Οι καλές μοίρες κάθε γυναίκας που θα έφερνε νέα ζωή στον κόσμο
Αύγουστο του 1972 που ήρθα στο Ρέθυμνο, είχα την ευλογία να με αγκαλιάσει με περισσή αγάπη η τοπική κοινωνία. Και στις αξέχαστες βεγγέρες που με καλούσαν, άκουγα τόσο ωραία πράγματα από άτομα κυρίως μέσης ηλικίας.
Αυτό που μόνο τώρα έχει κατασταλάξει μέσα μου είναι ότι κάποιες γυναίκες διεκδικούσαν τη μερίδα του λέοντος κάθε αναφοράς. Εκείνες που γίνονταν ευτυχισμένη ανάμνηση για κάθε μάνα.
Την εποχή που σας μιλάω έτυχε να ακούσω πολλά για τη σύζυγο του σπουδαίου επιστήμονα και «Ανθρώπου» Νικολάου Λυράκη. Σαν άγγελο μου παρομοίαζαν την κα Ελευθερία. Δεν έτυχε να τη γνωρίσω γιατί τις συναντήσεις μας μονοπωλούσε ο σύζυγος με τα κείμενα, τις αφάνταστα γοητευτικές αφηγήσεις του και τα όσα σπουδαία μου ανέφερε από το μέτωπο που είχε κάνει το χρέος του σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας. Ήξερε πως είμαι από τις φανατικές του ακροάτριες και κάθε φορά που ερχόταν στην εφημερίδα (εργαζόμουν τότε στην «Κρητική Επιθεώρηση») δεν αρνιόταν να απαντήσει στις ατέλειωτες απορίες μου. Μια πάγια τακτική μου όποτε συναντιόμουν με τους λόγιους της Ρεθεμνιώτικης πνευματικής ζωής. Πως νομίζετε ότι γνώρισα τόσο καλά τον τόπο μας;
Κι έρχεται η νύχτα της 3ης Οκτωβρίου 1973. Ήμουν στον όγδοο μήνα κύησης γι’ αυτό και ξύπνησα ανήσυχη επειδή είχα σαφές ενδείξεις ότι γεννάω. Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, που δεν έσπευδαν και οι γάτες του σπιτιού να συνοδεύσουν την επίτοκο στο μαιευτήριο, με οδήγησε ο σύζυγος στο τμήμα που μας υπέδειξαν και έμεινα μόνη να κοιτάζω γύρω μου.
Ο φόβος μου απερίγραπτος. Δεν ήμουν «πρωτάρα» αλλά η άτυχη προηγούμενη κύησή μου με γέμιζε δυσάρεστα συναισθήματα. Κι εκεί που ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα, μπαίνει μέσα μια κυρία με άσπρη μπλούζα. Είχε εκείνο το σωματότυπο της μάνας που στην αγκαλιά της ξεχνάς κάθε σου βάσανο. Περιποιημένη, καλοχτενισμένη, με ένα υπέροχο χαμόγελο, με πλησίασε κι εγώ μαγεμένη αφέθηκα να ακολουθώ τις οδηγίες της χωρίς να μιλώ. Ένοιωσα ξαφνικά τόση σιγουριά. Έτσι γνώρισα την «Κυρία» Χρυσή Πολυχρονάκη – Καρνιωτάκη.
Ενώ με φρόντιζε έτυχε κι άλλο περιστατικό και μάλιστα περισσότερο επείγον από το δικό μου. Η αξέχαστη κα Χρυσούλα μας έβαλε και τις δυο επίτοκες, σε διπλανά κρεβάτια και μας παρακολουθούσε συντονισμένα και ανάλογα με τις ανάγκες κάθε μιας. Παράλληλα μας κουβέντιαζε με την γαλήνια φωνή της. Κι έχει σημασία να πω ότι σαν θείο άκουσμα τη δεχόμαστε κείνη την ώρα κι ας μας είχαν φθάσει στα όρια της αντοχής οι πόνοι της γέννας.
Με φρόντισε με τον καλύτερο τρόπο, ακόμα θυμάμαι που έβαλε το μωρό κάτω από τη βρύση ενός νιπτήρα (αυτές ήταν οι υποδομές στο νοσοκομείο τότε) και το καθάρισε με τόση προσοχή, σαν να κρατούσε το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Έπειτα ήρθε με χάιδεψε στα μαλλιά και μου ζήτησε να ξεκουραστώ χωρίς δυσάρεστες σκέψεις και μου έδωσε τελευταίες οδηγίες για τυχόν προβλήματα που έπρεπε να ξέρω και να ενημερώσω ανάλογα.
Ούτε σε μονόκλινο πανάκριβου μαιευτηρίου πιστεύω να υπάρχει τέτοια αντιμετώπιση και τόση έγνοια για τη λεχώνα. Σε λίγο βλέπω να ξεπροβάλλει ένα γελαστό πρόσωπο που με γέμισε ανείπωτη χαρά. Ήταν η Μαρία Μαύρου Καλογεράκη «νύφη» των Περιβολίων και καύχημα της τοπικής κοινωνίας. «Όλη η περιοχή «έπινε νερό» στο όνομά της. Κι εκείνη είχε πάντα τον καλό τον λόγο για τον καθένα.
Με τη Μαρία είχαμε έρθει πολύ κοντά από τις πρώτες μέρες που γνωριστήκαμε ίσως επειδή είχαμε πολλά κοινά. Θυμάμαι με πλησίασε και μου είπε: «Ήξερα πως είσαι στα χέρια της κας Χρυσούλας και δεν ανησύχησα καθόλου».
Δυστυχώς λίγες ώρες αργότερα η «εξαφάνιση» των πάντων που θα μου έδιναν νέα για το μωρό μου με γέμισε ανυπόφορη αγωνία. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα στις θερμοκοιτίδες. Σε μια από αυτές (δεν ήταν και οι περίσσιες) καθόταν από πάνω η Μαρία. Πλησίασα χωρίς να μιλώ. Δεν με είχε αντιληφθεί. Όλη της η έγνοια ήταν στο βρέφος που άρχισε να δείχνει τα ίδια χαρακτηριστικά της «κατάρας» που μου στέρησε συνολικά τέσσερα αγοράκια και χάρις σε κείνο τον υπέροχο επιστήμονα τον Ηλία Γαβριλάκη αξιώθηκα να έχω τις «πριγκίπισσές» μου.
Βογκούσε το μωρό, πάλευε η Μαρία με όσα μέσα διέθετε να το βοηθήσει να αναπνεύσει και ξαφνικά με είδε. Κάνοντας στην άκρη πιθανώς για να μη δω την έκφρασή της πρόλαβα να αντικρίσω εκείνο το προσωπάκι με τα ματάκια που ζητούσαν βοήθεια. Δεν κατάλαβα πότε με γύρισαν και ποιοι στο κρεββάτι μου. Η Μαρία πάντως συνέχιζε να είναι εκεί και να προσπαθεί κλαίγοντας.
Όταν τέλειωσαν όλα κι ενώ φρόντιζα να κρύβω το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι πνίγοντας τους λυγμούς μου – τι μου χρωστούσαν οι άλλες κοπέλες στον θάλαμο – έρχεται και με παίρνει η Έλλη Βότζη με δική της πρωτοβουλία, με βάζει σε ένα χώρο που δεν υπήρχαν άλλοι, με τακτοποιεί και με συντροφεύει μέχρι να έρθει εκείνη που επίσης δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ήταν η Φωτεινή Σταυρουλάκη Μαία και αυτή μόνο που εκείνη τη στιγμή είχε άλλο ρόλο. Με πλησίασε με κράτησε σε ένα αδελφικό αγκάλιασμα που σου ζέσταινε την καρδιά και μου σιγομουρμούριζε στο αυτί με μια φωνή παραμυθένια.
«Σώπα ξέρω πόσο πονά. Βρέθηκα στη θέση σου και μάλιστα αφού γνώρισα καλά το μωρό μου. Αλλά έτσι ήθελε ο Κύριος. Σώπα. Τα μωρά μας είναι τώρα αγγελούδια. Κι ο δικός μου θα προσέχει τον δικό σου. Έλα ο χρόνος γιατρεύει. Σε μας το βλέπω δύσκολο αλλά τουλάχιστον ο πόνος λιγοστεύει. Θα δεις …».
Δεν ξέρω γιατί παρασύρθηκα σε δικές μου εμπειρίες και σας ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Πιστεύω όμως ό,τι με απλά βιογραφικά δεν θα μπορούσα να περιγράψω τις υπέροχες εκείνες γυναίκες που υπήρξαν οι καλές νεράιδες κάθε μικρομάνας. Κι όπως θα δείτε στη συνέχεια, δεν ήταν μόνο στη δική μου περίπτωση τόσο μοναδικές και πολύτιμες.
Μόνο που η μοίρα δεν έδειξε την ίδια καλοσύνη σε τρεις από αυτές. Κι ήταν από τις μεγαλύτερες αδικίες της ζωής αυτό.
Ελευθερία Λυράκη
Η Κυρία Ελευθερία λοιπόν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσε η μέλλουσα μανούλα στην κλινική Λυράκη. Πρόθυμη να μιλήσει με την κοπέλα, να την ενθαρρύνει, να παρασταθεί στη γέννα, πλάι στον άνδρα της τον γιατρό Νικόλαο Λυράκη. Κι έπειτα τις νύχτες να κατεβαίνει για να εξετάζει στα δωμάτια αν όλα κυλάνε ήρεμαν. Αν πονάει καμιά λεχώνα, αν χρειάζεται κάτι… Πότε ξεκουραζόταν αυτή η γυναίκα κανένας δεν μπορεί να πει. Κι ο άνδρας της την καμάρωνε και ζούσε από την αναπνοή της.
Ένα βράδυ χαλούσε τον κόσμο ένα νεογέννητο. Αναστατώθηκαν μανούλες και μωρά. Τι να συνέβαινε; Κι ήρθε η Κυρία Ελευθερία, ακούμπησε το «μαγικό» χέρι της στο στηθάκι του μωρού κι εκείνο αμέσως ηρέμησε…
«Παρεούλα θέλεις παμπόνηρη…» είπε γελώντας «Αλλά είναι ώρα για ύπνο. Κατάλαβες όμορφη κυρία μου; Ησυχία τώρα να κοιμηθεί ο κόσμος. Έχεις καιρό να τον ξεσηκώνεις…».
Κι όπως την κοιτούσαν μαγεμένες οι μανούλες, εκείνη τους είπε με στοργική αυστηρότητα.
«Άντε τώρα ησυχάστε. Χρειάζεστε δυνάμεις. Άντε κοπέλες μου να σας χαρώ. Και μην ανησυχείτε. Είμαι εδώ …».
Αυτή ήταν η γυναίκα που θα υποκλίνεται πάντα ο σεβασμός των παλιών Ρεθεμνιωτισσών στη μνήμη της.
Η Ελευθερία Λυράκη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1899. Ήταν κόρη του Αντώνη Λαμπάκη από τον Άγιο Κωνσταντίνο, που διατηρούσε κατάστημα στην αρχή της Αρκαδίου. Απέναντι από το μετέπειτα, κατάστημα νεωτερισμών Παπαδουράκη.
Η μητέρα της το γένος Σταματάκη, κρατούσε από τον Ασώματο Αγίου Βασιλείου.
Αμέσως μετά το πτυχίο της κατέβηκε στο Ρέθυμνο με μεγάλη όρεξη να διδάξει τα Ρεθεμνιωτάκια.
Δεν άσκησε όμως για πολύ καιρό το λειτούργημά της. Ένας νεαρός επιστήμονας φάνηκε στον δρόμο της. Ένας άνδρας που κάθε μάνα ονειρευόταν για την κόρη της. Ήταν ο Νικόλαος Λυράκης.
Καμιά γυναίκα που πήγε να γεννήσει στην κλινική δεν θυμάται να κοιμήθηκε δεύτερη βραδιά στα ίδια σεντόνια, να ήπιε γάλα του κουτιού, να έφαγε κατεψυγμένο κρέας ή ψάρι. Όλες οι γυναίκες που πήγαιναν να γεννήσουν στην κλινική του Λυράκη, είχαν την ίδια περιποίηση, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.
Κι όμως αυτός ο άγγελος επρόκειτο να πιει ένα πικρό ποτήρι. Ο Γιώργης της πέταξε στους ουρανούς πολύ νωρίς βυθίζοντάς την σε πένθος που δεν ξεπέρασε ποτέ.
Πέθανε μια μέρα του Σεπτέμβρη του 1978. Έκλαψαν και οι πέτρες τον χαμό της.
Χρυσούλα Πολυχρονάκη – Καρνιωτάκη
Η Χρυσούλα γεννήθηκε το 1913 στα Περιβόλια. Ήταν κόρη του Κωστή Πολυχρονάκη και της Κατίνας Καλογεράκη. Η οικογένεια απέκτησε και άλλα παιδιά. Ήταν ο Στέλιος, ο Νίκος, η Γραμματική και η Φανή.
Η Χρυσούλα μεγαλωμένη με τις κρητικές παραδόσεις είχε ωστόσο έφεση στη μάθηση. Έτσι πείστηκαν οι γονείς της να τη στείλουν στον αδελφό της που ήταν εγκατεστημένος στην Αθήνα να σπουδάσει. Εκείνη προτίμησε τη μαιευτική. Η επιλογή ήταν εξαιρετική γιατί μέχρι τότε οι μαίες ήταν πρακτικές. Η πρώτη διπλωματούχος μαία στα χρονικά του τόπου μας ήταν η Χρυσούλα. Τέλειωσε με Άριστα παρά το γεγονός ότι οι σπουδές ήταν εξαιρετικά δύσκολες και η πρακτική εξοντωτική. Έπρεπε η φοιτήτρια να διεκπεραιώσει 300 τοκετούς για να πάρει πτυχίο. Η Χρυσούλα τα κατάφερε και τον Νοέμβριο του 1941 κρατούσε τον πολύτιμο πάπυρο με τις υπογραφές του Ανώτατου Υγειονομικού Συμβουλίου.
Μετά την επιτυχία του στόχου της δεν ήθελε να μείνει στην Αθήνα. Με περιπέτειες κατάφερε να επιστρέψει, γιατί το πλοίο στο οποίο επέβαινε έπεσε σε θαλασσοταραχή και υποχρεώθηκε να μείνει μια βδομάδα στη Μήλο μέχρι να καταφέρει να συνεχίσει το ταξίδι για Κρήτη.
Φθάνοντας η Χρυσούλα έπιασε αμέσως δουλειά. Εξυπηρετούσε πολλές καταστάσεις κυρίως στα χωριά αλλά βοηθούσε με προθυμία και περιστασιακά στις κλινικές Λυράκη και Κωνσταντινίδη, γιατί λόγω της επιστημονικής της κατάρτισης ήταν περιζήτητη.
Και κάποια στιγμή προκηρύσσεται θέση στο Νοσοκομείο. Μέχρι τότε εξυπηρετούσε η υπέροχη εκείνη γυναίκα η Αιμιλία Καλογεράκη πρακτική μεν αλλά εμπειρότατη και πολύ αγαπητή. Η Χρυσούλα βρέθηκε σε δίλημμα. Από τη θεία της θα διεκδικούσε θέση;
Ήταν όμως όλα καθορισμένα θεσμικά κι αν δεν δεχόταν η Χρυσούλα θα έμπαινε άλλη στη θέση της. Δέχτηκε λοιπόν και από τότε ξεκίνησε μια λαμπρή πορεία. Δημιούργησε μια υπέροχη οικογένεια με τον Μανόλη Καρνιωτάκη απέκτησε θαυμάσια παιδιά που τα μεγάλωσε υποδειγματικά αλλά μόνο εκείνη ήξερε πως τα έβγαζε πέρα. Η υπηρεσία της στο Νοσοκομείο, από το 1948 που διορίστηκε, ήταν εξοντωτική. Σπάνια κατάφερνε να πάρει μια ανάσα στο σπίτι της. Επειδή τότε δεν υπήρχαν μέσα επικοινωνίας, εξυπηρετούσε την περίσταση η οικογένεια Τσουρλάκη που είχε τηλέφωνο. Εκεί έπαιρναν από το Νοσοκομείο να ειδοποιήσουν τη Χρυσούλα που έμενε κοντά κι εκείνη παρατούσε τα πάντα υποχρεωτικά για να τρέξει.
Πέρασε έτσι εφιαλτικά χρόνια μέχρι να διοριστεί και η Μαρία Μαύρου Καλογεράκη με την οποία η εργασία μοιράστηκε. Ήταν βέβαια ένα γεμάτο 12ωρο για την κάθε μια αλλά μπορούσε τώρα τουλάχιστον η Χρυσούλα να ξεκουράζεται κάπως.
Επί 28 χρόνια πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου. Τα χρόνια της σύνταξης τα πέρασε, δραστήρια όπως πάντα, κοντά στην οικογένεια καλλιεργώντας και ασχολούμενη πάντα με δημιουργικό έργο.
Έφυγε ήρεμα από τη ζωή σε ηλικία 82 χρόνων, αφήνοντας μνήμη αγαθή. Και ευλογήθηκε να ζήσει μέχρι το τέλος την αγάπη του κόσμου.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε μια εκδρομή της στην Αξό κατέβηκαν μέχρι και από τα Ζωνιανά γυναίκες να την αγκαλιάσουν και να την ευχαριστήσουν ακόμα μια φορά γιατί και οι αγαθοεργίες της ήταν πολλές αλλά πάντα αθόρυβες.
Φωτεινή Σταυρουλάκη – Σπινιαδάκη
Η Φωτεινή γεννήθηκε στο Καλονύχτη. Ήταν κόρη του Ευστράτιου Σταυρουλάκη από τις ηγετικές μορφές κάθε αγώνα. Αδέλφια της η Ελβίρα και η Όλγα που υπηρέτησαν στον Ευαγγελισμό γράφοντας τη δική τους ιστορία και ο σπουδαίος Ευάγγελος Σταυρουλάκης αρεοπαγίτης επί τιμή.
Σπούδασε μαιευτική με απόλυτη συνέπεια και μετά τις σπουδές της επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Με τις πρώτες της επεμβάσεις κατάφερε να διακριθεί. Οι γυναίκες είχαν να λένε για τη Φωτεινή, που τιμούσε τη γενιά της με την επιστημοσύνη της και τον αλτρουισμό της.
Μετά στο Γαράζο για δέκα χρόνια, που έκανε την πρακτική της, αφήνοντας το όνομά της με χρυσά γράμματα διορίστηκε στο Νοσοκομείο. Ακούραστη δεν άφησε ποτέ το καθήκον ακόμα κι όταν την χτύπησε η μοίρα σκληρά. Λεβέντισσα σε ώρες που και ο πιο γενναίος θα λιποψυχούσε. Αναρίθμητα τα παιδιά που έφερε στον κόσμο. Και η πόρτα της ήταν πάντα ανοικτή κι εκείνη έτοιμη να βοηθήσει σε όποιον τομέα της ζητούσαν.
Όταν της χτύπησε η συμφορά την πόρτα κι έχασε το παιδί της, αντιμετώπισε τη μοίρα της με βαθειά χριστιανική αντίληψη. Και σε πείσμα της κακοτυχίας της επέλεξε να πάρει κοντά της ένα ευλογημένο όπως αποδείχτηκε πλάσμα.
Η Φωτεινούλα της που όλοι την καμαρώνουμε για το ήθος, την ακούραστη διάθεση για κοινωνική προσφορά και τη δοτικότητά της αποδείχτηκε μια εξαιρετική επιλογή. Κι έδωσε στη θετή της μητέρα όση αγάπη και στοργή πήρε.
Η άξια αυτή κοπέλα που έδωσε στη θετή της μητέρα όσες χαρές της χρωστούσε η ζωή ήταν η αποζημίωση για τη Φωτεινή της αγάπης και της προσφοράς για τις όποιες δύσκολες στιγμές της.
Μιλά πάντα με αγάπη για τη Φωτεινή και μας έλεγε μάλιστα σε πρόσφατη επικοινωνία της ότι καμάρωνε πάντα για τη θετή της μητέρα έστω κι αν ήταν βασανιστικό όταν έβγαινες για δουλειά να σε σταματούν κάθε λίγα μέτρα για να σου εκφράσουν την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους.
Η Φωτεινή έφυγε ειρηνικά στις 25 Αυγούστου 2012 σε ηλικία 71 ετών. Πάντα όμως θα μιλάνε γι’ αυτήν και για την τεράστια προσφορά της στο Ρέθυμνο.
Μαρία Μαύρου Καλογεράκη
Και κλείνουμε με τη Μαρία Μαύρου Καλογεράκη που γεννήθηκε στην Κάλυμνο 18 Ιανουαρίου 1936 Σπούδασε στη σχολή μαιών τετραετούς φοίτησης και ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά της στη ζωή Καρμική ήταν όμως μια συνάντηση σε πλοίο με τον Μιχάλη Καλογεράκη, της ιστορικής οικογενείας, που τελικά την έφερε στα Περιβόλια όπου η Μαρία κατέθεσε «ψυχή». Παντού άκουγες το όνομά της με αγάπη. Κι εκείνη ήταν πάντα παρούσα στον καθένα που είχε την ανάγκη της.
Είναι αμέτρητα τα περιστατικά που δείχνουν τον υπέροχο χαρακτήρα της. Ήταν όμως υπέροχη και σαν σύζυγος και σαν μάνα. Μόνο που έλαχε και σ’ αυτό το χαρισματικό πλάσμα να πιει το πιο πικρό ποτήρι. Όλο το διάστημα που η κορούλα της η πανέμορφη Ρηνιώ πάλευε στο κρεββάτι του πόνου, η Μαρία ήταν εκεί βράχος να δίνει κουράγιο κι ας έσταζε η καρδιά της αίμα και δάκρυ. Κι όταν το καημένο της παιδί ξεκουράστηκε η Μαρία συνέχισε να προσφέρει στον Νίκο και τον Βασίλη της καμαρώνοντας τις οικογένειές τους και βιώνοντας την ευτυχία της γιαγιάς όπως της άξιζε.
Η Μαρία Μαύρου Καλογεράκη ήταν ένα πολυτάλαντο πλάσμα. Εκτός από την εξαιρετική της επίδοση στο λειτούργημά της ζωγράφιζε εξαιρετικά, είχε εκθέσει κάποτε και τα έργα της, και ήταν η γυναίκα που λένε πως ό,τι βλέπουν τα μάτια φτιάχνουν τα χέρια. Μια ασχολία που τη διέκρινε κι όταν παραστεκόταν σε μια επίτοκο, που δεν άφηνε μόνη ούτε λεπτό. Εκείνες τις ατέλειωτες ώρες μέχρι να προχωρήσει ο τοκετός τα χέρια της ήταν πάντα απασχολημένα με κάποιο εργόχειρο.
Η Μαρία έφυγε στις 2 Νοεμβρίου 2018 και την έκλαψαν και οι πέτρες.
Αυτό που δεν πρέπει να παραλείψω και αφορά και τις τρεις υπέροχες γυναίκες είναι ότι σε κάθε περίπτωση που ο άνδρας εγκατέλειπε τη γυναίκα του όταν του έκανε κορίτσι (ναι συνέβαινε και αυτό) κι εκείνη η δύσμοιρη έπρεπε να γυρίσει στο χωριό η Χρυσούλα, η Φωτεινή και η Μαρία της έδιναν και τα εισιτήριά της να πάει στο σπίτι της με το μωρό της. Και κανείς δεν το είδε αυτό ποτέ για να το μολογήσει.
Ας είναι ελαφρό το χώμα που τις σκεπάζει.