Η συμβολή των Μανουράδων στον αγώνα – Η τραγική θυσία του Νικ. Πετρακάκη – Ο ηρωικός θάνατος του Μανόλη Ζαχαράκη
Ο Γεώργιος Αριστείδη Τζίτζικας από το Άνω Μέρος γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1918.
Στρατεύτηκε στις 4 Απριλίου 1939 και υπηρέτησε στα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα με την ειδικότητα του σκοπευτή αντιαεροπορικών πυροβόλων.
Με την κατάρρευση του μετώπου, στις 6 Απριλίου 1941, ο Τζίτζικας πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και κλείστηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες σ’ ένα παλιό από τουρκοκρατίας στρατόπεδο στην Καβάλα, στη θέση Καρά-Ορμάν.
Οι συνθήκες από την πρώτη στιγμή ήταν άθλιες. Οι αιχμάλωτοι έμεναν χωρίς ψωμί και νερό.
Ο Τζίτζικας ανυπόταχτη φύση δεν αφέθηκε στη μοίρα του. Κατάφερε να πείσει δυο ακόμα ψυχωμένους συστρατιώτες του, τον Μανόλη Γωνιανάκη από το Μελιδόνι και τον Γιώργη Σκουλά από τα Ανώγεια, και πηδώντας από τα μπεντένια κατάφεραν να διαφύγουν.
Πιάστηκαν και πάλι αιχμάλωτοι ενώ περνούσαν τον Στρυμώνα. Και πάλι κατάφερε ο Τζίτζικας να δραπετεύσει. Βρέθηκε στο Άγιον Όρος όπου οι καλόγεροι κατάφεραν να τον φυγαδεύουν μαζί με πολλούς άλλους στρατιώτες να φθάσει στην Αττική με ένα καΐκι το «Άγιος Νικόλαος».
Στο Πόρτο Ράφτη στάθηκε τυχερός γιατί πέτυχε τον Αγγλικό στόλο που είχε βγει να περισυλλέξει υπολείμματα του στρατού του. Βρήκε μια γωνιά σε ένα από τα τρία πλοία της αποστολής και στις 28 Απριλίου 1941 έφθανε στο λιμάνι της Σούδας.
Η μεγάλη του χαρά ήταν ότι φορούσε ακόμα το χακί που αρνήθηκε πεισματικά να βγάλει για να μην περάσει όλες τις ταλαιπωρίες που συνάντησε. Είχε ακούσει από τους ηλικιωμένους στην Ξάνθη ότι οι Γερμανοί δεν πειράζουν τους πολίτες. Θα μπορούσε λοιπόν να φορέσει πολιτικά και να αποφύγει κινδύνους αιχμαλωσίας.
Εκείνος όμως ήθελε να αποκτήσει ξανά την πολιτική του περιβολή, στο στρατόπεδό του στη Σοχώρα εκεί που ντύθηκε το τιμημένο χακί. Η εμμονή του αυτή δείχνει και τον άκρατο πατριωτισμό του.
Παρουσιάστηκε αμέσως σε ότι στρατό υπήρχε στο Ρέθυμνο και υπηρέτησε ως αγγελιαφόρος του συνταγματάρχη Χρήστου Τζιφάκη.
Ανδραγαθία στη Μάχη της Κρήτης
Στη Μάχη της Κρήτης είχε την ευκαιρία να πολεμήσει όπως το επιδίωξε στα μεγάλα κέντρα των επιχειρήσεων στα Περιβόλια και συγκεκριμένα στου Κόρακα την Καμάρα, στον Άγιο Γιώργη στα Καστελλάκια.
Κάποια στιγμή ενώ προχωρούσε με ένα χωριανό του χωροφύλακα τον Αντώνη Κατσαντώνη, που κρατούσε ένα ταχυβόλο της Αστυνομίας πόλεων άρχισε να τους πολυβολεί ένα αεροπλάνο. Ο Τζίτζικας που είχε ειδική εκπαίδευση από τη θητεία του στην Ξάνθη ως σκοπευτής αεροπορικής αμύνης στα πολυβόλα δεν άντεξε για πολύ να νοιώθε πάνω του το εχθρικό αεροπλάνο και κόβει βόλτες.
Ζήτησε λοιπόν το όπλο από τον Κατσαντώνη για να το ρίξει. Εκείνος δίστασε γιατί είχε μόλις δυο δεσμίδες σφαίρες.
– Και μια μου είναι αρκετή απάντησε ο Τζίτζικας και πραγματικά κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο.
Στη δεύτερη τρίτη στροφή που έκανε ο πιλότος δέχτηκε τα πυρά του Τζίτζικα που κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο, στη θέση Ασπρουλιάνος.
Ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης μας είχε μιλήσει για το ανδραγάθημα αυτό. Μάλιστα ο ίδιος είχε εντοπίσει τα υπολείμματα του αεροπλάνου αλλά ήταν αδύνατο να ανασυρθούν λόγω του δύσβατου της περιοχής που είχε καταπέσει.
Και με αφορμή αυτό είχε πειστεί τότε ο Γιώργης Τζίτζικας να μιλήσει για πρώτη φορά, σε ένα από τα ταξίδια του και μάλιστα στην επέτειο των 50 χρόνων από τη θρυλική μάχη, καθώς το συναίσθημα είχε φορτιστεί περισσότερο με την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η παρουσία τόσων βετεράνων.
Ο Αντώνης Κατσαντώνης σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα στον Άη Γιώργη που γινόταν οι πιο φονικές μάχες. Το όπλο του βρέθηκε αργότερα στα χέρια ενός Λευτέρη Αλεξάκη από την Πατσό που το τίμησε και σε σημαντικές μάχες που δόθηκαν στη διάρκεια της Αντίστασης αλλά σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.
Μετά την Μάχη της Κρήτης ο Τζίτζικας χωρίς να πάρει ανάσα εντάχθηκε ενεργά στην Αντίσταση όπου και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες.
Οι Μανουράδες στη μάχη της Κρήτης
Πέντε αδέλφια ήταν οι Μανουράδες από τα Σείσαρχα. Αν και ο νόμος τους επέτρεπε να εξαιρεθούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ουδείς εξ αυτών θέλησε να επωφεληθεί.
Ο πρώτος μάλιστα παρουσιάστηκε εθελοντής και ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρήκε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκαν δυο ακόμα αδέλφια στο Μέτωπο.
Αφηγείται στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ο Ανδρέας Μανουράς (1911-1986):
«Αν και είχαμε το περιθώριο να εξαιρεθούμε και οι τέσσερις αδελφοί ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα της πατρίδος.
Στις πρώτες μέρες του Μάη με την κατάρρευση του μετώπου είχαμε επιστρέψει στο χωριό μας. Στις 10 Μαΐου λάβαμε διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης να παρουσιαστούμε όσοι βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο.
Αμέσως ετοιμαστήκαμε αλλά επειδή ο Μανόλης, που υπηρετούσε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είχε τρεις μέρες μόλις, που ήρθε στο χωριό και είχαμε να τον δούμε κάπου δυόμισι χρόνια, του ζητήσαμε να παραμείνει λίγες μέρες, για να τον δούνε οι γονείς μας. Εκείνος όμως το θεωρούσε ατιμωτικό να δεχθεί. Κι όταν η μητέρα μου τον παρακάλεσε θερμά να μείνει για χάρη της εκείνος της είπε:
– Δεν γίνεται μάνα. Εγώ έχω δυο μητέρες και η μια κινδυνεύει. Πρέπει να τρέξω στο καθήκον κι όταν περάσει ο κίνδυνος τότε θα είμαι και πάλι δικός σου».
Για τον ίδιο ήρωα αναφέρει σχετικά ο Μάρκος Πολιουδάκης:
«Οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί μέσα στο εργοστάσιο ΒΙΟ και αμύνονταν. Εκεί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ζωντανά προκαλύμματα, τους κατοίκους των γύρω σπιτιών (έκθεση Φρουράρχου Γ. Νικολακάκη).
Η μάχη γενικεύεται με την άφιξη νέων γερμανικών τμημάτων από τ’ ανατολικά και καταφθάνοντας πολίτες και χωροφύλακες από τα δυτικά. Πολίτες, στρατιώτες και δόκιμοι χωροφύλακες με εφ΄όπλου λόγχη προχωρούν και φωνάζουν «ΑΕΡΑ» «απάνω-ν-των -ε μωρέ και τους φάγαμε» Με την κραυγή «ΑΕΡΑ» έδιωχναν τον φόβο, αλλά και επέβαλαν τον φόβο στον εχθρό με την ίδια κραυγή.
Αρκετοί αλεξιπτωτιστές είναι ήδη νεκροί. Στου Κόρακα την Καμάρα κείτονταν δυο αξιωματικοί και πολλοί στρατιώτες νεκροί.
Για την υπεράσπιση της πόλης του Ρεθύμνου έπεσαν, ο Διμοιρίτης του 10ου λόχου Υπομοίραρχος Χλεμπογιάννης Νικόλαος στην Κηφισιά, τρεις Υπαξιωματικοί της Σχολής Χωροφυλακής, ο Υπενωμοτάρχης Λαμπρόπουλος Κ. στην παραλία, ο Χωροφύλακς Γιαννακάς Ηλίας της Δ/σεως Χωροφυλακής Ρεθύμνης, επτά οπλοφόροι πολίτες μέσα σ’ αυτούς και ο Εμμ. Μανουράς του Ζαχαρία και 35 Δόκιμοι Χωροφύλακες
Οι Γερμανοί τράπηκαν σε φυγή προς τα Περιβόλια και εγκατέλειψαν πολλά λάφυρα, όλμους, μυδράλια, τουφέκια, πυρομαχικά μοτοσικλέτες και ποδήλατα, ένα αντιαρματικό και τρεις αιχμαλώτους».
Ένα τέταρτο περίπου μετά τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του, ο Ανδρέας Μανουράς, δέχτηκε μια σφαίρα στο γόνατο. Έτσι δεν μπόρεσε να συνεχίσει και το πολυβόλο του σίγησε.
Να σημειώσουμε ότι από τους Μανουράδες, εκτός από τον Μανόλη που σκοτώθηκε στου Κόρακα την Καμάρα, ο μικρότερος αδελφός Ευγένιος εκτελέστηκε αργότερα από τους Ναζί στο χωριό του, και ο Γιάννης Μανουράς εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι, με άλλους πατριώτες, για αντίποινα των Γερμανών μετά από ένα σαμποτάζ που έγινε κοντά στη Θήβα.
Μια τραγική θυσία
Στον Πρινέ Μυλοποτάμου το πρωί της Τρίτης 20 Μαΐου, γύρω στις 10, έντεκα αεροπλάνα πέρασαν τρομάζοντας τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο. Τα παιδιά που δεν ήξεραν τι είναι αεροπλάνο νόμισαν ότι βλέπουν γερανούς. Και ανύποπτα συνέχισαν τις δουλειές τους, γιατί εκείνη την εποχή και τα παιδιά βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές. Οι μεγάλοι όμως που είχαν εμπειρία από το Μικρασιατικό Μέτωπο κατάλαβαν ότι είναι εχθρικά αεροπλάνα.
Οι συζητήσεις είχαν φουντώσει όσο περνούσε η μέρα και οι άνδρες αναρωτιόντουσαν τι να κάνουν όταν φάνηκε ο Γεώργιος Αποστολάκης και τους είπε ότι εκεί στον Κάμπο του Λατζιμά έπεφταν αλεξιπτωτιστές.
– Πρέπει να πάμε, ήταν η απόφαση, αλλά πώς να πάνε χωρίς όπλα. Άρχισαν να κοιτάζουν από δω κι από κει αλλά εκτός από μερικούς τσιφτέδες δεν εύρισκαν τίποτα.
Ο μόνος που είχε ένα όπλο πιο εύχρηστο ήταν ο Νικόλαος Ζαχαριουδάκης. Ήταν ένα Λεμπέλ που το κρατούσε λάφυρο από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Όταν τον είδαν οι δικοί του να παίρνει το όπλο και να ετοιμάζεται να τους αποχαιρετήσει έπεσαν πάνω του να τον σταματήσουν.
Είχε γυναίκα ετοιμόγεννη. Ποιος θα έφερνε τη μαμή από τις Μαργαρίτες ή από την Αλφά αν χρειαζόταν; Δεν μπορούσε να πάει πουθενά.
Ο Νικόλας ήρθε σε δύσκολη θέση. Το δίλημμα ήταν τρομερό. Και το όπλο να πάει χαμένο.
– Δώσε μου το όπλο να πάω εγώ άκουσε μια φωνή.
Ήταν ο πρώτος του ξάδελφος ο Μανόλης Ζαχαράκης. Και χωρίς να περιμένει πήρε το όπλο, πήγε στο σπίτι του, φίλησε το έξι μηνών αγόρι του τον Χρήστο που κοιμόταν αμέριμνο κι έφυγε με τους άλλους για το Λατζιμά.
Κατά τις οκτώ το βράδυ ο ανάπηρος συγχωριανός του Γεώργιος Ζαχαράκης ή Τσιγαράς έλαβε ένα τηλεγράφημα με υπογραφή επιτροπή αμύνης. Η επιτροπή καλούσε όσους μπορούσαν να πολεμήσουν να κατέβουν την επομένη στο Πέραμα, για να σχηματίσουν ομάδες και να πάνε στο Λατζιμά να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Οι άνδρες όμως ήταν ήδη στον τόπο της μάχης. Η επόμενη μέρα σήμανε και την έναρξη της συγκλονιστικότερης μάχης, όπως χαρακτηρίζεται η Μάχη της Κρήτης.
Εκτός των κάτω Μυλοποταμιτών είχαν κατέβει και από τα Ανώγεια μια ομάδα από επίλεκτους αγωνιστές με εμπειρία και μεγάλη γενναιότητα.
Ο Μανόλης Ζαχαράκης είχε βρει μια καλή θέση και χρησιμοποιούσε το όπλο του με εξαιρετική ευστοχία δημιουργώντας πρόβλημα στον εχθρό. Για κακή του τύχη όμως το όπλο αυτό έβγαζε καπνό και εύκολα έδινε το στίγμα του. Έτσι τον πήρε χαμπάρι ένας πολυβολητής και τον «γάζωσε» με μια ριπή. Ο ηρωικός άνδρας σωριάστηκε νεκρός.
Οι συναγωνιστές του περίμεναν με πόνο ψυχής γιατί ήταν αδύνατο να πλησιάσουν. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Κι όταν οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν πήγαν κοντά στον ηρωικώς πεσόντα συγχωριανό τους, τον σήκωσαν στους ώμους και με αυτοκίνητο που βρέθηκε τυχαία τον μετέφεραν μέχρι τις Μαργαρίτες. Από εκεί με το καθελέτο τον έφεραν στο χωριό. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Ο Μανόλης Ζαχαράκης έμοιαζε να κοιμάται. Το στήθος του σκέπαζαν καρυδόφυλλα έτσι που να μη φαίνεται η μοιραία πληγή.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.