Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΑΣΤΟΥ*
Ας επιχειρήσουμε μια ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος, και των μηνυμάτων που φαίνεται να στέλνουν οι πολίτες, με στόχο να αποτυπώσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα την πολιτική πραγματικότητα.
Τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος λένε διαρκώς ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε εθνικές με ευρωπαϊκές εκλογές. Αυτό είναι εν μέρει μόνο αλήθεια. Γιατί όσο άτοπο είναι να συγκρίνουμε τις περσινές εθνικές εκλογές με τις φετινές ευρωεκλογές, εξίσου άτοπο είναι να συγκρίνουμε τις ευρωεκλογές του 2019 με τις ευρωεκλογές του 2024. Δύο κάλπες με πέντε χρόνια απόσταση και μέσα σε εντελώς διαφορετικά πολιτικά πλαίσια. Ας σκεφτούμε μόνο ότι στις ευρωεκλογές του 2019 η ΝΔ δεν ήταν ακόμα κυβέρνηση, ενώ πολλά κόμματα των φετινών ευρωεκλογών δεν υπήρχαν καν.
Οποιαδήποτε ανάλυση σε επίπεδο της σύγκρισης των ευρωεκλογών του 2024, είτε συγκρίνουμε με τις περσινές εθνικές εκλογές είτε με τις ευρωεκλογές του 2019, έχει πάρα πολλούς περιορισμούς. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι, αντί για μια καθαρά συγκριτική ανάλυση, να αποτυπώσουμε την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών σε σχέση την κοντινότερη χρονικά κάλπη. Δηλαδή εκείνη των εθνικών εκλογών του Ιουνίου του 2023. Και πάλι βέβαια υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί (τεράστια αποχή, απουσία διλήμματος κυβερνησιμότητας κ.ά.) αλλά τουλάχιστον θα μπορέσουμε να εξάγουμε ένα σχετικά ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με το μήνυμα της κάλπης των ευρωεκλογών του 2024.
Μήνυμα το οποίο αν μπορούσε να αποτυπωθεί σε μια πρόταση θα ήταν «έχουμε παράπονα από την κυβέρνηση αλλά δεν υπάρχει ανερχόμενη κυβερνητική εναλλακτική». Και τα τρία πρώτα κόμματα πέρασαν κάτω από τον πήχη που τα ίδια έβαλαν. Η ΝΔ έπεσε κάτω από 30%, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν διατήρησε τα ποσοστά του αλλά συνεχίζει την πτωτική του πορεία και το ΠΑΣΟΚ παραμένει τρίτο χωρίς να κατορθώνει να καρπωθεί ψήφους από τις σημαντικές απώλειες των άλλων δύο. Ας δούμε όμως λίγο τι μας λένε οι απόλυτοι αριθμοί των ψήφων (οι αριθμοί παρουσιάζονται στρογγυλοποιημένοι για να μην κουράζουν).
Η μεγάλη αποχή έπληξε σχεδόν όλα τα κόμματα. Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την εκλογές του Ιουνίου του 2023 η ΝΔ πήρε 989 χιλιάδες ψήφους λιγότερους, ο ΣΥΡΙΖΑ 337 χιλιάδες ψήφους λιγότερους, το ΠΑΣΟΚ 109 χιλιάδες ψήφους λιγότερους, το ΚΚΕ 33 χιλιάδες ψήφους λιγότερους, η Πλεύση Ελευθερίας 30 χιλιάδες ψήφους λιγότερους και η ΝΙΚΗ 19 χιλιάδες ψήφους λιγότερους. Στις ευρωεκλογές ψήφισαν 1 εκατομμύριο 200 χιλιάδες λιγότεροι πολίτες σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023.
Ας περάσουμε τώρα στα μόνα δύο κόμματα που αύξησαν τις ψήφους που πήραν στις ευρωεκλογές του 2024, σε σχέση με την τελευταία κάλπη του 2023. Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου έλαβε 138 χιλιάδες παραπάνω ψήφους και η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου 98 χιλιάδες ψήφους περισσότερους από τον Ιούνιο του 2023. Το γεγονός αυτό οδηγεί δημοσιογράφους και πολιτικούς αναλυτές στο εσφαλμένο και απλοϊκό συμπέρασμα ότι στις ευρωεκλογές του 2024 παρατηρήθηκε στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, άνοδος της ακροδεξιάς και «αιμορραγία» της κυβερνητικής παράταξης προς τα δεξιά. Υπόθεση εντελώς εσφαλμένη αν προσέξει κανείς σε βάθος τους αριθμούς. Ας το εξηγήσουμε λίγο καλύτερα.
Αναφερόμαστε στα κόμματα που κινούνται δεξιότερα της ΝΔ, καθώς δεν είναι σωστό να κακοποιούμε ορισμούς και έννοιες βάζοντας κάτω από την ίδια ταμπέλα (ακροδεξιά) τους πάντες και τα πάντα (π.χ. ο κοινωνικός συντηρητισμός της ΝΙΚΗΣ διαφέρει από την λαϊκιστική δεξιά του Κυριάκου Βελόπουλου). Η κ. Λατινοπούλου και ο κ. Βελόπουλος αύξησαν όντως θεαματικά τους ψηφοφόρους τους. Όμως σε αυτές τις εκλογές δεν υπήρχαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι στις περσινές εθνικές εκλογές του Ιούνη είχαν λάβει 243 χιλιάδες ψήφους. Αυτοί οι ψήφοι, όπως ήταν αναμενόμενο, μοιράστηκαν σε άλλα κόμματα δεξιότερα της ΝΔ και από αυτούς τους ψήφους επωφελήθηκαν η Ελληνική Λύση και η Φωνή Λογικής.
Αθροιστικά το φάσμα δεξιότερα της ΝΔ που περνά τον πήχη του 3% πήρε 668 χιλιάδες ψήφους στις εθνικές εκλογές του 2023 και 664 χιλιάδες ψήφους στις ευρωεκλογές του 2024. Πάνω κάτω ο ίδιος αριθμός ψηφοφόρων. Δεν υφίσταται λοιπόν καμία θεαματική άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα αλλά ούτε και καμία σημαντική αιμορραγία της ΝΔ προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος έχει πιάσει ένα εκλογικό ταβάνι, γύρω από το οποίο κινείται εδώ και 10 χρόνια, με τους ψηφοφόρους του να μετακινούνται μεταξύ παλαιών και νέων κομμάτων του χώρου. Η πραγματική αιμορραγία της ΝΔ ήταν κυρίως προς την αποχή. Και η αποχή αυτή δεν προήλθε από «ακροδεξιούς» αλλά από παραδοσιακούς και νέους ψηφοφόρους του κόμματος, οι οποίοι ήθελαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους προς την κυβέρνηση. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους σε επιμέρους ζητήματα.
Η αποχή λοιπόν πρέπει να προβληματίσει. Η απώλεια ψήφων που υπέστη η κυβερνητική παράταξη δεν αντιμετωπίζεται με στροφή προς τα δεξιά ή το κέντρο, όπως συνηθίζουμε να ακούμε, αλλά με στροφή στην αποτελεσματικότητα και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Με στροφή στην ταχύτερη αντιμετώπιση των διαχρονικών και καθημερινών προβλημάτων των πολιτών. Από την μεριά των κομμάτων της αντιπολίτευσης η αποχή, που επίσης τα έπληξε εκλογικά, αντιμετωπίζεται με στροφή προς την σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, την μετριοπάθεια και την ύπαρξη ρεαλιστικών και αξιόπιστων πολιτικών προτάσεων. Σε διαφορετική περίπτωση η τάση για αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες ενδέχεται να παγιωθεί.