Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί στη Λούτρα ένας νοικοκύρης που από το χάραμα έπαιρνε θέση στη γωνιά του, με τις φαρτσέτες και το καλαπόδι με τα καρφιά, από κοντά, για να διορθώσει τα παπούτσια που του είχαν φέρει και να βγάλει το μεροκάματο.
Έλεγε «Δόξα τω Θεώ», όπως του τα ’φερνε η ζωή κι έφτανε να δει το χαμόγελο στα χείλη της γυναίκας του και των τεσσάρων παιδιών του, για να θεωρεί τον εαυτό από τους έχοντες και κατέχοντες της γης.
Ο άνθρωπος αυτός είχε πιάσει από νεαρή ηλικία το νόημα της ζωής. Ήξερε καλά πόσο αξίζει ο ύπνος με καθαρή συνείδηση. Και δεν τόλμησε ποτέ να σκεφτεί και να ποθήσει αγαθά που αποκτάς φθείροντας υπολείψεις και αδικώντας τους πλησίον σου.
Όποτε τον έπνιγαν τα μεράκια έπιανε στα χέρια του το μαντολίνο του και αντιλαλούσε ο κόσμος γύρω από τη μελωδία που σκορπούσε με την δεξιοτεχνική πενιά του.
Αυτό όμως που τον χαρακτήριζε και τον έκανε μοναδικό, ήταν ο τρόπος του να αφηγείται παραμύθια.Με το χάρισμα, που δεν συναντάς σε πολλούς, ήξερε να αναπτύσσει ένα μύθο και να ξεκλειδώνει με τις γλαφυρές περιγραφές του τη φαντασία των παιδιών.
Διηγιόταν ιστορίες αντλώντας το θέμα του από τη λαϊκή σοφία.Δράκοι και νεράιδες, βασιλιάδες και πρίγκιπες, αναδύονταν μέσα από το λόγο εκείνου του ανθρώπου και όπως το συνήθιζε πάντα κατέληγε ότι το φως νικούσε το σκοτάδι και το καλό καταπόντιζε στα τάρταρα το κακό.
Αυτόν τον άνθρωπο, Γιώργης Καλλέργης το όνομά του, θα τιμήσουμε με αφορμή και την προχθεσινή παγκόσμια ημέρα του Παιδικού Βιβλίου.
Ο Γεώργιος Καλλέργης του Νικολάου, απόγονος της βυζαντινής ιστορικής οικογένειας, γεννήθηκε το 1910 στο χωριό της αντίστασης τη Λούτρα.
Ήταν το έκτο παιδί του Νικόλαου Καλλέργη και της Αικατερίνης Ορφανουδάκη, που αποτελείτο από τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Βαρύ φόρο αίματος έδωσε η οικογένεια στην πατρίδα.Ο αδερφός του Γεωργίου, Κωνσταντίνος Καλλέργης ήταν δάσκαλος και κατετάγη στον στρατό σαν έφεδρος αξιωματικός την εποχή των απελευθερωτικών αγώνων, πολέμησε σαν ήρωας και θυσιάστηκε για την πατρίδα στην θρυλική μάχη του Μπιζανίου, τιμάται δε στην πόλη των Ιωαννίνων. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης έφυγε σε ηλικία 17 ετών για το Σικάγο και δεν επέστρεψε ποτέ, ενώ ο αδερφός του Δημήτρης υπηρέτησε την πατρίδα επί οκτώ συναπτά έτη φτάνοντας με τον ελληνικό στρατό μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, όπου και σταμάτησε η επέλαση για να αρχίσει το δράμα και η μικρασιατική καταστροφή το 1922.
Ο Γεώργιος Καλλέργης έζησε μικρό παιδί μεγάλες εθνικές στιγμές, όπως τις επιτυχίες του εθνάρχη Ε. Βενιζέλου και του ελληνικού στρατού, αλλά και τη μεγάλη μικρασιατική καταστροφή. Βίωσε σαν παιδί κι άλλες πολλές συγκλονιστικές εθνικές μνήμες.
Δέθηκε με τους Μικρασιάτες
Η γνωριμία του με τους ξεριζωμένους που βρήκαν στο Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα, ήταν καθοριστικής σημασίας για την έμπνευσή του. Δέθηκε από νωρίς μαζί τους. Έκανε φιλίες. Βοηθούσε όπως μπορούσε κι είχε την πόρτα του σπιτιού του πάντα ανοικτή και γι’ αυτούς. Άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον εκείνες τις ιστορίες από την Ανατολή, που κρατούν τον ακροατή, δέσμιο της σαγηνευτικής τους πλοκής.
Έτσι αυτά που άκουσε από γονείς, συγγενείς, Μικρασιάτες φίλους τα κράτησε στη μνήμη και μετά τα έλεγε με χαρισματικό τρόπο στα παιδιά του.
Το χάρισμά του αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον και των μεγάλων. Έτσι τις κρύες νύχτες του χειμώνα ο Γιώργης έδιωχνε την ανία της βραδιάς με αφηγήσεις που έκαναν τους πάντες να κρατάνε και την ανάσα τους, για να μη χάσουν ούτε λεπτομέρεια από το μύθο που με μαεστρία ο αφηγητής ξεδίπλωνε.
Με τον καιρό ο Γεώργιος Καλλέργης που είχε και άλλη πτυχή καλλιτεχνικής φύσης, αφού έπαιζε υπέροχα μαντολίνο, αν και αυτοδίδακτος και τραγουδούσε εξαιρετικά έγινε η «ψυχή» κάθε παρέας. Ιδιαίτερα στις μεγάλες μέρες και στις γιορτές.
Σε μια εποχή που ο κόσμος σκεπτόταν με το συναίσθημα και η εποχή δεν πρόσφερε τα αγαθά της σημερινής τεχνολογίας ο Γεώργιος Καλλέργης ήταν ο «γητευτής» της ανίας και κακοκεφιάς, η πηγή της χαράς και του κεφιού. Κι ας κατακλύζανε τον ίδιο τόσα και τόσα προβλήματα.
Φτωχός μεροκαματιάρης αλλά άριστος υποδηματοποιός ήξερε να ζει με αξιοπρέπεια. Ο ίδιος με την ταιριαστή του συντρόφισσα ζωής, την Ελένη Λιοδάκη, δίδαξε με τον τρόπο ζωής του τα τέσσερα παιδιά του που καμαρώνει σήμερα όλη η κοινωνία.
Πάντα κοντά στον ξένο πόνο
Ο ίδιος μπορεί να μην είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, αλλά ποτέ δεν έμεινε αδιάφορος στον ξένο πόνο. Σε όλη του τη ζωή δεν δίσταζε να συγκεντρώνει τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης και με χριστιανική αντίληψη να τα μοιράζει σε ανθρώπους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων ήξεραν τη δράση του αυτή. Εκείνοι που έδιναν χέρι βοηθείας με κάθε τρόπο στο θεάρεστο αυτό έργο. Οι φίλοι που τον ακολουθούσαν στη σταυροφορία αυτή αγάπης. Πάντα τη νύχτα και χωρίς να ξέρουν πολλοί το μεγάλο του αυτό φιλανθρωπικό έργο.
Άξιος διάδοχός του και στην ανθρωπιστική δράση αλλά και στην καλλιτεχνική προσφορά ο γιος του Κωστής, κληρονομώντας αυτή την τόσο σημαντική πνευματική παραγωγή, σκέφτηκε να την εκδώσει ως αιώνιο μνημόσυνο του υπέροχου πατέρα του που λάτρευε. Πήρε το ιδιόγραφο υλικό το επεξεργάστηκε και μας το πρόσφερε σε μια καλαίσθητη έκδοση.
Αναφέρει ο ίδιος:
«Ο πατέρας μου ο Γιώργης Καλλέργης (1910-1989) ήτανε ένας ξεχωριστός άνθρωπος και για την παραπάνω ιδιότητά του.
Τα παραμύθια αυτά που έλεγε στα καφενεία του χωριού μας αλλά και σ’ εμάς τα παιδιά του στο σπίτι, φρόντισε να τα γράψει, ώστε να μην ξεχαστούνε και να μου τα παραδώσει.
Έτσι 26 χρόνια μετά το θάνατο του, ανοίγοντας τα τετράδια του, ένιωσα την νοσταλγία των παιδικών μου χρόνων να ξετυλίγεται αλλά και μια συγκίνηση ξεχωριστή, για τον αγώνα και την αγωνία του πατέρα μου να συνεισφέρει και αυτός με τον τρόπο του, να διασωθεί έστω και ένα μικρό τμήμα της παράδοσης μας με τα κρητικά παραμύθια του, που κι αυτός προφανώς τα είχε ακούσει από την μάνα του, ή από άλλους μεγαλύτερούς του παραμυθάδες».
Από τη μέρα που ξεφυλλίσαμε το πρώτο βιβλίο νοιώσαμε να ανακτούμε ένα μεγάλο μέρος από τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας.
Κάθε παραμύθι μας κερδίζει, μας διδάσκει και δίνει μαθήματα ζωής. Ποιο να πρωτοδιαλέξουμε από τα επτά υπέροχα παραμύθια της έκδοσης, της πρώτης έκδοσης που εκτός από εξαιρετικός μύθος χαρακτηρίζεται και από την αυθεντική ντοπιολαλιά;
Χαρακτηριστικό το παρακάτω παράδειγμα.
Τα τρία αινίγματα
Ήτανε λέει μια φορά ένας βασιλιάς σε μια μικρή χώρα και ήθελε να βάλει υπουργούς του τσι πλιά έξυπνους τση Πολιτείας του.
Βγάνει λοιπόν ντελάληδες σ’ ούλη τη χώρα και λέγανε, πως όποιος καταλαβαίνει πως είναι πολύ έξυπνος, ας έρθει στο παλάτι να λύσει τρία αινίγματα.
Αν τα λύσει σωστά θα τονε κάνει Υπουργό του ο βασιλιάς…
Όποιος όμως δεν τα λύσει θα χάσει την περιουσία του!
Τρέξανε πολλοί μα λύση δεν δίνανε.
Εκατοικούσανε λοιπόν σε ένα δάσος δύο πολύ φτωχοί άνθρωποι με τις οικογένειες τους και συνεννοούνται μεταξύ τους να πάνε κι αυτοί στο βασιλιά, να λύσουν τα αινίγματα.
Λένε λοιπόν του βασιλιά:
– Βασιλιά μας! Ήρθαμενε να μασε πεις κι εμάς τα αινίγματα απού θέλεις να λύσωμενε.
– Καλώς εκοπιάσατε!
Και κατέχετε μπρε τσι όρους;
Ρωτά ο βασιλιάς.
– Λέει κατέμε τζη, αμέ δε τση κατέμενε;
– Ακούτε λοιπόν:
– Το πρώτο αίνιγμα είναι:
Ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα του κόσμου
Το δεύτερο είναι ποιο είναι το βαρύτερο πράμα του κόσμου.
Και το τρίτο, ποιο είναι το γλυκύτερο και το πρικιότερο πράμα του κόσμου;
Μόλις ακούσανε αυτοί τα τρία αινίγματα απού θελα πρέπει να λύσουνε, εφύγανε χαρούμενοι απού του βασιλιά και λέγανε γελώντας στο δρόμο.
Αινίγματα είναι μωρέ αυτά απού μας είπενε ο βασιλιάς να λύσωμενε; Αυτά θα τα λύσει και ένα μικιό-μικιό κοπέλι!
Σαν επήγανε όμως στα σπιτάκια ντονε ο ένας που είχενε και μια κόρη πολύ, μα πάρα πολύ όμορφη, το σκέφτηκενε το πράμα, το ξανασκέφτηκε, και λέει:
Έχει γούστο να μη λύσω σωστά τα αινίγματα και να μου πάρει ο βασιλιάς το μοναδικό μου σπιτάκι και να βγάλω το κοπέλι μου στο δρόμο…
Εστενοχωρούντανε λοιπόν άσχημα.
Λέει του η κόρη του:
– Ιντα ’χεις πατέρα και στενοχωράσαι;
– Άχι παιδί μου, ήντα να σου πω απού επήγα κι εγώ και γράφτηκα να λύσω του βασιλιά κεινανά τα αινίγματα, κι αν τα λύσω λάθος θα μασε πάρει το μοναδικό μας σπιτάκι!
– Και δε κάνει πατέρα να μου πεις κι εμένα, ήντα αινίγματα ’ναι, μπας και μπορέσω να σου βοηθήσω;
– Κόρη μου το πρώτο αίνιγμα είναι:
«Ποιο πράγμα λέει είναι στο κόσμο το γρηγορότερο»!!!
– Αυτό πατέρα είναι πολύ εύκολο.
Το γρηγορότερο πράγμα σ’ όλο τον κόσμο είναι ο νους!
– Σα να ’χεις δίκιο παιδί μου…
Το δεύτερο αίνιγμα είναι:
«Ποιο πράγμα είναι το βαρύτερο στον κόσμο»!
– Αυτό πατέρα είναι ευκολότερο κι απού το πρώτο.
Το βαρύτερο πράγμα στο κόσμο είναι ο ίδιος ο κόσμος!
– Σα να ’χεις δίκιο κόρη μου.
Το τρίτο παιδί μου λέει «ποιο πράγμα είναι το γλυκύτερο και το πρικιότερο του κόσμου»!
– Μα αυτό πατέρα είναι πολύ εύκολο.
Είναι η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο!
Επήρενε ο γέρος αέρα…
Σαν έφταξενε η μέρα απού θελα πάνε στου βασιλιά εσμίξανε πάλι οι δυο φίλοι.
– Καλώς εσμίξαμενε! του λέει ο άλλος απού δεν είχενε κόρη.
Φίλε μου του λέει ο βασιλιάς πρέπει πως εκοιμάτονε όντε μας έβαλε τα αινίγματα!
Ωστόσο εφτάξανε στο παλάτι και εχωρίσανε.
Μπαίνει λοιπόν μέσα πρώτα ο ένας, εκείνος που δεν είχενε παιδιά.
– Βασιλιά μου! του λέει. Να σου λύσω τα αινίγματα…
– Λέγε λοιπόν, του λέει ο βασιλιάς, ποιο είναι το γρηγορότερο πράμα στον κόσμο;
– Το χελιδόνι βασιλιά μου!
– Και το βαρύτερο;
– Ε! αυτό το ξέρουνε και τα μικιά κοπέλια πως είναι το σίδερο.
– Και το τρίτο;
– Βασιλιά μου. Είναι το μέλι. Στην απάνω πάντα του πιθαριού είναι πολύ γλυκιό μα όσο προχωρεί προς τα κάτω πρικίζει…
– Φίλε μου έχασες, γιατί από τα τρία δεν ευρήκες κιανένα! και τονε βγάνει όξω.
Ύστερα μπαίνει μέσα ο άλλος απού είχε την όμορφη κόρη.
– Κατές εσύ να μου λύσεις τα τρία αινίγματα, γη σαν τον άλλο θα μου λες κι εσύ μπουνταλές…
– Θα προσπαθήσω βασιλιά μου!
– Ε! λέγε λοιπόν!
Ποιο είναι το γρηγορότερο πράγμα στον κόσμο;
– Ο νους βασιλιά μου.
– Μπράβο σου! Σωστά απάντησες!
– Και το δεύτερο;
Ποιο είναι το βαρύτερο πράγμα στο κόσμο;
– Το δεύτερο βασιλιά μου είναι ο κόσμος ολόκληρος!
– Μπράβο σου! Κι αυτό το ’λυσες σωστά.
– Και το τρίτο πράμα;
– Ποιο είναι το πρικιότερο και το γλυκύτερο πράγμα στη ζωή;
Είναι η ζωή μας η ίδια βασιλέα μου!
Η ζωή μας είναι όλο γλύκες και όλο πίκρες!
– Μωρέ σε όλα απάντησες σωστά και δεν φαίνεσαι τόσο έξυπνος…
– Βασιλέα μου! λέει εκείνος…
Μια κόρη έχω, κι αυτή μου τα λύσενε!
Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκενε για την ειλικρίνεια του και του λέει:
– Θα σε κάμω υπουργό μου.
Θέλω όμως να πας να μου φέρεις και την κόρη σου για να την γνωρίσω.
Αμέσως!
Πηγαίνει στο σπιτάκι του και λέει τση κόρης του, όσα συνέβησαν στο παλάτι και ότι ο βασιλιάς θέλει να τη δει.
Πλύνεται, ντύνεται αυτή και στολίζεται όσο μπορούσε καλύτερα με τα φτωχικά ρούχα που είχε και πηγαίνει στο παλάτι.
Μόλις την είδε ο βασιλιάς την αγάπησενε και την παντρεύτηκενε, και την έκαμε βασίλισσά του.
Έκαμενε και τον πατέρα της υπουργό και σύμβουλο του!
Σε λίγο καιρό, δεν πέρασε ούτε χρόνος, του εκήρυξενε ένας άλλος βασιλιάς τον πόλεμο.
Στην μικρή χώρα του, είχε ένα νόμο ο βασιλιάς και έλυνε ο ίδιος ο βασιλιάς όλα τα ζητήματα των υπηκόων του.
Δικαστήρια δεν υπήρχαν σ’ αυτή τη χώρα.
Λέει λοιπόν τση βασίλισσας:
– Άκουσε με.
Όσο καιρό θα λείπω από το παλάτι δε θα ασχοληθείς με θέματα πολιτικά και σαν έρθω εγώ από το μέτωπο θα λύσω εγώ τα προβλήματα των υπηκόων μου.
– Καλά βασιλιά μου.
Πρόσεξε βασίλισσα!
Εάν δεν κάμεις ότι σου ζητώ, θα σε διώξω όταν γυρίσω.
– Ναι, του λέει η βασίλισσα, μα και εγώ θα έχω το δικαίωμα να πάρω από το παλάτι ένα πράγμα που θα μου αρέσει.
– Καλά.
Εσυμφωνήσανε και ο βασιλιάς την αποχαιρέτησενε και επήγαινε για το μέτωπο.
Ο πόλεμος όμως άργησε να τελειώσει και ο κόσμος επήγενε κάθε μέρα και ενοχλούσενε τη βασίλισσα και τηνε παρακαλούσανε να τονε λύσει τα διάφορα προβλήματά ντονε.
Έτσι η βασίλισσα έλυσενε πολλονώ τα παράπονα και τα οποία μάλιστα έλυσε καλύτερα και από το βασιλιά.
Σαν ετέλειωσενε ο πόλεμος και γύρισε ο βασιλιάς στο παλάτι του και μάλιστα νικητής και αφού εξεκουράστηκενε από τον πόλεμο του δώσενε η βασίλισσα αναφορά για ότι έκαμενε κατά το διάστημα απού έλειπενε στο μέτωπο.
Φυσικά του πένε πως ανακατώθηκε γιατί την πίεζαν και έλυσε και μερικά ζητήματα των υπηκόων τους, παρόλο που της το είχενε ο βασιλιάς απαγορέψει.
Τότε αυστηρά και αγριεμένα της λέει ο βασιλιάς:
– Θαρρώ πως είπαμε ότι εάν ανακατευτείς στα ζητήματα του Κράτους που είναι αποκλειστικά της αρμοδιότητάς μου θα είσαι υποχρεωμένη να εγκαταλείψεις το παλάτι.
Δάκρυσε η βασίλισσα, γιατί το αποτέλεσμα των ενεργειών της ήταν θετικό για τον ίδιο τον βασιλιά και τον λαό του.
Επέσανε απάνω του οι Σύμβουλοι του να μη υλοποιήσει την απειλή του, αφού ο κόσμος είναι ευχαριστημένος με την καλή του βασίλισσα!
Ο βασιλιάς όμως ήταν αμετάπειστος.
Τότε η βασίλισσα σηκώνεται να φύγει αλλά γυρίζει προς τον βασιλιά και του λέει:
– Ναι βασιλιά μου, μα εκάμαμενε κι άλλη μια συμφωνία.
– Ναι! τση λέει ο βασιλιάς.
Εκάμαμενε συμφωνία όταν θα φύγεις να πάρεις ότι θέλεις από το παλάτι.
Ένα όμως! και αμέσως κρύος ιδρώτας περιέλουσε το βασιλιά. Ωχ! σκέφτηκε… έχει γούστο να μου ζητήσει το θησαυροφυλάκιο μου…
Τότε του λέει αυτή:
– Εσένα θα πάρω βασιλιά μου! Εσένα μόνο θέλω να πάρω!
Τότε ο βασιλιάς σηκώνεται φανερά συγκινημένος από το θρόνο του, την εφιλεί και μετά τση βάνει ξανά την κορώνα στο κεφάλι και τση λέει:
– Αγαπημένη μου βασίλισσα!
Μα τη πίστη μου όσα χρόνια ζω εξυπνότερο άνθρωπο δεν είδα.Γι’ αυτό χαλάλι σου το στέμμα το βασιλικό!
Κι εζήσανε αυτοί ακόμη πολλά-πολλά ακόμη χρόνια ευτυχισμένα κι εμείς…. καλύτερα.
Πολύτιμο απόκτημα
Αν τώρα θα θέλατε και κάτι περισσότερο μπορείτε να αποκτήσετε αυτό το λαογραφικό πλούτο που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία μας. Είναι τα «Επτά παραμύθια» και τα «Δώδεκα παραμύθια». Τα έχει εκδώσει ο γιος του Γιώργη, ο Κωστής Καλλέργης (ΚΙΓΚ) γνωστός δικηγόρος και πασίγνωστος ποιητής μεταξύ πολλών άλλων αρετών και μάλιστα τα έσοδα διαθέτει για κοινωφελείς σκοπούς. Είναι επίσης στο τυπογραφείο και το τρίτο βιβλίο του αξέχαστου παραμυθά από τη Λούτρα.
Ένα απάνθισμα λαϊκού πολιτισμού, ένα απόκτημα για κάθε βιβλιοθήκη, αφού κλείνει μέσα του κάθε βιβλίο από αυτά το νάμα της λαϊκής μας παράδοσης και ευωδιάζει ρίζες αγάπης και γης που μας ανέθρεψε και μας γαλούχησε με τη δική της σοφία, πολύτιμη αφού εκπορεύεται από την καρδιά.