Καταστροφή – Ανοικοδόμηση – Μνημόνευση 1
Της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΛΙΝΟΞΥΛΑΚΗ*
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις σε κατοικημένες περιοχές στις πόλεις και στην ύπαιθρο ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Οι εκτελέσεις και οι δολοφονίες κατοίκων και οι καταστροφές οικισμών περιλαμβάνονταν στο σχεδιασμό των κατακτητών για τον έλεγχο του χώρου και την καταστολή κάθε αντιστασιακής δράσης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε οκταήμερη επιχείρηση του γερμανικού στρατού στο όρος Κέντρος στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου, η οποία ξεκίνησε στις 22 και ολοκληρώθηκε στις 29 Αυγούστου 1944. Η επιχείρηση αυτή κατέληξε στην εκτέλεση 164 κατοίκων και στην καταστροφή των οικισμών Άνω Μέρος, Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Σμιλές, Γουργούθοι και Γερακάρι που βρίσκονται στη βόρεια πλευρά του βουνού στο σημερινό Δήμο Αμαρίου και της Κρύας Βρύσης στη νότια πλευρά του βουνού, στο Δήμο Αγίου Βασιλείου.
Με τη μελέτη που παρουσιάζεται εδώ έγινε προσπάθεια να συγκεντρωθεί υλικό και να αναδειχθούν ερωτήματα σχετικά με το αποτύπωμα που έχει αφήσει η συγκεκριμένη επιχείρηση στο χώρο κατοίκησης και στο χώρο μνημόνευσης. Σκοπός της μελέτης είναι να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο η εμπειρία των κατοίκων κατά την επιχείρηση αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, μέσα στον ίδιο χώρο, αποτυπώνεται στην αφήγηση για τα γεγονότα αυτά.
Επιχειρείται, δηλαδή, να παρατηρηθούν οι διαδικασίες με τις οποίες οι κοινότητες μεταβαίνουν από το «γίγνεσθαι» στο «ιστορείν».
Στην αρχή κρίθηκε σκόπιμη η σύντομη αναφορά στη Μάχη της Κρήτης και στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε στο νησί μετά την κατάκτηση του και για τα επόμενα χρόνια. Στις συνθήκες δηλαδή στις οποίες οργανώθηκαν τα δίκτυα Αντίστασης, στα οποία εμπλέκεται η περιοχή του Κέντρους, γεγονός που σχετίζεται άμεσα με την καταστροφή της. Η έρευνα δεν ασχολήθηκε επισταμένως με τα αίτια και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψε η απόφαση και η οργάνωση της επιχείρησης, αλλά διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί επαρκώς σχετικά με την αλληλουχία των γεγονότων και τα προτάγματα των αποφάσεων που πάρθηκαν από όλες τις πλευρές.
Η επιχείρησης ήταν λεπτομερώς σχεδιασμένη. Όσοι άνδρες συγκεντρώθηκαν σε κάθε οικισμό τέθηκαν σε διαδικασία ταυτοποίησης για την επιλογή αυτών που θα εκτελούνταν. Τα νεκρά σώματα κάηκαν και τα κτήρια ανατινάχθηκαν και τους καταπλάκωσαν. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι εκτοπίστηκαν ενώ σημαντικός αριθμός ανδρών και γυναικών οδηγήθηκαν ως όμηροι στις φυλακές των Γερμανών στο φρούριο Φορτέτζα στο Ρέθυμνο. Ένας από αυτούς εκτελέστηκε.
Σχετικά με τη πλήρη διαρπαγή αγαθών που έγινε στις κοινότητες, είναι χαρακτηριστικές οι αφηγήσεις των κατοίκων οι οποίοι περιγράφουν σκοτωμένα ζώα και τρόφιμα σκορπισμένα στο έδαφος, στην περίπτωση που οι κατακτητές δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν. Βέβαιο είναι ότι σημαντικό μέρος από αυτή τη «λεία» κατέληγε στους συνεργάτες των Γερμανών ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Οι κάτοικοι αναφέρονται στη συνεργασία αυτή ως αιτία για τις εκτελέσεις συγκεκριμένων συγχωριανών τους, συνδέοντας τους συνεργάτες των Γερμανών με τις λίστες ονομάτων συγκεκριμένων κατοίκων, οι οποίοι αναζητούνταν για εκτέλεση.
Η επιχείρηση εκείνη κυριολεκτικά συγκλόνισε την περιοχή. Οι συνέπειές της δεν έχουν υπολογιστεί συστηματικά. Όμως, η πλήρης ισοπέδωση κάθε δημόσιας και ιδιωτικής υποδομής και η λεηλασία των αποθεμάτων, σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες απώλειες και τις τραυματικές εμπειρίες των επιζώντων, καθόρισαν ολόκληρη τη ζωή τους. Εκτός ότι υπήρξε σημαντική οπισθοδρόμηση, αυτή η κατάσταση έθεσε και πάρα πολλούς περιορισμούς στις επιλογές που είχαν οι κάτοικοι της περιοχής για το μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί κάτοικοι χρησιμοποιούσαν το γεγονός αυτό ως σημείο μηδέν για να προσδιορίσουν χρονικά άλλα γεγονότα με φράσεις όπως «θα ‘τανε… χρόνια μετά το κάψιμο του χωριού» ή «απ’ οντε μας εκάψανε».
Για την απόδοση στο λόγο όσων συνέβησαν, ο όρος «ολοκαύτωμα του Κέντρους» έχει επικρατήσει συμπεριληπτικά για τις καταστροφές και στους οκτώ οικισμούς. Η επιλογή αυτή σχετίζεται με την ερμηνεία που δόθηκε στα γεγονότα και τους απέδωσε το νόημα της θυσίας για την απελευθέρωση. Η προσφορά των οικισμών του Κέντρους τοποθετήθηκε νοηματικά δίπλα στην εθελοθυσία του Αρκαδίου για την οποία είχε καθιερωθεί ο όρος «ολοκαύτωμα» και έτσι ο ίδιος όρος υιοθετήθηκε και για τα «νέα Αρκάδιά μας». Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για τη μνημόνευση των γεγονότων, ενώ στην καθημερινότητα είναι πιο ευρεία η χρήση των όρων «κάψιμο» και «καμένα χωριά».
Οι υλικές καταστροφές κατέστησαν τους κατοίκους άστεγους και άπορους. Ταυτόχρονα, οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές προκάλεσαν και άλλες μεταβολές σε οικονομικό, δημογραφικό και κατ’ επέκταση κοινωνικό επίπεδο. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, εμφανίζονται στα αρχεία ως επικεφαλής των οικογενειών και όταν γίνεται λόγος για ορφανά παιδιά, εννοείται ότι ήταν ορφανά από πατέρα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η έκταση της χηρεία και της ορφάνιας δεν ήταν πρωτόγνωρη για την περιοχή της Κρήτης αλλά οι συνθήκες στην περίπτωση αυτή ήταν σίγουρα διαφορετικές.
Για αρκετό καιρό οι 2.000 περίπου εκτοπισμένοι φιλοξενήθηκαν στα γειτονικά χωριά, γεγονός πραγματικά αξιοσημείωτο με δεδομένο ότι την περίοδο εκείνη η Κρήτη βρισκόταν ακόμα υπό Γερμανική κατοχή, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις δυνατότητες που είχε κάθε οικογένεια να συντηρεί επιπλέον άτομα. Αμέσως, όμως, οι κάτοικοι δραστηριοποιήθηκαν για την αποκατάσταση της κατοίκησης στους κατεστραμμένους οικισμούς.
Μετά την απελευθέρωση, σχετικά με την ανοικοδόμηση των οικισμών, το Υπουργείο εξέφραζε την πρόθεση να προσαρμοστεί η χώρα στα σύγχρονα δεδομένα οργάνωσης της κατοίκισης. Στην περιοχή που εξετάζεται εδώ έγιναν αρκετές παρεμβάσεις με πιο γνωστή την εκτεταμένη κατασκευή «πυρήνων». «Ανώνυμοι» και «ονομαστικοί» πυρήνες κατασκευάστηκαν σε σημαντικό αριθμό που ποικίλει από οικισμό σε οικισμό. Σε σχέση με σημαντικές αποφάσεις υπήρξαν διαφωνίες που είχαν καίρια επίδραση στην εφαρμογή των κρατικών σχεδιασμών. Ο αρχικός σχεδιασμός για μετάθεση οικισμών ακυρώθηκε σε δύο από τις τέσσερεις περιπτώσεις και έγιναν μεταβολές στη ρυμοτομία τουλάχιστον στον ένα οικισμό.
Η μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία εξασφάλισης στέγης ήταν σημαντικό μέρος της τραυματικής εμπειρίας που βίωσαν οι κάτοικοι και καθόρισε τις αποφάσεις τους αλλά και τη μνήμη τους σχετικά με το ζήτημα της κτηριακής ανασυγκρότησης των οικισμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αφηγήσεις των κατοίκων για την πρώτη περίοδο που επέστρεψαν στους οικισμούς και κατοίκισαν στα ερείπια κυριαρχεί η σιωπή.
Παράλληλα με την προσπάθεια ανοικοδόμησης των οικισμών ξεκίνησαν οι πρωτοβουλίες των κατοίκων για την ανέγερση μνημείων στους πέντε οικισμούς, όπου πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις. Τα μνημεία αυτά μελετήθηκαν σχετικά με την λειτουργία τους στη μνημόνευση των νεκρών και της καταστροφής των οικισμών.
Οι κάτοικοι συμμετείχαν στην ανέγερση μνημείων με την οργάνωση των ενεργειών που απαιτούνταν και την πληρωμή των εξόδων αλλά και με προσωπική εργασία. Η συμμετοχή στο έργο αυτό ενέχει χαρακτηριστικά τραγικότητας που την καθιστούν τραυματική. Όμως, ταυτόχρονα, ενισχύει σημαντικά το δεσμό των κατοίκων με τα μνημεία.
Κατά τη χωροθέτηση των μνημείων επιδιώχθηκε η ταύτιση του χώρου όπου έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις και οι πυρπολήσεις των νεκρών με το μνημείο. Η επιδίωξη αυτή προκάλεσε την πολύχρονη καθυστέρηση ανέγερσης του μνημείου στο Άνω Μέρος και τη μετακομιδή των οστών σε μεταγενέστερο μνημείο στο Γερακάρι, ενώ ώθησε και στη δημιουργία παράλληλων χώρων μνημόνευσης στο Καρδάκι και στην Κρύα Βρύση.
Τα τέσσερα από τα πέντε μνημεία, έργα του Ρεθεμνιώτη γλύπτη Γιάννη Κανακάκη, κοσμούνται με γυναικείες μορφές που αποτελούν αλληγορίες αφηρημένων εννοιών ενώ αποτυπώνονται και άλλα
σύμβολα, εθνικά και θρησκευτικά. Η Ιστορία, η Ελλάδα, η Νίκη συμβάλουν στην αναγνώριση, την καθιέρωση και τη νοηματοδότηση της συγκεκριμένης εμπειρίας, η οποία συνδέεται με τοπικά και εθνικά ήθη και, ταυτόχρονα, ενσωματώνει όσα συνέβησαν στην περιοχή στη διαχρονική εθνική παράδοση και στην ελληνική ιστορία. Στο ίδιο πνεύμα είναι και οι επιγραφές.
Η εμπειρία της μνημόνευσης που είναι συλλογική και συμπεριλαμβάνει και τις γενιές μετά την καταστροφή τροφοδοτεί το συλλογικό τραύμα και τη μεταμνήμη για τα γεγονότα αυτά. Εκτός από τα θρησκευτικά μνημόσυνα, σημαντική στιγμή που εξοικείωσε και νεότερες ηλικίες με τον αποτρόπαιο χαρακτήρα των εκτελέσεων στάθηκε η ανακομιδή των οστών σε κάθε οικισμό, ενώ με τα αποκαλυπτήρια των μνημείων κλείνει ουσιαστικά ένας κύκλος ο οποίος περιλαμβάνει και αρκετά πρακτικά ζητήματα σχετικά με τους νεκρούς από την επιχείρηση.
Από το 1984 οι επίσημες εκδηλώσεις είναι κοινές με επίκεντρο εκ περιτροπής μία κοινότητα κάθε χρόνο. Θρησκευτικό μνημόσυνο γίνεται σε όλα τα χωριά μέχρι σήμερα, ενώ η 22α Αυγούστου έχει καθιερωθεί ως δημόσια εορτή τοπικής σημασίας, αργία για τον Δήμο Αμαρίου και για το τοπικό διαμέρισμα Κρύας Βρύσης του Δήμου Αγίου Βασιλείου.
Ζητήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους βρήκαν διέξοδο από τις πρώτες μέρες στις ιδιωτικές αφηγήσεις και εκφράστηκαν στη συνέχεια στον δημόσιο λόγο, κυρίως με τη μορφή των πανηγυρικών ομιλιών. Τέτοια ζητήματα αποτέλεσαν ο θρήνος και το αίτημα για εκδίκηση όπως και ο παραλληλισμός των Γερμανών με τους Οθωμανούς κατακτητές εξαιτίας της βαρβαρότητας που είχαν επιδείξει, οπτική που συνέβαλε καίρια στην συμβολοποίηση του θανάτου και της καταστροφής των οικισμών. Παράλληλα προβληματίζουν τους ομιλητές οι παράμετροι που συνέβαλαν στο μέγεθος της καταστροφής με το ζήτημα της οργάνωσης των αντιστασιακών ομάδων αλλά και του ρόλου της απαγωγής του στρατηγού Κράιπε να παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις προσλήψεις των ομιλητών, όπως και ο χαρακτηρισμός των νεκρών ως «ήρωες» ή «θύματα». Αποδυναμώνεται στην πορεία του χρόνου η αποτύπωση της προσωπικής σχέσης αυτών που επέζησαν με τους νεκρούς, αλλά αυξάνονται οι αναφορές στα βιώματα των επιζώντων, οι οποίοι καθιερώθηκαν στην συλλογική συνείδηση ως «θύματα» με εστίαση κυρίως στις «πενθοφορούσες» μητέρες και συζύγους των νεκρών και τα παιδιά τους.
Διευρύνεται, επίσης, η αφήγηση του χρονικού της καταστροφής όσο λιγοστεύουν οι επιζώντες που παραβρίσκονται στις εκδηλώσεις, ενώ η επικαιρότητα είναι ένας επιπλέον παράγοντας που διαμορφώνει κάθε φορά τον λόγο κατά τις εκδηλώσεις. Τόσο ο επίσημος λόγος όσο και οι προσωπικές αφηγήσεις συχνά ολοκληρώνονται με την διαπίστωση της καταστροφικής εμπειρίας του πολέμου και την ευχή για επικράτηση ειρήνης.
Γενικά διαπιστώνεται πως η μνήμη και η μνημόνευση των γεγονότων ουσιαστικά πηγάζει από το αξιακό σύστημα της κοινότητας το οποίο συναρτάται ταυτόχρονα με την παράδοση αλλά και με την συγκυρία. Το αξιακό αυτό σύστημα επιχειρείται να ισχυροποιηθεί και να διατηρηθεί στο χρόνο μέσα από τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται. Ο λόγος των κατοίκων στις εκδηλώσεις αυτές είναι ουσιαστικά ρόλος στη διαμόρφωση της επίσημης αφήγησης σε μια πορεία κατά την οποία ο προγραμματισμός των εκδηλώσεων περνάει όλο και περισσότερο στους επίσημους φορείς που τις διοργανώνουν.
* Ευγενία Λινοξυλάκη, «Γερμανικές επιχειρήσεις στο όρος Κέντρος. Ρέθυμνο 22 Αυγούστου 1944. Καταστροφή – Ανοικοδόμηση – Μνημόνευση» (Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2024).
Εισήγηση στο πανελλήνιο συνέδριο με θέμα «Ολοκαυτώματα 80 χρόνια μετά» (Ρέθυμνο 23 Αυγούστου 2024)
Θερμές ευχαριστίες στους Φορείς και στα πρόσωπα που συνέβαλαν στην ολοκλήρωση αυτής της εργασίας, ιδιαίτερα στους κατοίκους της περιοχής μελέτης που μου εμπιστεύτηκαν τις μαρτυρίες τους. Αναλυτικά η βιβλιογραφία και οι πηγές στο πλήρες κείμενο της εργασίας.