«Αν είναι με την προβιά μου να σώσω έναν άνθρωπο χαλάλι» είπε αποφασισμένος
Η παρουσία στην πόλη μας της συνδικαλιστικής ηγεσίας των δημοσιογράφων Ηπείρου Πελοποννήσου και Νήσων για τις εκδηλώσεις επετείου των Ολοκαυτωμάτων, φέρνει στο νου μας Ρεθεμνιώτες που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στην Πελοπόννησο.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με τη συγκλονιστική περίπτωση ενός Ρεθεμνιώτη που με την οδυνηρή θυσία του έδωσε ζωή σε ένα νεαρό Πατρινό.
Αυτός ήταν ο Γεώργιος Πάτερος από τη Βισταγή Αμαρίου. Ακολουθώντας τον άγραφο νόμο της γενιάς του κανένας Πάτερος να μην απέχει από τα εθνικά προσκλητήρια για λευτεριά, βρέθηκε το 1912, στο μέτωπό με έναν αδελφό του.
Μια μέρα, εκεί στο μέτωπο, πληροφορείται ότι ένα ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών είχε φθάσει από το νησί, για να πολεμήσει στο Μπιζάνι κι ότι ανάμεσά του ήταν και ο πατέρας του!!!
Αδύνατον να το πιστέψει στην αρχή. Ο πατέρας του, που είχε πατήσει για καλά τα 65 και τον είχαν αφήσει στα μετόπισθεν να προσέχει τη μάνα τους, ήταν στο μέτωπο και μάλιστα επικεφαλής της εθελοντικής ομάδας;
Περισσότερο από περιέργεια έσπευσε να το διαπιστώσει. Και ναι, δεν είχε γίνει λάθος. Μπροστά του ήταν ο Πατερονικολής ολόκληρος, ο υπερασπιστής του Αρκαδίου. Αυτό έκανε τον ίδιο και τον αδελφό του να ριχτούν με περισσότερο πάθος στον αγώνα.
Χειμώνα του 1912 -1013 κι ενώ πολεμούσε στην Ήπειρο, ο Γεώργιος Πάτερος τραυματίστηκε σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Κέρκυρας. Στον ίδιο θάλαμο γνωρίστηκε με έναν άλλο στρατιώτη, τον Οδυσσέα Καραλή από την Πάτρα. Η κοινή τους μοίρα τους έφερε πιο κοντά. Σε λίγο γίνανε φίλοι. Η περίπτωση του Οδυσσέα όμως ήταν τραγική.
Αυτό καταλάβαινε ο Γεώργιος, όταν έβλεπε το πρόσωπο του γιατρού Σγουρδαίου μετά από κάθε εξέταση στο πόδι του φίλου του.
Ο Θωμάς (Τομάζος) Σγουρδαίος, λοχαγός, που διεύθυνε το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Κέρκυρας, δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Είχε πάθος με την επιστήμη του και για κάθε στρατιώτη ένοιωθε μεγάλο το αίσθημα της ευθύνης αναλογιζόμενος τα νιάτα του και τους άλλους που τον περίμεναν στα μετόπισθεν να γυρίσει γερός.
Είχε εγχειρίσει τόσους στρατιώτες, αλλά η περίπτωση του Οδυσσέα τον είχε τρομάξει. Είχε μεταφερθεί σε αθλία κατάσταση από δυο μηνών κρυοπαγήματα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον βοηθήσει ο Σγουρδαίος κι αφού τον είχε σώσει προσωρινά από βέβαιο θάνατο αφαιρώντας δυο δάκτυλα που λόγω σήψης απειλούσαν τη ζωή του, αναζητούσε λύση σε ένα τεράστιο πρόβλημα που έδειχνε όμως δισεπίλυτο. Όσο κι αν προσπαθούσε, είχε μεν σώσει το πόδι από ακρωτηριασμό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο, γιατί το άκρο είχε μεταβληθεί σε μια άμορφη ματωμένη μάζα χωρίς δέρμα.
Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, προκειμένου να βρει αυτή που θα βοηθούσε τον άτυχο Πατρινό. Είχε χάσει τον ύπνο του στην κυριολεξία. Μαθημένος σε παράτολμες εγχειρίσεις, ήθελε να προχωρήσει σε μια εξαιρετικά πρωτοποριακή αλλά πως;
«Μακάρι να εύρισκα δέρμα …» μονολόγησε κάποια στιγμή εξετάζοντας το παραμορφωμένο πόδι. Ήταν ανάγκη για τη γρηγορότερη επούλωση του τραύματος να γίνει μεταμόσχευση κρημνού, δηλαδή να προστεθεί υγιές δέρμα στο πέλμα του ποδιού του Οδυσσέα.
Ο Γιώργης ο Πάτερος, από δίπλα ακούγοντάς τον να μονολογεί, ρώτησε που ήταν η δυσκολία κι εκείνος του εξήγησε, ότι ήταν εντελώς αδύνατο και να το προτείνει. Επειδή ο νεαρός Κρητικός επέμενε να μάθει, ο γιατρός του έκανε την περιγραφή περισσότερο για να ακούσει και ο ίδιος τη σκέψη του. Άλλωστε αυτό το γενναίο παλικάρι του ενέπνεε ένα θαυμασμό αδικαιολόγητο. Τον είχε ζήσει με πόση υπομονή αντιμετώπισε τον τραυματισμό του και τον είχε συμπαθήσει.
Εξήγησε λοιπόν ότι χρειαζόταν ένα μέρος δέρματος μήκους 14-15 εκατοστών και 10 εκ. περίπου πλάτος, για να περικαλύψει μέρος της ράχης του ποδιού μέχρι των μεταταρσίων.
– Για δεν παίρνεις από του λόγου μου; Τον έκοψε ο Πάτερος αδυνατώντας να καταλάβει τους επιστημονικούς όρους που ανέφερε ο γιατρός.
Ο Σγουρδαίος τον κοίταξε και πάλι παράξενα.
Μα καταλάβαινε αυτό το παλικάρι τι σήμαινε να γδάρεις κάποιον για να χρησιμοποιήσεις το δέρμα του; Δεν υπήρχε πιο επώδυνο μαρτύριο. Ποιος θα το άντεχε; Κι όμως.
– Αν είναι με την προβιά μου να σώσω έναν άνθρωπο χαλάλι, άκουσε τον Πάτερο να του λέει.
Κι επειδή έδειχνε πως το εννοούσε, υποχρεώθηκε ο Σγουρδαίος να επαναλάβει πόσο επώδυνη θα ήταν η διαδικασία, που εκτός των άλλων θα έπαιρνε και καιρό. Όσο φοβερά κι αν ήταν αυτά που άκουγε ο Πάτερος έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος.
Κι ένα πρωί, με θάρρος απερίγραπτο, ξάπλωσε στο χειρουργικό τραπέζι, έτοιμος να βοηθήσει το συστρατιώτη του. Όλοι εκείνοι που παρακολουθούσαν το νυστέρι να σκίζει το δέρμα του παλικαριού, νόμιζαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε ημίθεο. Ενώ πρέπει να υπέφερε, ο πόνος να ήταν αφόρητος, εκείνος υπέμενε στωικά το μαρτύριο. Σαν να έπαιρνε κουράγιο από τη μεγαλειώδη αυτή πράξη του.
Η εγχείριση πέτυχε απόλυτα χάρις στην εμπειρία του Σγουρδαίου με τα «μαγικά χέρια» που έγραψε ιστορία στον τομέα της χειρουργικής.
Ένα ακόμα μαρτύριο περίμενε όμως τον γενναίο Γεώργιο Πάτερο, οδυνηρότερο ίσως του προηγουμένου.
Αναφέρει σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα «Ακρόπολη» που με τον πηχιαίο τίτλο «Το γενναίο Κρητικόπουλο που προσφέρεται να αποσπάσουν το δέρμα του δια να σκεπάσουν το πληγιασμένο πόδι ενός συστρατιώτη του …» καταγράφει το γεγονός που συγκλόνισε το πανελλήνιο …( 27 Μαρτίου 1913)…
«Και από την ημέραν εκείνην το αξιοθαύμαστο Κρητικό παλληκάρι εκτός του αλγεινού μαρτυρίου της εκδοράς υπεβλήθη εις δεύτερον, διαρκέστερον και μαρτυρικώτερον βασανιστήριον. Διατελεί ακουσίως και αναγκαστικώς κλινήρης έχων το πόδι του Καραλή ραμμένον και προσδεμένον καταλλήλως επάνω εις το δεξιόν πλάγιον μέρος του ιδικού του επιγάστριου, από το οποίον του αφηρέθη το δέρμα που ετυλίχθη και εράφθη εις το πόδι του Καραλή. Το κομμάτι δε αυτό του δέρματος του ηρωικού Πάτερου, διά του οποίου περιετυλίχθη το γυμνόν δέρματος πόδι του Καραλή αφέθη συγκρατούμενον από ένα μέρος εις το πλευρόν του πρώτου, οπόθεν αντλεί ζωήν και τρέφεται το πόδι του δεύτερου.
Εις αυτήν την κατάστασιν, χωρίς να δύναται να κάμη την ελάχιστην κίνησιν, εκουσίως κατάκειτος και εκουσίως μάρτυς ευρίσκεται επί μίαν εβδομάδα τώρα ο ηρωικός, ο θαυμαστός Κρητικός και θα μένη μέχρις ότου θρέψη το δέρμα του και προσκολληθή εις το γυμνόδερμο πόδι του Καραλή…».
Σ’ αυτή τη στάση, υποφέροντας και χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση έμεινε ο Πάτερος μέχρις ότου έθρεψε το δέρμα του και προσκολλήθηκε στο γυμνό πόδι του Καραλή. Πέρασε καιρός δηλαδή.
Στο μεταξύ ο ευεργετούμενος δεν ήξερε πώς να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, στον γενναίο συστρατιώτη του. Εκτιμούσε βαθύτατα το γεγονός, ότι ενώ δεν είχε καμιά υποχρέωση να περάσει το μαρτύριο αυτό, το υπέμεινε για χάρη του. Για να τον σώσει.
Κάποια στιγμή έβγαλε να του δώσει 100 δραχμές. Έτσι σαν δώρο…
Άστραψε και βρόντησε ο Πάτερος. Αυτός έκανε με τη θέλησή του αυτή τη δωρεά υγείας και ζωής. Δεν χρειαζόταν τίμημα. Μετρούσε για δαύτον, πως έσωσε ένα νέο παλικάρι από βέβαιο θάνατο. Και αρνήθηκε κάθε προσφορά.
Ο Γεώργιος Πάτερος με την πράξη του αυτή είχε συγκινήσει όλο το Πανελλήνιο.
Μέχρι και η βασίλισσα Όλγα, δεν έμεινε ασυγκίνητη. Κάλεσε το νεαρό Κρητικόπουλο και το παρασημοφόρησε σε ατμόσφαιρα γενικής επιδοκιμασίας. Αυτή κι αν ήταν ηρωική πράξη.
Όταν τέλειωσε η τελετή τον ρώτησε τι θα ήθελε να του προσφέρει. Κι εκείνος σαν γνήσιος Κρητικός ζήτησε μόνο, να του δοθεί άδεια οπλοφορίας.
Η Όλγα όμως δεν μπορούσε να μείνει μόνο στην απλή αυτή επιθυμία. Και τον όρισε γενικό προμηθευτή του Ελληνικού Στρατού.
Αυτό κι αν ήταν δώρο. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο Γεώργιος Πάτερος έγινε πάμπλουτος. Ήταν άλλωστε τόσο εργατικός και ήξερε πολύ καλό κουμάντο.
Ασχολήθηκε περισσότερο με την εμπορία ζώων. Μετά το χρέος του στην πατρίδα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θράκη. Παντρεύτηκε μια Πομάκα αλλά δεν απέκτησε παιδιά.
Ο Θεός τον είχε ευλογήσει και ο πλούτος του γινόταν όλο και περισσότερος. Ακόμα και τώρα δεν ξεχνούσε τους δικούς του ανθρώπους. Δεν σταμάτησε να τους βοηθά, για να είναι βέβαιος πως περνούν άνετα.
Όλοι έπιναν νερό στο όνομά του. Ήταν άρχοντας αληθινός και το κυριότερο δεν σταμάτησε με τους τρόπους του να τιμά το νησί και τη γενιά του.
Ο αγνός πατριωτισμός του όμως δεν έσβησε ποτέ από τις πράξεις και τα έργα του.
Για την περιπετειώδη του ζωή έχουμε κάνει εκτενές αφιέρωμα στο παρελθόν.
Η μυθιστορηματική ζωή του Δημητρίου Καλλέργη
Ένας άλλος Ρεθεμνιώτης με πανελλήνια προβολή ήταν ο Δημήτριος Καλλέργης (1803-1867): Ο υπουργός της Ρωσίας Νέσελδορ ήταν θείος του και γι’ αυτό πήγε στην Πετρούπολη για σπουδές, όταν πέθανε ο πατέρας του. Ύστερα σπούδασε ιατρική στη Βιέννη. Στις αρχές του 1822 κατεβαίνει στην Ελλάδα με τα αδέρφια του Νικόλαο και Εμμανουήλ, έχοντας μαζί τους πολλά χρήματα και πολεμοφόδια. Τον επόμενο χρόνο ο Εμμανουήλ πεθαίνει. Οι άλλοι δύο συνεχίζουν τον αγώνα. Ο Δημήτρης το 1825 βρίσκεται στο Άργος, προερχόμενος από την Κρήτη, επικεφαλής 700 περίπου Κρητικών. Πολέμησε στο Νιόκαστρο, στη Γραμβούσα της Κρήτης, στην Αράχωβα, στην Αττική. Στη μάχη του Ανάλατου αιχμαλωτίστηκε τραυματισμένος και πλήρωσαν οι συγγενείς του από τη Ρωσία 70.000 γρόσια ως λίτρα για την απελευθέρωσή του, όμως οι Τούρκοι του είχαν κόψει ήδη το ένα αφτί. Χρημάτισε υπασπιστής του Φαβιέρου, του Καποδίστρια και αργότερα του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα.
Αλλά το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, γιατί πρωτοστάτησε με τον Μακρυγιάννη στο κίνημα για την παραχώρηση Συντάγματος εκ μέρους του βασιλιά. Ο Καλλέργης ήταν τότε διοικητής του Ιππικού με το βαθμό του συνταγματάρχη.
Αργότερα, παραιτήθηκε από τον στρατό και υπηρέτησε ως πρεσβευτής της χώρας μας στο Παρίσι και Λονδίνο. Διετέλεσε και υπουργός των Στρατιωτικών επί κυβερνήσεως Αλέξ. Μαυροκορδάτου. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος και στις δύο εθνοσυνελεύσεις (1843 και 1862) καθώς επίσης και βουλευτής (1856-59).
Ιστορικό έμεινε το σπίτι του στο Άργος, το γνωστό Καλλέργειο, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Άργους. Μετά τον θάνατό του και συγκεκριμένα από το 1869 εγκαθίσταται οριστικά στο σπίτι αυτό η γυναίκα του Σοφία, η άλλοτε πανέμορφη Σοφία Ρέντη, όπου και πέθανε το 1893 σε ηλικία 90 ετών.
Η Σοφία Καλλέργη, υπήρξε διάσημη για την σπάνια ομορφιά της, την μόρφωσή της και τα πλούτη της. Ένεκα αυτών των προσόντων η Σοφία έγινε το μήλο της έριδας μεταξύ των σημαντικότερων νέων της περιοχής. Την ερωτεύτηκε παράφορα ο ήρωας του αγώνα και γιος του μεγιστάνα της Κορινθίας Σωτήρη Νοταρά, Ιωάννης Νοταράς. Ωραίος ως αρχαίος θεός, γενναίος, πλούσιος και με το αξίωμα του στρατηγού, γνωστός με τον χαρακτηριστικό τίτλο Αρχοντόπουλο, αποτελούσε τον ιδανικό σύζυγο για την χαριτόβρυτη κόρη του Θεοχαράκη Ρέντη.* Όμως και άλλος Νοταράς, ο Παναγιωτάκης ερωτεύτηκε την Σοφία. Κι αυτός σημαντικός. Αντιστράτηγος κι αργότερα υπασπιστής του Όθωνα. Για την καρδιά λοιπόν της ωραίας Σοφίας, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των δύο αντεραστών. Το 1826, κάηκε δυο φορές το Σοφικό και το πανέμορφο δάσος των πεύκων της Σολυγείας, η Ζάχολη, η Καστανιά, η Λαύκα και άλλες περιοχές ενώ σκοτώθηκαν περίπου 2000 Κορίνθιοι. Νικητής από τον ολέθριο εμφύλιο και άδικο πόλεμο, βγήκε ο Ιωάννης Νοταράς. Μνηστεύθηκε την Σοφία αλλά δεν πρόλαβε να κάνει το γάμο. Σκοτώθηκε στο Φάληρο, μαζί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στην φονική μάχη του Φαλήρου.
Ο Δημήτριος Καλλέργης ήταν φίλος του αρραβωνιαστικού της Σοφίας Και ήταν μοιραίο να συναντηθούν να αναπτυχθούν αισθήματα καρδιάς ανάμεσά τους και να παντρευτούν. Απέκτησαν μία κόρη κι ένα γιο. Ο γιος τους Μανώλης ήταν άριστος αξιωματικός και σπουδαίος κιθαρίστας, αλλά ερωτεύτηκε την αυτοκράτειρα της Γαλλίας Ευγενία. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον ανάγκασαν να επανέλθει στην Ελλάδα. Ο Μανώλης ήταν ο τελευταίος ένοικος του ιστορικού σπιτιού. Έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του (1909).
Ο Γεώργιος Τσουδερός
Κρητικός αγωνιστής και αρχηγός των Aγιοβασιλειωτών της Κρήτης σε όλες τις επαναστάσεις του νησιού. Γεννήθηκε το 1768 στον Aσώματο Aγίου Bασιλείου του N. Pεθύμνης. Ήταν γιος του Εμμανουήλ Τσουδερού και είχε άλλα τέσσερα μικρότερα αδέλφια. O Γεώργιος Τσουδερός έχοντας ανατραφεί με τις παραδόσεις της ιστορικής οικογενείας του, έτρεφε άσπονδο μίσος κατά των Τούρκων. Φρόντισε όμως να καλύπτεται γιατί δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την οικογένειά του απροστάτευτη στη διάθεση των κατακτητών και να πάρει τα βουνά σαν αρματωλός. Πάντοτε όμως στα κρυφά καθοδηγούσε τον αδελφό του Γιακουμή συμπράττοντας μαζί του σε αντίποινα κατά των Τούρκων. Προσπαθούσε να συμπεριφέρεται με σύνεση και συγκρατούσε όσο ήταν δυνατόν, τον ατίθασο Γιακουμή, γιατί η οικογένειά του είχε εξαντληθεί από το «φόρο του αίματος» που πλήρωνε στους Τούρκους. Ο Τσουδερός περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να δράσει, η οποία του δόθηκε όταν ήταν ήδη 53 χρόνων, με την έκρηξη της επανάστασης του ’21 και τη μάχη στον Άγιο Ιωάννη. H μάχη αυτή ήταν και η πρώτη ελληνική νίκη που αναπτέρωσε τις ελπίδες και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων. O Γεώργιος Τσουδερός έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες στην Κρήτη που έγιναν μέχρι το 1830. Όταν έφθασε στο νησί ο αντιπρόσωπος του Δημητρίου Yψηλάντη και μέλος της προσωρινής διοίκησης της Ελλάδας, Μιχαήλ Aφεντούλιεφ, τον ανέδειξε σε εκατόνταρχο (17 Δεκεμβρίου 1821) αργότερα σε πεντακοσίαρχο (4 Ιουλίου 1822).
H δράση του Γεωργίου Τσουδερού έχει μείνει στην ιστορία, γιατί υπήρξε από τους ελάχιστους Κρητικούς αρχηγούς που διέτρεξε ολόκληρη την Κρήτη σπιθαμή προς σπιθαμή, από την Κίσσαμο μέχρι τη Σητεία, πολεμώντας τον εχθρό. Μετά την αποτυχία του Aφεντούλιεφ ως αρμοστή Κρήτης, στάλθηκε από την Ελλάδα για να τον αντικαταστήσει ο θερμός πατριώτης Εμμ. Τομπάζης. Εκτιμώντας τα πατριωτικά αισθήματα του Γεωργίου Τσουδερού και αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα, τον διόρισε υπαρχηγό στρατού, αφού γενικό αρχηγό είχε διορίσει τον Pούσο Bουρδουμπά. Ο Τσουδερός συνέχισε τον αγώνα διαδραματίζοντας σπουδαιότατο ρόλο σ’ όλες τις μάχες στην Κρήτη. H φήμη του λόγω σύνεσης και στρατηγικότητας είχε εξαπλωθεί παντού. Ήξερε να πειθαρχεί και να επιβάλλεται στους στρατιώτες του, τιμωρώντας με τις αυστηρότερες ποινές όσους παρεκτρέπονταν από τα όρια της ηθικής και της τάξης. Με τα προτερήματά του αυτά γρήγορα ανακηρύχτηκε Στρατάρχης απ’ όλους γενικά τους οπλαρχηγούς και των τεσσάρων επαρχιών του N. Ρεθύμνης. Στο διάστημα της ύφεσης του αγώνα ο Γ. Τσουδερός περιόδευσε από γωνιά σε γωνιά σε όλη την Κρήτη εμψυχώνοντας τους καταπτοημένους συμπατριώτες του και αναπτερώνοντας τις ελπίδες τους για τη λευτεριά. O Τσουδερός δεν περιόρισε τη δράση του μόνο στους πολεμικούς αγώνες αλλά συχνά ενίσχυε αυτούς και οικονομικά όσο βέβαια μπορούσε. Αργότερα ανακηρύχτηκε Στρατάρχης ολόκληρης της Μεγαλονήσου, διατηρώντας συγχρόνως και τη γενική αρχηγία του Αγίου Βασιλείου. Όταν ο αγώνας στην Κρήτη έπαιρνε να σβήσει ο Τσουδερός ήταν από τους τελευταίους που τον εγκατέλειψαν. Μέχρι τα μέσα του 1831, εξακολουθούσε να περιπλανιέται από βουνό σε βουνό και από χαράδρα σε χαράδρα διώκοντας με όση δύναμη είχε τον εχθρό. O πρόωρος θάνατος του Καποδίστρια ματαίωσε την υποσχεθείσα αναγνώριση των εθνικών υπηρεσιών του Τσουδερού που έφθασε στο έσχατο σημείο φτώχειας. Υπέφερε από φρικτές στερήσεις μέχρι το 1833 οπότε έφθασε στη Μεθώνη ο βασιλιάς Όθωνας, ο οποίος εκτιμώντας τις υπηρεσίες του, του υποσχέθηκε αναγνώριση και οικονομική ενίσχυση. Έτσι το 1838 ο Τσουδερός ονομάζεται Συνταγματάρχης της Bασιλικής Φάλαγγας. Αν και είχε το βαθμό αυτό έπαιρνε μισθό ταγματάρχη. Έτσι ζούσε με κάποια σχετική ευκολία. O Γ. Τσουδερός κουρασμένος σωματικά και ράκος ψυχικά-μετά την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη (1841) έφυγε πάμπτωχος το 1849, σε ηλικία 91 ετών. Πέθανε πικραμένος, στο Τολό, μακριά από την πατρίδα του που δεν είχε εγκαταλείψει σχεδόν ποτέ.