Σημαντική άνοδο καταγράφεται στις τιμές των ακινήτων την τελευταία διετία, γεγονός που συνεπάγεται με αύξηση της ζήτησης, όχι όμως και της προσφοράς. Όπως εξηγούν μιλώντας στα «Ρ.Ν.» έμπειροι κτηματομεσίτες του Ρεθύμνου, η αύξηση των τιμών κυμαίνεται από 15-20%, ενώ αυτή αφορά τόσο τα ακίνητα προς πώληση, όσο και εκείνα που είναι προς ενοικίαση. Το ενδιαφέρον των υποψηφίων αγοραστών είναι μεγάλο και διαρκές τόσο από ντόπιους, όσο και από ξένους που επιθυμούν να επενδύσουν στην αγορά ενός ακινήτου σε περιοχή του νομού μας τόσο νότια όσο και βόρεια, ενώ καταγράφεται αύξηση της ζήτησης από ξένους και για αστικά ακίνητα.
Την ίδια στιγμή οι τιμές των ενοικίων όχι μόνο παραμένουν στα ύψη, αλλά συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη της προσφοράς. Η απουσία οικοδομικής δραστηριότητας επί σειρά ετών, αλλά και η αξιοποίηση πληθώρας ακινήτων τόσο μικρών όσο και μεγαλύτερων για τουριστικούς σκοπούς έχει ως αποτέλεσμα τα διαθέσιμα ακίνητα να χαρακτηρίζονται υπερτιμημένα, ενώ σε πολλές των περιπτώσεων η τιμή δεν ανταποκρίνεται στην ποιότητα των ακινήτων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στα «Ρ.Ν.», ο κτηματομεσίτης Γιώργος Καρτσώνης, το τελευταίο διάστημα καταγράφεται σημαντική αύξηση της ζήτησης για ακίνητα στον νομό μας από ξένους που επιθυμούν, είτε να αγοράσουν, είτε ακόμα και να νοικιάσουν κάποιο διαμέρισμα αφού, όπως εξηγεί για τους Ευρωπαίους η χώρα μας, αλλά και το Ρέθυμνο αποτελούν έναν ελκυστικό προορισμό τόσο από πλευράς περιβάλλοντος και κλίματος όσο και συγκριτικά με το κόστος ζωής.
Χαρακτηριστικά, ο κ. Καρτσώνης, τόνισε: «Το 2022 ήταν μια πάρα πολύ καλή χρονιά για τον κλάδο των real estate. Το 2022 καταγράφηκε αύξηση στις τιμές κατά 15% που ακολούθησε το αντίστοιχο ποσοστό αύξησης που είχε καταγραφεί το 2021 σε σχέση με το 2020. Αύξηση καταγράφεται και στις τιμές των ενοικίων, κάπως μικρότερη ωστόσο, καθώς εκεί οι τιμές ήταν ήδη υψηλές. Πάντα οι τιμές είναι συνάρτηση της προσφοράς και της ζήτησης που αποτελεί τον βασικό κανόνα της οικονομίας. Η αύξηση των τιμών αποδίδεται και στη σταθερότητα που έχει αποκτήσει η χώρα το τελευταίο διάστημα και στην εικόνα που καταγραφεί στο εξωτερικό. Ο κόσμος (οι ξένοι) που θέλουν να επενδύσουν στη χώρα μας βλέπουν την Ελλάδα, ως έναν ελκυστικό προϊόν σε σχέση με τις ανταγωνιστικές χώρες καθώς εδώ μπορούν να αγοράσουν κάτι σε προσιτή τιμή σε σχέση με άλλες χώρες. Και με την προοπτική ότι οι τιμές των ακινήτων στη χώρα τα επόμενα χρόνια θα συνεχίζουν να ανεβαίνουν οι ξένοι εκτιμούν ότι πρόκειται για μια καλή επενδυτική ευκαιρία σε συνδυασμό με το κόστος ζωής που για τους ίδιους είναι χαμηλότερο από ότι στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης» και πρόσθεσε ότι: «Στους ξένους αρέσει η Ελλάδα. Έχει αλλάξει γενικότερα ο τρόπος που ζουν και εργάζονται στη χώρα τους και θέλουν να έρθουν να ζήσουν και να εργαστούν στην Ελλάδα, όπου το περιβάλλον για τους ίδιους είναι καλύτερο, το κλίμα, η φιλοξενία και οι συνθήκες είναι πιο ανθρώπινες γι’ αυτούς. Αυτό είναι κάτι που το βλέπουν το εισπράττουν στα επαναληπτικά ταξίδια που κάνουν στον τόπο μας. Εκτός από τις πωλήσεις αύξηση καταγράφει και το κομμάτι των ενοικιάσεων από ξένους, όπου το ενδιαφέρον ήταν αρκετά μεγάλο τον Σεπτέμβριο. Στην πλειοψηφία τους αυτοί όπου νοιάζουν είναι συνταξιούχοι».
Πρόσθεσε επίσης ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχει αύξηση της ζήτησης από τους Ισραηλινούς. Και κατέληξε λέγοντας πως: «Η Ελλάδα τα επόμενα πέντε χρόνια θα πάει πολύ καλά, στον κλάδο των ακινήτων καθώς τα μηνύματα είναι πολύ θετικά. Σε φόρουμ που συμμετέχω γίνεται γνωστό ότι έρχεται πολύς κόσμος να επενδύσει στη χώρα μας. Η Ελλάδα για τους ίδιους (τους ξένους) είναι ένα σταθερό περιβάλλον που αξίζει τον κόπο να δώσει τα χρήματα του διότι ξέρει ότι θα έχει ένα όφελος το επόμενο διάστημα και όλο αυτό το πακέτο για τους ίδιους αλλά και για τη χώρα μας είναι πολύ καλό».
Όπως ανέφερε ο κ. Καρτσώνης, τον τελευταίο χρόνο, το 50% των αγοραστών αφορά σε ξένους και το υπόλοιπο 50% σε ντόπιους.
Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνεται και η θέση της Αγγελικής Παπαδάκη, σύμφωνα με την οποία η αύξηση των τιμών στα ακίνητα είναι της τάξεως του 20%, τόσο στον τομέα των πωλήσεων όσο και των ενοικιάσεων. «Το ενδιαφέρον για αγορά είναι πολύ μεγάλο όχι όμως και των πωλήσεων που είναι πολύ μικρό καθώς δεν υπάρχουν ακίνητα. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες προχωρούν σε ανακαίνιση των ακινήτων τους για να τα αξιοποιήσουν για τουριστικούς σκοπούς. Το ίδιο ισχύει και για τον τομέα των ενοικιάσεων που δεν υπάρχει διαθεσιμότητα ακινήτων, υπάρχει αύξηση της ζήτησης και αύξηση των τιμών. Δεν υπάρχει οικοδομική δραστηριότητα εδώ και πολλά χρόνια. Το τελευταίο διάστημα μπορεί να υπάρχει μια κινητικότητα και να υπάρχει επανεκκίνηση της οικοδομικής δραστηριότητα, ωστόσο δεν διατίθενται για πώληση. Νέες οικοδομές διαθέσιμες για πώληση ή ενοικίαση είναι σχεδόν μηδενικές. Η αύξηση του πληθυσμού της πόλης είναι δυσανάλογη με τα διαθέσιμα ακίνητα που παραμένουν στα ίδια επίπεδα», είπε και παράλληλα τόνισε πως σε σχέση με πέρυσι καταγράφεται αύξηση της ζήτησης από τους ξένους, τόσο νότια όσο και στη βόρεια πλευρά του νομού και κυρίως για αστικά ακίνητα.
Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος αν και σημειώνει το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον θεωρεί ότι η αγορά των ακινήτων είναι ευάλωτη, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές αβεβαιότητες που σχετίζονται κυρίως με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Η ΤτΕ «βλέπει» τις επιπτώσεις από τη σταδιακή αύξηση του κόστους των υλικών και της ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και τις πληθωριστικές πιέσεις να αποτυπώνονται ήδη στη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας και στην υποχώρηση των προσδοκιών για την πορεία της αγοράς ακινήτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας Ελλάδας. «Οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων, αν και παραμένουν θετικές για το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της, διαφαίνεται πλέον ότι είναι περισσότερο συγκρατημένες σε σχέση με την αρχή του έτους. Η συμπίεση των καθαρών αποδόσεων των επενδύσεων και των προσδοκώμενων υπεραξιών από τα ακίνητα, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων και της αβεβαιότητας, εκτιμάται ότι σταδιακά οδηγεί, εκ νέου, μέρος των επενδυτών σε στάση αναμονής. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική αγορά ακινήτων, μετά από την υποτονική οικοδομική δραστηριότητα και την υποβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος επί μία δεκαετία και άνω, αναμένεται να διατηρήσει το αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών. Εκτιμάται ότι σημαντικό μέρος των επενδυτικών κεφαλαίων θα κατευθύνεται πλέον προς νέα κτίρια -ή ανακατασκευασμένα παλαιότερα- σύγχρονων περιβαλλοντικών προδιαγραφών, συμβατά με τη διεθνή τάση για βιώσιμες λύσεις. Παράλληλα, οι αναπλάσεις μεγάλης εμβέλειας που πραγματοποιούνται ή προγραμματίζονται, η βελτίωση των υποδομών, η σταδιακή ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων (με τη συμβολή και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και οι ελκυστικές αποδόσεις των ακινήτων υψηλών προδιαγραφών αναμένεται να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στην τρέχουσα δυσμενή συγκυρία και να συντηρήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη θετική δυναμική της αγοράς».