Μνημόσυνο μιας κοινωνίας ξεχωριστών ανθρώπων
Είναι πολλές οι αναφορές για το Σπήλι Αγίου Βασιλείου. Από τη μια οι φιλοπρόοδοι κάτοικοι, πολλοί από αυτούς και προσωπικότητες διεθνούς κύρους, από την άλλη οι φυσικές καλλονές της περιοχής έδωσαν πολλές αφορμές, κατά καιρούς για δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο.
Τα πιο χαρακτηριστικά υπογράφει η αείμνηστη Ειρήνη Μπριλλάκη Καβακοπούλου, η πανέμορφη λαογράφος με την ακούραστη λογοτεχνική πέννα και τη μοναδική της αηδονολαλιά.
Ήταν όμως ευλογημένη στιγμή για το Σπήλι η παρουσία για ένα διάστημα του δικηγόρου Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκη που συνήθιζε να αποτυπώνει στο χαρτί τις εντυπώσεις του από έναν τόπο.
Έτσι με τον δικό του τρόπο μας δίνει σε πολλές συνέχειες στον τοπικό τύπο το Σπήλι που έζησε το 1925. Και γιατί το ξεχώρισε; Ήταν μια εποχή, όπως αναφέρει, που 50-60 ξένοι δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί, από όλα τα μέρη της Κρήτης, πολλοί επιστήμονες από την τότε επαρχία Αγίου Βασιλείου με τους οκτακόσιους περίπου Σπηλιανούς, είχαν δημιουργήσει μια όμορφη κοινωνία που ζούσε με αδελφική σύμπνοια και αγάπη. Οι ξένοι σεβόμενοι απόλυτα τους ντόπιους είχαν δημιουργήσει και οικογενειακές σχέσεις με τους περισσότερους και τους εξυπηρετούσαν με μεγάλη προθυμία στις υποθέσεις τους.
Οι Σπηλιανοί ανταπέδιδαν με όλη τους την καρδιά ανοίγοντας τα σπίτια τους σε γλέντια και οικογενειακές χαρές. Αξέχαστες εκείνες οι βεγγέρες με κέφι και χωρίς παρεξηγήσεις έδεναν περισσότερο εκείνη την κοινωνία. Δεν έλειπαν βέβαια οι χαριτωμένες πλάκες και τα αθώα πειράγματα αλλά και το χιούμορ τους διέθετε ποιότητα.
Τα γλέντια του Στεφανή
Εκείνη την εποχή που αναφερόμαστε, στα 1925, κυριαρχούσε στις διασκεδάσεις ο μυλωνάς Στεφανής Βασιλάκης που τόσο περίτεχνα περιγράφει στα ποιήματά της η Ειρήνη Μπριλλάκη Καβακοπούλου. Ο Βασιλάκης είχε φανατικούς θαυμαστές της λύρας του, αλλά και των μαντινάδων που έλεγε ασυνήθιστες οι περισσότερες, γεμάτες ποίηση και σοφία. Αυτές τις έλεγε την κατάλληλη στιγμή. Για παράδειγμα όταν μετά από αρκετή καθυστέρηση έβλεπε να προβάλλει στο γλέντι η καλή του – κι ερχόταν η καρδιά του στη θέση της από την αγωνία του -, της έλεγε με τα ανάλογες κοντυλιές κοιτάζοντας βέβαια αλλού για να μην την εκθέσει:
Πρόβαλε απού να μη βρεθεί
νερό στο θάνατό σου
μόνο με το ροδόσταμο
να κάμου το ζεστό σου
Από τις εμβληματικές μορφές του χωριού ο Παπαδάκης ξεχωρίζει τον παπά Χαράλαμπο Κουμεντάκη, φιλάνθρωπο, φιλόξενο, ευγενικό, σεμνό, έναν πραγματικό λεβέντη με την κρητική καλογερική σκούφια τη μεταξωτή καλοφορεμένη ζώνη, και τα καλογυαλισμένα στιβάνια. Στα εβδομήντα του είχε ηθικό ακμαιότατο, παρά τα πολλά του οικογενειακά ατυχήματα. Κι όταν χόρευε πεντοζάλη νόμιζες πως θα πετάξει. Χαρακτηριστική η μαντινάδα που του έλεγε ο Στεφανής:
Μην τη βαροπατείς τη γης
γιατί πονεί το χώμα
μα δεν μπορεί να σου το πει
γιατί δεν έχει στόμα
Κι εκείνος λέει, σιγάνευε τα ζάλα του χορού για να του απαντήσει με χριστιανικό στοχασμό:
Ο κόσμος είναι δίμουρος
και ψεύτης και προδότης
κι ως είπεν ο Χρυσόστομος
τα πάντα ματαιότης
Στα γλέντια αυτά διακρίνονταν και οι οπαδοί της καθιστικής …φιλοσοφίας όπως ο Αναγνώστης Κουμεντάς, ο Θεόδωρος Βλαχάκης, ο δάσκαλος Αλέξανδρος Καλογρίδης, ο Προκόπης Προκοπάκης κ.ά.
Αυτοί οργάνωναν συγκεντρώσεις φίλων στα σπίτια τους με πλούτο μεζέδων και κρασί από του Μπομπόρη. Το κέφι έφερνε και μνήμες με αποτέλεσμα να μην χορταίνουν τα αυτιά ιστορίες που μένουν στον χρόνο.
Οι σπονδές στον Βάκχο της μαμής
Ο Αναγνώστης με τον Βλαχάκη για παράδειγμα είχαν να πουν για μια γρια μαμή που ακολουθούσε τις παρέες σε όλα τα σπίτια που ανταπέδιδαν τη φιλοξενία την ίδια μέρα (συνηθισμένο φαινόμενο στα χωριά μας). Κι εκεί παρά τα χρόνια της, τιμούσε δεόντως τα φαγητά μα ιδιαίτερα τα κρασιά. Εκεί πια έκανε πρωταθλητισμό, όταν όλοι οι άλλοι απλά ακουμπούσαν, μετά από την πρώτη κρασοκατάνυξη, έτσι γα να κάνουν εις υγείαν. Μια μέρα ένας συγγενής της, είπε να της βάλει πλάκα και αντί κρασί της έβαλε στο ποτήρι της ξύδι πέντε ετών!!!
Εκείνη, αφού το κατέβασε χωρίς καμιά έκφραση δυσαρέσκειας, ζήτησε κι άλλο γιατί της φάνηκε εξαιρετικό …μπρουσκάκι.
Το πάθημα του ειρηνοδίκη
Μια άλλη φορά σε κυνήγι συμμετείχε και υπάλληλος του Ειρηνοδικείου – εδώ ονόματα δεν λέμε – που έγινε στόχος πειραγμάτων – εξαιτίας ατυχούς γεγονότος. Ενώ κυνηγούσε στση Γιους τον Κάμπο, ένοιωσε επιτακτικό το κάλεσμα της φύσης με έντονες διαμαρτυρίες του εντέρου.
Τι να κάνει; Έσπευσε να βρει το κατάλληλο σημείο για να ανταποκριθεί κι όπως ήταν κουκουβισμένος να σου ένας λαγός ευτραφέστατος. Μπροστά στο θέαμα αυτό, έγινε ο ίδιος θέαμα, αφήνοντας τα παντελόνια του να πέσουν και επιτρέποντας στους ακούσιους θεατές από τα γύρω χωράφια, ιδιαίτερα στις κυρίες, να θαυμάσουν την εξαιρετικά προικισμένη από τη φύση αρρενωπότητά του.
Δημήτρης Προκοπάκης
Από τους λεβέντες του τόπου ο Δημήτρης Προκοπάκης καμάρι του Σπηλίου.
Γεννήθηκε στις Καρίνες Αγίου Βασιλείου το 1889 και ήταν γόνος της πολυμελούς οικογένειας του Γιώργη Προκοπάκη ενός λεβέντη Κρητίκαρου με Σφακιανή καταγωγή. Μητέρα του ήταν η Μαρία Τσουδερού από τον Ασώματο. Είχε πέντε αδέλφια που πάντα τον θαύμαζαν κι εκείνος τους πρόσφερε αφειδώλευτα την αγάπη και το ενδιαφέρον του.
Όταν γεννήθηκε ο Δημήτρης το νησί μας βίωνε μια από τις δυσκολότερες εποχές, κουρασμένο από τις ανέλπιδες επαναστάσεις μα αποφασισμένο να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό.
Ο νεαρός Προκοπάκης είχε δυο πάθη. Ένα για τη γνώση και το άλλο για την πατρίδα. Και ήταν αποφασισμένος να υπηρετήσει και τα δυο με απόλυτη αφοσίωση. Η αγάπη του για τον συνάνθρωπο και η διάθεσή του να προσφέρει τον ώθησε να σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κι αφού έλαβε με επιτυχία το πολυπόθητο πτυχίο, στράφηκε στον δεύτερο στόχο του και κατετάγη στον στρατό. Εκεί υπηρετώντας και σαν στρατιωτικός γιατρός βρισκόταν απολύτως στο στοιχείο του.
Για ένα μικρό διάστημα διέκοψε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Σπήλι κι έπειτα επέστρεψε και πάλι στον στρατό, όπου και συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αρχιάτρου.
Είχε υπηρετήσει και ως διευθυντής στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης όπου επέδειξε τις άριστες διοικητικές του ικανότητες και ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα.
Η γνωριμία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν από τις καθοριστικής σημασίας στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του. Λάτρεψε τον Εθνάρχη και τον ακολουθούσε με απόλυτη αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του. Δεν έλειψε και από το Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1917.
Εκτός από ψυχικές αρετές τον είχε προικίσει πλουσιοπάροχα η φύση με ομορφιά που ξεχώριζε. Ήταν ψηλός, ευθυτενής, λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Με την πρώτη ματιά κέρδιζε όποιον τον γνώριζε. Μα κυρίως ξεχώριζε για τα ψυχικά του χαρίσματα και κυρίως την ανθρωπιά του και τον ακέραιο χαρακτήρα του.
Υπηρέτησε με αυταπάρνηση και μεγάλο ηρωισμό στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Με θαυμασμό περιγράφουν τις ανδραγαθίες του ο Νικόλαος Λυράκης και ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Συμπληρώνει ο Μιχαήλ Παπαδάκης για τον ξεχωριστό αυτό άνθρωπο που εκτός από το Σπήλι τον έζησε και στη Μικρά Ασία που συνυπηρέτησαν.
«Βράδυ της 19ης Μαρτίου 1921 στη Μικρά Ασία. Ύστερα από τις φοβερές μάχες στα υψώματα Τσεπνί και Ντουζ Ντάγ, ετοιμαζόμαστε για υποχώρηση. Ευτυχώς και οι Τούρκοι κατεστραμμένοι κι αυτοί με χιλιάδες απώλειες δεν είναι σε θέση να μας ενοχλήσουν, ούτε να μας καταδιώξουν. Την ώρα που φεύγουν οι τελευταίοι τραυματίες και στρατιώτες του χειρουργείου, και μαζεύονται οι σκηνές του χειρουργείου βραδιάσματα πλέον φθάνει ένας αξιωματικός που τραβά από χαλινό ένα άλογο. Ο ίδιος πεζοπορεί και στο εφφίπιο (σέλα) του αλόγου είναι δεμένος με σχοινί να μην πέσει ένας τραυματίας. Άλλος στα καπούλια του όπου έχει αναπτυχθεί το υπόσαγμα δεμένος κι αυτός.
Ακολουθούν τραυματιοφορείς με οκτώ δέκα φορεία γεμάτα τραυματίες με πρόχειρες επιδέσεις.
Σταματά ο αξιωματικός και παραδίδει όλους στην υπηρεσία του χειρουργείου.
Κάνει ωραία εντύπωση η αρρενωπή εμφάνιση του αξιωματικού η ψύχραιμη ανδρική και ανθρωπιστική συμπεριφορά του. Δεν χάνει λεπτό αλλά μόλις τελειώνει η παράδοση, ανεβαίνει σβέλτα στο άλογό του και φεύγει να συνεχίσει την εκτέλεση του ιερού του καθήκοντος. Περνά μπροστά από το γνωστό του πυροβολητή της Μοίρας Ρεθεμνιώτη Μανόλη Μπιρτάκη και τον χαιρετά με χειραψία. Ανταλλάσσουν σύντομα λίγες λέξεις με εγκαρδιότητα και φιλοφροσύνη.
Ο Μπιρτάκης μας πληροφορεί ότι ο αξιωματικός είναι ο υπίατρος Προκοπάκης Δημήτριος από τις Καρήνες. Ήταν επαρχιώτης μου, οι οικογένειες μας φιλεύοντο, τον είχα ακούσει αλλά δεν τον γνώριζα προσωπικά μέχρι τότε…».
Η συνάντηση αυτή του Παπαδάκη με ένα συνεπαρχιώτη του ήταν θείο δώρο μέσα σε κείνη τη φρίκη. Ήθελε πολύ να τρέξει έφιππος κι αυτός να τον προλάβει, να πούνε δυο κουβέντες, αλλά αυτές οι μετακινήσεις ήταν αυστηρά απαγορευμένες αν δεν προέρχονταν από ειδικές διαταγές και με συγκεκριμένη αποστολή. Έτσι παραιτήθηκε από την ιδέα να τον ακολουθήσει και επέστρεψε στα καθήκοντά του. Από κει και μετά έχασε τα ίχνη του. Τα έφερε η τύχη όμως να συναντηθούν ξανά. Εκείνος δικηγόρος στο Σπήλι και ο Προκοπάκης γιατρός να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του.
Όσοι έζησαν τον Δημήτριο Προκοπάκη τον περιγράφουν έναν άνθρωπο γεμάτο γλυκύτητα, ευγένεια, αφοσίωση στη δουλειά του. Αδιαμαρτύρητα κάλυπτε τις ανάγκες της περιοχής επισκεπτόμενους ασθενείς που τον χρειάζονταν από το Ροδάκινο μέχρι την Αγία Γαλήνη με ανωτερότητα, φιλανθρωπία αυταπάρνηση.
Και δεν ήταν τότε άνετες οι συνθήκες. Ούτε δρόμοι υπήρχαν, ούτε μονοπάτια. Κάθε μετακίνηση ήταν μια μικρή οδύσσεια. Ούτε στοιχειώδεις γέφυρες δεν είχαν τα ποτάμια. Κι όμως ο Προκοπάκης έσπευδε όπου τον καλούσε το χρέος με κάθε καιρό σε βάρος του ελεύθερου χρόνου του που ήταν τελικά ανύπαρκτος. Έτρεχε με τη γερή φοράδα του δίνοντας ελπίδα και θεραπεία σε κάθε πονεμένο. Είχε και το χάρισμα να εμπνέει δύναμη κι εμπιστοσύνη οπότε κάθε ασθενής τον έβλεπε σαν επίγειο Θεό.
Η ανταπόδοση της καλοσύνης του τον περίμενε στον ευτυχισμένο γάμο που έκανε με μια άξια γυναίκα τη Σοφία Δανδόλου, που στάθηκε ιδανική του σύντροφος. Η ίδια διακρίθηκε και για τη φιλανθρωπική της δράση. Απέκτησαν δυο αγόρια που ακολούθησαν την οικογενειακή παράδοση. Έγιναν γιατροί και οι δύο και από τους επιφανέστερους επιστήμονες ο Γιώργης στο Ηράκλειο και ο Προκόπης στη Θεσσαλονίκη. Μετά τη συνταξιοδότησή του έμενε τον περισσότερο καιρό κοντά στα παιδιά του αλλά και στο Ρέθυμνο. Αντιμετώπισε τα γερατειά με τη φιλοσοφία του ώριμου ανθρώπου, το ίδιο και τον θάνατο με τον οποίο βέβαια είχαν έρθει αρκετά κοντά στο Μικρασιατικό Μέτωπο που με τόση γενναιότητα υπηρέτησε ο Προκοπάκης.
Απόλαυσε την αγάπη των παιδιών του και εγγονών του και έφυγε με τη μεγάλη ικανοποίηση κάθε ανθρώπου που στάθηκε στο ύψος της αποστολής του υπηρετώντας τον άνθρωπο, την επιστήμη του και τη δημοκρατία….
Ο δάσκαλος κι ο σκύλος
Από τις ιστορίες που περιγράφει ο Παπαδάκης ξεχωρίζουμε μια ακόμα που δεν εγκυμονεί κίνδυνο παρεξήγησης με τους απογόνους όπως μερικές άλλες που σκοπίμως παραλείψαμε.
Μα χειμωνιάτικη μέρα του Δεκέμβρη 1925 ήρθε στο Σπήλι από τα περίχωρα ένας δάσκαλος συνοδευόμενος από χωριανό του κι ένα σκύλο. Είχαν και οι τρεις τα χάλια τους, αλλά κυρίως ο σκύλος που πεινασμένος και βρώμικος αντιπροσώπευε επακριβώς τον χαρακτηρισμό του «κοπρόσκυλου». Μπήκαν στο καφεστιατόριο του Μιχαήλ Μεσταμπέλη στο Πανωχώρι, όπου οι θαμώνες προσπαθούσαν να ζεσταθούν γύρω από μια ξυλόσομπα. Με τη φιλικότητα που ένοιωθαν για κάθε ξένο έκαναν αμέσως τόπο στους δυο άντρες να καθίσουν να πάρουν μια ανάσα.
Ένα πειραχτήρι του χωριού βλέποντας το σκύλο που πήγε και κουλουριάστηκε στην πόρτα, ρώτησε τον δάσκαλο αν είναι δικός του. Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση του είπε για να τον πειράξει:
– Φαίνεται πως κρατεί από καλό αφεντικό.
Ο δάσκαλος, χωρίς να δώσει σημασία στο πείραγμα άρχισε να εκθειάζει τα προσόντα του σκύλου του. Ήταν από καλή ράτσα, Ελβετικός, του Αγίου Βερνάρδου, κυνηγούσε μονάχος και θα του είχε φέρει ως τώρα και πέντε λαγούς. Από κοντά σιγοντάριζε και ο συνοδός του δασκάλου μέχρι που κάποιοι συμπέραναν πως γινόταν τόσος λόγος για τον σκύλο μήπως και πουληθεί.
Κι ενώ γινότανε η επίδειξη των ικανοτήτων του «ψωραλέου» ζώου, ένα άλλο πειραχτήρι του χωριού βγήκε με τρόπο από το καφενείο θρουλίζοντας ψωμί, κίνηση που ο σκύλος αντιλήφθηκε και πεινασμένος καθώς ήταν τον πήρε στο κατόπι. Άρπαζε με λαιμαργία ό,τι προλάβαινε και με τον τρόπο αυτό φτάσανε στο κατάλυμα το Λιμπίτη που ήταν τόπος απορριμάτων. Εκεί το πειραχτήρι εντόπισε ένα τενεκεδένιο λαδικό, που το πήρε και το έδεσε καλά με σχοινί στην ουρά του σκύλου. Το ζώο άρχισε να τρέχει κάνοντας φυσικά τρομερό θόρυβο κι όταν τον αναζήτησε ο δάσκαλος αυτό, είχε φτάσει έξω από την εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου.
Τελικά ο σκύλος σώθηκε από πρόσθετη ταλαιπωρία, όταν τον ελευθέρωσε κάποιος καταστηματάρχης, που πρόσεξε πως το σχοινί που έφερε το ζώο ήταν ολοκαίνουργιο. Μόλις αποδεσμεύτηκε ο σκύλος όπου φύγει φύγει προς τα Δαριβιανά. Κι ο δάσκαλος,ούτε που ακολούθησε, θυμωμένος που συνέβησαν αυτά, ενώ εκθείαζε τα προσόντα του σκύλου και απέτυχε έτσι, η προσπάθειά του να τον πουλήσει.
Κι άλλη μια ιστορία χαριτωμένη
Στη δημόσια υπηρεσία Σπηλίου υπηρετούσε ένας υπάλληλος ξένος που ήταν εξαιρετικά τσιγκούνης. Για να μην πληρώνει νοίκι χρησιμοποιούσε ένα δωμάτιο στο ερειπωμένο οίκημα κάποιου Τσιριντάνη στο Πάνω χωριό που κάποτε χρησίμευε σαν σταθμός της Κρητικής Χωροφυλακής. Το δωμάτιο είχε πόρτα σε υποφερτή κατάσταση. Έβαζε ο ένοικος κι ένα λουκέτο και ασφάλιζε την κατοικία του. Το παράθυρο που έμενε πάντα ανοικτό ήταν θωρακισμένο με πυκνά σίδερα.
Ο ήρωας της ιστορίας μας εκτός από φιλάργυρος ήταν και δεισιδαίμων. Με καρδιοχτύπι πήγαινε το βράδυ σπίτι του από τον φόβο μη συναντηθεί με κανένα ξωτικό ή βρικόλακα.
Το «πειραχτηρι» του χωριού δεν έχασε την ευκαιρία. Κατάφερε να τρυπώσει στο δωμάτιο και να δημιουργήσει ένα ομοίωμα ανθρώπου, με άπλυτα ρούχα, ένα παλτό και ένα ζευγάρι ποδήματα της συμφοράς. Έβαλε το σκιάχτρο στο κρεββάτι του υπαλλήλου το σκέπασε καλά-καλά με μια κουβέρτα ώστε να φαίνεται μόνο η κεφαλή με το κρουσάτο μαντήλι και τόσκασε από την πίσω πόρτα.
Πάει τη νύχτα ο φουκαράς ο υπάλληλος κι ενώ δεν υπήρχε καμιά παραβίαση της πόρτας εντόπισε τον «άνθρωπο» στο κρεββάτι του. Τα έφερε τώρα η τύχη να έχει πεθάνει εκείνες τις μέρες κάποιος που είχε τη φήμη ότι επικοινωνούσε με πονηρά πνεύματα. Στην ιδέα πως μπορεί να ήταν αυτός αρχίζει ο υπάλληλος να κάνει τον σταυρό του με τα δυο του χέρια και όπου φύγει-φύγει. Φυσικά κατάλαβε τι είχε συμβεί όταν βγήκαν από κρυψώνα τους το πειραχτήρι και η παρέα του κρατώντας την κοιλιά τους από τα γέλια.
Αυτές και άλλες ωραίες καταστάσεις μας περιγράφει ο Μιχαήλ Παπαδάκης από το Σπήλι του 1925. Δοθείσης ευκαιρίας λοιπόν θα επανέλθουμε για τη συνέχεια.