Η πρωτεύουσα, όπως και κάθε μεγαλούπολη, πάντα έδινε δεύτερες ευκαιρίες σε φιλόδοξους νέους να κατακτήσουν τη ζωή. Κι όταν μάλιστα διέθεταν μυαλό και δεξιότητες μπορούσαν και να προκόψουν.
Ένας από αυτούς τους σημαντικούς αποδήμους ήταν ο Μίνως Ανδρουλιδάκης δημοσιογράφος κι αυτός με λαμπρή καριέρα. Ήταν γιος του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη (1850-1939).
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1890 και από την εφηβική του ηλικία άρχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη δημοσιογραφία.
Αμέσως μόλις τελειώνει το γυμνάσιο ξαφνιάζει την πνευματική κοινότητα της πόλης με μια εφημερίδα που ονόμασε «Θάρρος». Ήταν μόλις τέσσερις σελίδες αλλά δεν υστερούσε σε τίποτα από μια επαγγελματική εφημερίδα με παρουσία χρόνων στον χώρο. Δεν έλειπε ούτε το άρθρο με άποψη, ούτε το κυρίως θέμα, μα ούτε και το χρονογράφημα. Ακόμα και σονέτο παρουσίαζε από το πρώτο φύλλο. Κι όλα έδειχναν πως ο Μίνως έχει λαμπρό μέλλον.
Φαίνεται πως και ο ίδιος πίστευε πολύ στον εαυτό του. Έτσι στα 1914, ανεβαίνει στην Αθήνα και τολμά να διεκδικήσει μια θέση σε έναν χώρο τόσο ανταγωνιστικό, όπως αυτός του τύπου. Έτσι τολμηρός, ευφυής, χαριτωμένος και κοινωνικότατος, όπως ήταν, δεν άργησε να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ιδιαίτερα του αναγνωστικού κοινού.
Σε χρόνο ρεκόρ καταφέρνει από απλός ρεπόρτερ, να γίνει πολιτικός συντάκτης στη συνέχεια και να κατακτήσει τέλος και την καρέκλα του αρχισυντάκτη. Ένα στοιχείο που αποδεικνύει την αξία του, είναι, ότι κάθε νέος εκδότης χτυπούσε πρώτα τη δική του πόρτα για συνεργασία. Όλοι οι εκδότες τον ήθελαν επειδή εκτιμούσαν τη δυναμική του πέννα και την άνεσή του να διαχειρίζεται υποδειγματικά κάθε θέμα με τη μεθοδικότητα που τον διέκρινε.
Έχοντας πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων του, τολμά στα 1920 να κυκλοφορήσει, στην Αθήνα πάντα, μια δική του εφημερίδα τον «Ελεύθερο Άνθρωπο». Μέσα σε έξι μήνες η εφημερίδα κατείχε μια δεσπόζουσα θέση στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Κι όπως ήταν φυσικό άρχισαν να πλησιάζουν τον Μίνωα Ανδρουλιδάκη παράγοντες που αναζητούσαν πληρωμένες πένες για να εξασφαλίσουν κομματικά και οικονομικά συμφέροντα. Όπως ήταν αναμενόμενο ο νεαρός εκδότης τους έδειχνε με παρρησία την πόρτα αρνούμενος να υποκύψει σε συναλλαγές ύποπτες, όσο κι αν θα του στοίχιζε αυτό. Έτσι σύντομα αναγκάστηκε να την κλείσει αλλά τουλάχιστον είχε διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, τιμώντας και το λειτούργημα που επιτελούσε. Γιατί έτσι έβλεπε τη δημοσιογραφία. Το 1928 ήταν διευθυντής της εφημερίδας «Φωνή της Κρήτης» που κυκλοφορούσε στην Αθήνα.
Δεν είχε όμως μόνο εξαιρετική δημοσιογραφική πέννα, αλλά και λογοτεχνική. Μια σειρά από πεζοτράγουδα που κυκλοφόρησε τα 1924, γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία και γίνονται αφορμή να τον καλέσει στον κύκλο της ο πνευματικός κόσμος του Ελληνικού Παρνασσού.
Συνέντευξη με Μητροπολίτη για την έκλυση ηθών
Ένα δείγμα της τόλμης του και του δυναμισμού του στην προσέγγιση κοινωνικών προβλημάτων έχουμε από την παρακάτω συνέντευξη, που είχε πάρει από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών, Χρυσόστομο με το βασικό ερώτημα «Υπάρχει έκλυση ηθών στην Αθήνα;» Ήταν στα 1925 όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή παρατηρείται μια ιδιαίτερη έκλυση των ηθών στην ελληνική πρωτεύουσα. Είχε πλέον λάβει τέλος ο συντηρητισμός των προηγούμενων δεκαετιών και η πόλη άρχισε να βιώνει τον τρόπο ζωής της Belle Époque.
Η λογοτεχνία τον κερδίζει για μεγάλο διάστημα. Μέσα από τα λογοτεχνήματά του προβάλλει ο τόπος του που λάτρευε και όλες οι λαμπρές σελίδες του. Ιδιαίτερα τα γραπτά του γύρω από την περίοδο της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης διακρίνοντας για το πάθος και στην πίστη του στη «Μεγάλη Ιδέα». Ιδιαίτερη απήχηση βρήκαν τα λαογραφικά του κείμενα, που προβάλλουν σημαντικές ενότητες του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ασυμβίβαστος δημοσιογράφος ασχολείτο με σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, όπως τα διατροφικά σκάνδαλα.
Κάπου στα 1934 εκδίδει την «Ευρώπη» μια εβδομαδιαία φιλολογική έκδοση που άφησε εποχή.
Τα χρόνια της Κατοχής τον βρήκαν να δοκιμάζεται σκληρά, επειδή δεν ήθελε να συμβιβαστεί και να συνεργαστεί με απάτριδες για να εξοικονομήσει οφέλη. Φυτοζωούσε αλλά τον χόρταινε η πίστη του στα ιδανικά που του έδιναν νόημα ύπαρξης. Οι στερήσεις όμως που περνούσε υπόσκαψαν την υγεία του. Σαν γνήσιος Κρητικός όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχιζε να παλεύει.
Με την απελευθέρωση προσπαθεί με τιτάνιο αγώνα και αφάνταστη δύναμη ψυχής να κερδίσει τον χαμένο χρόνο της σκλαβιάς και εργάζεται ακατάπαυστα μοιράζοντας τον χρόνο του σε εφημερίδες, ραδιόφωνο, συγγραφή βιβλίων και σε σοβαρές φιλολογικές εκδόσεις ανεξάρτητες.
Εργαζόταν 18 ώρες το 24ωρο και μπορούσε να κρατάει παράλληλα στήλη σε δυο και τρεις ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά.
Από τις εξαιρετικές εκδόσεις του και τα βιβλία «Ιστορίες από την Κρήτη» 1944 και «Στοιχειά και φαντάσματα».
Είναι πλέον από τους σημαντικούς δημοσιογράφους και δεν αργεί να τον καλέσει και η ραδιοφωνία. Θα την υπηρετήσει με τη συνέπεια που τον χαρακτήριζε από το 1944 μέχρι το 1949 και θα έχει την ευκαιρία να προβάλλει τον τόπο του, με εκπομπές που κέρδισαν αμέσως τους ακροατές του Ε.Ι.Ρ της εποχής.
Οι ταλαιπωρίες που πέρασε όμως και η εξαντλητική δουλειά τον γονάτισαν. Και το 1949 αναγκάζεται να απομακρυνθεί και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα της υγείας του, με φάρο ελπίδας πάντα κοντά του τη γυναίκα του και την κόρη του Γιολάντα που λάτρευε.
Εκείνη ακολούθησε την πορεία του πατέρα της και μάλιστα με την ίδια επιτυχία.
Ο Μίνως Ανδρουλιδάκης έφυγε για τον χώρο της αιώνιας γαλήνης το Μάιο του 1953. Και οι συμπολίτες του απέδωσαν τα εύσημα με σειρά νεκρολογιών στον τοπικό τύπο, από όπου αντλήσαμε στοιχεία και για το παρόν αφιέρωμα.
Ο Σπύρος Δρανδάκης
Ένας επίσης σημαντικός απόδημος ήταν ο Σπύρος Δρανδάκης που εντοπίσαμε σε μια νεκρολογία του Αναστασίου Χομπίτη όταν ήταν πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως. Ο λόγος που δώσαμε κάποια ιδιαίτερη σημασία είναι η διαπίστωση ότι ο μέγας εκείνος Κρητικάρχης ήταν φειδωλός στους επαίνους και ιδιαίτερα στις δημόσιες ομιλίες για τρίτους. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έκανε την εξαίρεση και μια από αυτές ήταν ο αποχαιρετισμός στον Σπύρο Δρανδάκη.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα 1884 στο φούντωμα των επαναστάσεων. Η παρουσία των Τούρκων ξυπνούσε τα βαθειά πατριωτικά του αισθήματα. Και χωρίς δεύτερη σκέψη, μόλις ενηλικιώθηκε αποφάσισε να πάει στην Αθήνα. Δεν είχε κάνει ιδιαίτερες σπουδές αλλά είχε αφάνταστες δεξιότητες που καλλιεργούσε για προσωπική του αρχικά ευχαρίστηση. Μια από αυτές ήταν η βελόνα. Η γόνιμη φαντασία του και η έμφυτη καλαισθησία του έκαναν θαύματα πάνω στο ύφασμα. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη ραπτική που σύντομα τον καταξίωσε κάνοντας πελάτες του τους επιφανέστερους Αθηναίους.
Η επιτυχία του δεν του προκαλούσε καμιά συγκίνηση. Ανήσυχη φύση καθώς ήταν πήρε κι άλλη μεγάλη απόφαση. Έφυγε για ειδίκευση στο Παρίσι. Κι εκεί βρήκε αυτό που αναζητούσε. Επέστρεψε κατέχοντας πια μια πλήρη κατάρτιση που του επέτρεπε να ξανοιχτεί επαγγελματικά. Έτσι δημιούργησε ένα πρότυπο ραφείο για υψηλά γούστα που δεν άργησε να αποκτήσει και το ταίρι του δίνοντας ψωμί και σε πολλές οικογένειες.
Άρχοντας στην ψυχή είχε καταφέρει εκτός από άριστος τεχνίτης να καταξιωθεί και ως άνθρωπος και φλογερός πατριώτης. Αν και οι προοπτικές για το μέλλον του ήταν λαμπρές δεν δίστασε να καταταγεί εθελοντής στο κάλεσμα της πατρίδας και να λάβει μέρος στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 1912-1913. Στο Σαραντάπορο μάλιστα κινδύνεψε η ζωή του και για καιρό τον ταλαιπωρούσαν τα τραύματα που του άφησε η εμπειρία του αυτή. Συνέχισε τη δράση του στο Μικρασιατικό Μέτωπο και έμεινε εκεί να πολεμά μέχρι την κατάρρευση.
Επιστρέφοντας στην καθημερινότητά του αποφάσισε να δημιουργήσει οικογένεια. Μια πανέμορφη κοπέλα από ιστορική γενιά η Γεωργία Κουτσουράκη έκλεψε την καρδιά του. Μα είχε χάρες πολλές και στάθηκε δίπλα του με αφοσίωση και αγάπη. Κοινός παρανομαστής της αρμονικής τους συμβίωσης η κοινωνική προσφορά. Δεν υπήρχε άνθρωπος με πρόβλημα επιβίωσης να μην αντιμετωπιστεί από τον Σπύρο και τη Γεωργία Δρανδάκη σαν συγγενείς.
Το αρχοντικό τους στη Γλυφάδα ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο. Και στα σκληρά χρόνια της Κατοχής έγινε ένα σίγουρο καταφύγιο. Με κίνδυνο της ζωής της κυρίως η Γεωργία είχε αναλάβει στρατιώτες που είχαν εγκλωβιστεί και μετά από φροντίδα και περίθαλψη τους έστελνε στην Κρήτη ή όπου αλλού θα ένοιωθαν προστατευμένοι.
Το ζεύγος Δρανδάκη δεν απέκτησε παιδιά κι αυτό τους έκανε πιο ευάλωτους στις ανάγκες των νέων. Άνοιξαν την αγκαλιά τους σε όσους νέους και νέες έφθαναν στην πρωτεύουσα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και ήταν από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Παγκρητίου για τη δημιουργία μιας Στέγης για τα άπορα Κρητικόπουλα.
Και όταν έφυγε ο Σπύρος η Γεωργία του αποφάσισε στη μνήμη του να διαθέσει ένα επαρκή χώρο στην πολυκατοικία επί της οδού Σόλωνος για την εξυπηρέτηση αυτού του ιερού σκοπού.
Η κρητική παροικία των Αθηνών ποτέ δεν ξέχασε την αγάπη και την προσφορά του Σπύρου Δρανδάκη. Κι όσο ζούσαν εκείνοι που γνώρισαν από κοντά το μεγαλείο της ψυχής του έδιναν τα εύσημα της ειλικρινούς εκτίμησης και αναγνώρισης του πολυσήμαντου ανθρωπιστικού του έργου.
Εμμανουήλ Γ. Βλαστός -Γεώργιος Μαρ. Μοάτσος
Τον Εμμανουήλ Γ.Βλαστό, μας τον γνώρισε η γλαφυρή πέννα του αείμνηστου Λεωνίδα Καούνη και αξίζει πραγματικά να τον αναφέρουμε στο αφιέρωμά μας αυτό.
Γεννήθηκε στο Βυζάρι και ήταν από την ιστορική γενιά των Βλαστών.Η σκληρή ζωή στο χωριό χωρίς καμιά πιθανότητα βελτίωσης τον υποχρέωσε να ξενιτευτεί. Πήγε στην Αμερική κι εκεί με σκληρή δουλειά και σταθερό στόχο κατάφερε να αποκτήσει μια καλή περιουσία που χρόνο με τον χρόνο γινόταν και μεγαλύτερη.
Όταν αποφάσισε να παντρευτεί, αρκετά μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής, διάλεξε μια Κρητικοπούλα με χάρες και δημιούργησε μαζί της μια όμορφη οικογένεια. Δυο αγόρια συμπλήρωσαν την ευτυχία τους ο Γιώργος και ο Ιωσήφ.
Τα χρόνια που κυλούσαν μακριά από την Κρήτη έκαναν την νοσταλγία του Εμμανουήλ βασανιστική. Πήρε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση και πριν ξεκινήσει άρχισε να μαζεύει κειμήλια από τον γενναίο, οπλαρχηγό πατέρα του και τον επίσης μεγάλο πατριώτη αδελφό του. Όνειρο του Εμμανουήλ να ιδρύσει ένα μουσείο στο χωριό με τα θυμητάρια που θα φόρτιζαν το πατριωτικό συναίσθημα στις γενιές του μέλλοντος.
Δεν πρόλαβε όμως. Η καρδιά του τον πρόδωσε. Ο θάνατός του συγκίνησε την κοινωνία που ζούσε και ακόμα εφημερίδες τοπικές αναφέρθηκαν με θερμά λόγια στη ζωή και στο έργο του.
Ένας ακόμα ευπατρίδης των απόδημων Κρητών ήταν ο Γεώργιος Μ. Μοάτσος. Γιος του περίφημου μεγαλεμπόρου Μαρίνου Μοάτσου είχε αποκτήσει ζηλευτά εφόδια για τη ζωή.
Στην παροικία των Αθηνών έγινε ευρύτερα γνωστός για το ήθος και την αφοσίωσή του στις παραδοσιακές αξίες. Μια ανίατη νόσος δεν του επέτρεψε να ζήσει και να προσφέρει όπως ήταν η μόνιμη επιθυμία του. Άφησε όμως μνήμη αγαθή.
Εμμανουήλ Σαρμάνης
Από τους μεγάλους ευεργέτες του τόπου μας και ο ευπατρίδης Εμμανουήλ Σαρμάνης. Όταν πρυτάνευε ο εγωισμός και η διάθεση για την οικονομική εξασφάλιση ο Αμαριώτης αυτός στήριζε τον τόπο του και κάλυπτε βασικές ανάγκες, αψηφώντας το κόστος. Όλα μάλιστα γίνονταν με απόλυτη χριστιανική αντίληψη.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος γεννήθηκε στον Φουρφουρά το 1892. Ήταν το δεύτερο παιδί του Στυλιανού Σαρμάνη του ονομαστού Σαρμανοστελιανού που είχε δημιουργήσει μια όμορφη πενταμελή οικογένεια. Εκτός από το Μανόλη είχε ακόμα τη Μαρία που ήταν πρωτότοκη, τον Νικόλα, τη Μηλιά και τη Χρυσή.
Ο Μανόλης όπως όλα τα παιδιά της γενιάς του έπρεπε να βοηθά την οικογένεια. Καθήκον του ήταν η βοσκή των λίγων προβάτων της οικογενείας. Βοσκαρουδάκι φιλότιμο γεμάτο συνέπεια, ήταν καμάρι των γονιών του. Είχε όμως έφεση στα γράμματα κι ευτυχώς το περιβάλλον του δεν σκέφτηκε καν να το αποτρέψει από το όνειρο των σπουδών. Όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό για την οικογένεια. Στο δημοτικό σχολείο του Φουρφουρά έμαθε τα πρώτα γράμματα συνέχισε στο Ελληνικό Σχολείο στο Μοναστηράκι και πήρε απολυτήριο από το σχολαρχείο.
Ήταν μόλις 13 ετών, όταν εξήγησε στους γονείς του την ανάγκη του να αναζητήσει καλύτερη τύχη σε μεγαλύτερη περιοχή και τους αποχαιρέτισε. Ήταν το 1905. Μια εποχή που η Κρήτη προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της ανάπτυξης μετά από τόσο βαριά σκλαβιά.
Βρέθηκε στο Κάιρο μετά από μεγάλες περιπέτειες, αλλά γεμάτος ελπίδα. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι η ζωή δεν εκπληρώνει με την πρώτη προσπάθεια τα όνειρα. Έπρεπε να βρει οποιαδήποτε δουλειά γιατί αντιμετώπιζε πια πρόβλημα επιβίωσης. Κάτι που τον βόλεψε προσωρινά ήταν να ψήνει κάστανα και να τα πουλάει στους δρόμους.
Από την επαφή του με τους ανθρώπους που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια έμαθε πως δεν θα είχε προκοπή αν δεν έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να προχωρήσει στα βάθη της Αφρικής. Εκεί που θα εύρισκε πηγές πλούτου. Οι κίνδυνοι μεγάλοι. Εκτός από το άγνωστο περιβάλλον ήταν το κλίμα που απειλούσε την υγεία του, οι αφιλόξενοι ιθαγενείς, τα άγρια ζώα της ζούγκλας. Κι όμως αποφασισμένος καθώς ήταν προχώρησε στα άδυτα της Τανζανίας χωρίς να ξέρει τη γλώσσα και τις κοινωνικές συνθήκες. Επέλεξε να μείνει στην Τάγκα, στα ανατολικά παράλια που βρέχονται από τον Ινδικό Ωκεανό.
Τα δημόσια έργα που ήταν σε εξέλιξη του χάρισαν την πρώτη ευκαιρία. Εξασφάλισε μια υπεργολαβία στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής από την Γκόμα, μέχρι το Νταρ Ελ Σαλάαμ. Έβγαλε αρκετά χρήματα. Η συνάντηση με τον Αμαριώτη Μανόλη Λέκκα που εργαζόταν κι αυτός στην Μαύρη Ήπειρο τον οδήγησε μερικά βήματα προόδου παραπέρα. Πρότεινε να συνεταιριστούν κι εκείνος το δέχτηκε με χαρά. Αγόρασαν εκτάσεις και επιδόθηκαν σε κερδοφόρες καλλιέργειες. Η τύχη άρχισε να χαμογελά και στους δυο και μάλιστα με πλατύ χαμόγελο. Πρώτος έφυγε ο Λεκκας. Είχε δημιουργήσει μια σεβαστή περιουσία και ήθελε να γυρίσει πια στον τόπο του. Πράγματι επέστρεψε στην Κρήτη κι άρχισε κερδοφόρες επενδύσεις σε κεντρικά κτίρια.
Ο Σαρμάνης μένοντας μόνος αποφάσισε να συνεταιριστεί με έναν Ινδό. Καλός άνθρωπος του φάνηκε, ήσυχος ήταν, εργατικός. Σκέφτηκε ότι δεν θα έκανε καλύτερη επιλογή.
Η επιτυχία τον είχε μεθύσει. Κι εκεί που βρισκόταν στο απόγειο της οικονομικής του ανόδου ήρθε η μεγάλη κρίση του 1932. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο Μανόλης Σαρμάνης βρέθηκε χωρίς χρήματα. Η αναποδιά τον ζάλισε. Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τη νέα του κατάσταση. Πολλά βράδια κοιμήθηκε νηστικός. Κι εκεί που τον έπνιγε η απελπισία θυμόταν το Θεό και η βαθιά του πίστη δεν τον εγκατέλειψε.
Νέα προσπάθεια
Κάθισε με ψυχραιμία και μελέτησε την αγορά και τα προϊόντα που είχαν ζήτηση. Με αφάνταστες δυσκολίες κατάφερε να συγκεντρώσει κάποια χρήματα και να αγοράσει μια άγρια έκταση την οποία μετέβαλε σε σχοινόκτημα. Περιζήτητο το σχοινί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν άργησε να τον κάνει πάμπλουτο. Επιτέλους τα είχε καταφέρει.
Ήταν το 1963 που αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο του. Αρκετά είχε δουλέψει. Δεν άντεχε να τον στερηθεί κι άλλο. Η επιστροφή βέβαια δεν ήταν χωρίς συνέπειες.
Η νομοθεσία της Τανζανίας δεν του επέτρεπε να πάρει μαζί του όλα του τα κεφάλαια από την περιουσία που είχε πουλήσει. Είχε δικαίωμα να βγάλει μόνο το 51%. Δεν δίστασε λεπτό. Ακόμα και με τα μισά του χρήματα είχε μεγάλη οικονομική άνεση. Ήταν πάμπλουτος.
Ενώ είχε ξοδέψει εκατομμύρια σε δωρεές, η περιουσία του εξακολουθούσε να είναι τεράστια, καθώς ο Σαρμάνης είχε επενδύσει σωστά τα χρήματά του σε σταθερές αξίες που του εξασφάλιζαν και άλλα κέρδη. Ο άνθρωπος αυτός ήταν γεννημένος επιχειρηματίας. Είχε μεριμνήσει για τη συντήρηση των οικοτροφείων και από τα χρήματα που θα περίσσευαν να ευεργετείται και το Δημοτικό τότε Νοσοκομείο Ρεθύμνου.
Μετά από σύντομη ασθένεια τον βρήκε ο θάνατος. Ήταν 17 Οκτωβρίου 1971. Αρχικά τον έθαψαν στο Κοιμητήριο Ζωγράφου και αργότερα μετέφεραν το οστά του στο χωριό όπου έχει στηθεί και η προτομή του.
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Μορφές
Γιώργου Εκκεκάκη «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη».
Εφημερίδα «Βήμα» Ρεθύμνου Μάιος 1954.
Λεωνίδα Καούνη: Εμμανουήλ Γ. Βλαστός (νεκρολογία)
Αναστάσιου Χομπίτη: Σπύρος Δρανδάκης (νεκρολογία)
Από Κείμενα Ελευθερίου Σκιαδά στον «Μικρό Ρωμηό»
Ιστότοπος: Παλιά Αθήνα.