«Εθνική εστία που συντηρούσε τη φλόγα του Γένους…»
Φάρος Παιδείας η Μονή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό που έχει αναδείξει η πένα επιφανών ερευνητών και λογίων του τόπου μας.
Από τον εκλεκτό εκπαιδευτικό και συγγραφέα κ. Γιώργο Τσιγδινό έχουμε μια εξαιρετική και εμπεριστατωμένη μελέτη που φωτίζει κάθε πλευρά της μακραίωνης ιστορίας του ευλογημένου αυτού χώρου.
Ασχολήθηκε όμως με ιδιαίτερο ζήλο ο αείμνηστος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις που αναφέρει σχετικά για το μοναστήρι αυτό: «Το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος ξακουστό όλα τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς γιατί ήτανε το φωτεινό καταφύγιο της ελληνοχριστιανικής παιδείας και της μαθήσεως, η εθνική εστία, που συντηρούσε άσβεστη τη φλόγα του Γένους, την πίστη στη θρησκεία του και τον πόθο για την Ανάσταση και την ελευθερία.
Κρυφό σχολειό στην αρχή, ιεροδιδασκαλείο αργότερα, μοναδικό επαρχιακό κέντρο μαθήσεως επί επισκόπου Νικοδήμου και μεταγενέστερα, επί Ευμενίου, το πρώτο στην Κρήτη πολιτισμένο εκπαιδευτήριο-οικοτροφείο μέσης παιδείας. Επίσης μεταβατική έδρα του επισκόπου Λάμπης και Σφακίων Νικοδήμου και μόνιμη του επισκόπου Ευμενίου».
Ο ρόλος του λοιπόν στον τομέα της εκπαίδευσης υπήρξε άκρως σημαντικός και αξιομνημόνευτος…».
Σύμφωνα με όσα καταθέτει στο ντοκιμαντέρ μας «Δήμος Αγίου Βασιλείου-Πορεία στον χρόνο» ο κ. Γιώργος Τσιγδινός, η Μονή ιδρύθηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο από μια πλούσια αρχόντισσα, τη Μαρία, της οποία είχαν προσάψει το επίθετο «Αιγιδού», λόγω των μεγάλων κοπαδιών από αίγες που διατηρούσε, οι οποίες έβοσκαν, ελεύθερες, στη μεγάλη κτηματική περιφέρεια της αρχόντισσας, η οποία ξεκινούσε από την κορυφογραμμή του όρους Κέντρος κι έφτανε μέχρι τις ακτές του Λιβυκού πελάγους.
Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί διασώζονται έγγραφα από τα οποία πληροφορούμαστε τα ονόματα τριών από τους Ηγουμένους της Μονής: Τον Ακάκιο, που πρέπει να ήταν ο πρώτος Ηγούμενος της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όπως και οι μεταγενέστεροι, Νεκτάριος και Πάμφιλος. Επίσης πληροφορούμαστε και διάφορα περιουσιακά στοιχεία της Μονής, καθώς και την ύπαρξη συνεταιρικού ελαιοτριβείου στις εκτάσεις της…
Σε σχετική ομιλία του ο επίσης εξαίρετος εκπαιδευτικός και ερευνητής κ. Νίκος Δερεδάκης είχε αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
«…Σημείο «μηδέν» για τη λειτουργία της Μονής αποτελεί η έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Λίγες μόνο ημέρες μετά την επίσημη έναρξή της, στην Παναγία τη Θυμιανή στα Σφακιά, στις 29 Μαΐου, οι Τούρκοι προχωρούν σε κινήσεις εκφοβισμού και τρομοκρατίας εναντίον του άμαχου πληθυσμού του νησιού.
Στις 15 Ιουνίου του 1821, ο φοβερός και αιμοσταγής Αμπαδιώτης Τούρκος, Ντελή Μουσταφάς με τους άντρες του, που όπως αναφέρει η παράδοση «μόνο Γιάννηδες είχε σφάξει 99», ξεκίνησε να καίει και να λεηλατεί τα χωριά του Άη-Βασίλη. Πέρασε από τις Μέλαμπες, τα Ακούμια και τα υπόλοιπα ανατολικά χωριά, σπέρνοντας στο διάβα του τον θάνατο και το όλεθρο. Φτάνοντας στη Μονή του Αγίου Πνεύματος, ολοκλήρωσε το φονικό έργο του, σφάζοντας τον Ηγούμενο και του τέσσερις ανυπεράσπιστους μοναχούς και μετά παρέδωσε στη φωτιά το Μοναστήρι καίγοντας και καταστρέφοντάς το ολοσχερώς. Μετά την απομάκρυνση του Ντελή Μουσταφά, οι κάτοικοι του Κισσού, βιαστικά, έσκαψαν ένα πρόχειρο τάφο, πίσω ακριβώς από το Άγιο Βήμα του ναού και ενταφίασαν όλους μαζί τους Μοναχούς, χωρίς να τοποθετήσουν ούτε καν έναν σταυρό. Ο ομαδικός αυτός τάφος, με τους πέντε σκελετούς, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1895, όταν γίνονταν εργασίες στον προαύλιο χώρο της Μονής. Ο Ντελή Μουσταφάς πλήρωσε τα ανομήματά του την επόμενη μέρα, στις 16 Ιουνίου 1821. Οι αδερφοί Τσουδεροί με τους άντρες τους και άλλους οπλαρχηγούς, μετά τη νικηφόρα μάχη στον Άη Γιάννη τον Καμένο, πληροφορήθηκαν τις βιαιοπραγίες του Αμπαδιώτη Τούρκου και με την προτροπή του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού, έτρεξαν και τον πρόλαβαν στον Καψαλέ, έξω από το Σπήλι. Μετά από φονική μάχη, κατάφεραν να συλλάβουν τον Ντελή Μουσταφά και τους δύο γυναικάδελφούς τους, τους οποίους θανάτωσαν στη συνέχεια. Ο ομαδικός τάφος των πέντε σφαγιασθέντων μαθητών.
Για αρκετά χρόνια η Μονή του Αγίου Πνεύματος παρέμενε ένας σωρός ερειπίων. Η συνέχιση της επανάστασης του 1821 και η έλλειψη Επισκόπου, στάθηκαν τροχοπέδη στην ανασύσταση της Μονής. Μόνο το 1835, ο νέος Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Νικόδημος Σουμπασάκης, εκμεταλλευόμενος και τις ελευθερίες που παρείχε η νέα αιγυπτιακή διοίκηση του νησιού, έθεσε σαν όραμά του την επαναλειτουργία του Μοναστηριού…».
Ο οραματιστής ιεράρχης Νικόδημος και η φωτεινή παρουσία του Ευμένιου
Μεγάλες μορφές που συνέβαλαν στην ανάδειξη της Μονή του Αγίου Πνεύματος σε φάρο πνευματικό, δυο φωτισμένοι Ιεράρχες.
Ο Νικόδημος Σουμπασάκης
Ο Νικόδημος Σουμπασάκης πρώτα, γεννήθηκε το 1795 στο χωριό Ασώματος της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου Κρήτης. Το 1815 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Πρέβελη. Στις 7 Μαρτίου 1831 χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη Επίσκοπος Λάμπης. Στις 24 Νοεμβρίου 1831 προσαρτήθηκε στην Επισκοπή του η περιοχή των Σφακίων. Εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Αμαρίου στις 17 Ιουνίου 1845.
Ο Ευμένιος Ξηρουδάκης
Η σχολή διέκοψε, αναγκαστικά, τη λειτουργία της κατά τη μεγάλη τρίχρονη επανάσταση του 1866, μέχρι το 1869. Σε αυτό το διάστημα διαβιούσε εκεί ο Μοναχός Νεόφυτος, ή Μαυροπατέρας, ως επιστάτης και διαχειριστής της περιουσίας της σχολής.
Κομβικής σημασίας στιγμή για τη λειτουργία και την περεταίρω ανάπτυξη της σχολής υπήρξε η τοποθέτηση ως Επισκόπου Λάμπης και Σφακίων του Ευμένιου Ξηρουδάκη το 1887.
Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1850 (κατ΄ άλλους το 1845) διατηρώντας καταγωγή από τα Σφακιά της Κρήτης, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης διορίστηκε δάσκαλος στα Σφακιά και αργότερα σχολάρχης στα Χανιά. Το 1880 επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ανέλαβε καθηγητής στη Σχολή της Χάλκης. Το 1886 επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄ του Μεγαλοπρεπούς, χειροτονήθηκε επίσκοπος όπου και ανέλαβε την ιερά επισκοπή Λάμπης και Σφακίων στη Κρήτη. Σημαντικότερο έργο του στη περίοδο εκείνη ήταν η δημιουργία της Ιεράς Σχολής του Αγίου Πνεύματος. Τη θέση αυτή του επισκόπου διατήρησε μέχρι το 1898 όπου και εκλέχθηκε μητροπολίτης Κρήτης ως Ευμένιος Β΄, διαδεχόμενος τον θανόντα Τιμόθεο Καστρινογιαννάκη.
Την εκλογή όμως αυτή δεν την αναγνώρισε ο τότε σύμβουλος της Δικαιοσύνης της Κρήτης Ελευθέριος Βενιζέλος που διατηρούσε και την πλειοψηφία του Εκτελεστικού στην ύπαιθρο, με το αιτιολογικό αφενός ότι η ανάδειξή του Ευμένιου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επί πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε΄, και όχι από τον κρητικό λαό και αφετέρου ότι η ενθρόνιση – εγκατάστασή του θα συνοδεύονταν από φιρμάνι του Σουλτάνου, κατά την περίοδο που η Κρήτη τελούσε υπό κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων και όδευε σε αυτονομία.
Παρότι όμως δεν ακολούθησε σχετικό φιρμάνι, (που μπορεί να εκδόθηκε όπως προβλέπονταν και στη συνέχεια ν΄ ανακλήθηκε), ο Ε. Βενιζέλος συνέχιζε να επιμένει στη μη αναγνώριση της εκλογής του Ευμένιου Β΄ με συνέπεια οι σχέσεις των δύο ανδρών να ψυχραθούν με ότι σήμαινε αυτό για το χριστεπώνυμο πλήρωμα της τοπικής εκκλησίας.
Τελικά ο Ε. Βενιζέλος προφανώς κατόπιν πιέσεων αναγνώρισε τον μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιο Β, δύο χρόνια μετά την εκλογή του, το 1900.
Αργότερα όταν εκδηλώθηκε το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το ,1916 ο Ευμένιος Β΄ στράφηκε ενάντια προς αυτή, κατηγορώντας τη για ωμή παραβίαση συνταγματικών και χρηστών ηθών που θα οδηγούσαν τη χώρα στη καταστροφή. Συνέπεια αυτού ήταν η κυβέρνηση του Βενιζέλου να διατάξει τη σύλληψη, την καθαίρεσή του, καθ΄ όλα παράνομη, και τον εκτοπισμό του στη Χίο, όπου και απέθανε από θλίψη τρία χρόνια μετά, την 1 Απριλίου του 1920.
Καταφύγιο επαναστατών
Η σχολή του Αγίου Πνεύματος, στις δύσκολες εκείνες εποχές των διαρκών κρητικών επαναστάσεων, αποτελούσε, πολλές φορές, το καταφύγιο των επαναστατών αλλά και των αδυνάτων και κατατρεγμένων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Επίσκοπος Ευμένιος «Προ των ομμάτων των μαθητών εξετυλίχθησαν άπασαι αι εις τοιαύταις περιστάσεις συνήθεις σκηναί. Εκ της Σχολής διήρχοντο οι οπλίται οι σπεύδοντες προς απόκρουσιν των επιτιθεμένων Τούρκων. Εκ της Σχολής διήρχοντο οι εκ της μάχης επανακάμπτοντες. Εν των περιβώλω της σχολής εβολεύοντο οι της επαρχίας αρχηγοί και πρόκριτοι. Εν τη Σχολή κατέφυγον οι εκ της Επαρχίας Ρεθύμνης πρόσφυγες εξαιτούμενοι άσυλον και τροφήν».
Η σχολή λειτούργησε με αυτή την μορφή μέχρι το 1899 με τις κτηριακές της εγκαταστάσεις να βελτιώνονται συνεχώς και να παρέχει υψηλής ποιότητας μόρφωση, μοναδική σε όλη την επαρχία Αγίου Βασιλείου, αλλά και εξαιρετικές συνθήκες διαβίωσης σε όλους τους μαθητές της που ήταν οικότροφοι.
Μια από τις μεγαλύτερες μορφές που ανέδειξαν το πνευματικό Ρέθυμνο προήλθε από τον χώρο αυτό του Πνεύματος Ο Μιχαήλ Πρεβελάκις ο πρώτος γυμνασιάρχης.
Ο πρώτος γυμνασιάρχης
Ο Μιχαήλ Γεωργίου Πρεβελάκις, γεννήθηκε το 1866, στο χωριό Άρδακτος της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά των γονέων του Γεωργίου και Ελένης το γένος Ιωάννη Δροσάκη.
O Μιχαήλ Πρεβελάκις
Έμπορος ο πατέρας του, είχε την επιχείρησή του στο Ρέθυμνο, αλλά με την επανάσταση αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό, για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και να μπορέσει ο ίδιος να πολεμήσει. Μετά το 1869 επιστρέφει, οικογενειακώς, στην πόλη, όπου και διδάχτηκε ο Μιχαήλ τα πρώτα γράμματα. Σύμφωνα με τον κ. Μανουρά, περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά και φοίτησε μετά στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας στις 26 Φεβρουαρίου 1893 και τον επόμενο μήνα επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Ξεκίνησε το εκπαιδευτικό του έργο το 1893, που διορίστηκε καθηγητής στο ημιγυμνάσιο Ρεθύμνης και δίδαξε δυο σχολικά έτη.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1895, ευρισκόμενος στο χωριό του, πήγε στη Μονή Αγίου Πνεύματος στον Κισσό που είχε την έδρα του ο Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουδάκης, ο οποίος και δίδασκε στο Ελληνικό σχολείο που λειτουργούσε εκεί για να τον επισκεφθεί.
Κουβέντα στην κουβέντα ο Επίσκοπος έπεισε τον Πρεβελάκι να αναλάβει τη διδασκαλία και τη διεύθυνση της σχολής. Η επιλογή αυτή φάνηκε υπεράξια, αφού στο διάστημα της παραμονής εκεί του Πρεβελάκι, η σχολή απέκτησε κύρος και φήμη που ακόμα συζητείται.
Τέσσερα χρόνια αργότερα επιστρέφει στο Ρέθυμνο και τον επόμενο χρόνο (1900-1901) διδάσκει στο ιδιωτικό σχολείο της πόλης που φοιτούσαν μαθητές της πρώτης τάξης του τότε τετρατάξιου γυμνασίου. Τον Σεπτέμβριο του 1901, διορίστηκε καθηγητής μαζί με τους Εμμανουήλ Γενεράλη και Μιχαήλ Τρουλλινό, στο δημοτικό ημιγυμνάσιο, που ιδρύθηκε, από την Κρητική Πολιτεία, με διευθυντή τον γιατρό Κωνσταντίνο Εμμ. Πετυχάκη, πρόεδρο του Φιλεκπαιδευτικού συλλόγου Ρεθύμνης που δίδασκε και Γαλλικά.
Μετά από δυο – τρία χρόνια ανέλαβε τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου Ρεθύμνης και λίγο αργότερα τη διεύθυνση του επίσης ημιγυμνασίου Αρρένων, όταν μετατέθηκε ο Εμμανουήλ Γενεράλις ως γυμνασιάρχης στα Χανιά.
Τέλειωσε την καριέρα του τον Ιούλιο του 1932, γυμνασιάρχης, στο πλήρες εξατάξιο γυμνάσιο, που ιδρύθηκε το 1909 και το υπηρέτησε με πλήρη αφοσίωση μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Κι ήταν περήφανος για την ευκαιρία που του έδωσε η εκπαίδευση, να είναι ο πρώτος γυμνασιάρχης Ρεθύμνης. Ο τίτλος τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή γιατί κανένας Ρεθεμνιώτης δεν ξεχνούσε τις υπηρεσίες του.
Ο Μιχαήλ Πρεβελάκις, δεν περιοριζόταν στο εκπαιδευτικό και συγγραφικό του έργο. Σαν ενεργός πολίτης ήθελε πάντα να προσφέρει στον τόπο του. Μεγάλη ήταν η συμβολή του στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Κρήτη, με τη συμμετοχή του στο πρώτο Παιδαγωγικό Συνέδριο της Κρήτης στα Χανιά, που έγινε το 1907 και στην οργάνωση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στον νομό ως πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Στοιχειώδους εκπαίδευσης Νομού Ρεθύμνης. Ενδιαφέρθηκε επίσης, μας πληροφορεί πάντα ο κ. Μανουράς, για την υλικοτεχνική υποδομή της Μέσης Παιδείας στο Ρέθυμνο. Αποτέλεσμα των προσπαθειών στον τομέα του ήταν η ανέγερση με τη συνδρομή και συμπαράσταση των άλλων παραγόντων της πόλης του Γυμνασίου Αρρένων Ρεθύμνης. «Ο Οίκος Παιδείας» όπως το ονόμασε, που ολοκληρώθηκε το 1931 και του οποίου τα επίσημα εγκαίνια έγιναν στις 10 Ιανουαρίου 1932, λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί και παραδώσει τα καθήκοντά του.
Το έργο του αναγνωρίστηκε από την πολιτεία με την έκφραση ευαρέσκειας της ανώτατης αρχής του κράτους και λίγο αργότερα με την απονομή του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.
Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του Πρεβελάκι μας ενημερώνει ο κ. Στέργιος Μανουράς:
«Η κήρυξη του πολέμου το 1940, βρήκε το Γυμνασιάρχη σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, η οποία όμως δεν στάθηκε εμπόδιο για να εκπληρώσει και πάλι το χρέος του στην πατρίδα. Αυτοεπιστρατεύθηκε εθελοντικά και πολέμησε από το Ρέθυμνο ή τον Άρδακτο τους ξένους εισβολείς, οπλισμένος με το όπλο και τα πυρομαχικά που έμαθε να χειρίζεται με επιτυχία δηλαδή την πέννα του και το μελάνι, σε μια σειρά από πύρινα άρθρα».
Η μαχητικότητα του Πρεβελάκι φαίνεται και από τους αγώνες του για να μην καταργηθεί το Νυκτερινό Σχολείο όπως μας ενημερώνει στην περίφημη ιστοσελίδα του «Ρεθεμνιώτικες Αναδρομές» ο καθηγητής φιλόλογος – θεολόγος κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκις. Εκεί στην ίδια ιστοσελίδα αναφέρονται λεπτομέρειες για την ίδρυση και λειτουργία του γυμνασίου Αρρένων, που πρωτοστάτησε ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης δάσκαλος.
Τα δημοσιεύματα του Μιχαήλ Πρεβελάκι είναι πολλά. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται: Μελέτες, άρθρα, ομιλίες, νεκρολογίες, βιβλιοκρισίες που αναφέρονται σε θέματα ιστορικά λαογραφικά της Κρήτης και κυρίως του Νομού Ρεθύμνης. Είναι μια εξαιρετική πηγή πληροφοριών για τον ερευνητή της Κρητική ιστορίας ιδιαίτερα κατά τον μεσοπόλεμο.
Ευτυχώς για τα Κρητικά Γράμματα, ο Κώστας Γ. Τσικνάκης, φοιτητής τότε της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Κρήτης είχε κάνει μια αποδελτίωση των Ρεθεμνιώτικων εφημερίδων της περιόδου 1900-1946, καθώς και των περιοδικών που κυκλοφορούσαν τότε κι έχουμε έναν πλήρη κατάλογο που υπάρχει στο τεύχος 35 του περιοδικού «Προμηθέας ο Πυρφόρος» Ιούλιος Σεπτέμβριος 1983 (σελ. 189-195). Κι ο ερευνητής μπορεί να διαβάσει όλα αυτά τα δημοσιεύματα με τον οδηγό την πολύτιμη αυτή εργασία του κ. Τσικνάκη.
Στο ίδιο τεύχος, υπάρχει και η πλήρης αναφορά στη ζωή και το έργο του Πρεβελάκι με την υπογραφή του Στέργιου Μανουρά, ένα εξαιρετικό κείμενο, πληρέστατο σε στοιχεία, απόλυτα τεκμηριωμένο και με παραπομπές πολύτιμες για τον αναγνώστη, που θα ήθελε να πληροφορηθεί κάτι περισσότερο για τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα.
Ο Μιχαήλ Πρεβελάκις πέθανε στις 21 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 87 ετών και η κηδεία του έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Ακόμα και οι αθηναϊκές εφημερίδες έγραψαν σχετικά.
Ήταν σπουδαίο το έργο του μεγάλου αυτού Ρεθεμνιώτη σοφού. Αλλά η σημαντικότερη κληρονομιά που μας άφησε, πέρα από το συγγραφικό του έργο, είναι και η πλειάδα των μαθητών του, που διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ιεραρχίας φθάνοντας και στις ψηλότερες βαθμίδες της.
Αρκεί να σημειώσουμε ότι και οι Ακαδημαϊκοί Παντελής Πρεβελάκης και ο Μανούσος Μανούσακας υπήρξαν μαθητές του.
Πηγές
- Αλεξανδράκης Ιωάννης, Η Ιστορία της Μονής του Αγίου Πνεύματος, Ρέθυμνο 2016.
- Δερεδάκης Νίκος, Η πρώτη σύσταση των Δήμων στον Ν. Ρεθύμνου επί Τουρκοκρατίας, στο deredakis.blogspot.com, 29.12.2020.
- Δερεδάκης Νίκος, Άη-Γιάννης Καμένος και Σπήλι: Δύο μάχες της αρχής της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, στο deredakis.blogspot.com, 4.5.2021.
- Μαρκάκης Βασίλειος, Η εν Αγίω Πνεύματι Σχολή Πρέβελη, εφ. Αναγέννησις, 17.9.1899.
- Μουρέλλος Ιωάννης, Κρητικαί Βιογραφίαι, Εν Αθήναις 1931.
- Ξηρουδάκης Ευμένιος, Η εν τη κατά την Επισκοπήν Λάμπης και Σφακίων Ιερά Μονή του Παναγίου Πνεύματος Σχολή της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πρέβελη, Εν Ρεθύμνη 1899.
- Παπαδάκης Μιχαήλ, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978.
- Τσιγδινός Γιώργης, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό Αγίου Βασιλείου, Ρέθυμνο 1998.
- Εύας Λαδιά: Δήμος Αγίου Βασιλείου-Πορεία στο χρόνο (ντοκιμαντέρ).
Το Αφιέρωμα μας για τις μεγάλες μορφές του Ατσιποπούλου θα συνεχιστεί από την ερχόμενη Τετάρτη.