Παραμένει αδικημένος ο Αβδελλάς που διεκδικεί την ένταξή του στα μαρτυρικά χωριά
Δεν θα έλεγα ότι είναι από τις ειδυλλιακές περιοχές του νησιού μας. Προσωπικά ένοιωσα να «σκιάζομαι» την πρώτη φορά που επισκέφθηκα τον Γουρνόλακκο πάνω ακριβώς από τα Ζωνιανά στις παρυφές του Ψηλορείτη.
Βέβαια από το 1977 κάλυπτα κάθε επέτειο για τις ανάγκες των εκπομπών της ΕΡΤ αλλά χάρις στον κ. Βασίλη Αποστολάκη και τον αγαπητό Μιχάλη Σαρρή γνώρισα την περιοχή και οφείλω να πω ότι επιδίωξα να την επισκεφθώ και άλλες φορές νοιώθοντας πάντα ένα δέος. Δεν ήταν μόνο για τα 32 θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, αλλά για το πρωτοφανές έγκλημα να εκτελέσουν οι ναζί τους αποφασισμένους πατριώτες που πήγαν εν γνώσει των συνεπειών να θάψουν τους νεκρούς τους. Αυτή την ιερά επιταγή των αιώνων, δεν τη διδάχτηκαν ποτέ οι αποστηθίσαντες Οδύσσεια και Ιλιάδα Γερμανοί κατακτητές;
Κι ας πούμε ότι η Αντιγόνη ήταν πρόσωπο μυθοπλασίας. Δεν τους δίδαξε τίποτα, αυτό που συνέβη μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών (νησιά στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο);Δεν σήμαινε τίποτα το γεγονός ότι εκτελέστηκαν οι νικητές Αθηναίοι στρατηγοί μετά τη νικηφόρα ναυμαχία (406 π.Χ.) επειδή δεν μπόρεσαν μετά να διασώσουν τους ναυαγούς και δεν περισυνέλεξαν τις σορούς 5.000 συμπολεμιστών τους;.
Οι λόγοις μόνο λάτρεις της κλασικής ελληνικής παιδείας, εκτέλεσαν στον Γουρνόλακκο αθώους που τόλμησαν να παραβούν διαταγές για να θάψουν τους νεκρούς τους.
Ας θυμηθούμε όμως τα γεγονότα όπως τα αντλούμε από τις εμπεριστατωμένες εργασίες του δρα Γεωργίου Καλογεράκη του πανεπιστημίου Ιωαννίνων:
Ο Γερμανός διοικητής Κρήτης στρατηγός Αντρέ, κατέστησε τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη νεκρή ζώνη, με διαταγή του στις 11 Ιουνίου 1942. Ο αντικαταστάτης του Στρατηγός Μπρόγερ, με νέα διαταγή στις 11 Δεκεμβρίου 1943, παρατείνει τη διάρκεια της νεκρής ζώνης, χαρακτηρίζοντας τις περιοχές ληστοκρατούμενες.
Οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να τις εγκαταλείψουν με τα κοπάδια τους. Οι γερμανικές κατοχικές αρχές, οδηγούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο τις οικογένειες των ορεινών χωριών στη φτώχεια, την πείνα και την ανέχεια.
Στην ορεινή περιοχή του χωριού Αβδελάς Μυλοποτάμου, την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 1943, έπεσαν στα χέρια των Γερμανών δώδεκα κτηνοτρόφοι και δυο παιδιά, ο Γιάννης Λαμπρινός (Αβδελάς) και ο Μιχάλης Πρινάρης (Αβδανίτες). Οι κτηνοτρόφοι ήταν έξι από το χωριό Αβδελάς, δύο από τον Άγιο Μάμα, τρεις από την Κάλυβο και ένας από τους Αβδανίτες.
Η εκτέλεση
Οι Γερμανοί τους πήραν μαζί τους. Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, τους οδήγησαν στην περιοχή Γουρνόλακκος. Αφού έδιωξαν τα παιδιά, Λαμπρινό και Πρινάρη, τους εκτέλεσαν με την αιτιολογία ότι είχαν παραβιάσει τη νεκρή ζώνη. Την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1943, οι συγγενείς τους που έμαθαν για την εκτέλεση από δύο διασωθέντες και βαριά τραυματίες (τον Ιωάννη Νικηφόρο του Εμμανουήλ και τον Ελευθέριο Σαρρή του Μιχαήλ-πέθανε αργότερα), αναζήτησαν ιερέα από τα χωριά Κάλυβος, Άγιος Μάμας, Αβδανίτες, Λιβάδια, Αβδελά, με σκοπό την ταφή των νεκρών.
Πήραν μαζί τους τον ένθερμο πατριώτη, νεαρό ιερέα του χωριού Λιβάδια, Ανδρέα Βαρδιάμπαση. Τον ιερέα ακολούθησε και ο δάσκαλος του δημοτικού σχολείου Αβδελά, (ήταν από την Κριτσά Μεραμβέλου), Νικόλαος Δετοράκης. Όλοι μαζί, ιερέας, δάσκαλος και συγγενείς, είκοσι πέντε άνθρωποι. Οι Γερμανοί που δεν είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή, τους αντιλήφθηκαν και τους εκτέλεσαν.
Και ήταν οι τιμημένοι νεκροί θύματα αυτής της θηριωδίας.
Από Λιβάδια: Ιερέας Ανδρέας Βαρδιάμπασης.
Από Αβδανίτες: Νικόλαος Πριναράκης.
Από Κάλυβο: Ιωάννης Παραγιουδάκης, Χαράλαμπος Κοζορώνης.
Από Άγιο Μάμα: Μιχαήλ Ζαχαράκης, Γρηγόριος Ορφανός, Κωνσταντίνος Μανουράς, Κυριάκος Σερλής, Ιωάννης Ρουσσάκης, Ελευθέριος Σαρρής.
Και από Αβδελά: Νικόλαος Δετοράκης (δάσκαλος), Γεώργιος Μιχελουδάκης του Κυριάκου, Χαράλαμπος Μιχελουδάκης, Εμμανουήλ Μιχελουδάκης, Γεώργιος Μιχελουδάκης του Εμμανουήλ, Αντώνιος Μιχελουδάκης, Αντρέας Μιχελουδάκης, Μιχαήλ Μαθιουδάκης, Εμμανουήλ Μαθιουδάκης, Ιωάννης Μαθιουδάκης του Δημητρίου, Πέτρος Μαθιουδάκης, Γεώργιος Μαθιουδάκης, Ιωάννης Μαθιουδάκης του Παναγιώτου, Ιωάννης Πανταλός, Πέτρος Πανταλός, Γεώργιος Πανταλός του Χρήστου, Γεώργιος Πανταλός του Εμμανουήλ, Ιωάννης Καλλέργης, Επαμεινώνδας Λαμπρινός, Ανδρέας Καλαϊτζάκης, Ιωάννης Φραγκιαδάκης, Ιωάννης Μιχαλογιαννάκης.





Συγκλονιστική έμμετρη καταγραφή
Την τραγωδία αυτή κατέγραψε με τη συγκλονιστική ρίμα του ο σπουδαίος Ζωνιανός Δημήτρης Παρασύρης του Ανάστο και δεν αφήνει ακόμα και σήμερα κανέναν από τους αναγνώστες του ασυγκίνητο.
Παρακαλώ τη σιωπή, στους παρευρισκομένους,
να πω τραγούδι θλιβερό, για κάποιους σκοτωμένους.
Μα θα’χει σιδερή καρδιά που θα το νταγιαντίσει,
να το γροικά γη να το πει, και δάκρυα να μη χύσει.
Με λυπημένη την καρδιά, με δάκρυα και πόνους,
θα πω τα πάθη του ντουνιά, για τουτουσές τσι χρόνους.
Το χίλια εννιακόσα, έτος σαράντα ένα,
ήρθε ένα κράτος βάρβαρο, πο μακριά απ’τα ξένα.
Εικοσιμία του Μαγιού, μια μαυρισμένη Τρίτη,
έπεσαν μ’αλεξίπτωτα, και γέμισεν η Κρήτη.
Οι πολιτείες τα χωριά, και τα βουνά γεμίζουν,
κι έχουν του χάρου τη μορφή, τον κόσμο φοβερίζουν.
Ντελόγο αρχίζουν τη σφαγή, και δεν αφήνουν άντρα,
κι ύστερα τσι διαλέγουνε, σα τα τραγιά στη μάντρα.
Μάνες δε ντουχιουντίζουνε, αυτοί δεν έχουν πόνο,
και δε λυπούνται τα ορφανά, π’αφήνουνε στο δρόμο.
Και ξακλουθούν τσι σκοτωμούς, και το σαράντα τρία
στρατός εφοδιάζεται, για μακρινή πορεία.
Τρεις του Σεπτέμβρη Παρασκή, η ώρα ήταν δέκα,
εβγήκε από τα Χανιά, μία μοτοσυκλέτα.
Και διατάζει το στρατό, εις τα βουνά να μπούνε,
να τα εξερευνήσουνε, να πιάσουνε όσους βρούνε.
Είχανε και διαταγή, όσους κι αν είχαν πιάσουν,
μπρος να τσι τουφεκίσουνε, κι ύστερα να τσι κάψουν.
Απ’τον Κρουσώνα πιάσανε, να πάει ως τ’ Αρκάδι
κι αργά εμαζωχτήκανε, στσι Νίδας το Λιβάδι.
Καλά πολλούς επιάσανε, απ’όλα τα χωρία,
δεμένους τσι λαλούσανε, σαν άγρια θηρία.
Και το πρωί στο γιαγερμό, εις του Βικιά το Λάκκο,
βρίσκουνε τάφο φυσικό, λιγάκι παρακάτω.
Το λένε στο Γουρνόλακκο, μα άλλη ονομασία
θα’πρεπε να του δώσουνε, γιατ’ έγινε θυσία.
Εκειά τσι σταματήσανε, δώδεκα ξεχωρίσαν,
και στη γραμμή τσι βάλανε, και τους ετουφεκίσαν.
Ένας μόνο των έφυγε, με τραύματα στο χέρι,
ήτανε του Σαρρή ένας γιος, και λέντονε Λευτέρη.
Κι ένα κοπέλι γλίτωσε, που’ταν τραυματισμένο,
κι οι αποδέλοιποι νεκροί, το’χανε σκεπασμένο.
Είναι από την Κάλυβο, και το γνωρίζουν όλοι,
και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανόλη.
Ντελόγο μπαίνει στα χωριά, το θλιβερό χαμπέρι,
όπου φωνές και ταραχή, κι αναλωμή κι ασκέρι.
Οι πρώτοι που το μάθανε, στα Ζωνιανά εκούστη,
κι ειδοποιούν την Κάλυβο και παίρνει τς’ εδικούς τσι.
Πομένουν οι Αβδελιανοί, κι από τον Άγιο Μάμα
γιατί σε κείνα τα χωριά, δεν εκατέχαν πράμα.
Πεντέξε Παρασύρηδες, τη νύχτα εκειά πάνε,
για να παντούνε τα σκυλιά, τα όρνια μη τσι φάνε.
Σαν εξημέρωσε ήρθανε, και τρεις Αγιομαμίτες
κι απάνω κάτω πηαίνουνε σαν κουζουλοί τσι νύχτες.
Κι έξαφνα ακούνε μια φωνή με πόνο γυναικεία,
φύγετε το ταχύτερο, και βγαίνουν τα θηρία.
Και βιαστικά σκορπίσανε, ένας προς ένα χώρια,
κι ο πανικός τον έβγαλε, πουλιού φτερά στα πόδια.
Μ’άλλο μπουλούκι έβγαινε, πίσω για να τσι θάψει,
τς’ αγαπημένους αδερφούς, λυπητερά να κλάψει.
Και βιαστικά εβγαίνανε, κι άλλοι ξεδιαλεγμένοι,
γιατί το αίμα τς’ ήσερνε και ο χάρος τς’ ανημένει.
Μα μόλις ήτανε φταχτοί, κεια που’σαν σκοτωμένοι,
μία ομάδα γερμανούς, θωρούνε να προβαίρνει.
Ως κάνουν λύκοι στα αρνιά, ετσά τους εξεσκίσαν,
και με μεγάλα βάσανα, το αίμα τους εχύσαν.
Αλληλοσκοτωθήκανε, κι άλλοι στην οικουμένη,
μα τέτοιο θάνατο σκληρό, δεν είδαν οι καημένοι.
Κανείς δεν ήταν φανερά, να τσι παρηγορήσει,
στην τελευταία των πνοή, τα μάθια ντως να κλείσει.
Μα τα βουνά που ’σαν κοντά, Κουρούνα και Σουμπούλι,
λένε με τι παράπονο, εξεψυχήσαν ούλοι.
Κι αυτά θα είναι μάρτυρες, εις του Θεού το θρόνο,
σ’ όλα τα δικαστήρια, και εις τον κάτω κόσμο.
Εικοσιδυό Αβδελιανοί, κι έξι Αγιομαμίτες,
ήσαν και δυο Καλυβιανοί, κι ένας πο τσ’Αβδανίτες.
Πολλοί ’σανε συντέκνοι μου, και φίλοι και γνωστοί μου,
κι αν κάθομαι κι αν περπατώ, κλαίει τσι η ψυχή μου.
Εκειά τονε και ο παπά, Ντρέας πο τα Λιβάδια,
που’χε καθήκον ιερό, να θάψει παλικάρια.
Τα χτήματά τους πήρανε, στα Ζωνιανά περνούνε,
μα στο χωριό δε μπαίνουνε, κι ανθρώπου δε μιλούνε.
Εκειά τους εσυνάντησε, ο Πρόεδρος τ ’Άγιου Μάμα,
και τσι ρωτά για να του πουν, καλά δεν κάνουν πράμα.
Εννιά νομάτοι εβγήκανε, με άδεια γραμμένη,
κι επήγαν και τσι θάψανε, με πόνους οι καημένοι.
Και Ζωνιανοί ήσαν εκειά, με τον παπά το Γιάννη,
εκειά ’ταν κι ο Βαρδιάμπασης, με δυο του γιους ομάδι.
Κοντά στο δρόμο τσ’ είχουνε, με μαστοριά θαμμένους,
όλοι οι διαβάτες να τσι κλαιν, τσι παραπονεμένους.
Εκείνους να ρωτήξετε κι αυτοί θα σας το πούνε,
που’ναι θαμμένος κάθα εις, ξέρουνε και θα βρούνε.
Μνήματα να τους κάμετε, και με σταυρό κοντά των,
με κεφαλαία γράμματα, να γράφει τ’όνομά των.
Πουλί δεν ξανακελαηδεί, στο γέρο Ψηλορείτη,
γιατί μαυροφορέψανε οι Γερμανοί την Κρήτη.
Μαύρα εβάψαν τ’ Αβδελά, Κάλυβο κι Άγιο Μάμα,
και όλα τα περίχωρα, λυπούνται τσι με κλάμα.
Στέλνω συλλυπητήρια, όλων των πονεμένων,
και να ’χουνε υπομονή, μα ετσά ’τανε γραμμένο.
Στόμα δεν έχω μπλιο να πω, άλλα στην ιστορία,
και ολονών η μνήμη των, να είναι μακαρία.
Μα αν ρωτήξει και κανείς, που βγήκε σ’ ήντα σπίτι,
το’ βγαλε ένας Ζωνιανός, ο Αναστοδημήτρης.
Ο θρήνος του Γεωργίου Βαρδιάμπαση
Με τη σειρά του ο δάσκαλος, ποιητής και αγωνιστής Γεώργιος Βαρδιάμπασης, πατέρας του παπά – Ανδρέα, συμπύκνωσε τη θυσία του Γουρνόλακκου στο επίγραμμα:
Παπανδρέας Βαρδιάμπασης επίκλην
έπεσεν μάρτυς και άλλοι είκοσι Κρήτες
του Γουρνολάκκου το φρύδι έχουν κοίτην,
εκεί κοιμούνται τρισμάκαρες Ακρίτες,
στα χίλια εννιακόσια σαράντα τρία.
Γερμανοί ήταν αυτοί που τους σκοτώσαν,
την ώρα που ετέλουν κηδείαν γι’ άλλους,
μα να την τελειώσουν δεν αποσώσαν,
τους κράζει η εκκλησία μάρτυρας μεγάλους,
του Σεπτεμβρίου τις πέντε μία χορεία.
Η μεγάλη συμφορά του Αβδελλά
Η τραγωδία αυτή σημάδεψε τα χωριά Λιβάδια: Αβδανίτες: Κάλυβος: Άγιος Μάμας αλλά πιο βαθύ άφησε το αποτύπωμά της η συμφορά στον Αβδελά.
Μας είχε πει σχετικά σε πρόσφατο οδοιπορικό μας στο χωριό ο κ. Γιάννης Νικολούδης:
«Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτά που έζησα μικρό παιδί. Το χωριό μας είχε μόνο χήρες και ορφανά. Ήταν όλοι μαυροφορεμένοι και μοιρολογούσαν τους δικούς τους. Γλέντι δεν έγινε πάνω από 10-15 χρόνια και ήταν ένα δράμα που ζούσε όλο το χωριό. Όταν ήμουν μικρός, στην Πλάκα, όπως λέγεται η γειτονιά στο πάνω χωριό, μαζεύονταν οι γυναίκες τα καλοκαίρια και κάθονταν και βεγγέριζαν. Ξεκινούσαν με τα του σπιτιού τους, πως πάνε οι δουλειές τους, και μετά κατέληγαν σε μοιρολόγια. «Το παιδί μου, ο άντρας μου, ο αδερφός μου» και έκλαιγαν. Εγώ έβλεπα το χωριό μου μαυροφορεμένο και έλεγα «Δεν έχουν μάλλον άλλο χρώμα ρούχα να φοράνε οι άνθρωποι». Αυτά είναι μαρτυρίες, βιώματα, τα οποία ζήσαμε όλοι οι μετέπειτα που γεννηθήκαμε. Ήταν πράγματα τα οποία τα κουβαλάμε μέχρι και σήμερα».
– «Ήταν όλες μαυροφορεμένες στο χωριό» μας είπε με τη σειρά της η κα Ζαχαρένια Ζαχαριουδάκη. Και να μην είχανε δικό τους από το σπίτι, είχαν συγγενή, είχαν φιλιότσο.
Ο καημένος ο δάσκαλος. (αναφέρεται στο Δετοράκη). Θυμάμαι την κόρη του, Αντιγόνη τη λέγανε, που του έφερε σε ένα άσπρο πετσετάκι ένα κομμάτι κουλούρα και του είπε «μπαμπά έφυγες νηστικός, πάρε αυτό να το φας». Το τελευταίο του ήταν. Όταν εχτίζανε το σχολειό ήμουν τεσσάρων χρονών τότε. Πηγαίνανε στα πηγάδια οι γυναίκες και κουβαλούσαν νερό και έπαιρνα από τη μάνα μου ένα μπρικαλάκι και ήθελα να κουβαλώ και εγώ νερό. Έτσι χτίσαμε το σχολείο, ο Δετοράκης ήταν ιδρυτής».
Μας λέει και ο κ. Γιώργος Ψαρουδάκης:
– «Τότες ήμουν τριών χρονών. Εσκοτώσανε τον πατέρα μου και έναν αδερφό του. Εμένα με προβληματίζει που η μητέρα μου μας ανάθρεψε και δεν την είδα ποτέ να κλαίει μπροστά μας. Μπορεί να έκλαιγε όταν δεν μας έβλεπε. Εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ ότι είχα πατέρα.
Τον πατέρα μου δεν τον εθυμούμαι.
Όταν εμεγάλωσα εγώ προβληματίστηκα. Ήμουν στα όρη, σε ενός θείου και έκανα τον βοηθό. Και μου χτύπησε κάποια μέρα και ήθελα να πάω να δω που εσκοτώθηκε ο πατέρας μου. Ήμουν 12 χρονών και έφυγα από το βουνό το δικό μας.
Πέρασα Κάλυβο, Λιβάδια και πήγα στον Γουρνόλακκο. Εκεί είδα το μνημείο που τους είχαν θαμμένους και έκλαιγα.
Σκέφτομαι εδά την ορφανιά μας. Τη σκέφτομαι γιατί είχα δύο αδερφές. Ο παππούς μου ο κακομοίρης θυμούμαι ότι έκανε συνέχεια «ωχ παιδιά μου» και χτύπαγε το στέρνο του. Από τότε μου έχει μείνει μια ψύχωση για τα ορφανά.
Εδά να μαλώσεις παιδί ορφανό θα σε επιτεθώ».
Όλοι οι νεκροί πήραν μερίδιο τιμής όπως τους άξιζε αλλά παραμένει μια μορφή πιο τραγική ακόμα από τις άλλες. Ήταν ο δάσκαλος Νικόλαος Δετοράκης που μας γνώρισε με τη γνωστή του περιουσία γνώσεων ο κ. Χάρης Στρατιδάκης σε μια ιδανική παρουσίαση.
«Ο Νικόλαος Δετοράκης είχε γεννηθεί στην Κριτσά Λασιθίου το 1905. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Ηρακλείου, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Φυλάκιο, στην Ορεστιάδα του Έβρου, στο γνωστό μας και ως «τριεθνές». Ήταν η εποχή που οι δάσκαλοι διορίζονταν κατ’ ανάγκην μακριά από τον τόπο τους, αφού η εντοπιότητα θεωρούνταν μέγα μειονέκτημα. Οι Κρήτες διορίζονταν κυρίως στην Μακεδονία και στη Θράκη, ιδιαιτέρως σε χωριά όπου η γλώσσα των μαθητών δεν ήταν η ελληνική. Για παράδειγμα, το Φυλάκιο ονομαζόταν τότε Σεϊμενλί και οι περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, Γκαγκαβουζήδες. Αν το χωριό σας είναι ακουστό, με το όνομα Φυλάκιο, είναι επειδή σήμερα στην περιοχή του λειτουργεί στρατόπεδο υποδοχής μεταναστών. Στο Φυλάκιο γνωρίστηκε με τη Θρακιώτισσα Σουλτανία και παντρεύτηκαν. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Αντιγόνη κι ένα ακόμα, που πέθανε μετά τη γέννησή του. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο επιστρατεύτηκε και πολέμησε και μετά την αποστρατεία μετατέθηκε στην Κρήτη, όπου κατοίκησαν στο Ηράκλειο. Κατά το σχολικό έτος 1938-39 τοποθετήθηκε ως δάσκαλος στο χωριό Αβδελλάς. Εδώ ο Δετοράκης με τη γυναίκα του, απέκτησαν ακόμα ένα παιδί, την Ελένη. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 μετέβη μαζί με τους υπόλοιπους χωριανούς στον Γουρνόλακκο με τα γνωστά αποτελέσματα. Η τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή επαναλήφθηκε στον Μυλοπόταμο, μόνο που ο Δετοράκης δεν ήταν συγγενής, δεν ήταν καν χωριανός με τους νεκρούς που η συνείδησή του έλεγε ότι έπρεπε να ταφούν. Ήταν τότε μόλις 38 ετών.
Γι’ αυτό και η ιδιαίτερη αναφορά. Δεν ήταν υποχρεωμένος να πάει με τους άλλους. Δεν άντεχε όμως να αφήσει στην τύχη τους γονείς και συγγενείς των μαθητών του. Και πέρασε στην αθανασία μέσα από τη θυσία του αυτή.
Ένας τραγικός πατέρας
Η τραγωδία στο Γουρνόλακκο φέρνει στην επικαιρότητα κι ένα τραγικό πατέρα. Ήταν ο Γεώργιος Ανδρέου Βαρδιάμπασης που γεννήθηκε στα Λιβάδια Μυλοποτάμου Ρεθύμνης το 1870 και απεβίωσε το 1957. Σπούδασε δάσκαλος στο Διδασκαλείο Χανίων και υπηρέτησε σε σχολεία του νομού Ρεθύμνης ως διακεκριμένος εκπαιδευτικός.
Τα ταραγμένα χρόνια των κρητικών επαναστάσεων του τέλους του 19ου αιώνα, το μακεδονικό ζήτημα, οι βαλκανικοί πόλεμοι, τα κομματικά πάθη μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών επηρέασαν έντονα τη ζωή του. Έτσι, άλλοτε απολυμένος για κομματικούς λόγους και άλλοτε αφήνοντας εθελοντικά την τάξη και τον μαυροπίνακα, έπαιρνε το όπλο και έτρεχε στους αγώνες της πατρίδας.
Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος στην επαναστατική συνέλευση που συνήλθε στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου (13-17 Οκτωβρίου 1897) και καθόρισε το πολίτευμα της κρητικής πολιτείας. Το 1905 πήγε εθελοντής στον μακεδονικό αγώνα και πολέμησε υπό τις διαταγές του Παύλου Μελά. Το 1912-1913 τέθηκε επικεφαλής εθελοντικού εκστρατευτικού σώματος που πήγε να ενισχύσει τον Ηπειρωτικό αγώνα. Το 1924 στην εκατονταετηρίδα της ολοκαύτωσης του Σπηλαίου του Μελιδονίου ηγήθηκε ομάδας συμπολιτών του δήμου Γαράζου που συνέλεξε τα οστά των θυμάτων σε κοινό τάφο.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1943 ο γιος του παπα-Ανδρέας Βαρδιάμπασης δολοφονήθηκε άνανδρα από ναζιστικό απόσπασμα την ώρα που τελούσε την κηδεία των 32 θυμάτων που είχαν δολοφονήσει την προηγούμενη μέρα. Η θυσία αυτή τον ενέπνευσε να συνθέσει ένα μακροσκελές ηθικο-κοινωνικό ποίημα από 248 τετράστιχες στροφές με τίτλο «Η μάχη του Αρμαγεδών» που εκδόθηκε από τον δήμο Κουλούκωνα το 2010.
Ποτέ δεν θα πάψει να τιμάται η τραγωδια στο Γουρνόλακκο. Αν τώρα ενταχθεί και ο Αβδελλάς στα μαρτυρικά χωριά όπως προσπαθεί ο πολιτιστικός σύλλογος της περιοχής, τότε σίγουρα θα δικαιωθούν και οι δικοί του νεκροί που ήταν και οι περισσότεροι.