Τοπικός τύπος, αρχεία, λογοτεχνία, φωτογραφίες, αντικείμενα, προφορικές μαρτυρίες και αφηγήσεις αποτελούν πηγές για την ιστορία ενός τόπου. Και με τέτοια εφόδια και, κυρίως, με μια φιλόκαλη και σπουδαία έκδοση υπό τον τίτλο: «Μαρτυρικά χωριά του νομού Ρεθύμνου», η συμπολίτισσα δημοσιογράφος και λογοτέχνιδα κ. Εύα Λαδιά βάλθηκε να σκαλίσει βαθιά και να επαναφέρει μνήμες μιας δύσκολης και αποτροπιαστικής εποχής.
Στον πρόλογό της η επιμελήτρια και συγγραφέας σημειώνει το πώς ξεκίνησε αρχικά το εν λόγω βιβλίο, ως συνέχεια και συμπλήρωμα εκείνου του αείμνηστου Σπύρου Απ. Μαρνιέρου, με τίτλο: «Τα ρεθεμνιώτικα ολοκαυτώματα, 1941-1944», στην οποία περιέχονταν οι εισηγήσεις που προήλθαν από κεντρική εκδήλωση που είχε πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 1991 στο θέατρο «Ερωφίλη» της Φορτέτσας.
Καρπό και συνέχεια της παραπάνω προσπάθειας αποτελεί και η παρούσα έκδοση της κ. Εύας Λαδιά, καθώς και τα αναρίθμητα επετειακά δημοσιεύματά της για τα ρεθεμνιώτικα ολοκαυτώματα που ακολούθησαν στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα». Επίσης, την υπογραφή της φέρουν και η παραγωγή των θαυμάσιων εκείνων εκδόσεων του δήμου Συβρίτου (Άνω Μέρος (2003), Γερακάρη (2004) και Βρύσες (2005)), όπως και των ντοκιμαντέρ («Ελεγεία Ηρώων – Σακτούρια», «Ελεγεία Ηρώων – Κρύα Βρύση», «Ελεγεία Ηρώων – Άνω Μέρος« και «το Κέντρος έχει Καταχνιά»), καθώς και το ολοκληρωμένο συμφωνικό έργο «Κέντρους Εγκώμιον» με τη συνεργασία, στα δυο τελευταία, του μουσικοσυνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη.
Στη σημερινή λαμπρή έκδοση που παρουσιάζομε με το σημείωμά μας αυτό, η κ. Εύα Λαδιά μάς μεταφέρει ένα πλουσιότατο και πολύτιμο πρωτογενές υλικό αυθεντικών μαρτυριών που η ίδια συγκέντρωσε σε μια πορεία 40 χρόνων από ανθρώπους αυτόπτες μάρτυρες, που μοιράστηκαν μαζί της τα ειδεχθή γεγονότα, τις μαρτυρίες και την οδύνη του καταραμένου εκείνου Αυγούστου του 1944, στα μαρτυρικά χωριά του νομού μας, από τη μια και την άλλη πλευρά του όρους Κέντρους, στα Ανώγεια, στη Λοχριά, στον Γερακάρη, στσι Γουργούθους, στσι Βρύσες, στο Καρδάκι, στο Σμιλέ, στο Άνω Μέρος, στο Χωρδάκι, στσι Δρυγιές, στην Κρύα Βρύση, στα Σακτούρια, στο Ροδάκινο, στην Καλή Συκιά και στην Κοξαρέ. Και το πιο εντυπωσιακό! Ότι όλα τα τρομαχτικά αυτά κακά γίνανε τότε, όταν ξεψυχούσε το θεριό, που όλοι πίστευαν και έλεγαν μέσα τους ότι πάει πια, να! σε λίγο θα ’μαστε ελεύτεροι!
Οι αφηγήσεις στο βιβλίο παραθέτονται με λογοτεχνικές παρεμβάσεις της ίδιας της Επιμελήτριας, που παρακολουθεί στενά τον κάθε αφηγητή, δημιουργεί θαυμάσιες γέφυρες λογοτεχνικών εισαγωγών με πλούσια γεωγραφικά και πολιτισμικά στοιχεία για το κάθε μαρτυρικό χωριό και το ολοκαύτωμά του. Σκιαγραφεί πρόσωπα, στήνει σκηνικά δράσης και γενικά φωτίζει την αφήγησή της με ποικίλες άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες και υποσημειώσεις, ζωγραφίζοντας, ταυτόχρονα, με τα πιο ζωηρά χρώματα, τη ζωή και τις εξοχές και τους τόπους που έγιναν το θέατρο των δραματικών εκείνων γεγονότων.
Η καταγραφή των αφηγήσεων χαρακτηρίζεται, προς τούτοις, από αυτό που λέμε αμεσότητα του λόγου. Οι διάλογοι και οι αφηγήσεις κυλάνε άψογα, με αρμονία και φυσικότητα που σου δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθείς την ίδια, την αρχική συζήτηση μπροστά από την κάμερα του συνεργείου της τηλεόρασης CRETA ή το μαγνητόφωνο. Σε καμιά περίπτωση δεν παρακολουθείς ένα κείμενο τεχνητό, «φτιαγμένο», αλλά ένα κείμενο με τις ατέλειες και τις ασάφειές του σε πολλά σημεία, που αποδεικνύει και επιβεβαιώνει ότι ο αφηγητής του μιλάει από μνήμης, μέσα από την καρδιά του, στη τοπική γλωσσική του ιδιομορφία, παρουσιάζοντας τα γεγονότα ολοζώντανα σαν να ξετυλίγονται τη στιγμή αυτή μπροστά στα μάτια μας.
Ασήμαντα γεγονότα η Επιμελήτρια τα παρουσιάζει συνοπτικά, με την συμπύκνωση του χρόνου, ενώ σε αυτά που τα θεωρεί περισσότερο σημαντικά και σπουδαία εστιάζει επιτυχώς με την παράταση της χρονικής διάρκειας. Συμμετέχει σ’ αυτά ενεργά, βιώνοντας το πρωτότυπο κείμενο τού αφηγητή της και συμμετέχοντας σ’ αυτό ως πρωταγωνίστρια ή ως αυτόπτης μάρτυρας. Αφηγητής και Επιμελήτρια μιλούν στην ίδια γλώσσα και στο κείμενο επιτυχώς επικρατεί το α΄ ρηματικό πρόσωπο του πρωτότυπου αφηγηματικού κειμένου.
Πετυχαίνει, περαιτέρω, ομαλή μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο, με τεχνητές επιβραδύνσεις προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη, ενώ με την καλλιέπεια και κομψότητα του λόγου της προσφέρει γενναιόδωρα και την αισθητική απόλαυση. Η επιμέλεια των αφηγήσεων καθίσταται ουσιαστική με την παράθεση από την ίδια τίτλων, που προδιαθέτουν και δίνουν περιληπτικά το περιεχόμενο της κάθε αφηγηματικής ενότητας και διευκολύνουν την ανάγνωσή της.
Σε όλο το μήκος των αφηγήσεων παρακολουθούμε μεγαλειώδεις πράξεις αγωνίας των μελλοθανάτων, που είτε πριν από τον θάνατο ψάλλουν περήφανα τον Εθνικό μας Ύμνο, είτε αναδεικνύουν στον ανώτατο βαθμό το μεγαλείο και τη φιλοπατρία της ψυχής τους, που δεν ανοίγουν το στόμα τους, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό, για να μην καταδώσουν στον εχθρό δικό τους άνθρωπο και συναγωνιστή. Παρακολουθούμε, ακόμα, αφηγήσεις με επεισόδια και σκηνές βίας, λεηλασίας, ορφάνιας, στέρησης, πείνας, αλτρουισμού και προδοσίας.
Έτσι, το βιβλίο καθίσταται μια σπάνια αποκάλυψη όλου του πατριωτικού μένους της ψυχής των ηρώων και της φρίκης και των δεινών του πολέμου. Στις αφηγήσεις τους οι αφηγητές συχνά κάνουν κρίσεις, επαινούν και κατηγορούν στάσεις και συμπεριφορές και μας φέρνουν σε ενδιαφέρουσα και ουσιαστική επαφή με σπουδαίες μορφές της ρεθεμνιώτικης Αντίστασης κατά την κατοχή. Έτσι, οι ήρωες άλλοτε εμφανίζονται να εκθέτουν πλήρη σχέδια δράσης, στρατηγικής και αντιμετώπισης του εχθρού, άλλοτε να σου μεταφέρουν από τον ενθουσιασμό και τη χαρά της επιτυχούς έκβασης των επιχειρήσεων και άλλοτε να σου μεταδίδουν την πικρή γεύση και την παγωμάρα του επικείμενου θανάτου. Βλέπουμε και διδασκόμαστε από το παράδειγμά τους, πώς, δηλαδή, οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες της ζωής καθίστανται στον άνθρωπο δύναμη, δημιουργώντας του αντιστάσεις και ικανότητα στο μυαλό να σκέφτεται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητεί τη βοήθεια του Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων της ψυχής του.
Φρικιαστικές σκηνές αιχμαλωσίας, πείνας και απαισιοδοξίας εναλλάσσονται ξαφνικά με σκηνές δύναμης και αισιοδοξίας, ενώ κάποτε η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει και κάποιες λυρικές εξάρσεις και την εξωτερίκευση και μετάδοση της έντονης συναισθηµατικής φόρτισης των ηρώων.
Η Επιμελήτρια φαίνεται να καταβάλλει ξεχωριστή και εντυπωσιακή προσπάθεια στη διάταξη και τη σειρά των κειμένων, ώστε να προχωρούν συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο και να δίνουν βάσιμες απαντήσεις σε πολλά εναγώνια ερωτήματα του αναγνώστη.
Με το βιβλίο αυτό, είναι γεγονός ότι παρελαύνει μπροστά από τα μάτια μας η ίδια η ιστορία του τόπου μας αυθεντική, γνήσια και καθάρια, γραμμένη σε πρώτο χέρι από ανθρώπους που έζησαν και βίωσαν «στο πετσί» τους την ανατριχίλα και την αποστροφή των γεγονότων, με αυθεντικές και υπεύθυνες αφηγήσεις τους και χωρίς μισές αλήθειες. Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εµπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αµεσότητα του ρεαλισµού και μας προσφέρουν την ορθή πληροφόρηση για τα γεγονότα της περιόδου 1941-44.
Στην αγαπητή μας κ. Εύα Λαδιά ευχόμαστε δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη αυτήν, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά της στον χώρο των «ρεθεμνιώτικων γραμμάτων», στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή της.
www.ret-anadromes.blogspot.com