Η Γαλλία βρίσκεται μπροστά σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις: Μια πολιτική και μια οικονομική. Η πολιτική αφορά το ενδεχόμενο πολύμηνης ακυβερνησίας μετά την υπερψήφιση, από το γαλλικό κοινοβούλιο, της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ. Αφορμή στάθηκε ο προϋπολογισμός του 2025, γεγονός που αντικατοπτρίζει το άλλο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Γαλλική Δημοκρατία: την πορεία της οικονομίας.
Η εξέλιξη αυτή κατέστησε τον έμπειρο Μπαρνιέ ως τον πρωθυπουργό με τη μικρότερη θητεία στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας καθώς και τον πρώτο πρωθυπουργό που ανατρέπεται από το 1962. Ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν ένωσε τις δυνάμεις του με τον αριστερό συνασπισμό του Νέου Λαϊκού Μετώπου για να ρίξει την κυβέρνηση, η οποία στηρίζονταν από ένα συνονθύλευμα συντηρητικών και κεντρώων βουλευτών σε κυβέρνηση μειοψηφίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση το Σύνταγμα, νέες βουλευτικές εκλογές δεν μπορούν να διεξαχθούν για ένα χρόνο από τις τελευταίες της 30ης Ιουνίου. Ο κίνδυνος λοιπόν για πολιτική παράλυση, με μια νέα κυβέρνηση που θα έχει ελάχιστες έως καθόλου δυνατότητες να ασκήσει νομοθετικό έργο, είναι μεγάλος.
Η ψήφιση του προϋπολογισμού, η οποία έφερε αυτή την πολιτική κρίση, φέρνει στην επιφάνεια τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γαλλική οικονομία. Διογκωμένα ελλείματα, χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και μείωσης του χρέους, άνοδος του κόστους δανεισμού κ.α. δείχνουν ότι ο λογαριασμός του εξαιρετικά γενναιόδωρου γαλλικού κοινωνικού κράτους πλέον δεν βγαίνει. Ο επίμαχος προϋπολογισμός προέβλεπε, μεταξύ άλλων, πακέτα αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, με σκοπό την μείωση του ελλείματος από 6,1% του ΑΕΠ το 2024 σε 5% το επόμενο έτος (3% είναι το ανώτερο όριο που θέτει η ΕΕ). Την ίδια ώρα οι αγορές καραδοκούν, ενώ το γαλλικό χρέος κυμαίνεται σταθερά γύρω στο 112% του ΑΕΠ.
Η Γαλλία, με πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑ-, δανείζεται πλέον (οριακά) ακριβότερα από την υπερχρεωμένη Ελλάδα η οποία επισήμως βρίσκεται στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-). Το γεγονός αυτό δείχνει ότι πέρα από τα νούμερα και τους οικονομικούς δείκτες, υπάρχει κάτι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό το οποίο καθορίζει τη στάση των αγορών απέναντι σε μια χώρα: η πολιτική σταθερότητα.
Οι αγορές αποτυπώνουν ότι, παρά την πολυετή κρίση, η Ελλάδα πλέον απολαμβάνει πολιτική σταθερότητα, με μια κυβέρνηση που έχει την πλειοψηφία να ασκήσει πολιτική, την ώρα που η Γαλλία ακροβατεί με την ακυβερνησία και τον ακραίο λαϊκισμό. Όπως αναφέρει άρθρο του Economist (2/12/24) «οι Βόρειοι Ευρωπαίοι κορόιδευαν ως γουρούνια (PIGS) τις Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία για τις σπάταλες μεθόδους τους. Η Γαλλία έχει γίνει πλέον χοιρινό, ενώ τα PIGS έχουν μεταρρυθμιστεί σε μεγάλο βαθμό».
Παρότι τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας διαφέρουν πολύ με την ελληνική οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και η Γαλλία είναι πολύ «μεγάλη» για να πέσει, όλα αυτά είναι πολύ γνώριμα στη χώρα μας. Υψηλά ελλείμματα, χτυπήματα από τις αγορές, πολιτική αστάθεια, κρίση νομιμοποίησης, κοινωνική αναταραχή, άνοδος Δεξιού και Αριστερού λαϊκισμού. Όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας, ο οικονομικός λαϊκισμός στην Γαλλία τροφοδοτείται από την άρνηση των πολιτών να αντικρύσουν την πραγματικότητα σχετικά με τις δυνατότητες του κράτους τους. Ο μόνος λόγος που ο λαϊκισμός δεν έχει ακόμα καταφέρει να κυβερνήσει στη Γαλλία (σε αντίθεση με την Ελλάδα που το πέτυχε) είναι το εκλογικό σύστημα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ημιπροεδρικού πολιτικού συστήματος.
Σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη ο πολιτικός κατακερματισμός οδηγεί σε ασταθείς κυβερνήσεις, είτε επειδή δημιουργεί αδύναμους συνασπισμούς, όπως στη Γερμανία ή την Ολλανδία, είτε επειδή δημιουργεί μειοψηφικές κυβερνήσεις όπως στη Γαλλία ή την Ισπανία. Η αδυναμία αυτή, ειδικά των μεγάλων χωρών, επηρεάζει την ΕΕ στο σύνολό της γιατί χωρίς ηγεσία από τη Γαλλία και τη Γερμανία τίποτα φιλόδοξο δεν μπορεί να συμβεί στις Βρυξέλλες.
Βλέποντας τις πολιτικές εξελίξεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης εγείρεται ένα ερώτημα: είναι αναπόφευκτο πλέον για τις σύγχρονες φιλελεύθερες Δημοκρατίες όταν το σύστημα φτάνει στα όρια του να αναλαμβάνουν την εξουσία οι λαϊκιστές, έτσι ώστε μετά από μια δυσάρεστη εμπειρία να εξανεμίζονται οι ψευδαισθήσεις («αυταπάτες» στην ελληνική) και να εξισορροπείται το σύστημα ξαναρχίζοντας στη συνέχεια από την αρχή;
Το πρόβλημα και η μεγάλη διαφορά με την ελληνική περίπτωση, όσον αφορά την πορεία της γαλλικής οικονομίας και την άνοδο του γαλλικού λαϊκισμού, είναι ότι το ελληνικό λαϊκιστικό πάθημα του 2015 αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τον δικό μας μικρόκοσμο. Αντίθετα, οι εξελίξεις σε έναν από τους δύο βασικούς στυλοβάτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζουν ολόκληρο το οικοδόμημα. Και φυσικά τους πολίτες της.