Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ*
Το πρώτο νόμισμα παρουσιάστηκε στην Λυδία της Ιωνίας (Μ. Ασία) από τον Κροίσο. Πρώτη ύλη (χρυσάφι) είχε άφθονη και την ελάμβανε από τον Πακτωλό ποταμό. Η ρίζα της λέξης «Πακτωλός», όπου υπάρχει, υπονοεί όχι πάντα βέβαια χρυσάφι, όπως παγγαίον όρος, πάγκος που ήταν μια στενόμακρη σανίδα, στην οποία άπλωναν οι αργυραβοιβοί διάφορα πράγματα αξίας από χρυσό, ασήμι κλπ. Παξοί και Αντίπαξοι, νησάκια, Bank η Τράπεζα και κατ’ επέκταση παγκάρι εκκλησίας, κλπ. Τι σημαίνει όμως το νόμισμα; Η λέξη προέρχεται από το νομίζω, δηλαδή θεωρώ ότι αυτό το πράγμα έχει ανταλλακτική σημασία. Οι άλλες του ονομασίες είναι:
1ον Χρήμα και θα πει κάτι που χρειάζομαι, χρησιμοποιώ όσα έχω ανάγκη, βγαίνει ακόμη και από το απρόσωπο ρήμα χρη, που σημαίνει είναι ανάγκη. Από εδώ προέρχεται ο χρηματισμός, που εμείς συνήθως το λέμε λάδωμα, γιατί κάποτε ο χρηματισμός γινόταν με ντενεκέδες λάδι.
2ον Οβελός-οβολός. Ο οβελός ήταν στενόμακρη βέργα-ράβδος με υποδιαιρέσεις. Πέντε με έξι υποδιαιρέσεις μπορούσε κάποιος να πιάσει-αδράξει με την παλάμη του, όπως γράφομε παρακάτω και βγαίνει η δραχμή. Σημερινή φράση είναι έριξα τον οβολό μου. Εντεύθεν και το υποκοριστικό οβελίσκος, που σημαίνει ακτινοβολία και ήταν στήλη έχουσα το σχήμα του Ηλίου κοσμούσα το ιερό του Θεού (Βαβυλώνα, Αίγυπτος), ακόμη και βέλος, που αρχικά ήταν η ακτίνα του Ηλίου. Θεός των Βαβυλωνίων ήταν ο Βελ- Βήλος. Η ρίζα της λέξης έχει κοινή ρίζα με τις ελληνικές λέξεις, που αρχίζουν από τα χειλικόφωνα π-β-φ, πλ, φλ, δηλαδή πλειάς, άπλετος, βλέμμα, βλοσυρός, φλόγα κλπ. Και σημαίνει το πάμφωτο υπέρτατο ον, το λάμπων και ακτινοβόλων. Νομίζω ότι σχολιάσαμε αρκετά τη λέξη οβελός-οβολός, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε και οβελίας και οβελιστήριο, που εύκολα τώρα βγαίνει το νόημά τους.
3ον Δραχμή, από το αδράττω ή αδράχνω (άδραξε την ευκαιρία λέμε), που σημαίνει πιάνω, συγκρατώ στο χέρι μου, ουσιαστικά στην παλάμη μου πέντε με έξι οβολούς, όπως γράφουμε παραπάνω.
4ον Κέρμα, από κερματίζω και κατακερματίζω, που σημαίνει κάνω κάτι σε μικρά κομμάτια, υποδιαιρώ το νόμισμα και έτσι έχουμε.
5ον τα λεπτά – λεφτά (εναλλαγή και πάλιν των χειλικοφώνων π, β, φ). Αυτή την εναλλαγή έχομε και με τα άλλα έξι άφωνα σύμφωνα, τα όποια ονομάστηκαν έτσι ανάλογα με το φωνητικό όργανο με το οποίο προφέρονται δηλ. τα ουρανικά κ, γ, χ και οδοντικά τ, δ, θ. Πχ. Χαρακτήρας και χαραχτήρας καθώς και Δίας-Θεός-Deus-i6 στα λατινικά αντίστοιχα.
Το λεπτό λοιπόν είναι το κέρμα που αναφέρουμε, διότι είναι πράγματι λεπτό στο σχήμα με λίγο επομένως μέταλλο, άρα και μικρής αξίας. Βέβαια σε μέρες άσχημες και το λεπτό είχε αξία, γι’ αυτό έχει μείνει μέχρι σήμερα η φράση «δεν δίνω πεντάρα ή δεκάρα».
6ον σίκλος (από το εβραϊκό σεκέλ) και αργύριο από το ασήμι. Γνωστά είναι τα 30 αργύρια της προδοσίας του Ιούδα. Μετά από αυτά μπορεί να μας έρχονται στο νου πολλά, εγώ όμως θα σας γράψω για το απόφθεγμα του Σοφοκλή στην τραγωδία του «Αντιγόνη» στ. 295. «Ουδέν γαρ ανθρώπισοιν, οιον αργυρος, κακόν νόμισμ’ έβλαστεν», που σημαίνει ότι κανένα κακό δεν βλάστησε-φύτρωσε στους ανθρώπους όσο το χρήμα. Η κατάσταση αυτή, που περιγράφει ο τραγωδός δια του βασιλέως των Θηβών Κρέοντα, ότι δεν υπάρχει δηλαδή τίποτε χειρότερο από το αργύριο-χρήμα, διότι φέρνει συμφορές στους ανθρώπους δηλητηριάζοντας το είναι τους, την ψυχή και την συνείδησή τους, για να εξαγορασθούν τελικά και χωρίς ηθικούς φραγμούς πλέον οδηγούνται στα χειρότερα εγκλήματα, ακόμα και στην προδοσία της πατρίδας, επικρατούσε τότε, αλλά επικρατεί και σήμερα. Ακούμε τόσα πολλά…
Θα αναρωτηθείτε τώρα, γιατί τα γράφεις αυτά; Τα ξέρομε. Τα γράφω γιατί είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρα, αφού και σεις τα ακούτε και μακάρι να μπορούσαμε να δώσουμε λύσεις, γράφοντας πώς λύνεται το πρόβλημα. Λύνεται πχ με την αγωγή ή το φόβο ή και με τα δύο μαζί, με τη δικαιοσύνη ή με τη σύνεση και φρόνηση ή και με άλλους τρόπους. Έχομε φθάσει στο σημείο, «Τίς αγορεύει βούλεται», διότι εάν εξετάσουμε πχ το δίκαιο και θυμηθούμε το Θουκυδίδη, 5ο βιβλίο, θα παρατηρήσουμε ότι είναι με το ισχυρότερο. Ο αδύνατος δεν δημιουργεί δίκαιο. Δίκαιο μπορεί να δημιουργηθεί από ισοδύναμους. Τούτο είναι νομοτέλεια. Επομένως πρέπει να αφήσουμε τα υψηλά ιδανικά όπως δίκαιο και άλλα. Πρέπει να γίνουμε ισχυροί ή τουλάχιστον ισοδύναμοι με τους άλλος όσο γίνεται. Γίνεται όμως; Πολύ αμφιβάλλω. Ο Αίσωπος διηγείται, ότι ένα παιδί άναψε φωτιά στο χωράφι. Τα σαλιγκάρια άρχισαν να ψήνονται και καιόμενα μουρμούριζαν-έτριζαν βγάζοντας αφρούς. Εμείς οι μεγάλοι το γνωρίζουμε αυτό, διότι μικρά παιδιά τα ψήναμε, για να επιβιώσουμε. Τότε λοιπόν το παιδί αγανακτώντας από το θέαμα άρχισε να μουρμουρίζει και αυτό, λέγοντας: Βρε αχαΐρευτα το σπίτι σας (καβούκι σας) καίγεται και εσείς τραγουδάτε. Ο Θουκυδίδης το γνώριζε φαίνεται αυτό και λέει στους Αθηναίους, που ενώ βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση, έκαναν ένα σορό ανοησίες «εν χορδαίς και οργάνω». «Των οικιών εμπιπραμένων ημείς αδομεν», δηλαδή ενώ καίγονται τα σπίτια μας εμείς τραγουδάμε. Εγώ θα έλεγα ότι όχι μόνο τραγουδάμε εμείς σήμερα αλλά σε λίγο καιρό θα αρχίσουμε να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, μέχρι να έρθει η Τίσις δηλαδή η αυτοκαταστροφή μας. Οι προγονοί μας, που τα είπαν όλα, δημιούργησαν μεταξύ των άλλων το σχήμα «Ύβρις-Άτις- Νέμεσις – Τίσις», όπως το σχήμα Μοίρα, με την κλωθώ (έκλωθε το νήμα της ζωής του ανθρώπου) τη λάχεση (από το ρ. λαγχάνω – λαχείο-λαχνός) και την άτροπο (καθόριζε το αναπότρεπτο της ζωής). Τι σημαίνει λοιπόν το πρώτο σχήμα, για να ερμηνεύσω και τη λέξη Τίσις (από το ρήμα τίω και αποτίω, που σημαίνει πληρωμή, ανταπόδοση, εκδίκηση). Σημαίνει ότι η αλαζονεία οδηγεί τον άνθρωπο στην ύβρη και τότε οι θεοί του στέλνουν την Άτη (από το άω= καταστρέφω του νου, εξαπατώ, κάνω λάθος) για να κάνει λάθη. Μόλις κάνει λάθη, έρχεται η Νέμεση δηλ. ο νόμος και τέλος η Τίση δηλ. η καταστροφή του. Το σχήμα αυτό φανερώνει από πού έρχεται η καταστροφή και ενώ ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, κάνουμε το αντίθετο και μάλιστα με ένα ανεξήγητο πείσμα σαν, εκείνο του μικρού παιδιού.
Ο μεγάλος Δημοσθένης, ο μέγιστος των ρητόρων όλων των εποχών, έλεγε στους Αθηναίους, ότι όλοι τους γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, άλλο αν κάνουν ότι δεν το γνωρίζουν, όμως το πρόβλημά του δεν είναι αυτό, αλλά το πώς θα τους πείσει να κάνουν το σωστό. Πάντως τον Αισχίνη δεν τον έπεισε, για εκείνο που θεωρούσε σωστό, να εγκαταλείψει δηλ. την φιλομακεδονική παράταξη και γι’ αυτό άρχισαν οι ρητορικές μάχες, μάχες συγκλονιστικές, γιατί και ο Αισχίνης ήταν σπουδαίος ρήτορας και ένας από τους δέκα εκείνης της εποχής. Θα θυμάστε βέβαια ότι ο Δημοσθένης, ο φλογερός πατριώτης αλλά κατά τη γνώμη μου απροσγείωτος ως προς την Πανελλήνια Οικουμενική ιδέα, του εξελληνισμού της οικουμένης, που τελικά έγινε πραγματικότητα δια του Μ. Αλεξάνδρου, δεν μπορούσε να φανταστεί την Αθήνα της Ελλάδας το έρεισμα (στήριγμα), το δαιμόνιον πτολίεθρον (η πόλη των θεών), αι κλειναί (ένδοξες) Αθήναι το πρυτανείο της σοφίας, η καλλιτεχνική και πνευματική ηγέτιδα της Ελλάδος, η αναδείξασα έξοχες διάνοιες, το κέντρο του αειλαμπούς πολιτισμού, υποταγμένη στη Μακεδονία αλλά και σε καμιά άλλη πόλη.
Ο Αισχίνης από την άλλη, ενώ στην αρχή ήταν αντιφιλιππικός, παρουσίασε απότομη μετάπτωση. Τώρα δωροδοκήθηκε πράγματι, όπως ισχυριζόταν ο Δημοσθένης, έβλεπε τη νέα πραγματικότητα, δηλ. τη νέα ελληνική δύναμη των Μακεδόνων να ανατέλλει, επηρεάστηκε από τον άλλο μεγάλο ρήτορα Ισοκράτη, που έλεγε για την Πανελλήνια ιδέα, δηλ. την εξέγερση όλων των Ελλήνων κατά των Περσών με ηγέτη τους Μακεδόνες, που τελικά έγινε, όπως το αναφέρω παραπάνω, πράγμα το οποίο δεν συνέβη με τον Δημοσθένη, που ήταν μαθητής του Ισοκράτη, άγνωστο! Πάντως ο Αισχίνης επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα. Επειδή όμως στην αρχή ο Αισχίνης ήταν αντιφιλιππικός και μετά άλλαξε απότομα, όπως προαναφέραμε, ο Δημοσθένης ξεκίνησε ένα αγώνα εναντίον του με κυρίαρχη κατηγορία το χρηματισμό. Βλάστησε δηλ. ο άργυρος, το χρήμα στον Αισχίνη και έφθασε σε αυτό το κατάντημα, πάντα κατά τον Δημοσθένη. Ενδείξεις είχε. Αποδείξεις δεν είχε. Και εμείς σήμερα που εξαφανίζονται τόσα χρήματα, ενδείξεις έχουμε, αποδείξεις δεν έχουμε! Στην πρώτη φάση λοιπόν ο Αισχίνης αθωώθηκε. Στην δεύτερη όμως καταδικάστηκε και μάλιστα αυστηρά. Ο Δημοσθένης μας άφησε ένα αριστούργημα λόγου με τίτλο «περί του στεφάνου», λόγο παγκόσμιας κληρονομιάς, που εκφώνησε στην Ηλιαία δικαστήριο με 500 δικαστές το 330πχ. Αντιμετώπισε όμως δυσκολίες, γιατί και ο Αισχίνης όπως είπαμε, ήταν πανούργος, με την καλή έννοια. Να φανταστείτε ότι με δικανικά τεχνάσματα κατόρθωνε αλλεπάλληλες αναβολές της δίκης (ξεκίνησε το 336 και έγινε το 330 π.Χ.), έχοντας βέβαια σημαντικά επιχειρήματα, όπως έπρεπε να τελειώσουν τα οχυρωματικά έργα, που είχε αναλάβει ο Δημοσθένης, δίνοντας μάλιστα ο Δημοσθένης και τρία τάλαντα από την περιουσία του και αφού απολογηθεί για το έργο, να γίνει η δίκη. Τελικά έγινε η δίκη το 330 π.Χ., όπως προαναφέραμε. Η σύγκρουση ήταν τιτάνια. Ο τελικός των τελικών, όπως λέμε σήμερα.
Έχω την γνώμη ότι η δίκη κρίθηκε από μια λέξη «μισθωτός», διότι ο Δημοσθένης την τοποθέτησε στον λόγο του αριστοτεχνικά, τέλεια θα λέγαμε, και έχει ως εξής: «αλλά μισθωτόν εγώ σέ Φιλίππου πρότερον και νυν Αλεξάνδρου καλώ, και ούτοι πάντες. Ει δ΄απιστείς, ερώτησον αυτούς. Μαλλον δ’ εγώ τουθ υπέρ σου ποιήσω, πότερον ημών, ω άνδρες Αθηνναίοι, δόκει μισθωτός Αισχίνης ή ξένος είναι Αλεξάνδρου; ακούεις ά λέγουσιν «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ» στ. 52 έκδ. Οξφόρδης. Αν προσέξουμε είναι δύσκολο να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε κάτι, πράγμα το οποίο πολλοί ειδήμονες το έχουν τονίσει και μάλιστα είναι μεγάλη η χαρά, που νιώθει όποιος μπορεί να διαβάσει όπως τα είπε ο Δημοσθένης, γιατί άλλο να δεις τον Παρθενώνα με τα μάτια σου και άλλο σε φωτογραφία. Ας το μεταφράσουμε όμως, ώστε να καταλάβουν και αυτοί που δυσκολεύονται, «εγώ σε ονομάζω πληρωμένο πρώτα από το Φίλιππο και τώρα από τον Αλέξανδρο, όπως και όλοι αυτοί. Εάν δεν πιστεύεις ρώτησέ τους, αλλά μάλλον εγώ θα το κάμω αντί για εσένα».
Ποιο από τα δύο φαίνεται σε σας άνδρες Αθηναίοι, είναι ο Αισχίνης μισθωτός ή φιλοξενούμενος του Αλέξανδρου; Ακούεις Αισχίνη αυτά, που λένε οι Αθηναίοι;». Τι έλεγαν όμως οι Αθηναίοι, το κείμενο δεν το διευκρινίζει. Συμπεραίνω όμως ότι οι Αθηναίοι για να απαντήσουν στο ερώτημα-τέχνασμα του Δημοσθένη, «μισθωτός ή φιλοξενούμενος», αλλά και εξ αιτίας του γενικού κλίματος που επικρατούσε, όπου μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, όπως είπαμε το 338 π.Χ., έπεσαν κυριολεκτικά οι μάσκες και φάνηκαν τα σχέδια των Μακεδόνων, άρχισαν να καταφέρονται εναντίον του Αισχίνη με κυρίαρχο σύνθημα τη λέξη μισθωτός. Για τη λέξη αυτή θα σας γράψω μια εμπειρία μου.
Διαβάζοντας στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, τότε, κείμενα-θέματα αρχαία και λατινικά, για τις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, συνάντησα σε ένα από αυτά το εξής εντυπωσιακό. Ο Δημοσθένης λέγοντας τι λέξη μισθωτός δεν την τόνισε στην λήγουσα αλλά στην προπαραλήγουσα «μίσθωτος» σκοπίμως. Ακούοντας τι λέξη μισθωτός λάθος άρχισαν να φωνάζουν κάμποσοι μισθωτός, μισθωτός, για να διορθώσουν το Δημοσθένη, όπως κάνουμε και εμείς όταν κάποιος πει μια λέξη λάθος και εξαιτίας ίσως τούτου, λόγω κλίματος, το «κακό» γενικεύτηκε. Αυτό βέβαια με επιφύλαξη, επειδή ίσως δεν αληθεύει. Τώρα ως τελευταίο και καταστάλαγμα των ανωτέρω θέλω να γράψω τα εξής: Τα όσα συμβαίνουν εξαιτίας μας συμβαίνουν από καταβολής κόσμου, οι εποχές αλλάζουν αλλά οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι και προπαντός εμείς οι Έλληνες. Τ’ είχες Γιάννη τ’ είχα πάντα. Παραμένουν λοιπόν οι ίδιοι, γιατί αυτό είναι νομοτέλεια και δεν αλλάζει. Είναι δυνατόν να αλλάξουν οι χιλιάδες αντιθέσεις; Ποίος μπορεί να φανταστεί π.χ. τρικυμία χωρίς γαλήνη, θάνατο χωρίς ζωή, κλπ., κλπ. Μπορούν όμως οι άνθρωποι με το υπέρτατο αγαθό, που τους έδωσε ο θεός, το νου, να καταφέρουν πολλά κάνοντας καλλίτερα τα πράγματα, όσα βέβαια εξαρτώνται απ’ αυτούς.
* Ο Κωνσταντίνος Σκαλιδάκης είναι συνταξιούχος καθηγητής