αρά την αύξησή τους τα τελευταία χρόνια, οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένουν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ καθώς το 2023 ανήλθαν στο 15,2% έναντι 22% στην ΕΕ, δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε συνέδριο της Ναυτεμπορικής.
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα, αλλά οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, αν και αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης.
Τέσσερις προϋποθέσεις για ενίσχυση των επενδύσεων
Πρώτη προϋπόθεση για την ενίσχυση των επενδύσεων, είπε, είναι η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και η εκταμίευσή τους στον ιδιωτικό τομέα. Αν και το ποσοστό απορρόφησης είναι ικανοποιητικό (51% από τα συνολικά διαθέσιμα 36 δισ. ευρώ), οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό, γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών, είπε.
Δεύτερη προϋπόθεση η υλοποίηση ενός ευρέος φάσματος φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων που θα αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων.
Τρίτη προϋπόθεση, ένας υγιής τραπεζικός τομέας που μπορεί να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σημειώνοντας την πρόοδο που έχει γίνει για την εξυγίανσή του την τελευταία δεκαετία.
Τέταρτη προϋπόθεση, η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους και όσες δεν έχουν επαρκή ενέχυρα για δανεισμό από τις τράπεζες.
Ολόκληρη η ομιλία του Γ. Στουρνάρα
Θα αναφερθώ εν συντομία στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, στο σημαντικό ρόλο των επενδύσεων και στις προϋποθέσεις για την ενίσχυσή τους.
Κατ’ αρχάς μια σύντομη επισκόπηση της τρέχουσας κατάστασης. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023. Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδας σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει βελτίωση το 2024, εξακολουθεί όμως ακόμη να είναι χαμηλή σε σχέση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), λόγω των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στους τομείς της λειτουργίας του κράτους.
Τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία προβλέπεται να καταγράψει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, διαδικασία η οποία διακόπηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους. Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων, και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού.
Ο ρόλος των επενδύσεων είναι καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, την αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου με έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας, την καινοτομία, την αύξηση της παραγωγής των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Η αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών οδηγεί στην αύξηση των εξαγωγών, σε υποκατάσταση εισαγωγών και άρα στη μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής, περιλαμβανομένων αυτών που προωθούν τον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα. Υπάρχουν σημαντικές συνέργειες μεταξύ των επενδύσεων σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, οι οποίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως. Ειδικότερα, η ταυτόχρονη επένδυση σε νέες τεχνολογίες και σε ανθρώπινο κεφάλαιο με ψηφιακές δεξιότητες οδηγεί στη μέγιστη δυνατή μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου είναι προς την ορθή κατεύθυνση.
Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη τριετία 2021-2023. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν όμως χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (15,2%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).
Προϋποθέσεις για την ενίσχυση των επενδύσεων
Πρώτον, η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του RRF και η εκταμίευσή τους προς τον ιδιωτικό τομέα: Μέχρι στιγμής, το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (51% από συνολικό ποσό 36 δισεκ. ευρώ) και η Ελλάδα είναι 5η στη σχετική κατάταξη των χωρών. Σχετικά με το δανειακό σκέλος του RRF, ικανοποιητική πρόοδος έχει συντελεστεί και ως προς την υπογραφή συμβάσεων δανείων. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό, γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών. Χρησιμοποιώντας υπόδειγμα της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η χρηματοδότηση από τον RRF και οι συνοδευόμενες με αυτήν μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιφέρουν σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ κατά 10% τα επόμενα δέκα χρόνια.
Δεύτερον, η υλοποίηση ενός ευρέος φάσματος φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων: Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.
Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης.
Τρίτον, ένας υγιής τραπεζικός τομέας που μπορεί να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά: Την τελευταία δεκαετία έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα, έχουν βελτιωθεί η κερδοφορία, η ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ενώ έχει επίσης προχωρήσει η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών. Παράλληλα, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα με παράλληλη αύξηση κεφαλαίου, επιταχύνει την εξυγίανση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών και ενισχύει τον ανταγωνισμό στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών και την περαιτέρω μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι ο τραπεζικός τομέας θα μπορεί να συμβάλει στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η τραπεζική χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως του RRF, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (EAT).
Τέταρτον, η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης: Εκτός από την τραπεζική χρηματοδότηση, θα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες χρήσης όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές. Τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital), τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), οι επιταχυντές νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) και οι μικροχρηματοδοτήσεις (microfinance) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν επαρκή πάγια στοιχεία ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων.
Η υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων θα συμβάλει στην ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό παραγωγικό πρότυπο, με έμφαση στην επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια. Τονίζω και πάλι ότι άμεση προτεραιότητα αποτελεί η έγκαιρη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά αυτών που σχετίζονται με τον RRF για την ενίσχυση ων επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πράσινη ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες, διευκολύνοντας την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη και τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Άλλος δρόμος που να οδηγεί στην ευημερία των πολιτών δεν υπάρχει!
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ