Έχει και το Ρέθυμνο ευεργέτες. Άνθρωποι που κατάφεραν να νικήσουν τη φτώχεια δεν ξέχασαν τους άλλους που στενάζουν στα βρόχια της και τους πρόσφεραν ευκαιρίες ν’ ανασάνουν κι αυτοί. Με τις συνεχείς χορηγίες τους στέριωσαν ζωές και δημιούργησαν επιφανείς επιστήμονες. Πόσα όμως γνωρίζουμε γι’ αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους; Ευεργέτες όπως ο Γεώργιος Βογιατζάκης.
Ο επιφανής αυτός Ρεθεμνιώτης για μεν τους Κρήτες παραμένει ένας μεγάλος ευεργέτης, για τους εκτός Κρήτης συνέλληνες ένας Κρητικάρχης δυναμικός κι ένα παράδειγμα αυτοδημιούργητου ανθρώπου, που ο Θεός θαρρείς πως τον ευλόγησε για να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στον τόπο του.
Από Σφακιανό κύτταρο αναπτύχθηκε κι αυτή η μεγάλη μορφή, που ακόμα διατηρεί αναλλοίωτη τη λάμψη της, ατενίζοντας αγέρωχα το χρόνο.
Αρχές του περασμένου αιώνα, το 1904, είδε το πρώτο φως της ζωής στο Χρωμοναστήρι. Καταγόταν από πάμπτωχη και πολυμελή οικογένεια. Τι βιός ν’ αποκτήσουν άνθρωποι που δεν ήξεραν παρά την τέχνη των αρμάτων, επειδή η Κρήτη το καλούσε; Αγωνιστές και οπλαρχηγοί οι πρόγονοί του. Ο πατέρας του ήταν ο Παναγιώτης, μοναχογιός του καπετάν Γιώργη Βογιατζή με τ’ όνομα. Για να εκδικηθεί τον άδικο χαμό του πατέρα του, όπως το όριζαν οι συνθήκες της εποχής ζώστηκε τ’ άρματα κι όταν πήρε το αίμα του πίσω ξαπλώνοντας το φονιά επικηρύχθηκε, ενώ έξαλλοι οι Οθωμανοί του Χρωμοναστηρίου χάλασαν τον κόσμο για να τον βρουν και να εκδικηθούν τον δικό τους.
Ο καπετάν Παναγιώτης έγινε το καμάρι του Βρύσινα κι αργότερα τον βλέπουμε εκλεγμένο δήμαρχο από το 1906 μέχρι το 1912. Κι ήταν αξίωμα σοβαρό, γιατί ο Δήμος Βρυσιναίων αριθμούσε τότε 2.841 κατοίκους.
Αυτό τον άνθρωπο είχε στην καρδιά του ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το έδειχνε σε κάθε περίπτωση. Γιατί ποτέ δεν ξέχασε ότι ο Παναγιώτης πρώτος έτρεχε σε κάθε του κάλεσμα τιμής και ιδιαίτερα στο Κίνημα εναντίον του πρίγκιπα Γεωργίου.
Αξίζει να κάνουμε ένα άλλο αφιέρωμα για τον Παναγιώτη Βογιατζάκη από τον οποίο κληρονόμησε πολλές αρετές ο Γιώργης. Κυρίως όμως μια ασυμβίβαστη αξιοπρέπεια κι ένα πείσμα για προκοπή.
Αν και από νωρίς μπήκε στα βάσανα δεν τον πήρε από κάτω η ζωή. Στα 13 του χρόνια, όταν αποκλείστηκε ο πατέρας του στη Μυτιλήνη, όπου υπηρετούσε στο εκεί Τελωνείο, πριν λείψει από το σπίτι το καθημερινό, ο μικρός Γιώργης σαν πρωτότοκος πήρε την ευθύνη της οικογένειας. Χωρίς να χάσει ούτε μια μέρα από το σχολείο του, έκοβε ξύλα, τα φόρτωνε στο γάιδαρο και ερχόταν στο Ρέθυμνο να τα πουλήσει.
Μπορεί να έκοβε δρόμο από μονοπάτι αλλά ο ποδαρόδρομος κάλυπτε πέντε χιλιόμετρα σωστά. Αυτή η δραστηριότητα που έφερνε ψωμί στην οικογένεια ήταν και η …πρώτη επιχείρηση του μεγάλου Κρητικού.
Στις 6 του Γενάρη 1920 βρέθηκε στην Αθήνα. Ήταν πάμπτωχος αλλά κουβαλούσε μαζί του τη δύναμη των 16 χρόνων του. Το περίεργο είναι ότι αν και μικρός ήξερε τι ήθελε. Αναζητούσε μια απασχόληση που θα είχε μέλλον. Και στο μεταξύ δούλευε όπου εύρισκε. Δούλευε και αναζητούσε την ευκαιρία. Και την βρήκε όταν κατάφερε να προσληφθεί κλητήρας στα γραφεία μεγάλης επιχείρησης εισαγωγών εξαγωγών.
Αμέσως τον ξεχώρισαν
Αυτή την πρόσληψη χρωστούσε στην αξιοσύνη του και μόνο γιατί εκείνος που τον πρόσεξε και τον επέλεξε ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Ασημακόπουλος επικεφαλής της εταιρείας. Ο μικρός Κρητικός από το Χρωμοναστήρι έπεσε με κέφι στη δουλειά κι αυτό δεν πέρασε επίσης απαρατήρητο από τους προϊσταμένους του. Έτσι δεν άργησε να γίνει από κλητήρας ταμίας και μάλιστα πολλές φορές κατέπληξε το αφεντικό του με την παροιμιώδη του εντιμότητα. Κι ας μην είχε στον ήλιο μοίρα που λένε.
Όταν στρατεύθηκε εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο το χρόνο του κατά την θητεία του στο Αρχηγείο Χωροφυλακής. Έκανε τα καθήκοντά του το πρωί και το απόγευμα δούλευε πάλι στου Ασημακόπουλου. Έπαιρνε έτσι δυο μισθούς. Έστελνε τον ένα στην οικογένειά του και με τον άλλο περνούσε ο ίδιος με αξιοπρέπεια, γιατί μισούσε κάθε τι μίζερο και ακαλαίσθητο. Λάτρευε το καλό ντύσιμο και γι’ αυτό φρόντιζε να είναι πάντα κομψός. Είχε τον αέρα της αρχοντιάς από τα πολύ νεανικά του χρόνια ακόμα. Κι ήθελε οι παρέες του να είναι άνθρωποι ξεχωριστοί. Δεν ήταν τάση σνομπισμού αυτό αλλά μια βαθειά πίστη που είχε στην παροιμία «Με τον καλλιά σου κάθισε και νηστικός σηκώσου».
Σκόπευε πάντα ψηλά
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, δεν ησύχαζε. Ήθελε να φτάσει ψηλά. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία έφυγε από την εταιρεία που δούλευε κι άνοιξε την πρώτη δική του επιχείρηση. Κεφάλαιό του ήταν 40.000 δραχμές που πήρε ως αποζημίωση και μια παλιά γραφομηχανή. Με τις γνωριμίες και το ταλέντο του στην επικοινωνία αξιοποίησε κάθε λεπτό για να δρέψει τις πρώτες του επιχειρηματικές δάφνες.
Τα είχε καταφέρει καλά όταν τον βρήκε η Κατοχή. Και σαν γνήσιος απόγονος των Τουρκομάχων Μπογιατζήδων δεν μπορούσε να καθίσει με χέρια σταυρωμένα.
Οργανώθηκε στην Αντίσταση, ενώ παράλληλα κατάφερε να μην απολύσει κανένα υπάλληλό του και το σπουδαιότερο να οργανώσει συσσίτιο για το προσωπικό του!
Είναι από τις λίγες φορές που δεν ξέρω τι να αφαιρέσω για οικονομία χώρου από τις τόσες λαμπρές σελίδες που συνθέτουν τη ζωή του Γεωργίου Βογιατζάκη. Κι ήταν τυχερός πραγματικά που ανέλαβε να γράψει τη βιογραφία του ο χρονογράφος των Σφακίων Πάρις Κελαϊδής. Κρίμα που αυτό το βιβλίο έκδοσης 1994 δεν επανεκδόθηκε για να γνωρίσει η νέα γενιά τον μεγάλο Κρητικό, ιδρυτή της ασφαλιστικής εταιρείας «Φοίνιξ».
Θυσίασε σπουδές για τον συνάνθρωπο
Αντιλαμβάνομαι την απορία ορισμένων. Ποια επιστήμη να ακολούθησε ο μεγάλος αυτός άνδρας από τη στιγμή που λάτρευε τα γράμματα και περίπου σκιαγραφήσαμε με πόσες θυσίες συνέχιζε τις σπουδές του. Πράγματι το επόμενο όνειρό του ήταν το Πανεπιστήμιο και ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά και μάλιστα σε ηλικία 37 ετών. Αλλά υποχρεώθηκε να διακόψει τις σπουδές του για να βοηθήσει τους πληγέντες από τον πόλεμο.
Αυτό που χαρακτήριζε το Γεώργιο Βογιατζάκη ήταν το πάθος του για τον τόπο του. Αμέτρητοι νέοι βρήκαν δουλειά κοντά του. Ας μη φανταστείτε όμως ότι άνοιγε την πόρτα μεμιάς. Ήθελε να δοκιμάσει τον καθένα που ζητούσε τη βοήθειά του και όχι βέβαια για να απολαύσει την ικανοποίηση του ισχυρότερου. Ξέροντας ότι καμιά στήριξη δεν διαρκεί, προσπαθούσε να κάνει αυτόφωτους τους ανθρώπους που ήθελε να βοηθήσει. Κι όταν εύρισκε ανταπόκριση των προσδοκιών του τους σπούδαζε, τους άνοιγε και άλλους δρόμους.
Ο Γιώργης Βογιατζάκης ποτέ δεν συντήρησε ανθρώπους ανίκανους να βρουν το δρόμο τους στη ζωή. Αντίθετα ευεργέτησε εκείνους που το άξιζαν. Κι ο χρόνος δικαίωσε τις επιλογές του. Γενικά όμως ήταν πάντα μια πηγή ελέους και η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε στην κρούση της ανάγκης.
Άφησε εποχή στην παγκρήτιο
Εκεί βέβαια που άφησε εποχή ήταν στην Παγκρήτιο Ένωση που κράτησε το πηδάλιό της για 24 χρόνια. Ήταν μια χρυσή εποχή για την Κρήτη. Είχε μεταβάλλει το γραφείο του σε μικρό υπουργείο και κανένας κυβερνητικός παράγοντας δεν μπορούσε να του αρνηθεί αυτό που ζητούσε για τον τόπο του. Δεν τολμούσε θα έπρεπε να γράψω. Γιατί ήταν γνωστή η δύναμη της πειθούς του μεγάλου αυτού Κρητικάρχη.
Από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του ήταν ο δεύτερος όροφος της Παγκρητίου Ενώσεως, η συμβολή στη δημιουργία της Κρητικής Εστίας για τους άπορους φοιτητές του νησιού, τα παγκόσμια συνέδρια Κρητών, η έκδοση βιβλίων και πάνω από όλα η διάδοση της ιδέας του συγκρητισμού. Πάλεψε γι’ αυτό ο Βογιατζάκης, επειδή δεν ήθελε να βλέπει διχασμένο το Κρητικό στοιχείο. Ίδια στάση είχε κρατήσει και στο ξέσπασμα του Εμφύλιου. Κόντρα στο ρεύμα προσπαθούσε να νουθετήσει τους φανατικούς.
Όσο γενναιόδωρος ήταν με το Ρέθυμνο και τις ανάγκες του άλλο τόσο φρόντιζε και για την άλλη Κρήτη. Από τις μεγαλύτερες δωρεές του ήταν αυτή στην Ιστορική και Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Κρήτης την εποχή που γινόταν οι μεγάλες ανασκαφές στο Βρύσινα. Γι’ αυτό και η Εταιρεία τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη της.
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πίστευε στη φιλία και αφοσιωνόταν στους φίλους του. Για παράδειγμα είναι γνωστή η πολύχρονη φιλία του με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που είχε την ατυχία μάλιστα να τον δει να ξεψυχά στα χέρια του! Αυτή η εμπειρία ήταν από τις χειρότερες που βίωσε ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ευεργέτης.
Διατηρούσε φιλίες όμως και με ηγέτες κρατών, με πολιτικούς, με ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν βαθιά.
Το αρχοντικό του στο Χρωμοναστήρι γέμιζε κατά καιρούς με προσωπικότητες από το διεθνές πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό στερέωμα. Κι όλοι είχαν να κάνουν με τη φιλοξενία του Άρχοντα Βογιατζάκη.
Αν κάποιος γνώστης των πραγμάτων της Κρήτης, θα ήθελε σήμερα να διακρίνει στοιχεία του λαμπρού αυτού Ρεθεμνιώτη δεν έχει παρά να προσέξει την κόρη του Φαλή. Αυτή τη σπάνια και αξιοθαύμαστη γυναίκα. Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του πατέρα της κατάφερε να είναι κι η ίδια τόσο πολύτιμη και μοναδική όσο κι εκείνος.
Αυτό είχε αναγνωριστεί από πολλούς φίλους του κι ο Βογιατζάκης καμάρωνε όταν το άκουγε.
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πέθανε στις 27 Απριλίου του 2001.
Αλλά ζει πάντα μέσα από τις ζωές εκείνων που ευεργέτησε και βοήθησε να προκόψουν και από τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα έργα που είχε υπογράψει η μεγάλη του γενναιοδωρία.
Ιωάννης Κ. Γρυντάκης
Τον άλλο σπουδαίο ευεργέτη Ιωάννη Γρυντάκη μας γνώρισε ο αξέχαστος Ιωάννης Αντ. Χαντουμάκης στο βιβλίο του για τα χωριά Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί.
Εκεί σκιαγραφεί δεξιοτεχνικά τον Ιωάννη Κ. Γρυντάκη, που δημιούργησε ένα κοινωνικό και φιλανθρωπικό Ίδρυμα στο Ζουρίδι, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο.
Ο Γιάννης Κων. Γρυντάκης γεννήθηκε το 1916 στο Ζουρίδι. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας αυστηρά προσηλωμένης στις παραδόσεις και στα ιδεώδη της Κρήτης.
Ο μικρός έδειξε από νωρίς τα θετικά στοιχεία ενός αδαμάντινου χαρακτήρα. Κι επιπλέον μια άνεση στις ανθρώπινες σχέσεις. Άνθρωπος έξω καρδιά, αγαπούσε τις οικογενειακές συγκεντρώσεις που κατέληγαν σε γλέντι. Γιατί θεωρούσε και την ψυχαγωγία αυτή απαραίτητο στοιχείο μιας αρμονικής ζωής.
Μαζί με τον αδελφό του Παύλο, που λάτρευε, έδωσαν με περηφάνια το παρόν στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941) υπό τη σημαία της 5ης Μεραρχίας.
Όταν επρόκειτο να γίνει η μεγάλη επιχείρηση εναντίον των Ιταλών για την κατάληψη του υψώματος Πούντα Νορ, ο Γιάννης είχε κυριευθεί από ένα φρικτό συναίσθημα.
Και οι φόβοι του επαληθεύτηκαν δυστυχώς. Η είδηση του ηρωικού θανάτου του Παύλου τον γέμισε οργή για τον εχθρό αλλά και σκοτείνιασε αρκετά την άλλοτε γεμάτη φως χαράς ζωή του.
Άνθρωπος της δράσης δεν άφησε το πένθος της ψυχής του να τον κυριέψει. Η ζωή τραβούσε μπροστά.
Ακολούθησε τελικά τον τραπεζικό κλάδο κι έγινε στέλεχος της Λαϊκής Τράπεζας.
Μεγάλος φυσιολάτρης
Μετά το θάνατο του αδελφού του αναζήτησε παρηγοριά στη φύση και σε έργα κυρίως φιλανθρωπίας.
Για την αγάπη του στη φύση μας αναφέρει ο Ιωάννης Χαντουμάκης:
«Ζούσε στη φύση και κατά φύση Προσφιλής διαδρομή του ήταν η περιοχή του δυτικού Ρεθύμνου, Κάτω Πόρος, Ζουρίδι, Νησί, Κολλητά, Αζώνας, Βιλανδρέδο, Βελονάδο Μούνδρος, Λάκκου, Ποταμός, Κακό Όρος, Πετρές κ.λ.π.
Μέρες ολόκληρες οδοιπορούσε και ζούσε υγιεινή και λιτή ζωή…»
Ήταν μια απίστευτη αλλαγή αυτή που διέκρινε τον υπέροχο αυτό άνθρωπο. Σαν άλλος κοσμοκαλόγερος ένιωθε πλήρης με τα ελάχιστα και αισθανόταν ευτυχία μακριά από τον κόσμο στις απίστευτου κάλλους γωνιές της περιοχής του. Παράλληλα με αφάνταστη διακριτικότητα υπηρετούσε και ανακούφιζε τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Οι πάντες τον λάτρευαν. Κι είχαν όλοι να λένε για τη γενναιοδωρία και την προσπάθειά του να δίνει ανάσα σε δυστυχείς και ελπίδα σε απελπισμένους.
Μια τεράστια περιουσία
Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν και μια ικανότητα άριστης διαχείρισης κι ένα επιχειρηματικό πνεύμα που αποδείχτηκε σωτήριο για τον τόπο.
Κάθε του αγορά ακινήτου γινόταν μετά από σκέψη κι αποδεικνυόταν εξαιρετικά επιτυχής. Το ίδιο και οι επενδύσεις του σε τράπεζες και μετοχές. Με το πέρασμα του χρόνου απέκτησε μια τεράστια περιουσία σε ακίνητα και μετρητά. Κι όπως προτίμησε να μη δημιουργήσει οικογένεια αποφάσισε να διαθέσει όλη την περιουσία του στους χωριανούς του, που τους ένιωθε τόσο κοντά του και τους έδειχνε με κάθε τρόπο την αγάπη του.
Ίδρυμα Ιωάννη Γρυντάκη
Αρχές του 80 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Ιωάννη Γρυντάκη που υιοθέτησε τα τρία χωριά Ζουρίδι, Άγιο Γεώργιο και Κάτω Πόρο. Επιτέλους θα έβγαζε από τη φτώχια τόπους που στέναζαν από τη στέρηση όπως το άγονο και στενό του Κάτω Πόρου. Σε κάθε έκτακτη περίπτωση, ιδιαίτερα Χριστούγεννα και Πάσχα το Ίδρυμα πρόσφερε μεγάλη βοήθεια σε αναξιοπαθούντες, χήρες και ορφανά. Καθένας που αντιμετώπιζε δυσκολίες ήξερε πως στο Ίδρυμα θα βρει στιβαρά χέρια βοηθείας για να ξεπεράσει το πρόβλημά του.
Κι ο Ιωάννης Γρυντάκης δόξαζε το Θεό που τον βοήθησε να δημιουργήσει αυτή την Εστία θαλπωρής για κάθε δυστυχισμένο. Με τις οικονομίες του, με τον ιδρώτα του είχε δημιουργήσει περιουσία. Δεν είχε ποτέ εμπορευτεί την ανθρώπινη δυστυχία, δεν θέλησε να έχει ποτέ σχέση με ύποπτα κυκλώματα που εξασφάλιζαν ανυπολόγιστα κέρδη. Τον μόχθο μιας ζωής και τα επιτεύγματα μιας σειράς από σωστές στρατηγικές κινήσεις στην οικονομική σκακιέρα ενός πανέξυπνου μυαλού αφιέρωσε στους συνανθρώπους του. Κι ήταν περήφανος γι’ αυτό.
Ο Ιωάννης Γρυντάκης έφυγε στις 18 Ιανουαρίου 2000 με την ικανοποίηση ότι αφήνει σε σίγουρα χέρια το αποτέλεσμα του μόχθου του. Και τα χρόνια που ακολούθησαν δικαίωσαν τις προσδοκίες του αγάλλοντας την ψυχή του.
Παράδειγμα προς μίμηση
Το Ίδρυμα βασίζεται σε ένα καταστατικό που προβλέπει την κάλυψη αναγκών αναξιοπαθούντων σε πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την χορήγηση ευκαιριών στον μαθητόκοσμο με υποτροφίες και άλλες δυνατότητες. Προβλέπει επίσης την αξιοποίηση κτισμάτων από τα τόσα που κοσμούν την περιοχή. Πρόκειται πραγματικά για αυθεντικά παραδοσιακά σπίτια που με την αξιοποίησή τους μπορεί να κάνουν ακόμα περισσότερο ελκυστικούς προορισμούς τα χωριά που διαθέτουν μια γερή προίκα φυσικής ομορφιάς. Και όπως φαίνεται οι προοπτικές ανάπτυξής του με τη χρηστή διαχείριση που γίνεται είναι περισσότερο ελπιδοφόρες. Ο ετήσιος προϋπολογισμός και κάθε έκτακτη ανάγκη χορηγίας τίθεται υπόψη της Περιφέρειας που αποφασίζει τελικά. Κι όπως αναφέρουν οι κατά καιρούς εκθέσεις που δημοσιοποιούνται, το Ίδρυμα έχει να παρουσιάσει δράση σημαντικότερη από άλλα παρόμοια κέντρα κοινωνικής προσφοράς. Κι ας μένει στην αφάνεια ένα τόσο σημαντικό έργο. Το Ίδρυμα αποτελεί ένα παράδειγμα κοινωφελούς έργου προς μίμηση.
Μια μελέτη μάλιστα του κ. Μανόλη Φραδέλου, ηλεκτρολόγου – μηχανολόγου, μέλους του Δ.Σ. το 2008, που δημοσιεύεται ολόκληρη στο βιβλίο του Ιωάννη Χαντουμάκη «Ιστορικά και Πολιτιστικά στοιχεία των χωριών Κάτω Πόρος, Αρτός και Νησί», προκαλεί έντονο ενδιαφέρον γιατί περιέχει σοβαρές προτάσεις για την ανάπτυξη και τις ευρύτερης περιοχής μέσα από τις δραστηριότητες του Ιδρύματος.
Αν υπήρχαν κι άλλοι…
Αν υπήρχαν αλήθεια μερικοί ακόμα άνθρωποι, όπως ο Ιωάννης Γρυντάκης, με διάθεση να βοηθήσουν τον τόπο τους δημιουργώντας θέσεις εργασίας για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με έργα κι όχι στείρες πολιτικολογίες, ποια κρίση θα μπορούσε να απειλήσει αλήθεια το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας; Μήπως στους ευεργέτες δεν στηρίχτηκε από παλιγγενεσίας του το ελληνικό έθνος για να ορθοποδήσει; Δυστυχώς τώρα τους έχει περισσότερη ανάγκη. Αλλά που να βρεθούν; Κι ας βρίθουν οι λίστες ξένων τραπεζών με καταθέτες που έχοντας εξασφαλίσει τη ζωή τους αλλού, «σφυρίζουν κλέφτικα» όταν δεν το «παίζουν πατριώτες», ενώ τόσος κόσμος γύρω τους δεινοπαθεί.