Οδυνηρές οι μέρες της φυλακής στη Φορτέτζα
Συγκλονιστικές οι μαρτυρίες γυναικών που έζησαν την αγωνία της αποφράδας εκείνης μέρας 22 Αυγούστου 1944.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της Μαρίας Κοκονά από το μαρτυρικό Γερακάρι.
«Το πρωί στις 22 Αυγούστου του ’44 μας ξύπνησαν ο θόρυβος από τις μπότες των Γερμανών και οι φωνές τους, που μας καλούσαν να βγούμε στην πλατεία του χωριού. Ο Γερακάρης είχε κυκλωθεί από τα μαύρα χαράματα και ελάχιστοι κατάφεραν να ξεφύγουν από το στενό μπλόκο. φθάσαμε στην πλατεία που ήταν στημένα σειρά τα πολυβόλα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί τέτοια κινητοποίηση των κατακτητών που, συνήθως, όταν κύκλωναν το χωριό, ήθελαν να πάρουν άνδρες για να δουλέψουν σε καταναγκαστικά έργα, κυρίως σε στρατιωτικά εργοτάξια, στα οποία είχαν υποχρεώσει και τον πατέρα μου να εργαστεί. Εκεί, μας είπαν ότι θα καταστρέψουν το χωριό, γιατί το πέρασμα των απαγωγέων κομμάντος με τον στρατηγό Κράιπε βεβαίωνε τη συνεργασία μας με την αντίσταση. Μας υπέδειξαν να επιστρέψουμε στο σπίτια, να βγάλουμε έπιπλα και γεννήματα στους δρόμους και, βαστώντας ό,τι μπορούμε στο χέρι, να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία του χωριού το αργότερο ως τις δώδεκα το μεσημέρι. Μα αυτά που συνέβησαν το πρωινό της 22ας Αυγούστου ξεπερνούσαν τα συνηθισμένα, και αυτό μας δημιουργούσε ιδιαίτερη ανησυχία και έναν φόβο που φώλιαζε στα φυλλοκάρδια μας. Και όχι άδικα, αφού μετά από λίγο έσυραν εκεί, μπροστά μας, δύο 16χρονα παλικάρια, τον Μανώλη Κων. Γιανακουδάκη και τον Στρατή Εμμ. Στρατιδάκη, και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Τα άτυχα παιδιά είχαν ένα πιστόλι και πήγαν να το πετάξουν στους βάτους προς την πέρα βρύση, αριστερά από το σπίτι του δασκάλου Αλεξάνδρου Κοκονά. Μα το πιστόλι, πέφτοντας, χτύπησε σε πέτρες και οι Γερμανοί που ήταν κοντά άκουσαν τον θόρυβο, βρήκαν το πειστήριο του εγκλήματος και εκεί, μπροστά στα μάτια μας, τους εκτέλεσαν με μια πιστολιά στο κεφάλι. Την ίδια τύχη θα είχαν, λίγες ώρες αργότερα, οι πατεράδες και τ’ αδέλφια μας. Μετά μας οδήγησαν στο αλώνι του Τίτο. Εκεί μας ξεχώρισαν, άνδρες, γυναίκες με παιδιά έως 15 χρονών και πιο πέρα οι κοπέλες, από την κάτω μεριά τ’ αλωνιού, για μη μπορούμε να αναμειχθούμε με τις μεγαλύτερες γυναίκες. Θυμούμαι τις σκηνές που ξετυλίχθηκαν όταν ξεχώριζαν τους άνδρες. Ανάμεσά τους επήραν τον πρώτο μου εξάδελφο, Γεώργιο Αγγελάκη, δάσκαλο. Την ίδια στιγμή, ο θείος μου, παπά-Κωστής Αγγελάκης, απευθύνθηκε στους Γερμανούς, ζητώντας ν’ αφήσουν τον δάσκαλο και να πάρουν στη θέση του τον ίδιο. Μάταια όμως. Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα στους απομονωμένους άνδρες, σιγόκλαιγε ο 17χρονος Γιάννης, του θείου μου Νικολή Κουτελιδάκη, αδελφού της μητέρας, και δίπλα του τον ενθάρρυνε ο μικρός μου αδελφός Φραγκιάς, λέγοντάς του: «Γιάννη, δεν κλαίνε μωρέ οι άντρες». Όλα αυτά γινόντουσαν σε μικρή απόσταση και μέσα στη νεκρική σιωπή της εκφώνησης των ονομάτων των προγραμμένων και όσων επέλεγαν συμπληρωματικά, για να ικανοποιήσουν την αχόρταγη εκδικητικότητά τους για την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, που τον πέρασαν οι απαγωγείς από τις ορεινές περιοχές του χωριού και μετά τον οδήγησαν στα νότια παράλια του νησιού, με τελικό προορισμό την Αίγυπτο».
Αβέβαιη τύχη
«Θα ήταν γύρω στη 1 η ώρα μετά το μεσημέρι, όταν μας ανέβασαν στα φορτηγά. μπορεί να ήμασταν 25 έως 30 νέες από το χωριό, από 15 έως 25 χρονών, δηλαδή όσες δεν κρατάγαμε μωρά στην αγκαλιά. καταλαβαίναμε ότι θα μας πήγαιναν φυλακή, δεν φανταζόμασταν όμως τι θα ακολουθούσε, ότι το χωριό και η ζωή μας δεν θα ήταν ποτέ πια όπως πριν. Ούτε έβαζε ο νους μας τι θα γινόταν μ’ εμάς ή με τους γονείς και τ’ αδέλφια που αφήναμε πίσω. Τα φορτηγά ξεκίνησαν πάνω στον χωματένιο δρόμο, συνοδευόμενα από μοτοσικλετιστές και φρουρά πάνω σε κάθε καμιόνι με ομήρους άνδρες ή γυναίκες, και πήραν κατεύθυνση προς τις Ελένες. Εκεί, περνώντας ο λίγος κόσμος του μικρού χωριού, μας χαιρετούσε με βουρκωμένα μάτια κάτω από τα βλοσυρά βλέμματα των ναζιστών που μας συνόδευαν. λίγα χιλιόμετρα μετά, φθάσαμε στο επόμενο χωριό, το Μέρωνα, όπου και σταματήσαμε για λίγο. Ο κόσμος του χωριού έτρεξε κοντά στα φορτηγά και προσπαθούσε να μας δώσει κάτι φαγώσιμο, μα η φρουρά δεν άφησε ούτε νερό να μας δώσουν. Μετά, τα φορτηγά ξεκίνησαν και περνώντας όλη τη διαδρομή από Αποστόλους, Πρασσές, Περβόλια, φθάσαμε στη χώρα τ’ απόγευμα της ίδιας μέρας. Μας οδήγησαν στη Φορτέτζα, όπου θα ζούσαμε φυλακισμένες για άγνωστο χρόνο».
Στη φυλακή
«Την άλλη μέρα, οι Γερμανοί μάς έντυσαν με τα ρούχα της φυλακής, δηλαδή μια μπλε ρόμπα, και έδωσαν στην καθεμιά μας ένα πιρούνι και ένα πήλινο πιατάκι για να βάζουμε το συσσίτιο που μας μοίραζαν. δύο μέρες μετά με επισκέφθηκε στη φυλακή ο αδελφός μου Γεώργιος Αγγελάκης, που υπηρετούσε ως ενωμοτάρχης στη διεύθυνση χωροφυλακής Ρεθύμνης. Μου έφερε δυο κουβέρτες και δύο μαξιλάρια, που τα έδωσε με κοφτά λόγια και το πηλίκιό του κατεβασμένο, έτσι που να μη βλέπω τα μάτια του. Έφυγε αμέσως συνοδευόμενος από τον φρουρό. Νέα δεν είχαμε για την τύχη των δικών μας και, ψηλά από τα παραθύρια της Φορτέτζας,
Βλέπαμε κάτω στον δρόμο κάπου-κάπου συγγενείς ή γνωστούς, που τους χαιρετούσαμε με τα χέρια. Αυτοί, χωρίς να μας αναγνωρίζουν, φώναζαν γενικώς «καλά είναι όλοι», θέλοντας να παρηγορήσουν τη δυστυχία μας με ένα συμβατικό ψέμα. Σε άλλο σημείο της Φορτέτζας ήταν η πτέρυγα των κρατουμένων ανδρών που έφεραν από το χωριό μου και τα γύρω χωριά ή από παλαιότερες συλλήψεις. Ανάμεσά τους ήταν ο νονός μου Στεφανής Παπά Νικολή Γενεράλης. Εκεί είχαν κρατούμενο και τον Γιάννη Ταταράκη, γιο του Δημήτρη Ταταράκη, προέδρου του χωριού. Μετά την ανάκριση, τον εκτέλεσαν και τον έχωσαν στον τάφο που τον είχαν υποχρεώσει να ανοίξει μόνος του. Μέσα στη φυλακή οι μέρες και οι νύχτες ήταν δύσκολες, ατέλειωτες, με αγωνία και αβεβαιότητα. Προσπαθούσαμε να δώσει η μια στην άλλη κουράγιο και, όταν μας έβγαζαν για λίγο έξω από τα κελιά, προσπαθούσαμε να δούμε σε ποια κατεύθυνση είναι τα απότομα βράχια του φρουρίου που παλιότερα τα βλέπαμε από την έξω μεριά στον κυριακάτικο περίπατο, μα τώρα είμαστε από μέσα. Το φαΐ, βέβαια, που μας έδιναν οι Γερμανοί ήταν πανάθλιο, ξεπλύματα από τα δικά τους φαγητά. θυμάμαι ότι μια φορά η φρουρά έφερε μια λαϊκή ορχήστρα να παίξει, λέει, μουσική, μα εμείς αρνηθήκαμε να πάμε στον χώρο που είχαν ορίσει. Κλειστήκαμε στα κελιά και ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο. Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη ότι η ομηρία μας στη Φορτέτζα δεν άφησε αδιάφορους τους Ρεθεμνιώτες που, με τον Σύλλογο Κυριών, την επιτροπή γιατρών και δικηγόρων και άλλους συλλόγους προσπάθησαν να απαλύνουν τον πόνο και τη δυστυχία μας. Μας έφερναν, όποτε τους άφηναν οι Γερμανοί, τρόφιμα και ρουχισμό.
Οι μέρες περνούσαν και οι μάχες που γινόντουσαν στα διάφορα μέτωπα είχαν αλλάξει πλέον την πορεία τον πολέμου. Δύσκολο να μάθει κανείς τι οδήγησε τους Γερμανούς στην απόφαση να μας απελευθερώσουν. Ίσως και να μη μπορούσαν να μας μεταφέρουν πλέον στη Γερμανία. Έτσι, μετά από εγκλεισμό δύο εβδομάδων και κάτω από άγνωστες συνθήκες, άρχισαν να μας ελευθερώνουν λίγες-λίγες. Εγώ θυμάμαι πως διάβηκα την πόρτα της Φορτέτζας στις 11 Σεπτεμβρίου, βαδίζοντας προς την ελευθερία και τη δυστυχία. Μα τι ελευθερία, που το νησί ήταν ακόμα γεμάτο από στρατεύματα των κατακτητών. Σέρνοντας τα βήματά μου έξω από τη φυλακή, λίγο πιο πέρα συνάντησα τη γυναίκα ενός συγχωριανού μου, του Γιάννη Κοκονά, και άρχισα να τη ρωτάω επίμονα τι έγιναν τα αδέλφια μου. Εκείνη μου είπε με σφιγμένη την καρδιά: «Καλλίτερα να τα μάθεις από άλλους». Αυτό μου ήταν αρκετό. Άρχισα να τρέμω σύγκορμη και να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Την ίδια ώρα, η επιτροπή, που κατευθυνόταν στη Φορτέτζα, με παρέλαβε και σταματήσαμε σε ένα καφενείο, όπου μου προσέφεραν καφέ. Από την ταραχή μου, κρατούσα το φλιτζάνι του καφέ με τα δυο μου χέρια και ήπια δυο γουλιές χωρίς γεύση. Μετά πήρα τον δρόμο και πήγα στο σπίτι της θείας μου Μαρίας Νενεδάκη. Εκεί, συνάντησα τη μητέρα μου και την αδελφή μου Βασιλική, που είχαν φθάσει στο Ρέθυμνο από ημέρες, κάνοντας τη διαδρομή με τα πόδια, μαζί με άλλες χαροκαμένες μανάδες με τα παιδιά και τους ανήμπορους γερόντους, που ζητούσαν καταφύγιο σε συγγενικές οικογένειες. Στης θείας μου το σπίτι έμαθα όλη την πικρή αλήθεια της καταστροφής του χωριού, της εκτέλεσης των αδελφών μου Νίκου και Φραγκίσκου και όλων των συγγενών που είχαν ξεχωρίσει οι Γερμανοί.
Η αγάπη και φιλοξενία των συγγενών μας δεν μπορούσε να σβήσει την αγωνία μας για το τι απέγιναν οι σκοτωμένοι μας. Έτσι, ξεκινήσαμε ένα πρωινό, η μητέρα μου κι εγώ, και με παρέα την Πόπη Γεωργουλάκη και τη Νίκη Φωτάκη, κόρη του Κωστή του Μπέη, φύγαμε με τα πόδια για το χωριό, ακολουθώντας τον δρόμο από την Ελενιανή χαλέπα. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό, η καρδιά μας σφιγγόταν πιο πολύ και όταν φθάσαμε στο έμπα του χωριού συναντήσαμε τον θείο μου Σταυράκι Κουτελιδάκι, πρώτο εξάδελφο της μητέρας μας, που της είπε: «Μην πας, κακομοίρα μου! Επήγα και εγώ, φώναξα τα παιδιά μου, Γιάννη, Βασίλη, Παναγιώτη, μα δεν επήρα απάντηση». Μα η μάνα μου δεν κρατιόταν. επήγαμε κατ’ ευθείαν στον τόπο όπου εκτέλεσαν τα αδέλφια και τους θείους μας. Το σπίτι του Σιραγαντώνη, που μέσα σ’ αυτό τους εκτελούσαν, ήταν καμένο και ανατιναγμένο, και κάτω από τα χαλάσματά του βρίσκονταν τα άψυχα κορμιά των αγαπημένων μας. Μπροστά στο θέαμα, η μάνα μας δεν άντεξε, έβγαλε κραυγή μεγάλη μέσα από τα βάθη της ματωμένης καρδιάς της και αποκαμωμένη σωριάστηκε κατά γης. Σαν συνήλθε, σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι που είχε γίνει ο τάφος των δικών μας και εκεί, απευθυνόμενη στα νεκρά παιδιά της, τους είπε: «Χαλάλι για την πατρίδα, σκοτωθήκατε τιμημένοι». Ύστερα, πριν μπει το απόγευμα, η ίδια σιωπηλή συνοδεία άφησε το κατεστραμμένο χωριό και πήρε τον δρόμο του γυρισμού στο Αμάρι. Στον φιλόξενο Μέρωνα μας βρήκε ο καιρός του 40ήμερου. Το μνημόσυνο διαβάστηκε στη Μονή Ασωμάτων, όπου συγκεντρωθήκαμε όλοι οι χωριανοί και ο μπάρμπα-Σταυράκης κρατούσε τη σημαία του χωριού. Τον λόγο του μνημόσυνου εκφώνησε από στήθους ο αδελφός μου Γιώργης Αγγελάκης. Εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς την ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Μετά το μνημόσυνο, τα απομεινάρια της κάθε οικογένειας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στα γύρω χωριά, που είχαν ξεφύγει από την καταστροφική μανία των ναζιστών, όπου μας προσφερόταν φιλοξενία και συμπαράσταση από συγγενείς και φίλους. Σ’ αυτά τα σπίτια συνεχίσαμε τις φθινοπωρινές δουλειές, πάτημα σταφυλιών που τα φέρναμε από τις κεφάλες, μεταφέραμε τις ελιές και βγάλαμε το λάδι της ορφανεμένης χρονιάς. Σχεδόν ένα χρόνο μετά την καταστροφή γυρίσαμε στον τόπο μας. Εκεί, πάνω στα χαλάσματα, προσπαθήσαμε και ξαναρχίσαμε τη ζωή, γιατί έπρεπε να ζήσουμε και να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας».
Δέσποινα Ριτσάτου
Εξίσου ενδιαφέρουσα η μαρτυρία της Δέσποινας Ιερωνυμάκη Ριτσάτου.
Όταν την συναντήσαμε ήταν ακόμα αρκετά καλά στην υγεία της και επικοινωνούσε θαυμάσια με το περιβάλλον. Σε τόσο προχωρημένη ηλικία κι έλαμπε από τη φροντίδα των παιδιών της, ενός γιου και τεσσάρων θυγατέρων που της ανταπέδωσαν σε στοργή και αγάπη όλο τον πλούτο της σοφίας και εμπειρίας που τους έδινε, καθώς τα μεγάλωσε υποδειγματικά.
Ήταν επτά μηνών έγκυος στην πρώτη της κόρη, τη Σοφία της. Ξεσηκώθηκαν οικογενειακώς εκείνο το πρωί από τον ήχο πυροβολισμού. Οι Γερμανοί, που είχαν έρθει άλλοι από το Σπήλι κι άλλοι από τους Ποταμούς, είχαν ζώσει και το Γερακάρι. Αυτός που σκότωσαν ήταν ένας γέρος γείτονας που είχε πάει να ποτίσει. Μάλλον πως δεν άκουσε που του φώναξαν να παραδοθεί και τον σκότωσαν. Η Δέσποινα έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει τον άνδρα της που βρήκε καταφύγιο στον αχυρώνα. Ευτυχώς ήταν η εποχή που το σπίτι είχε πολλά εφόδια, καθώς είχαν τελειώσει οι συγκομιδές των καρπών. Κι ο αχυρώνας πρόσφερε καλή κρυψώνα.
Όπως την οδήγησε ο άνδρας της, γύρισε η Δέσποινα μέσα στο σπίτι που ήταν ο γέρο πεθερός της κι ένα φαμεγιάκι που τους έβοσκε μερικά πρόβατα.
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, την έκοψε τρομάρα, όπως τους είδε οπλισμένους. Προσπάθησε όμως να κρατήσει την ψυχραιμία της. Εξήγησε πως ήταν πλάι στον άρρωστο πεθερό της. Εκείνοι τη διέταξαν να σηκωθεί και να βγει από το σπίτι. Ευτυχώς επέτρεψαν στον γέροντα να φορέσει τα στιβάνια του. Είδε πολλά και τρομερά μέχρι να αποσώσει στην πλατεία, εκεί που ήταν το «Δημαρχείο» του χωριού.
Μέχρι να μαζευτούν όλοι έγινε κατανοητό ότι το χωριό είχε προδοθεί για τη δράση του αλλά και για την απαγωγή του Κράιπε. Απόδειξη ότι γύρευαν κυρίως Κουτελιδάκηδες και Κοκονάδες. Όταν πια μαζεύτηκαν όλοι, βγήκε στη μέση κάποιος και σε καλά Ελληνικά ρώτησε αν ξέρουν γιατί τους μάζεψαν. Απάντησαν δια βοής αρνητικά. Εκείνος τότε άρχισε να λέει για το πέρασμα του Κράιπε από το χωριό και για τη φιλοξενία του εκεί. Κάποια στιγμή ρώτησε ποια είναι η Χρυσή Κουτελιδάκη. Αμέσως τότε η ηρωική αυτή γυναίκα, πριν προλάβει να μιλήσει κανένας, φώναξε: «Δεν είναι εδώ. Δεν ξέρουμε που πήγε».
Κατάλαβαν οι άλλοι και δεν μίλησε κανείς. Αφού διάλεξαν τους άνδρες που θα εκτελούσαν και τους άλλους που έστειλαν στο Ρέθυμνο «στα σύρματα» (Φορτέτζα) έδιωξαν τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους και κατάστρεψαν από τα θεμέλια το χωριό.
Η Δέσποινα απόσωσε στον Μέρωνα, όπου για καλή της τύχη βρέθηκε μια ξαδέλφη της που της πρόσφερε τη φροντίδα της μέχρι που ήρθε ο αδελφός της και την πήρε στην Παντάνασσα. Εκεί τον Οκτώβρη η Δέσποινα έφερε στον κόσμο τη Σοφία της, μετά από μια δύσκολη γέννα. Ευτυχώς που πρόλαβαν κι έφεραν τη μαμή από τον Μέρωνα…
Ας είναι μακαρία η μνήμη και αυτών των γυναικών που τίμησαν και ανέδειξαν τα Ολοκαυτώματα με τις συγκλονιστικές και απόλυτα αντικειμενικές μαρτυρίες τους.