Πόσο σπουδαίος αλήθεια ήταν ο Γεώργιος Ανδρεδάκης – Ανδρεδής, βουλευτής επί σειρά ετών και γιατρός, δεν παύω να ανακαλύπτω στις έρευνές μου.
Εκεί που θεωρώ ότι έχει κλείσει το κεφάλαιο αυτό, έρχεται κάποιο από τα άρθρα του, ή μια νεκρολογία – πηγή στοιχείων για την προσωπικότητα του εκλιπόντα – να με κάνει να αφήσω ακόμα περιθώριο για να συμπληρώνω όσα νεότερα ανακαλύπτω.
Αυτό που με εντυπωσιάζει επίσης στην προσωπικότητα του Αμαριώτη πολιτικού και επιστήμονα είναι η πολυσχιδής παράλληλη δράση του και μάλιστα σε εποχές που ούτε συγκοινωνία ούτε τεχνολογία ευνοούσαν τις επαφές.
Για τους αναγνώστες που πρώτη φορά διαβάζουν για τον Γεώργιο Ανδρεδάκη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι γεννήθηκε στο Φουρφουρά το 1860 διετέλεσε βουλευτής επί σειρά ετών.
- Αντιπρόεδρος της βουλής των Ελλήνων στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
- Πρώτος έπαρχος Αμαρίου.
- Διακεκριμένος γιατρός των φτωχών και των αδύναμων Αμαριωτών.
- Άριστος επιστήμονας και πρόδρομος της ανακάλυψης της πενικιλίνης, κατά τον Φλέμιγκ.
Είχε όμως και μια ακόμα μεγάλη αρετή. Ήξερε να ξορκίζει το κακό με χιούμορ και φιλοσοφική διάθεση. Δεν άφηνε τίποτα να «πέσει κάτω». Το πνευματικό του ανάστημα σε γεμίζει δέος και η ετοιμολογία του «τσακίζει» κόκαλα.
Με την πρώτη ματιά δεν σε εντυπωσίαζε πέρα από τα τέλεια χαρακτηριστικά στη βιβλική του μορφή. Ήταν κοντός, απλός στους τρόπους και περισσότερο – όπως ισχυρίζεται ο Κώστας Μαμαλάκης που τον σκιαγραφεί δεξιοτεχνικά -σου θύμιζε φτωχό βιοπαλαιστή κι ένα μειλίχιο απόμαχο της ζωής. Όταν όμως άρχιζε να μιλά είτε έκανε διάγνωση έλαμπε ολόκληρος.
Κι όταν πάλι κάτι «στραβό» τον ενοχλούσε αντιλαμβανόσουν το μέγεθος της ενόχλησής του από το πόσο βαριά κρητική προφορά τόνιζε τον λόγο του.
Πολιτευόταν στο Αμάρι που υπεραγαπούσε αλλά και οι Αμαριώτες τον λάτρευαν. Είχε πάντα εκείνη την Αμαριώτικη περηφάνια και αρχοντιά που τον έκανε ακατάδεχτο σε πληρωμή ιδιαίτερα αν προερχόταν από άπορο ή μεροκαματιάρη. Εύρισκε τρόπο να αρνηθεί τα χρήματα χωρίς όμως να προσβάλει το φιλότιμο ασθενή. Είχε μια άνεση να εντοπίζει τη ρίζα του προβλήματος σε κάθε περίπτωση ασθενή κι έκανε άριστη διάγνωση. Ήταν στον καιρό του από τους κορυφαίους γιατρούς.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ευκολίες στη μετακίνηση. Κι όμως ο Γεώργιο Ανδρεδάκης αλώνιζε την ύπαιθρο της επαρχίας του για να ανακουφίσει τους ασθενείς του αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες που ιδιαίτερα στο Αμάρι τον χειμώνα είναι αρκετά σκληρές.
Έντιμος πολιτικός
Ο Γεώργιος Ανδρεδάκης διέγραψε λαμπρή πολιτική καριέρα πλάι στον Βενιζέλο κι υπηρέτησε με ανιδιοτέλεια τον τόπο του. Δεν απέκτησε ποτέ περιουσία. Κι έμεινε τόσο πτωχός που μέχρι το 1933 που πέθανε τον συντηρούσε διακριτικά ο φίλος του Ελευθέριος Βενιζέλος για να μην προσκρούσει στην παροιμιώδη περηφάνια του. Σημασία έχει πως άφησε μνήμη αγαθή έντιμου πολιτικού, γιατί ανήκε πραγματικά στην κατηγορία των πολιτικών εκείνων που έδιναν κύρος στο ελληνικό κοινοβούλιο προκαλώντας βαθύτατο σεβασμό στους ψηφοφόρους τους.
Επιφυλακτικός με τους Ασκληπιάδες
Όσο η τοπική κοινωνία έμπαινε σε ρυθμούς ανάπτυξης, έβλεπες να έρχονται στην πόλη νέοι επιστήμονες με σπουδές στο εξωτερικό. Αυτούς ο Ανδρεδής δεν τους έβλεπε με καλό μάτι και διατηρούσε τις επιφυλάξεις του χωρίς να γίνεται προσβλητικός. Όταν όμως ήταν στις κακές τους δεν κρατούσε ούτε τα προσχήματα, όπως μας πληροφορεί στο σχετικό χρονογράφημα ο Κώστας Μαμαλάκης.
«Όταν λοιπόν ήταν στις κακές του ο Ανδρεδής έβαζε τις φωνές στον νεαρό Ασκληπιάδα που θα του έκανε τον «έξυπνο».
«Κύριε συνάδελφε, τι τας θέλετε τας σπουδάς εις Εσπερίαν; Τι τα θέλετε τα Παρίσια; Μελετάν δεν είναι το αναγιγνώσκειν αλλά το εννοείν».
Κι είχε δίκιο εδώ που τα λέμε να κοιτάζει τους νεαρούς γιατρούς « αφ υψηλού» γιατί είχε μάθει μόνο στις επιτυχίες κι ήξερε να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης γύρω από τον ίδιο και τις γνωματεύσεις του. Όλοι όμως οι συνάδελφοί του συγχωρούσαν την έπαρσή του αυτή γιατί παραδέχονταν τις γνώσεις και την εμπειρία του.
Άλλωστε ήταν αρχαιότερος, άριστος επιστήμονας και σε δύσκολες περιπτώσεις δεν δίσταζε να παραμερίζει κάθε προσωπικό συναίσθημα και να προτάσσει την υγεία του ασθενούς από τη μια και το γόητρο του συναδέλφου του από την άλλη. Δεν άντεχε να δει κανέναν συνάδελφό του ταπεινωμένο από συγκυρία ή κακή στιγμή. Στις περιπτώσεις αυτές ειλικρινά δεν είχε διάθεση ούτε και για σκωπτικές παρατηρήσεις. Αμαριώτης με τα όλα του δηλαδή…».
Περιστατικά που τον χαρακτηρίζουν
Οι πράξεις του γενικά είχαν κάτι το χαριτωμένα παράδοξο. Από κάποια περιστατικά που περιγράφει ο Μαμαλάκης το διαπιστώνουμε. Για παράδειγμα:
«Κάποιος Βυζιριανός έπαθε ειλεό. Η ασθένεια την εποχή εκείνη δεν είχε σωτηρία. Ο Ανδρεδής αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε οδός σωτηρίας, αναγκάστηκε αφού δεν γινόταν τίποτα περισσότερο να ενημερώσει τους συγγενείς. Εκείνοι με την απελπισία που διακρίνει καθένα στην περίπτωση αυτή θέλησαν να πάρουν μια ακόμα γνώμη. Ράπισμα δέχτηκε το γόητρο του Αμαριώτη γιατρού αλλά προείχε ο ασθενής. Κατάπιε λοιπόν την πίκρα του και δέχτηκε να συμμετέχει στο ιατρικό συμβούλιο που φρόντισαν οι συγγενείς να γίνει άμεσα. Μόλις ήρθε και ο άλλος γιατρός ο Ανδρεδάκης, έδεσε τα χέρια πίσω κι άρχισε να κόβει βόλτες.
Διασκέδασε για λίγο με την αμηχανία του συναδέλφου του που δεν ένοιωθε άνετα να καλείται μετά τη διάγνωση Ανδρεδή να δώσει τα φώτα του κι έπειτα επειδή κανένας δεν έβαζε την αρχή αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή πρώτος
– Ίντα ρθαμε δα να κάμομε και να πούμενε; Ρώτησε συνεχίζοντας το πηγαινέλα πάνω κάτω.
Κι επειδή δεν έπαιρνε απάντηση συνέχισε στο ίδιο ύφος.
– Τι γνώμη έχετε κύριε συνάδελφε; Εξητάσατε τον ασθενή; Είδατε τα χάλια του;
– Η γνώμη μου είναι σύμφωνη με τη δική σας, απάντησε με σεβασμό ο άλλος. Εκάματε ό,τι μπορούσατε. Τη σωστή φαρμακευτική αγωγή εφαρμόσατε κύριε Ανδρεδάκη.
– Αυτό δα έλειπε να μη συμφωνείτε μαζί μου κύριε συνάδελφε, πήρε τα πάνω του ο βετεράνος.
Κι επειδή είχε ήδη αρχίσει να βράζει συνέχισε στην ντοπιολαλιά του σημείον αρκετών μποφόρ στο νευρικό του σύστημα.
– Κατές ένα πράμα. Μια που θέλανε ιατρικό συμβούλιο να εφαρμόσουμε μια ηρωική μέθοδο θεραπείας.
– Ποια μέθοδο ρώτησε με ενδιαφέρον ο άλλος χωρίς να προσέξει ότι ο βετεράνος συνάδελφός του το γύριζε τώρα στην πλάκα για «εκτόνωση».
– Εγώ θα σου πω κι εσύ θα συμφωνήσεις αφού δέχτηκες να έρθεις σε συμβούλιο για άρρωστο καταδικασμένο. Θα του ποτίσουμε μια κούπα ρετσινόλαδο, κι από πάνω θα τονε βάλομε με το ζόρε να καταπιεί καμιά πενηνταριά δράμια σκάγια. Το μόνο που μας απομένει αφού ζήτησαν ιατρικό συμβούλιο και συ δέχτηκες νάρθεις Θα φέρει περισταλτική κίνηση στα άντερα το ρετσινόλαδο, θα ζορίσουνε άσκημα και τα σκάγια κι ίντα θα κάμει το άντερο θα ξιδιπλωθεί γη θα πάθουνε ούλα μαζί με το στομάχι διάτρηση. Αφού είναι χαμένος για χαμένος ο αρρωστάρης.
Ο άλλος το πήρε στα σοβαρά.
– Όχι τέτοια ευθύνη δεν αναλαμβάνω είπε ξεροκαταπίνοντας.
Δένει ξανά τα χέρια πίσω ο Ανδρεδάκης, ξαναρχίζει το πηγαινέλα λέγοντας και τη μαντινάδα
Εις του θανάτου τσι πληγές
βοτάνια δεν χωρούσι
Μήδε γιατροί γιατρεύουσι
μηδ’ άγιοι βοηθούσι κι άντες να πηγαίνομε κι έληξε το συμβούλιο κύριε συνάδελφε.
Εδώ που τα λέμε με το δίκιο του τα «είχε πάρει» ο Αμαριώτης γιατρός αφού κι ένα μικρό παιδί θα καταλάβαινε πως έκανε πλάκα τόση ώρα με την αγωγή που είχε συστήσει.
Έγινε Παρδί στο… Παρδί
Και μια ακόμα επίσης χαριτωμένη ιστορία με πρωταγωνιστή τον θρυλικό γιατρό.
«Ένας χωριανός του και φυσικά ψηφοφόρος του γύρισε από την αιχμαλωσία της Μικράς Ασίας σε κακό χάλι.
Συνέφερε κάπως αλλά το βηχαλάκι του έγινε μόνιμο.
Τον άκουσε μια μέρα ο Ανδρεδης καθώς περνούσε δίπλα του και δεν του άρεσε ο βήχας.
Με τη γνωστή του σιγουριά που έδινε θάρρος στην ασθενή του είπε για προληπτικούς λόγους να περάσει από το ιατρείο του να τον ακροαστεί.
Έτσι κι έγινε.
Πάει ο ανθρωπάκος στο ιατρείο, γδύνεται όπως του ζήτησε ο γιατρός κι αφέθηκε στην εξέταση που ξεκίνησε με τον κλασσικό τρόπο της επίκρουσης με τα δάχτυλα.
«Ε ….Ας παίξωμενε και μια ουλιά νταμπούρλο συντεκνάκι του είπε για να διασκεδάσει την αγωνία του άλλου
Κολλά ύστερα τ’ αυτί του στην πλάτη του ασθενούς γιατί ως γνωστόν δεν καταδεχόταν ποτέ να χρησιμοποιήσει ακουστικά έχοντας ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ακοή του. Και τον αρχίζει στο βήξε ανάπνεε, βήξε ανάπνεε και ξαναβήξε.
Κάποτε τέλειωσαν.
-Ε κύριε γιατρέ ν’ ακούσομε τώρα και τα χαμπάρια λέει με μισή φωνή ο ασθενής.
Κι ο Ανδρεδάκης με απόλυτη φυσικότητα.
– Δεν έχεις μπρε συ πράμα Φθίση έχεις
Ο ασθενής τάχασε με την αταραξία του άλλου
– Μα γιατρε΄δι όνομις του χυλού μη με παίζεις. Ιντα ’χω;
– Φθίση μωρέ δεν άκουσες;
– Και το λες με τόση άνεση;
– Γιάντα μωρέ ξεσπαθώνει ο Ανδρεδής. Δεν είναι πράμα. Μην είσαι «κουρκουζάνης». Θα πας στα ριζά του Ψηλορείτη στο Παρδί, θα πίνεις «χουμά» μπόλικο από το Μιτάτο και σε δυο μήνες θα γενείς παρδί.
Ο ασθενής που ήξερε και γράμματα έφυγε με μαύρη καρδιά από του γιατρού. Εκείνη την εποχή η φυματίωση θέριζε.
Έκανε όμως ότι του είπε και πράγματι σε λίγο καιρό ήταν μια χαρά!»
Η ιστορία που μας περιγράφει ο Μαμαλάκης έχει κι άλλες χαριτωμένες προεκτάσεις αλλά ο χώρος δεν επιτρέπει να τις συμπεριλάβουμε. Σημασία έχει ότι ο φθισικός έγινε καλά και περισσότερο το όφειλε στον τρόπο που έκανε τη διάγνωσή του ο Ανδρεδής που τόνωσε το ηθικό του. Μια από τις βασικές συνταγές επιτυχίας του Αμαριώτη γιατρού.
Σχετική με τα παραπάνω και η επισήμανση του εκλεκτού Αμαριώτη Στέλιου Καπαρού που μου έκανε μετά από ένα δημοσίευμά μου για τον γιατρό, στα Ρεθεμνιώτικα Νέα (2015).
«Έτσι τα ακούγαμε και εμείς στο Άνω Μέρος από τους παππούδες μας.
Επίσης ρωτούσε ο Ανδρεδης τον άρρωστο ίντα αρρώστια νομίζει ότι έχει και ίντα θεραπεία πρέπει να κάνει κατά τη γνώμη του. Δίκιο έχεις του έλεγε χωρίς να τον προσβάλει. Άκουσε όμως εδά και τη δική μου γνώμη.
Με τις μανάδες όμως, όταν επέμεναν σε μια θεωρία τους για την αρρώστια του παιδιού, γινόταν πιο αυστηρός.
Με ένα έντονο επιπληκτικό ύφος τους έλεγε: Γιατρός εσύ. Γιατρός και εγώ. Ποιος από τους δυο μας είναι ο γιατρός».
Μια «πλάκα» από τις πιο βαριές
Το αθώο πείραγμα ήταν το οξυγόνο του Ανδρεδάκη. Θεωρούσε πως χωρίς να διακωμωδείς τις ατυχίες σου ήσουν κυριολεκτικά χαμένος.
Κι έκανε πολλές πλάκες ομολογουμένως με καλή πρόθεση. Είχε όμως και το ηθικό ανάστημα να αναγνωρίζει τα λάθη του και να διορθώνει.
Έτυχε μια φορά να σμίξει με ένα φιλιότσο του που ήταν τρομερά «σιχασιάρης». Τα πάντα γι’ αυτόν είχαν και μια αιτία για να αποφύγει μικρές όμως απολαύσεις της ζωής.
Για ευνόητους λόγους γενικεύω λίγο το θέμα που μου διηγήθηκε ο αείμνηστος χρονογράφος Κώστας Μαμαλάκης, για να μη γίνει καμιά παρερμηνεία και δεν θα ήταν σωστό.
Αφαιρώ δηλαδή χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που θα φωτογράφιζαν πρόσωπα.
Με τον φιλιότσο του αυτό βρέθηκε κάποτε ο Ανδρεδάκης να κάθεται κάπου στην εξοχή και να κουβεντιάζει. Ο νεαρός κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Μια στιγμή κάνει μια κίνηση ο γιατρός να πάρει το μαντήλι από την τσέπη του και πιάνει κάτι περίεργο. Να διευκρινίσουμε ότι οι τσέπες εκείνα τα χρόνια είχαν αρκετό βάθος. Βάζει λοιπόν το χέρι πιο βαθειά ο γιατρός χωρίς να γίνει αντιληπτή η αναζήτησή του και πιάνει ένα ….κομμάτι κρέας.
Ήταν το υπόλοιπο που έμεινε από καλό μεζέ που είχε απολαύσει ο Ανδρεδής την προηγουμένη σε φιλικό σπίτι.
Κι όπως το ψηλάφιζε του ήρθε μια ιδέα για να πειράξει το φιλιότσο του γνωρίζοντας πόσο «σιχασιάρης» ήταν. Άρχιζε λοιπόν να εκθειάζει το κρέας που του είχε προσφέρει την προηγουμένη καλός του φίλος. «Και να δεις μαλακό που ήτονε…πω πω ακόμα το λέω και «τρέχουν τα σάλια μου» Μα ίντα να σου πω …». Πες πες κάνει πως ανακάλυψε κάτι σπουδαίο και βγάζοντας το κομμάτι το κρέας από την τσέπη του το απλώνει στον φιλιότσο του.
«Μα εσύ έχεις τύχη βουνό. Κοίταξε που βρήκα ένα κομματάκι που είχε περσέψει και το είχα ξεχασμένο στην τσέπη μου…Έλα φάε να δεις νοστιμιά. Έλα μη ντρέπεσαι …».
Και δως του να πλησιάζει το κρέας στο στόμα του νεαρού που δεν ήξερε από πού να φύγει για να αποφύγει το μοιραίο.
Βλέπετε εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη προσβολή να αρνηθείς κέρασμα. Και οι άνθρωποι, απαλλαγμένοι από τους κανόνες υγιεινής που ακολουθούμε σήμερα, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο πώς να προσφέρεις κάτι στον άλλο. Αρκούσε η χειρονομία που δείχνει και καλή καρδιά.
Μια δυο όταν ο Ανδρεδής είδε κόμπους ιδρώτα να ξεπηδούν από το μέτωπο του νεαρού που είχε φθάσει στα όρια της απόγνωσης, αποφάσισε να σταματήσει ν’ ασκεί πίεση στον νεαρό για να δοκιμάσει τη λιχουδιά που δεν ήταν πλέον και απόλυτα απαλλαγμένη από μικρόβια, μένοντας τόσες ώρες ξεχασμένη σε μια τσέπη.
Και σκάζοντας στα γέλια πέταξε μακριά το κέρασμα που είχε προκαλέσει κρίση αηδίας στον δυστυχή φιλιότσο που πήρε επιτέλους ανάσα ανακούφισης.
Αργότερα ο Κώστας Μαμαλάκης δημοσίευσε το χαριτωμένο αυτό περιστατικό που δείχνει την εύθυμη πλευρά του γιατρού, πολύ διαφορετικά από αυτό που θυμόμουν. Το έχει συμπεριλάβει στη σειρά των δημοσιευμάτων του για το Ρέθυμνο με τίτλο «Η πόλη που δεν σβήνει». Και σίγουρα αυτό θα ήταν το αυθεντικό γιατί ο Κώστας Μαμαλάκης περνούσε από «κόσκινο» ό,τι επρόκειτο να δημοσιεύσει.
Ομολογώ πάντως ότι και αυτό όπως μου το διηγήθηκε ο αξέχαστος φίλος μου και το άλλο όπως το διάβασα με αρκετές αλλαγές στη σειρά των χρονογραφημάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει» πάλι την ίδια εντύπωση μου προκάλεσε. Ένα κύμα ψυχικής ευφορίας όπως όταν απολαμβάνεις τη σκανταλιά ενός μικρού παιδιού.
Είχαμε, πάντως όπως διαπιστώνω, αρκετά δείγματα του βετεράνου Ρεθεμνιώτη πολιτικού και γιατρού, αυτής της παιδικής αθωότητας που τον χαρακτήριζε, στην καθημερινότητά του, παρά τη σοφία και την επιστημοσύνη του που άφησαν εποχή.