Με αφορμή την αναγόρευση του Γερμανού ιστορικού Heinz Richter, ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Mannheim, σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, διατυπώθηκαν ενστάσεις σχετικά με τις απόψεις που έχει αναπτύξει στο βιβλίο του Η Μάχη της Κρήτης.
Δεδομένου ότι τα ζητήματα που τέθηκαν δεν αφορούν κάποιο ουδέτερο ή αδιάφορο επιστημονικό ζήτημα αλλά την αντίσταση του κρητικού λαού κατά των Γερμανών κατακτητών και ότι τον Καθηγητή Richter τίμησε το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το οποίο ιδρύθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί με την ομόθυμη στήριξη, ηθική και οικονομική, των Ρεθυμνιωτών, περίμενα ότι θα ανοίξει ένας διάλογος γύρω από το θέμα, έστω και με τη μορφή ενός άρθρου στις εφημερίδες. Άλλωστε, τον διάλογο τον ζήτησε προσωπικά και δημόσια ο Αναπληρωτής Πρύτανη Προσωπικού και Φοιτητικής Μέριμνας Βασίλης Καρδάσης. Δυστυχώς, όμως, για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε το χάσμα που χωρίζει το Πανεπιστήμιο από την κοινωνία.
Αποφάσισα λοιπόν να διαβάσω το βιβλίο, για να διαπιστώσω αν ευσταθούν οι αρνητικές κρίσεις που εκφράστηκαν. Πρέπει να ομολογήσω ότι βρέθηκα προ εκπλήξεως, διότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Εννοώ ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα σημεία, όπως παρουσιάστηκαν, αλλά για συγκροτημένη θέση που έχει αρχή, μέσο και τέλος, που μεροληπτεί υπέρ των εισβολέων και πλήττει ευθέως την κρητική αντίσταση, τους αγώνες και τις θυσίες ενός λαού. Θα μου πείτε, «φίλος ο κρητικός λαός, αλλά φιλτάτη η αλήθεια». Συμφωνώ, αλλά ας το δούμε.
Θέλω να είμαι απολύτως σαφής: οι αντιρρήσεις μου περιορίζονται στο βιβλίο Η μάχη της Κρήτης και δεν αφορούν το υπόλοιπο έργο του Καθηγητή Richter, που δεν το έχω διαβάσει. Μάλιστα, από μια συνέντευξή του διαπίστωσα ότι οι θέσεις του είναι φιλελληνικές σε τρέχοντα θέματα εξωτερικής πολιτικής και κοντά στα ελληνικά συμφέροντα. Αναρωτιέμαι, όμως, πόσοι διάβασαν το εν λόγω βιβλίο και ειδικά τις σ. 380-450, δηλαδή τα κεφ. 10, 11 και 12, που τιτλοφορούνται: «Η έναρξη του ανταρτοπολέμου και οι συνέπειές του», «Κριτική της μάχης, αξιολογήσεις, συμπεράσματα», «Επίλογος». Δεν θα ασχοληθώ με τις θέσεις του Heinz Richter για θέματα επιχειρησιακά και στρατηγικά, διότι δεν ενδιαφέρουν άμεσα το υπό συζήτηση θέμα.
Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου, που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Η Mάχη της Κρήτης», αλλά στα γερμανικά είναι: Operation Merkur: Die Eroberung der Insel Kreta im Mai 1941, που σημαίνει Επιχείρηση Ερμής: η κατάκτηση της νήσου Κρήτης τον Μάιο του 1941. Στα αγγλικά o τίτλος της εν λόγω στρατιωτικής επιχείρησης είναι The Battle of [for] Crete. Από την έρευνα στην πλούσια βιβλιογραφία του βιβλίου, διαπίστωσα ότι και στα γερμανικά χρησιμοποιούνται τίτλοι που εμπεριέχουν τις λέξεις «μάχη» ή «αλεξιπτωτιστές», και μόνο σε μία ακόμη περίπτωση χρησιμοποιείται ο όρος «Eroberung» (κατάκτηση). Οι ειδικοί γνωρίζουν ότι ο τίτλος ενός βιβλίου αποδίδει το πνεύμα του βιβλίου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο τίτλος υπαινίσσεται ότι το βιβλίο είναι γραμμένο από γερμανική οπτική γωνία και απευθύνεται σε γερμανικό ακροατήριο.
Ουδείς ψόγος θα μου πείτε. Αλλά αφού το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποφάσισε να αναγορεύσει τον Καθηγητή Richter επίτιμο διδάκτορα, ας δούμε τι συνεπάγεται αυτή η οπτική γωνία για την αξιολόγηση του αντιστασιακού αγώνα του κρητικού λαού εναντίον των Γερμανών.
Το βιβλίο προωθεί ένα συγκεκριμένο ιδεολόγημα, το οποίο θα επιχειρήσω να εξηγήσω παρακάτω. Θα ξεκινήσω, όμως, από την καταληκτήρια παράγραφο, που σύμφωνα με τους κανόνες της ρητορικής έχει ιδιαίτερη βαρύτητα (όπως άλλωστε και το προοίμιο). Την παραθέτω:
Οι Γερμανοί που είχαν πολεμήσει στην Κρήτη βρήκαν εκεί [=στους Νεοζηλανδούς] την αναγνώριση που τους στερούν μέχρι σήμερα στην πατρίδα τους, παρότι στο μεταξύ Γερμανοί στρατιώτες συμμετέχουν σε αποστολές στο εξωτερικό. Κατά την διατύπωση κρίσεων δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως οι νεαροί αυτοί αλεξιπτωτιστές υπήρξαν θύματα μιας παιδείας που στόχευε στην υπακοή και εμπόδιζε την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Επρόκειτο για νέους γεμάτους ενθουσιασμό, οι οποίοι γνώριζαν πως ανήκαν σε μια ελίτ. Ο ιδεαλισμός των ανδρών αυτών έτυχε της χειρότερης δυνατής μεταχείρισης. Έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν τη ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων. Έχει έρθει η ώρα να τους το αναγνωρίσουμε.
Ο Καθηγητής Richter εγκωμιάζει τους αλεξιπτωτιστές και ζητάει να τους αναγνωρίσει η γερμανική πλευρά τα οφειλόμενα. Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς συμβιβάζεται ο «ιδεαλισμός» με μια κατακτητική επιχείρηση, αλλά εδώ έρχεται ο ίδιος να μας εξηγήσει ότι «συμμετείχαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση χωρίς ιδεολογικά κίνητρα». Γράφει συγκεκριμένα (σ. 442):
Οι Έλληνες και οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές θαυμάζουν τις στρατιωτικές επιδόσεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι αποτελούν πρότυπο. Η μάχη περιγράφεται ως ιπποτική και δίκαιη. Η γερμανική πλευρά δυσκολεύεται να καταλήξει σε αντικειμενική αξιολόγηση, γιατί η επιχείρηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός επιθετικού πολέμου. Η Μάχη της Κρήτης ήταν η τελευταία επιχείρηση της γερμανικής πλευράς κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η οποία δεν είχε ιδεολογικά κίνητρα. Μετά την Κρήτη ο χαρακτήρας του πολέμου άλλαξε, τουλάχιστον όσον αφορά το Ανατολικό μέτωπο, εξαιρουμένης της Βόρειας Αφρικής, και μεταβλήθηκε σε πόλεμο κοσμοθεωριών.
Θεωρώ παράδοξη την αντίληψη ότι οι έως τότε πόλεμοι του Χίτλερ, δηλαδή η κατάληψη ολόκληρης σχεδόν της Δυτικής, Βόρειας, Κεντρικής και μέρους της Ανατολικής Ευρώπης, ήσαν καθαρά στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά όποιος θέλει το πιστεύει. Αν το επιχείρημα του Καθηγητή Richter σταματούσε εδώ και αφορούσε μόνο τη γερμανική πλευρά, στην οποία κυρίως απευθύνεται, το πράγμα θα ήταν λιγότερο ενοχλητικό. Ας δούμε όμως το επόμενο στάδιο του ιδεολογήματος του Γερμανού ιστορικού:
H Μάχη της Κρήτης είναι αφενός η τελευταία «καθαρή» στρατιωτική επιχείρηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αφετέρου η αφετηρία ενός «βρόμικου» πολέμου, ο οποίος περιλαμβάνει επιθέσεις ανταρτών. (σ. 440):
Στη διαστρέβλωση της εικόνας [για τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές] συντέλεσαν οι εξελίξεις της μετέπειτα κατοχικής περιόδου, όταν αναπτύχθηκε ο ανταρτοπόλεμος και οι δυνάμεις κατοχής […] απάντησαν με αντίποινα και κλιμάκωση της βίας. Ο αγώνας αυτός δεν ήταν πια «καθαρός» και έντιμος αλλά βρόμικος και κτηνώδης. Η SOE [Special Operations Executive]ενθάρρυνε τη συνέχισή του. (σ. 442).
Το επιχείρημα του Καθηγητή Richter είναι το εξής. Το κρητικό αντάρτικο κατά των Γερμανών, που οργανώθηκε με την καθοδήγηση των Βρετανών, άλλαξε προς το χειρότερο τον τρόπο με τον οποίο διεξαγόταν έως τότε ο πόλεμος, επειδή ο ανορθόδοξος πόλεμος ήταν ενάντια στη Συνθήκη της Χάγης και τους κανόνες του πολέμου. Αυτός ακριβώς ο τρόπος πολέμου ανάγκασε τους Γερμανούς να ξεκινήσουν την πολιτική των αντιποίνων («αίτιο και αιτιατό», όπως λέει). Η κρητική αντίσταση αμαύρωσε, σε τελευταία ανάλυση, την ιδεαλιστική πρόθεση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και κατά συνέπεια την αναγνώριση που τους οφείλεται για τις θυσίες τους.
Εκτός από τη διάπραξη ποικίλων εγκλημάτων πολέμου, ο Καθηγητής Richter κατηγορεί τους Κρητικούς ακόμη και για το γεγονός ότι διεξήγαγαν νυχτερινές επιχειρήσεις, αντί να αφήνουν τον εχθρό να αναπαυτεί και να φροντίσει για τις ανάγκες του! Ο τρόπος που επιχειρεί να καλύψει τον Student και τον Trebes μου προκαλεί ανησυχία για την αντικειμενικότητά του. Η μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίζει τις μαρτυρίες των Κρητικών έναντι των Γερμανών είναι περισσότερο από εμφανής, με την έννοια ότι θεωρεί αξιόπιστες τις προφορικές μαρτυρίες των Γερμανών, ενώ τις προφορικές μαρτυρίες των Κρητικών ή δεν τις μνημονεύει ή τις θεωρεί «παραμύθια». Θα είχα πολλά ακόμη να πω και για τον τρόπο που αναφέρεται σε συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και για τους «προκλητικούς» ισχυρισμούς του, αν μου επιτρέπετε την έκφραση. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αγοράσει το βιβλίο και να το διαβάσει.
Συνοψίζω. Η αφήγηση του Heinz Richter φέρνει τα πάνω κάτω στη σχέση ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, και θεωρεί τους Κρητικούς (και τους Βρετανούς) υπόλογους για εγκλήματα πολέμου, με ευρύτερες συνέπειες ως προς τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στο εξής οι Γερμανοί απέναντι στους αμάχους.
Με άλλα λόγια στην Κρήτη το πρόβλημα δεν ήταν οι Γερμανοί εισβολείς και κατακτητές, αλλά αυτοί που τους αντιστάθηκαν με ανορθόδοξο τρόπο και οι οποίοι δυστυχώς, ισχυρίζεται ο Καθηγητής Richter, εμποδίζουν τη δικαίωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών.
Τι θα σκεφτούν, λοιπόν, όσοι διαβάσουν την παραπάνω εκτίμηση του Καθηγητή Heinz Richter, λαμβάνοντας υπόψιν τους το κύρος του ως ιστορικού και το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης του απένειμε την ανώτατη τιμητική διάκριση; Ιδού η απορία.
Εγώ νομίζω ότι πρόκειται για ιδεοληψία που οδήγησε τον Heinz Richter στο παράλογο, σε ένα επιχείρημα που ανέπτυξε ad absurdum. Αλλά μου προκαλεί θλίψη, για να μην πω οργή, το γεγονός ότι τόλμησε να δηλώσει δημόσια ότι στο βιβλίο δεν λέει τίποτα από αυτά που αδίκως του καταμαρτυρούν («vorgeworfen» ήταν η λέξη, αν άκουσα καλά»). Πρόκειται για στάση απαράδεκτη για έναν ακαδημαϊκό δάσκαλο.
Κάποια στιγμή οι πόλεμοι τελειώνουν, οι λαοί συμφιλιώνονται και προχωράμε όλοι μαζί μπροστά. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς σεβασμό στην ιστορία και στο πραγματικό γεγονός ότι η χιτλερική Γερμανία διεξήγαγε βάρβαρους κατακτητικούς πολέμους εναντίον όλων σχεδόν των λαών της Ευρώπης, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να αντισταθούν με όλα τα μέσα που διέθεταν. Δεν είναι δυνατόν ένας ιστορικός να στρέφεται εναντίον τους και να τους καταγγέλλει, για να δικαιώσει τους εισβολείς αλεξιπτωτιστές.
Ας σκεφτούμε το ζήτημα με προσοχή και νηφαλιότητα, χωρίς κραυγές και θεωρίες συνωμοσίας, και ας πάρει θέση όποιος νομίζει. Κυρίως όμως ας πάρουν θέση τα Μέλη του Τμήματος που τον αναγόρευσε Επίτιμο Διδάκτορα. Γιατί το θέμα δεν αφορά μόνο το Πανεπιστήμιο αλλά όλο τον κρητικό λαό και ειδικά αυτούς που διατηρούν ακόμα τις μνήμες και τα τραύματα από τα χρόνια της γερμανικής «εισβολής», και όχι της γερμανικής «κατάκτησης» (Eroberung), παρακαλώ.
* Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης