Γ’
Στα προηγούμενα σημειώματα τεκμηριώθηκε, όσο μου ήταν δυνατόν, η υπόθεση ότι η υστερομινωική ακρόπολη της Ορνές ονομαζόταν Άντισσα με την έννοια «ανεμόπληκτη», «Πόλη των Ανέμων». Στο σημερινό διερευνάται ένα ακόμη ερώτημα που αφορά τον ίδιο οικισμό, το εξής: Πώς υδρευόταν η Άντισσα – Κάστελλος; Μόνιμη εγκατάσταση ανθρώπων, οικισμός, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μόνιμη και επαρκή παροχή νερού, άρα είναι βέβαιο ότι ο οικισμός υδρευόταν, αλλά από ποια πηγή;
Σήμερα υπάρχουν τρεις φυσικές πηγές σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων από την εξωτερική περίμετρο του ορεινού όγκου του Καστέλλου: Τα «Τσιγκούνια» ΒΑ, του «Καλλιοντζή» ΝΑ και ο «Τουρκόλακος» ΝΔ, οι οποίες παρουσιάζουν μικρή παροχή. Μπορεί να υποτεθεί βάσιμα ότι οι ίδιες πηγές υπήρχαν και κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. στην ίδια θέση, γιατί υπάρχει μια βεβαιωμένη παράλληλη περίπτωση: Σε απόσταση 500 περίπου μέτρων ανατολικά του «Καστέλλου» υπάρχει η πηγή «Γομαράς», ακριβώς κατάντη της οποίας βρέθηκε πήλινος αγωγός, όταν έσκαβαν για να φτιάξουν το «βιθρί» (βοθρίον) ενός ασβεστοκάμινου. Η εκροή του υδραγωγού αυτού εντοπίστηκε πολλές εκατοντάδες μέτρα νοτιότερα, στη θέση «Χειρόμυλοι», όπου βρίσκεται άφθονη επιφανειακή κεραμεική μινωικής περιόδου, δηλαδή αρχαίος οικισμός, κατά την εκσκαφή θεμελίων αναλημματικού τοίχου. Η πηγή, λοιπόν, «Γομαράς» υπήρχε στην ίδια ακριβώς θέση και πριν από 30 ή 35 αιώνες, επώνυμη ποιος ξέρει ποιας νύμφης Ναϊάδας, και ύδρευε τον οικισμό αυτό. Επίσης μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι οι τρεις πηγές που περιβάλλουν τον «Κάστελλο» θα είχαν εκείνη την εποχή πολύ μεγαλύτερη παροχή, αφού και πριν από 50 χρόνια ακόμη οι μεν δύο νότιες άρδευαν περιβόλια (σώζονται οι στέρνες τους), η δε βόρεια εκδηλωνόταν σε δύο διαφορετικά σημεία, όπως μαρτυρεί και ο πληθυντικός «Τζιγκούνια». Υπάρχει και μια τέταρτη τεχνητή υδρομάστευση ανατολικά του Καστέλλου, ανάμεσα στα «Τζιγκούνια» και του «Καλλιοντζή», που δημιουργήθηκε περί το 1960.
Όμως, όλες αυτές οι εξωτερικές υδάτινες παροχές σε περίοδο πολεμικών συγκρούσεων, που θα ήσαν πολύ πιθανές, αφού οι οικιστές επέλεξαν για την εγκατάστασή τους φύσει οχυρή θέση και την ενίσχυσαν με αμυντικό τείχος, θα ήταν πολύ εύκολο να ελεγχθούν από τους επιτιθέμενους, με αναπότρεπτο αποτέλεσμα την κατάρρευση της άμυνας του οικισμού. Επομένως πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι η Άντισσα – Κάστελλος είχε μέσα στην αμυντική της περίμετρο επαρκή υδροδότηση, η οποία σήμερα δεν υπάρχει.
Υπάρχει όμως και στην περίπτωση αυτή ένα ίχνος, μια μνήμη, που καλό είναι να μη χαθεί, όπως τόσες άλλες, στην αέναη ροή του χρόνου: Ο Αδάμης Φωτάκης, που απεβίωσε προ ετών σε βαθύ γήρας, άριστος γνώστης της περιοχής ως αγροφύλακας και κυνηγός, μου είχε πει σε συζήτηση σχετικά με τα φθίνοντα νερά του Κέδρους ότι «Στον Κάστελλο παλιά έτρεχε νερό από μια σκίστρα» (σχισμή βράχου). Η μαρτυρία του κρίνεται αξιόπιστη, όσο κι αν εκπλήττει η ροή νερού «ἐκ πέτρας ἀγόνου» κατά την εκκλησιαστική ρήση, γιατί συνάδει προς αυτήν η συνολική εικόνα της υδρογεωλογίας και της αρχαίας φυτοκάλυψης του όρους Κέδρος. Συγκεκριμένα:
α. Από γεωλογική άποψη το Κέδρος φαίνεται φυσικό να έχει την ίδια συγκρότηση με τα μεγαλύτερα ορεινά συγκροτήματα της Κρήτης, δηλαδή να «έχει ένα πυρήνα από σκληρό ασβεστόλιθο, που περιβάλλεται από χαμηλότερα όρη φυλλιτικής και χαλαζιακής σύστασης» (βλ. «Η δημιουργία του Κρητικού τοπίου», Ol. Rackham-Jen. Moody, σελ. 17). Η δομή αυτή δημιουργεί πολλές «μικρές μόνιμες πηγές» (σελ. 59).
β. Από άποψη χλωρίδας η Κρήτη, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, βρίσκεται στο γεωγραφικό πλάτος της εύκρατης δασοκλιματικής ζώνης κωνοφόρων που περιβάλλει τη γη. Ενδεικτικό είναι ότι εκτός από το δικό μας Κεντροχώρι χωριά με το όνομα Κέδρο (v-s) βρίσκονται στη Σάμο, τη Μυτιλήνη, τα Ιωάννινα, την Καρδίτσα, την Άρτα κλπ. και άγνωστο πόσα μικροτοπωνύμια, όπως το Κεδρόδασος στο Ελαφονήσι Χανίων, ο Κεδρές στη Γαύδο κλπ.
Όσον αφορά ειδικότερα την Κρήτη, χωρίς να υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις ότι κατά την αρχαιότητα ήταν κατάφυτη (ίσως υπερεκτιμώνται οι σχετικές αναφορές του Ησίοδου, του Πλάτωνα, του Θεόφραστου κλπ.), μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι το κύριο κωνοφόρο του Κέδρους μέχρι πριν από κάποιους αιώνες ακόμη ήταν η Ορεινή Άρκευθος (Juniperus Oxycedrus), που έδωσε το όνομα Κέδρος και Κεδροχώρι. Σημειώνεται και μια επιγραφή «Ἑρμᾶ Κεδρίτᾳ Νικάνωρ Θεομνάστου τὸν ναόν», που βρέθηκε από την Αγγελική Λεμπέση κατά την ανασκαφή ιερού κορυφής στο Λασίθι (βλ. «Αρχαιολογική Εφημερίς», 1981, σελ. 1-24, πβ. «Άρτεμις Κεδρεάτις» στον Ορχομενό). Ο Ερμής στην κορυφή του βουνού χαρακτηρίζεται «Κεδρίτης», που μαρτυρεί κυρίαρχη παρουσία του δασικού αυτού δέντρου. Ωστόσο η καταστροφή του δάσους των κέδρων θα άρχισε πολύ νωρίς λόγω των σπουδαίων ιδιοτήτων του ξύλου του. Ήδη ο Όμηρος αναφέρει «θάλαμον κηώεντα κέδρινον ὑψόροφον» – δωμάτιο ψηλό, μυρωδάτο από ξύλο κέδρου (Ω 191) και το νησί της Καλυψώς «μοσχοβολούσε» από το ξύλο του κέδρου που καιγόταν στο τζάκι, (ε 60). Και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κέδρινο παρασκεύασμα χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι στην ταρίχευση των νεκρών και οι γυναίκες των Σκυθών ως καλλυντικό (IV, 75), ενώ αναφέρονται κυψέλες κέδρινες, θήκες νεκρών κλπ. (Θεόκριτος, Ευριπίδης). Πιθανώς δε το ξύλο του κέδρου εχρησιμοποιείτο και στη ναυπηγική, καθώς ο Πλάτων αναφέρει ως ναυπηγήσιμη ύλη «πεύκην, ἐλάτην, κυπάρισσον», είδη συγγενικά του κέδρου της οικογένειας Πευκίδες, Pinaceae («Νόμοι» Δ, 705c).
Η ανάλυση της απολιθωμένης γύρης των φυτών στην περιοχή Αγίας Γαλήνης, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα από το Κέδρος και στην πορεία των βόρειων ανέμων (π.β. S.Bottema, Palynological Investigations on Crete, 1989) οδηγεί στην άποψη ότι κατά την αρχαιότητα υπήρχε πολύ ανεπτυγμένη Μεσογειακή Μακκία, μεγάλη ποικιλία μεσογειακών κυρίως θαμνωδών φυτών, ιδιαίτερα στους φυλλίτες (βλ. Rackham-Moody 185).
Και στα πρόσφατα χρόνια, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, το ανατολικό Κέδρος τουλάχιστον είχε εκτεταμένη πυκνή φυτοκάλυψη: πλαγιές ολόκληρες με λεπτή χωμάτινη επικάλυψη, υψίπεδα, λωρίδες μεταξύ κάθετων κρημνών («σπορές»), δυσπρόσιτες «λέσκες», ήσαν σκεπασμένες από ασπαλάθους, αγκαραθές, φασκομηλές, αγρουλίδια, πρινάρια, λιόπρινα, γαλαστοίβιδα, μαυραγκάθες, αστοιβίδες, ανωνίδες, λίγους αζιλάκους και ασφένταμους, αγκουτσακιές καθώς και θύμους, θρύμπες και πλείστα άλλα θαμνώδη και ποώδη φυτά, ανεμοχορτίδες, αγουδούρους, αρδαχτυλίνους, φρύγανα διάφορα κλπ, που σχημάτιζαν παχύ στρώμα. Ούτε ένα κωνοφόρο – κέδρος πια.
γ. Από υδρολογική άποψη το Κέδρος «έχει εκατό μια βρύσες» κατά την παράδοση, για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ο Κάστελλος υψώνεται μέσα από μια ευρεία κλιτύ με πλούσιο υπόγειο υδάτινο ορίζοντα, που εκδηλώνεται εκτός από τις τέσσερις εγγύς πηγές που τον πλαισιώνουν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και με πολλές άλλες στην ευρύτερη περιοχή του (Κατσούρια, Παλιόμυλος, Λιβάδα, Πρικοσυκιά, Γομαράς, Πλάκα κλπ.). Προστίθεται ότι ακριβώς στη ρίζα του Καστέλλου νότια υπήρχε μια νησίδα λιβαδιού, καλυμμένη από βρουλές και βάτους, αψευδής μαρτυρία ρηχού υπόγειου υδάτινου ορίζοντα κατά τη λαϊκή ρήση «Όπου δεις βρουλέ και βάτο, γύρευε νερό από κάτω» και λίγο δυτικότερα, στο ίδιο υψόμετρο, νοτιότερα από την πηγή Τουρκόλακος, υπήρχε μια μεγαλύτερη λιβαδική έκταση, ενώ μια τρίτη υπήρχε ακριβώς νοτίως της πηγής «Τσιγκούνια», Β.Α. του Καστέλλου. Από τις επιφανειακές ενδείξεις λοιπόν, συγκεκριμένα τις τέσσερις πηγές και τις τρεις λιβαδικές εκτάσεις, που περιέβαλλαν σύμμετρα τον ορεινό όγκο του Καστέλλου, σε συνδυασμό με την κλίση του εδάφους μαρτυρούνται με ασφάλεια τρεις υπόγειες ροές νερού, μια ανατολικά, μια δυτικά και μια καταμεσής του Καστέλλου. Η παρατιθέμενη αεροφωτογραφία παρουσιάζει ενδεικτικά τα στοιχεία αυτά.
Από την πλούσια αυτή υδροφορία στο υπέδαφος της περιοχής Καστέλλου είναι εντελώς φυσικό να είχε αναβλύσει μια ακόμη πηγή στη χαμηλότερη ζώνη του, πιθανώς στο νοτιοδυτικό τμήμα του, όπου παρουσιάζεται μια απότομη κατάπτωση του εδάφους (σκαλί).
Από τα ανωτέρω δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνεται η πληροφορία ότι υπήρχε πηγή μέσα στην αμυντική περίμετρο του Καστέλλου, επαρκής για την ύδρευση του αρχαίου οικισμού, η οποία στέρεψε σχετικά πρόσφατα, μέσα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αλλά σώζεται η μνήμη της. Συνάγεται κατ’ ακολουθίαν ότι η αμυντική περίμετρός του περιελάμβανε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του «Καστέλλου», για να καλύπτει και την πηγή, έστω κι αν δεν σώζονται σήμερα ίχνη οχύρωσης πάνω στον βράχο με τη μεγάλη κλίση. Άλλωστε η ονομασία «Κάστελλος» φαίνεται να είναι υποχωρητικός σχηματισμός με μεγεθυντική σημασία (Καστέλλι>Κάστελλος, μεγάλο φρούριο, πβ. κομμάτι – κόμματος, πεζούλι – πέζουλος κλπ.).
Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η φυτοκάλυψη του ανατολικού Κέδρους καταστράφηκε σταδιακά και η καταστροφή εντάθηκε περί τα μέσα του περασμένου αιώνα, που αλλεπάλληλες πυρκαϊές εξαφάνισαν τη βλάστησή του και οι βροχές και οι άνεμοι παρέσυραν το πλείστο του χώματος με τη σύμπραξη και αναρίθμητων αιγών που το κονιορτοποιούν με τις χηλές τους.
Η απογύμνωση από τη φυτοκάλυψη και η παρεπόμενη απώλεια του χώματος απoκάλυψε εκτεταμένες επιφάνειες από βράχους και πέτρες, οι οποίες φυσικά διαψεύδουν τις προσδοκίες των εμπρηστών, διότι, κατά την εκκλησιαστική διαπίστωση, «οὐκ ἐξανατέλλουσι χόρτον τοῖς κτήνεσιν».
Άμεσο αποτέλεσμα της καταστροφής της βλάστησης και της συνακόλουθης απώλειας του στρώματος φυτικής ύλης και χώματος είναι η δραστική μείωση της υδροφορίας της περιοχής, που τροφοδοτείται πλέον κυρίως από την όποια απορροφητικότητα του γυμνού εδάφους σε συνδυασμό με τις τοπικές κλίσεις του. Επόμενο ήταν μια λίμνη έκτασης 6-7 στρεμμάτων νοτιοδυτικά του Καστέλλου και μια κοντινή πηγή «Αναβάλλουσα» με τεράστια παροχή, που ήσαν εποχιακές υπερχειλίσεις πλούσιας υπόγειας υδροφορίας, να έχουν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες, όπως και οι περί τον Κάστελλο λιβαδικές εκτάσεις.
Η πρώτη πηγή που θα στέρεψε από την πτώχευση του υδροφόρου ορίζοντα θα ήταν αυτή του Καστέλλου, γιατί το σημείο εκδήλωσής της ήταν υπερυψωμένο σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, εκτός από το όνομα «Άντισσα» του υστερομινωικού οικισμού του Καστέλλου, που είναι πιθανότερο από κάθε άλλο, πρέπει να θεωρηθεί βεβαία η ύπαρξη μέσα στην αμυντική περίμετρό του πηγής ικανής να τον υδρεύει. Είθε στο μέλλον η επιστημονική έρευνα, ίσως και νέα αρχαιολογικά ή / και φιλολογικά ευρήματα να ρίξουν περισσότερο φως στην Ορνιανή Άντισσα -ας την ονομάσουμε έτσι μέχρι αποδείξεως του εναντίου- το μικρό αυτό κατάλοιπο του μεγάλου μινωικού πολιτισμού.
Ας θεωρηθεί η μικρή αυτή έρευνα ελάχιστη απόδοση των τροφείων προς τη γενέτειρά μου Ορνέ.
* Ο Δημήτρης Z. Αρχοντάκης είναι φιλόλογος – τ. δήμαρχος Ρεθύμνης