγιας ως… γάλα! Υπάρχουν τεράστια θέματα!».
Ο πρόεδρος του τοπικού παραρτήματος του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος μας καλεί σε πρώτη φάση να «σκεφτούμε τοπικά και ελληνικά». Να «Σεβόμαστε αυτό που λένε τρόφιμο – πατάμε ένα 30-40% στα σκουπίδια» και να «αναθεωρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε!».
Σε δεύτερο χρόνο απαιτείται, σύμφωνα με τον κ. Στεφανάκη, να υπάρξει συθέμελη αναδιοργάνωση του πρωτογενούς τομέα: «Ο Κρητικός είναι δεμένος με τη γη του, με τον τόπο του. Κι ενώ έχουμε φαινόμενα εγκατάλειψης των χωριών μας δεν είναι τόσο έντονη. Οι νέες γενιές πιστεύω ότι θα αγαπήσουν ξανά αυτόν τον υπέροχο τόπο. Θα πιστέψουν επάνω στις δυνατότητές τους, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουμε την αυτάρκεια και την ασφάλειά μας. Αυτός ο τόπος παράγει απίστευτα ποιοτικά τρόφιμα, υψηλής ασφάλειας, αλλά έχουν ένα κόστος. Οι καταναλωτές πρέπει να σκύψουν επάνω απ’ τον τόπο τους, διότι έχουμε φτάσει στο σημείο να αγοράζουμε ιμιτασιόν εισαγόμενα τυριά που δεν είναι τυριά!».
Ο κ. Στεφανάκης εκθείασε ξανά τις δυνατότητες του τόπου μας, υπογραμμίζοντας τις αδυναμίες μας στην διατροφική μας κάλυψη: «Είμαστε τυχεροί που ζούμε στην Κρήτη. Θα πρέπει να αγκαλιάσουμε ξανά την οικονομία μας και τον τόπο μας. Ευτυχώς, έχουμε έναν πολύ ισχυρό αγροδιατροφικό τομέα, ένα πρωτογενή τομέα που είναι εξωστρεφής και παράγει ποιοτικά προϊόντα και σημαντικές ποσότητες. Δεν θα μας λείψει το σπορέλαιο των άλλων – έχουμε το λάδι μας! Έχουμε πρόβλημα, όμως, με τα δημητριακά. Σαφώς και μπορούμε να σκύψουμε να πουλήσουμε το λάδι που πλεονάζει, να βγάλουμε πρώιμα κηπευτικά και να αγοράσουμε ανεξαρτήτου κόστους το αλεύρι, που δεν μας συμφέρει να το καλλιεργούμε εδώ» θα προτείνει.
Σε μία περίοδο όπου έχει διαταραχθεί η διατροφή «1,5 δις ανθρώπων!», αριθμητικό δεδομένο που ο ίδιος μας έδωσε, εξακολουθούμε και πετάμε τρόφιμα στα σκουπίδια, ενώ δεν σεβόμαστε καθόλου το κρέας. «Είναι μία απίστευτη ιστορία!» σημειώνει ο κ. Στεφανάκης. «Δύο προβλήματα έρχονται από το κρέας: Η κατάχρησή του στην κατανάλωση, επειδή εμείς εντατικοποιήσαμε ως κτηνίατροι κι ως ζωοτέχνες το σύστημα και καταφέραμε να του μειώσουμε το κόστος παραγωγής που είναι εικονικό- είναι ανταγωνιστικό το φαινόμενο, ποτέ δεν βγαίνει φτηνό κρέας. Απ’ την άλλη μπερδέψαμε το ατόφιο κρέας με το μεταποιημένο. Μα πάρα πολλά από τα σκευάσματα που κυκλοφορούν δεν έχουν κρέας μέσα! Ή έχουν μεγάλες ποσότητες λίπους, έχουν χημικά! Θα πρέπει κάποια στιγμή να πέσει στο τραπέζι τι παίρνει και τι πληρώνει ο καταναλωτής!».
Η επόμενη μέρα
Οι σωστές κινήσεις θα δώσουν ώθηση στον πρωτογενή τομέα για την ανασύνταξή του. Αρκεί να την αξιοποιήσουμε καταλλήλως τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματά μας. Ο κ. Στεφανάκης τονίζει: «Στη γη υψηλής παραγωγικότητας που καλείται να βγάλει το ανελαστικό αγαθό μας, το φαγητό, το να τη γεμίζουμε με φωτοβολταϊκά ή να την κάνουμε οτιδήποτε άλλο, είναι το απόλυτο λάθος. Είναι τουλάχιστον εγκληματικό για τις επόμενες γενιές. Υπάρχουν μέρη που χωρούν τα πάντα. Τη γη υψηλής παραγωγικότητας που βγάζει το φαγητό μας δεν πρέπει να την πειράζουμε».
Καταλήγοντας, θα ζητήσει από «το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, επιτέλους να βάλει κάτω τα χαρτιά για να υπάρξει μία ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα. Η Περιφέρεια Κρήτης παλεύει για να την εφαρμόσει και γι’ αυτό είναι σε αυτή την πολύ καλή θέση. Προσπαθούμε να κάνουμε πράγματα». Επιπροσθέτως, «Οι πόροι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής θα πρέπει να κατευθυνθούν και να υποστηρίξουν τους ανθρώπους που παράγουν. Γιατί σήμερα δουλεύουν τζάμπα, ασφυκτιούν και δεν μπορούν να ζήσουν. Κι ασφαλώς κινδυνεύουν να εγκαταλείψουν τη γη τους».