Από τις μεγάλες οικογένειες του ορεινού Μυλοπόταμου και οι Μαρήδες. Με την οικογένεια αυτή έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα ο επιφανής ιστορικός ερευνητής Γεώργιος Καλογεράκης Δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής του δημοτικού σχολείου Καστελλίου και πρόεδρος του δήμου Μινώα Πεδιάδος. Από τα σημαντικά στοιχεία που περιλαμβάνει η έρευνά του κρατάμε ότι:
Ο Μαρής Μιχαήλ του Βασιλείου και ο Μαρής Νικόλαος του Αναστασίου, «έπεσαν» στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Μαρής Μιχαήλ του Ιωάννη, «έπεσε» στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Ο Μαρής ή Γιωργάκης Γεώργιος του Κωνσταντίνου, έπεσε στη Μάχη της Κρήτης.
Ο Μαρής Ιωάννης του Γεωργίου και ο Μαρής Ιωσήφ του Βασιλείου, «έπεσαν» στον Εμφύλιο πόλεμο.
Τα ονόματα των παραπάνω Μαρήδων στολίζουν το ηρώο των πεσόντων που δεσπόζει στην πλατεία του χωριού Λιβάδια. Σ’ αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και τους παρακάτω Μαρήδες:
Τον Θεόδωρο Μαρή από το χωριό Σωκαράς. Εκτελέστηκε από τα στρατεύματα κατοχής στις 5 Μαρτίου 1943, γιατί όπως αναφέρει η απόφαση του στρατοδικείου «διέρρηξε γερμανικήν αποθήκην και έκλεψεν εξ’ αυτής δύο πλήρη ελαστικά αυτοκινήτων».
Τον Μύρωνα Μαρή, από το χωριό Φουρνοφάραγγο. Στην αντίσταση τα χρόνια 1941-1945, το όνομά του συνδέεται με το Καστέλλι Πεδιάδος, αφού ήταν ένας από τους οδηγούς του Δανού σαμποτέρ Άντερς Λάσσεν, στο σαμποτάζ που έγινε από το συμμαχικό στρατηγείο στο αεροδρόμιο Καστελλίου, στις 4 Ιουλίου 1943.
Τον Δράκο Μαρή από τα Λιβάδια. Έλαβε ενεργό μέρος στην αντίσταση 1941-1945. Στο μητάτο του στη θέση «Στ’ Αστυράκου τη Γωνιά» στον Ψηλορείτη βρήκαν καταφύγιο πολλοί πατριώτες καταδιωκόμενοι των Γερμανών, αλλά και Άγγλοι αξιωματικοί σύνδεσμοι του Συμμαχικού Στρατηγείου.
Γιώργης Μαρής ή Παπάς
Στο σημερινό μας αφιέρωμα θα σταθούμε ιδιαίτερα σε έναν από τους επιφανείς της οικογένειας τον Γιώργη Μαρή ή Παπά που ο θάνατός του είχε προκαλέσει παγκρήτια συγκίνηση και μια κοσμοπλημμύρα είχε κατακλύσει τα Λιβάδια εκείνη την Τετάρτη στις 10 του Σεπτέμβρη 1980.
Θα ξεπερνούσε τις 2.000 ψυχές ο κόσμος που είχε έρθει απ’ όλα τα σημεία του νησιού για ν’ αποχαιρετίσει ένα γενναίο, τον Γιώργη Μαρή ή Παπά.
Από αυτούς άλλος είχε πολεμήσει στο πλάι του, κάποιος θα είχε υποχρέωση επειδή του είχε ξεμπερδέψει υπόθεσή του κι άλλος επειδή θαύμαζε ‘κείνο τον λεβέντη κι ήθελε να του καταθέσει το σέβας του για τελευταία φορά.
Ήταν και πολιτικοί ανάμεσά τους, όπως ο Παύλος Βαρδινογιάννης που είπε με τη σειρά του λόγια της καρδιάς και της μνήμης μπροστά στη σορό του αναχωρητή. Μέσα από τους παράγοντες η πολιτεία αποχαιρετούσε ένα λαμπρό εκπρόσωπο της τοπικής αυτοδιοίκησης που έγραψε ιστορία. Κι ας μην το καυχήθηκε ποτέ.
Η θλίψη του κόσμου ήταν γνήσια και ειλικρινής επειδή στο πρόσωπο του Μαρή αποχαιρετούσαν έναν από τους τελευταίους πατριάρχες των ριζίτικων χωριών, όπως σημείωνε στη νεκρολογία του ο Γιάννης Χαλκιαδάκης στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Μαρής. Και από τους γενναίους.
Γεννήθηκε στα Λιβάδια το 1911. Γονείς του ο Γιάννης και η Μαρία το γένος Μαυράκη, από τη Δαμάστα. Ήταν το δεύτερο από τα δέκα παιδιά των γονέων του και μεγάλωσε στη γειτονιά Μαρνιανά των Λιβαδίων, γαλουχημένος με τα νάματα ενός ιστορικού παρελθόντος, που κοσμούσε την οικογένειά του.
Η καταγωγή του παππού του Δράκου ήταν από το χωριό Ασφένδου Χανίων. Ο θείος του Βασίλης Μαρής ήταν βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας. Ο άλλος του θείος Μιχάλης, διετέλεσε δήμαρχος στον δήμο Γαράζου για πολλά χρόνια.
Από νωρίς έδειχνε έφεση στα Γράμματα κι ήταν από τους επιμελέστερους μαθητές.
Τέλειωσε με επιτυχία το Σχολαρχείο Ηρακλείου, σπουδαίο επίπεδο γνώσης για την εποχή, αλλά δεν σταμάτησε να μελετά και να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες.
Γραμματέας της Κοινότητας
Η Κοινότητα αποδείχτηκε τυχερή όταν ο Γιώργης Μαρής τοποθετήθηκε γραμματέας πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Είχε πάντα λύση και στο πιο σύνθετο πρόβλημα κι ήταν πολύτιμος για τους συγχωριανούς του με τις γνώσεις και την κατάρτισή του.
Για 40 χρόνια υπηρέτησε τον τόπο του και μάλιστα κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Όσο για το μισθό του ήταν ένα καθαρά συμβολικό ποσόν.
Ο Μαρής όμως δεν έδινε σημασία στα χρήματα. Είχε πάντα σε προτεραιότητα άλλες αξίες. Αρκεί που μπορούσε να προσφέρει στο χωριό του. Αυτό και μόνο του αρκούσε.
Ο Χαρίτων Χνάρης, διηγείται για τον Μαρή που – σημειωτέον – τον είχε μυήσει και οργανώσει στην Αντίσταση, πως δεν υπήρχε πιο ωραίος άνθρωπος στο χωριό. Ήταν έξυπνος και γραμματιζούμενος, καλός πατριώτης, φιλότιμος και παλικάρι. Γλεντζές και καλός τραγουδιστής.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα μαρτυρία έχουμε από την αδελφή του ήρωα Κυριακούλα Αλεξάκη
«… Ο αδερφός μου ο Παπάς επήγε και πολέμησε στην Αλβανία το σαράντα. Τα άλλα μου δυο αδέρφια ήτανε μικρά και δεν επήγανε σ’ αυτό το πόλεμο. Ήμουνε στ’ Αμάρι λιομαζώχτρα και έρχεται να μας αποχεραιτήξει. Τσ’ είχανε στσι Τρεις Ποταμούς μαζωμένους και είμαστε στο λιόφυτο και μια στιγμής ακούμε φωνές και καμπάνες. Ήντα γίνηκε, ρωτήξαμε.
Επιστράτευση. Και έρχεται ο αδερφός μου ο Παπάς στο χωριό που είμαστε στο Αμάρι στα Πλατάνια και μας αποχαιρετά και πάει στην Αλβανία. Εκυρήχτηκε ο πόλεμος και φωνάζανε όλοι πόλεμος, πόλεμος και τσι μαζώξανε όλους και φύγανε. Μ’ ένα πρώτο του ξάδερφο το Δράκο το Μαρή ήρθε ο αδερφός μου και μας αποχαιρέτηξε. Από την Αλβανία ο αδερφός μου εγύρισε όταν ετελείωσε ο πόλεμος με τσ’Ιταλούς…”.
Στον πόλεμο
Με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Γιώργης Μαρής, επιστρατεύεται. Ακολουθεί την πορεία της 5ης Μεραρχίας Κρητών που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις πλέον καθοριστικής σημασίας μάχες για την έκβαση του πολέμου.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία περιέχεται στο βιβλίο που αναφέρεται αποκλειστικά στον ήρωα και υπογράφεται από τον εξαίρετο συγγραφέα και ιστορικό ερευνητή κ. Γιώργο Καλογεράκη.
Κάποιος συμπολεμιστής του Μαρή, ο Γιώργης Αρ. Σταυρακάκης, θυμάται μια κρύα νύχτα στο μέτωπο, όταν τον συνάντησε τυχαία στο χωριό Σόμπρα.
Ας δούμε όμως πως έγιναν τα γεγονότα σύμφωνα με την επιστολή που είχε στείλει ο Σταυρακάκης για να συλλυπηθεί την οικογένεια μετά τον θάνατο του Παπά και μας κάνει γνωστή η έρευνα του δρος Γεωργίου Καλογεράκη και την αναδημοσιεύουμε με τα σχόλια του επιφανούς ερευνητή .
«Εν Αρδάκτω τη 3/11/1980
Αγαπητοί δικοί, σύζυγο, τέκνα και λοιποί συγγενείς του αποθανόντος αγαπημένου φίλου Γεωργίου Μαρή, δεχτείτε κατ’ αρχήν τα θερμά μου συλλυπητήρια. Συγκινημένος ειλικρινά ομολογώ ότι είναι ο πρώτος Λιβαδιώτης που εγνώρισα στο οροπέδιο Ίδης διερχόμενος τούτος από χωριό Βορίζα που είχε πάει τότε εκεί και έκανε μια κουμπαριά. Σ’ αυτήν την τυχαία συνάντηση θέσαμε παντοτινή και σεβαστή φιλία.
Μετέπειτα στον Αλβανικό Πόλεμο ως μαχόμενοι υπέρ πίστεως και Πατρίδος είμαστε μαζί από την αρχή του πολέμου μέχρι τέλους.
(Σημ.: Η 5η Μεραρχία των Κρητών έφτασε στο μέτωπο τον Ιανουάριο του 1941. Κράτησε το βάρος των πιο λυσσαλέων επιθέσεων των Ιταλών καθώς επίσης και τη μεγάλη αντεπίθεση του Μουσολίνι που εξαπέλυσε στις 9 Μαρτίου 1941 με τον κωδικό «Πριμαβέρα». Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η νίκη των Ελλήνων κατά των Ιταλών οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην ηρωική Κρητική Πέμπτη Μεραρχία).
Ως εκ τούτου εγνώρισα πολύ καλά τα πατριωτικά ένστικτα εκείνου του ήρωος ανδρός, όχι μόνο των Λιβαδιών αλλά άπαντα της περιφέρειας ως μέγας και αντάξιος άνθρωπος από μια ηρωική Μαρινιανή οικογένεια. Δεν λησμονώ την εικόνα εκείνη όταν δεκάδες εφέδρων Λιβαδιωτών και όλων εκείνων των πολεμιστών πάνω στα βουνά της Ηπείρου μαχόμενοι κατά των εισβολέων φασιστικών στρατευμάτων ως ένας άνθρωπος, όλοι μαζί σε αυτήν την καταιγίδα της πατρίδος.
Και εάν σήμερα έχουν περάσει σαράντα χρόνια ολόκληρα, θυμάμαι την αυτοθυσία όλων των Ελλήνων όπου ανήκε ο καθένας. Δια τούτο θα πω στον ηρωικό και αείμνηστο Γιώργη Μαρή, καθώς αναπαύεται σε ιερά χώματα των Λιβαδιών. Τυγχάνων τούτος μεταγωγικός όπως Καλυβιανάκης, Στριλιγγάς και τόσοι άλλοι. Αδυνατώ όμως να περιγράψω τα δύσβατα εκείνα υψώματα Τεπελενίου, Ψάρι και Μπουντανόρη, καθώς καλυμμένα από τα χιόνια συνάμα δε επισημασμένα από εχθρικά παρατηρητήρια, για τούτο ήταν δύσκολη και επικίνδυνη κάθε είδους μεταφορά προς τους προκεχωρημένους υπερασπιστές φαντάρους της ενδόξου Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών στρατιωτών, όπου μας θέριζε το κρύο, η πείνα, η δίψα και ο έτερος εχθρός αήττητος λεγόμενος ψείρα.
(Σημ.: Ο λαϊκός Κρητικός τραγουδιστής λέει:
…στο Πούντα Νόρτη το βουνό χόρτο να μη φυτρώσει
κι ούτ’ένα φίδι βρομερό ποτέ να μη σιμώσει
εκεί χαθήκαν τα παιδιά του γέρο Ψηλορείτη
και μαύρα ρούχα φόρεσε η μάνα μας η Κρήτη…
Παρ’όλα ταύτα οι γενναίοι μας μεταγωγικοί αψηφώντας κάθε κίνδυνο βάζοντας το στήθος των μπροστά μέρα και νύχτα, εκτελώντας ταύτην την ιεράν αποστολήν των μεταφέροντας τις πρώτες ανάγκες τρόφιμα και πολεμοφόδια. Την αληθινή αυτήν εικόνα δίνω ως τυγχάνων αυτόπτης μάρτυρας σε εκείνη τη μεγάλη και αλησμόνητη περιπέτεια του αλβανικού μετώπου.
Ομολογώ ότι τινές των μεταγωγικών εύρων τον θάνατον μαζί με τα δύστυχα και ταλαίπωρα ένδοξα εκείνα ζωντανά τους, (κι αυτά συντέλεσαν σε αυτήν την εκστρατείαν), σε κάθε νίκην των μαχομένων Ελλήνων.
(Σημ.: Μεταξύ των θυμάτων των Κρητών, πολλοί ανήκαν στους μεταγωγικούς, εκεί όπου υπηρέτησε ο Γεώργιος Μαρής ή Παπάς. Οι ανάγκες για ανεφοδιασμό των στρατιωτών μας ήταν μεγάλη και οι οβίδες του ιταλικού πυροβολικού που έπεφταν αδιάκοπα καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας σκορπούσαν το θάνατο στις τάξεις των στρατιωτών μας. Ενδεικτική είναι και η παρακάτω μαρτυρία του στρατιώτη Μανόλη Κτιστάκη ή Ξινόχοντρου που υπηρετούσε στο λόχο Μεταγωγών από το χωριό Σμάρι Ηρακλείου:
«…είμαστε στην Κλεισούρα. Επήραμε διαταγή να περάσομε ν’ανεβούμε στο βουνό. Ετοιμαστήκαμε όλοι. Επήραμε τα όπλα μας και τα πράγματά μας, γυλιούς, σφαίρες και επεριμέναμε τη διαταγή. Οι Ιταλοί να μας βάζουν με το πυροβολικό ώρες. Συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Είχαμε τα μουλάρια σε ένα μέρος προφυλαγμένα. Όταν επήραμε τη διαταγή επεράσαμε από κει που ήταν τα μουλάρια. Θυμούμαι ακόμη τη σκηνή. Είχανε πέσει ιταλικές οβίδες και τα είχανε κάνει κομμάτια. Εβαδίσαμε δίπλα τους. Όλα σκοτωμένα. Όχι ένα και δυο, πολλά. Τα λυπήθηκα όπως τα’βλεπα σκορπισμένα χάμω. Τότε εσκέφτηκα πως ή άνθρωπος ή ζώο, στην ίδια μοίρα είμαστε. Επροχώρησα και δεν εγύρισα να ξανακοιτάξω….»
Έκανε κουράγιο για να στηρίζει τους άλλους
Δεν έλειπε η ανδρεία από κανέναν αγωνιστή. Καμιά φορά από κούραση μπορεί να έβγαινε μια απελπισία, μια αποθάρρυνση στην κουβέντα. Απλά ο Γιώργης Μαρής δεν ήθελε ούτε για μια στιγμή να δηλώσει αδυναμία, κάτι τόσο ανθρώπινο, τόσο φυσικό. Ίσως πάλι να είχε συνειδητοποιήσει πόσο επηρέαζε η συμπεριφορά του το περιβάλλον του και προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του και την πιο δύσκολη στιγμή….
Η κατάρρευση του μετώπου βρήκε τον Μαρή στον δρόμο της επιστροφής μαζί με τους άλλους στρατιώτες. Πεινασμένοι, ρακένδυτοι, έσερναν πια τα βήματά τους μέχρι το άκρον της Πελοποννήσου για να βρουν μέσο να έρθουν στο νησί.
Δεν είχε προφτάσει να ανταμώσει τους δικούς του και φτάνει το άγγελμα της εισβολής ,από αέρος ,των Γερμανών στο νησί. Αμέσως παίρνει το όπλο του και κατεβαίνει να πολεμήσει στου Λατζιμά. Η ανδρεία του περιγράφεται με τα πιο ζωηρά χρώματα από τους συμπολεμιστές του.
Όταν κρίθηκε ο αγώνας επέστρεψε στη δουλειά του, αλλά αφού κατάφερε να οργανωθεί στην Αντίσταση. Ο περίφημος Στεφανογιάννης, (Γιάννης Δραμουντάνης) και ο Γαβριήλ Κλάδος ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους είχε άμεση επαφή για να παίρνει εντολές. Γιατί όπως αναφέρει ο κ. Καλογεράκης, τα Λιβάδια αποτέλεσαν ξεχωριστή ομάδα Αντίστασης και συνεργάστηκαν στενά με τις ομάδες Στεφανογιάννη και Χριστομιχάλη Ξυλούρη.
Ο Μαρής ήταν από τους έμπιστους του Δραμουντάνη. Τα μηνύματά του στον Κάτω Μυλοπόταμο και τις Μονές Αρκαδίου και Βωσσάκου. Συνεργάστηκε ακόμα και με τον Πετρακογιώργη αλλά και άλλους κορυφαίους της Αντίστασης.
Έσωζε κόσμο από το απόσπασμα
Η πειθώ του έσωσε πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν κάποιος στο χωριό αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις δυνάμεις κατοχής, ο Μαρής αδιαφορώντας για την τύχη του έσπευδε να συνηγορήσει.
Μια ολόκληρη οικογένεια έσωσε κάποτε από το απόσπασμα. Οι άνθρωποι αυτοί κούρευαν τα ζώα τους στα όρια που είχαν θέσει οι κατακτητές από τη νεκρή ζώνη. Η ποινή ήταν άμεση εκτέλεση για τους παραβάτες που θα εντοπίζονταν μέσα σ’ αυτή. Οι ναζί όμως τους συνέλαβαν σαν παραβάτες και τους οδήγησαν στο Ρέθυμνο για τα περαιτέρω. Μπορεί να είχαν βρει και μια αφορμή να απαλλαγούν από αυτούς, γιατί η συγκεκριμένη οικογένεια ήταν από τις ισχυρές και με ενεργό δράση στα κοινά.
Ο Γιώργης Μαρής δεν περίμενε ούτε λεπτό. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, παρουσιάστηκε στο Γερμανό διοικητή και με τη γνωστή του ψυχραιμία τον έπεισε τελικά ότι οι κρατούμενοι δεν είχαν παρανομήσει. Αντίθετα είχαν τηρήσει το γράμμα του νόμου, μένοντας στα όρια και χωρίς να παραβιάζουν τη «νεκρή» ζώνη.
Οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι κι είχαν να λένε για τον τρόπο του Μαρή να βοηθά σε δύσκολες καταστάσεις.
Σαν ήρθε ο καιρός του παντρεύτηκε μια άξια κοπέλα την Ευαγγελία Βάμβουκα, με την οποία απέκτησε πέντε αγόρια και δύο κορίτσια.
Ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας και άριστος οικογενειάρχης. Γεννημένος νοικοκύρης. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο. Η συνέπειά του παροιμιώδης. Και τα παιδιά του έπαιρναν με βιωματικό τρόπο μαθήματα ζωής από τον πατέρα. Γι’ αυτό και έγιναν όλοι άνθρωποι σημαντικοί και αξιοσέβαστοι τιμώντας τον πατέρα, αλλά και τη γενιά τους ευρύτερα.
Στα σαράντα χρόνια που θήτευσε στην Κοινότητα άφησε εποχή. Δεν έχανε ευκαιρία να θυμίζει στους συγχωριανούς του τη μεγάλη ευθύνη να είναι ρίζες ενός τόσο σημαντικού χωριού που δεν απουσίασε από κανένα κάλεσμα της πατρίδας. Κι όποτε υπήρχε διαφορά αυτός πάντα θα «έσαζε» θα έδινε την καλύτερη λύση, θα απέδιδε δικαιοσύνη χωρίς να χρειαστεί παρέμβαση αρχής που θα εξέθετε στη συνέχεια το χωριό. Ήταν σύμβολο για το χωριό του. Κι όλοι τον καμάρωναν. Βάσκανη μοίρα όμως βιάστηκε να τον στερήσει από τους ανθρώπους του.
Ήταν Ιούλιος του 1980, όταν ύπουλη και ανίατη ασθένεια έκανε την εμφάνισή της. Εκείνος με τη γνωστή του ψυχραιμία και αξιοπρέπεια την αντιμετώπισε, κι ας ήταν τόσο σκληρή κι ας τον έλιωνε μέρα με τη μέρα.
Έφυγε 8 Σεπτεμβρίου 1980 και ετάφη με όλες τις τιμές που του άξιζαν στο χωριό του. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο αφιερωμένο στη δράση του που έγραψε και επιμελήθηκε ο κ Γιώργος Καλογεράκης.
Εκεί θα βρει ο ενδιαφερόμενος αξιόπιστα και απολύτως τεκμηριωμένα στοιχεία για τη μεγάλη αυτή μορφή που τίμησε τα Λιβάδια και την Κρήτη ευρύτερα με την πατριωτική και κοινωνική του δράση.
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του δρος Γεωργίου Καλογεράκη.