Το αυξημένο λειτουργικό κόστος, που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας και των γενικότερων ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες, παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Ήδη η χρονιά που πέρασε δοκίμασε και έφτασε στα όρια τις αντοχές των ελληνικών επιχειρήσεων, που ήρθαν αντιμέτωπες με ένα πολύ υψηλό πληθωρισμό, που έφερε αυξήσεις σε βασικές πρώτες ύλες και ενέργεια δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα και απειλώντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τη βιωσιμότητα των ίδιων των επιχειρήσεων.
Σημαντικά προβλήματα για πολλές επιχειρήσεις αποτελούν επίσης η μείωση κύκλου εργασιών και η μείωση της επιχειρηματικής ρευστότητας σε συνδυασμό με τις δυσκολίες τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ το πάγιο και μεγάλο πρόβλημα είναι η εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών οφειλών.
Με αφορμή τις πρόσφατες ανακοινώσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού, οι επιχειρηματίες θεωρούν πως αυτή κινείται σε θετική κατεύθυνση, επισημαίνουν ωστόσο ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη μέτρων αντισταθμιστικών, που θα ανακουφίσουν την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδευτεί με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε οι επιχειρηματίες να μπορούν να ανταποκριθούν στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Οι φοροελαφρύνσεις και η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, αλλά και οι διευκολύνεις στην αποπληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων αποτελούν βασικά αιτήματα του επιχειρηματικού κόσμου.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση των «Ρ.Ν.» ο πρόεδρος του Επιμελητήριου Ρεθύμνου, Γιώργος Γιακουμάκης, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ τον μήνα που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 9,4% από την 1η Απριλίου, την οποία ανακοίνωσε η κυβέρνηση και που αφορά 585.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, κινείται σαφώς προς τη σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει όμως να συνοδευτεί και από μέτρα για την αντίστοιχη ανακούφιση των επιχειρήσεων. Για μια τέτοια σημαντική αύξηση, θεωρούμε ότι θα πρέπει αντίστοιχα να ληφθούν υπ’ όψιν και οι συνολικές αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και συνεπώς θα πρέπει να συνοδευτεί από ισόρροπες πολιτικές ως προς αυτές.
Για παράδειγμα, η παλαιότερη δέσμευση του Πρωθυπουργού για περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (πέρα αυτής που έχει ήδη εφαρμοστεί), θεωρούμε ότι σήμερα είναι μία ώριμη στιγμή για να θεσμοθετηθεί. Διεκδικούμε επίσης την, όσο το δυνατόν άμεση υλοποίηση της πλήρους κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος, αλλά και την υλοποίηση μιας δέσμης από ειδικές δράσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεών μας το έλλειμμα της οποίας αποτελεί πολύ μεγάλο εμπόδιο ως προς την ανταγωνιστικότητά τους».
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η ανακοίνωση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελμάτων Βιοτεχνών και Εμπόρων (ΓΣΕΒΕΕ), η οποία αναφέρει ότι: «Στην παρούσα συγκυρία που ο υψηλός πληθωρισμός έχει μειώσει τα εισοδήματα η σχετική παρέμβαση ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων-καταναλωτών είναι θετική για την αγορά. Η κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει και για την ανακούφιση των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών, όπου το κόστος λειτουργίας τους λόγω των ανατιμήσεων έχει εκτιναχθεί.
Στο πλαίσιο αυτό μέτρα που θα μειώνουν το αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων (π.χ μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος και πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος) και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, είναι αναγκαία ώστε τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις».