Στ’ αποκριάτικα ντυμένη η πόλη ζει την περίοδο της ξεγνοιασιάς με τις ομάδες να ετοιμάζονται από τώρα για τη μεγάλη παρέλαση. Είναι βέβαια περίοδος γλεντιού, αλλά είναι τα γεγονότα που θολώνουν το κέφι. Κάποτε όμως και στις πιο κρίσιμες εποχές, παρέες Ρεθεμνιωτών πυροδοτούσαν τη διάθεση για γλέντι κι ας ήταν λίγος ο μεζές και μετρημένο το κρασί.
Τότε, αρχές του περασμένου αιώνα ήταν όλα τόσο διαφορετικά. Τα γλέντια ήταν οικογενειακά. Οι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα για καλοπέραση, αλλά ήξεραν με απλό μεζέ, να συνοδεύουν το κρασί και να κλέβουν μια του χάρου.
Στα «τζάκια» τώρα οι επιφανείς οικογένειες του τόπου διασκέδαζαν διαφορετικά.
Οι μεγάλοι σύλλογοι, αυτός των «Κυριών» πρώτα και το Λύκειο Ελληνίδων στη συνέχεια, ετοίμαζαν τους μεγάλους χορούς, που ήταν και το μεγάλο κοσμικό γεγονός.Η είσοδος φυσικά ήταν με …προϋποθέσεις. Από το ένδυμα μέχρι τη συμπεριφορά.
Ο απλός κόσμος πάλι διασκέδαζε φτωχά, μεν, αλλά ίσως πιο ουσιαστικά.
Ας ξεκινήσουμε όμως το επίκαιρο ιστορικό μας οδοιπορικό από τα Περιβόλια για να καταλήξουμε στο Ρέθυμνο.
Ο αξέχαστος συγγραφέας μας Αλκιβιάδης Μαυράκης στο βιβλίο του «Περιβόλια Ρεθύμνου – Το συναξάρι ενός τόπου» σημειώνει ότι «…οι Περβολιανοί δεν πήγαιναν πίσω, σε όλες τις εκδηλώσεις της αποκριάτικης χαράς.
Από τη μέρα που άνοιγε το Τριώδιο και κάθε Κυριακή οι συγγενείς μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια του σογιού, έτρωγαν, έπιναν και αναθυμόνταν κι αυτοί τα παλιά.
Τέλος κατέληγαν στο γλέντι με τη βοήθεια των τόσων κι τόσων οργανοπαιχτών και τραγουδιστάδων που είχε η περιοχή…».
Και συμπληρώνουμε από το βιβλίο του επίσης αείμνηστου δασκάλου Δημήτρη Ν. Βιβυλάκη «Τα Περιβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα»:«…Όπως κι αλλού έτσι και στα Περβόλια οι απόκριες έδιναν την αφορμή για ένα ξέσπασμα σε γλέντι, χαρά και τραγούδι. Εξεχνούσαν για λίγο τις σκοτούρες της πολυβασανισμένης ζωής των και ζούσανε λίγες μέρες σαν σε κόσμο άλλο, όπου κυρίαρχος δεν ήτανε κόπος, ο μόχθος, η στέρηση και η μιζέρια, αλλά η ξεγνοιασιά, το γλέντι κι ο επίπλαστος πλούτος και η αφθονία.
Κι ήταν πράγματι κάποια αφθονία, γιατί πολλοί έτρεφαν ένα χοίρο, που τον έσφαζαν την Τσουκνοπέμπτη ή και πρωτύτερα και τον άφηναν για οικογενειακή κατανάλωση και ευωχία.
Εφύλαγαν από το προηγούμενο καλοκαίρι ένα τυρί, πεντέξι οκάδες κι έναν αθότυρο για τις μέρες της Τυρινής. Δεν έλειπε και η ξυνομυζήθρα.
Έτσι στα τραπέζια της αποκριάς, κυριαρχούσαν τα λαζάνια με τυρί, οι μυζηθρόπιτες οι οματές του χοίρου, η τσιλαδιά (πηχτή) και ο βραστός χοίρος.
Γλυκό των ημερών ήταν ο «τσουλαμάς».
Τις μέρες αυτές κανείς δεν έμενε μόνος στο σπίτι με την οικογένειά του.
Στο Ρέθυμνο οι απλοί άνθρωποι βίωναν διαφορετικά τις Απόκριες πάντα σε οικογενειακό περιβάλλον».
Η Περβολιανή καμήλα
Στα Περιβόλια όμως αναβίωνε και το έθιμο της Καμήλας. Και την περίφημη Περβολιανή Καμήλα περιγράφει θαυμάσια ο Γιώργης Καλομενόπουλος με τους παρακάτω στίχους:
Την προσμένουν όλοι
κάθε τέτοια σκόλη
σαν τη σημερνή
Δες την καταφτάνει
και φορεί …φουστάνι…
λινατσοπανί
Να την ξεπροβάλλει
γαϊδουριού κεφάλι
πόδια ανθρωπινά
«Γκελαμά ελ- Γκάλη»
μ’ όρεξη μεγάλη
το σκοπό αρχινά
Κι όλο αστεία κάνει
χαιρετά …δαγκάνει
και σκορπάει κέφι
Ένας …τα μαζεύει
κι άλλος τη χορεύει
παίζοντας το ντέφι
Γέλια, θεέ μου, γέλια
κάνουν τα κοπέλια
που απ’ το πρωί
την ακολουθούνε
που να θυμηθούνε
σπίτι και φαΐ
Μάνες καρτερούνε
κι όλες βλαστημούνε
βέργες σειούν και ξύλα
Νύχτα πια σιμώνει
δε γυρνούν ακόμη
Αχ! καμήλα σκύλα
Αποφτάνουν βράδυ
τα κοπέλια, ομάδι
μουλωχτά σπουργίτια
Των παιδιών η Μοίρα
ησυχία γύρα
θρήνος …μες στα σπίτια.
Μικρασιάτικα γλέντια
Στα χρονικά του τόπου τα μικρασιάτικα γλέντια αφήνουν εποχή. Μας έλεγε η γλυκύτατη γιαγιούλα μας η επίσης αλησμόνητη Βασιλεία Καζαβή που με τις διηγήσεις της θεωρείται η χρονογράφος της ξεριζωμένης γενιάς στο Ρέθυμνο:«Όταν δεν βρίσκαμε μουζικάντηδες, έδινε ο επιτήδειος ρυθμό με τον ταβά και χορεύαμε…».
Αρχή Τριωδίου, πριν ακόμα ξεκινήσουμε για την εκκλησία και ν’ ακούσουμε το Ευαγγέλιο του Τελώνη και Φαρισαίου, στο τραπέζι είχαν πάρει τη θέση τους επιμελώς σκεπασμένα τα «κουρκουμπίνια». Μικρές μπουκίτσες από αφράτο φύλλο που «κολυμπούσαν» στο σιρόπι. Και στην Εκκλησία -Θεέ μου συχώρα με- ο δαίμονας που προκαλούσε την παιδική μας σκέψη ν’ αμαρτήσει μας έβαζε συνέχεια στο νου πρώτα εκείνο το πιάτο που περίμενε την επιστροφή μας αλλά και το μεγάλο καπέλο του «κουδουνάτου» (αρλεκίνου) στο ψιλικατζίδικο της γωνιάς που μας είχαν τάξει από τα Χριστούγεννα.
Με την έναρξη του Τριωδίου, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα σπίτια με περισσότερη επιμέλεια. Ευώδιαζαν ασβέστη οι αυλές και τα δωμάτια. Γιατί περίμεναν κόσμο. Κέντρα δεν υπήρχαν για διασκέδαση, αλλά και να υπήρχαν που να βρεθούν τα χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Έτσι ήταν συνήθειο οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, πότε εδώ και πότε εκεί.
Ήταν πάντως θέμα φιλότιμου οι πολυφαμελίτες να περιμένουν τους άλλους.
Εμείς για παράδειγμα, μας λέει η κα Βασιλεία, ήμασταν οκτώ νομάτοι. Σε ποιο σπίτι να πάμε χωρίς να παραβαρύνουμε; Έτσι είχαμε συνέχεια καλεσμένους. Μαζί με τα σχετικά της προετοιμασίας ήταν και οι ορμήνιες σε μας τα παιδιά. Δεν έπρεπε να μιλάμε όταν συζητούσαν οι μεγάλοι, να μην είμαστε προπέτες, οι σκανταλιές έπρεπε να ξεχαστούν και βέβαια να καθίσουμε αδιαμαρτύρητα στο δικό μας τραπέζι που μας ετοίμαζαν για να μην ενοχλούμε τους μεγάλους. Ήταν μαζί μας και τα παιδιά των μουσαφιρέων, περνούσαμε καλά.
Από το Σάββατο της Κρεατινής , της βδομάδας δηλαδή που τρώνε κρέας, ξέραμε και ποιούς θα περιμέναμε.
Η πόρτα πάντα ανοιχτή
Μέχρι να ετοιμαστεί το κρέας οι γυναίκες σερβίρανε χορταρόπιτες, τυρόπιτες, κεφτεδάκια (που είχαν ετοιμάσει από βραδύς). Εκτός που τους καλεσμένους ήταν αυτονόητο ότι η πόρτα πάντα ανοιχτή περίμενε τον καθένα. Ένα πανηγύρι είχε η γειτονιά στο Μασταμπά που έμενα. Μα φτωχοί, μα πλούσιοι γλεντούσαν όλοι. Και μπορεί όλο το χρόνο να πεινούσες αλλά τέτοιες μέρες έπρεπε να κάνεις και «τα μαλλιά σου φροκαλιά» που λέει ο λόγος για να καλοπεράσει ο καλεσμένος μας. Αν είμαστε τυχεροί και δεν είχαν προλάβει άλλοι, είχαμε και το βιολάτορα ή το σαντουριέρη στο γλέντι. Αλλά ήταν λίγοι. Όποιος προλάβαινε δηλαδή… Αν τώρα μέναμε χωρίς όργανα δεν μας άφηνε η όρεξη. Έπαιρνε ο κάθε πιτήδειος, άντρας ή γυναίκα έναν ταβά (ταψί) έδινε το ρυθμό κι άρχιζε το τραγούδι κι ο χορός.
Και μη φανταστείς ότι τραγουδούσαμε μόνο τα μικρασιάτικα που ξέραμε. Όσο φούντωνε το κέφι πιάναμε και τις μαντινάδες. Και ενώ οι άλλοι γλεντούσαν το μάτι της νοικοκυράς ήταν συνέχεια στο τραπέζι για να μην αδειάσει από μεζέ και κρασί. Αν δεν έφτανε και το κρέας πάλι εύρισκε λύση.
Έβαζε στο τηγάνι ελίτσες, τις έσβηνε με κρασί και να δεις τι ωραίος μεζές γινότανε. Το τραπέζι δεν το σηκώναμε για κανένα λόγο. Μπορεί μόνο να πλέναμε τα άδεια πιάτα για να έχουμε καθαρά όταν έρθουν κι άλλοι και το γλέντι συνεχιζότανε μέχρι αργά το βράδυ…
Όταν κουράζονταν από τον χορό, μαζεύανε τα πράγματα στην άκρη, χωρίς να αδειάσει από τα πιάτα το τραπέζι, για να υπάρχει μεζές και κρασί, κι άρχιζαν τα παιχνίδια.
Από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια ήτανε η «σαλάτα» κάναμε ένα κύκλο γονατιστοί απάνω στο χαλί. Γιατί πάντα οι απόκριες είναι χειμώνα κι ήταν τα χαλιά στρωμένα. Κάναμε λοιπόν ένα κύκλο και λέγαμε «Εσύ είσαι το μαρούλι, η ντομάτα, ο κάρδαμος, το σκόρδο, η αγκινάρα» ό,τι μπαίνει με δυο λόγια σε μια σαλάτα. Κάποιος μεγάλος έδενε ένα κόμπο σε μία πετσέτα κι έλεγε ο πρώτος καθώς ήτανε έτσι σκυμμένος «Να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει ηηηηηηη ηηη ντομάτα». Αλλά το ηηηη αργούσε να το πει και ο άλλος του ‘δινε με την πετσέτα στην πλάτη.
Έπειτα παίζαμε την «Κουρελού». Εκεί να δεις γέλια… Έπρεπε βέβαια να παίζουν εκείνοι που σήκωναν τα πειράγματα. Γιατί τις Απόκριες γινότανε κι ένα καλαμπούρι παραπάνω. Παίζαμε φυσικά και το «Πως το τρίβουν το πιπέρι…». Κάποια στιγμή αποφάσιζαν να το διαλύσουν γιατί το πρωί τους περίμενε δουλειά. Να σας διευκρινίσω ότι αυτά γινότανε την Κυριακή της Κρεοφάγου. Τώρα όσοι θέλανε ντύνονταν και μασκαράδες. Εξαφανίζονταν κάποιοι και μετά γύριζαν μασκαρεμένοι.
Όταν οι προσφωνήσεις του Καρνάβαλου έγραφαν ιστορία
Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που κυρίαρχο στοιχείο του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού ήταν οι προσφωνήσεις του Βασιλιά Καρνάβαλου και οι αντιφωνήσεις. Αυτά τα κείμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον σημερινό ερευνητή της ιστορίας του Ρεθύμνου. Γιατί μέσα από την πηγαία σάτιρα αναδύονταν τα προβλήματα της πόλης και ο τρόπος ζωής των κατοίκων. Σε ένα από τα σπανιότερα κείμενα θα σταθούμε σήμερα σε μια προσφώνηση και αντιφώνηση Καρνάβαλου, που μας γυρίζει πίσω στο σωτήριο έτος 1907!!!
Το Ρέθυμνο βρισκόταν και τότε σε μια περίοδο μεγάλης στέρησης για τους πολλούς και μόνο μερικές οικογένειες, είχαν την ευχέρεια να ζουν με άνεση. Δόθηκε λοιπόν μια ευκαιρία στον κειμενογράφο της εποχής να εκτονωθεί σατιρίζοντας τα «τρωτά» της εποχής του.
Και ιδού πως τα παρουσίαζε προσφωνώντας τον Βασιλιά Καρνάβαλο.
Ως ευ παρέστης Βασιλιά της πιο τρελής χαράς
του γέλωτος,της τέρψεως και πάσης ευθυμίας
πάσης ιδέας σκωπτικής και όψης ιλαράς
διώκτα δε της σκέψεως της θλιβεράς ανίας
Των πάντων οι πιστότεροι ημείς υπήκοοί σου
φαιδρώς πανηγυρίζομεν δια την άφιξίν σου
δι ήν τόση κατέλαβε το Ρέθυμνο φρενίτις
κι έγινε τόσος θόρυβος και τόσο πατιρντί
στην πόλιν των φάιβ ο κλόκ και των απρέ μιντί.
Ώστε ο κάθε μασκαράς Ρεθύμνιος πολίτης
ανεξαρτήτως τάξεως φύλου και ηλικίας
είτε εκ του κύκλου του κλεινού της αριστοκρατίας
είτε αστός απρόσκλητος (!!)στα πάτρια (;;;)εμμένων
ενθουσιώδης έτρεξεν εις προϋπάντησίν σου
χοροπηδών κι επευφημών.Την δε υποδοχήν σου
την προπαρασκευάζομεν από των Χριστουγέννων
και δεν παρήλθεν έκτοτε ημέρα, ουδέ νυξ
άνευ τινός απρέ μιντί, φάιβο ο κλόκ, ζουρ φιξ.
Μπιεν αριβέ, μπιεν αριβέ, πόσον είσθε καλός
και δεν μας λησμονήσατε μον χιερ Καρναβαλός.
Μας καθυποχρεώσατε, παρσκ-λα νομπλές ομπλίζ
Γι’ αυτό σας ητοιμάσαμεν κιημείς μια γκράντ σουπρίζ.
Πουρ βου μετημφιέσθημεν εδώ όλοι ομού
εις αληθείς Παρισινούς δανδήδες του συρμού.
Και πάντες είμεθα αν γκραντ, αν μιραμπώ, αν φράμ
κι ο Γιακουμής ο πρόστυχος κι ο ευγενής «λε Ζάκ».
Κρασί πλέον δεν πίνομεν σ’ ετρέ μπουρζουαζί
και νου μπιβόν ντε χιοκολά χιαμπάν ε μαρβαζί
χόρτα, φασόλια κι ες κεσά, σ’ επά κονύ μουά.
Ισί ον μανζ ντε φουα γκρα φαιζάν αν Χινουά
του ζούρ μιλούμεν για παρφέμ και εσθήτας μεταξίνας
συνήθως δε τους γάμους μας τελούμεν εις Αθήνας.
Μπιεν απροπό μας έφθασες μες στα διασκεδάσεις
εις εποχήν που δύνασαι προ πάντων να θαυμάσεις
τους κύκλους μας τους υψηλούς,την αριστοκρατίαν
του χρήματος, του πνεύματος και της καταγωγής
την χάριν, την αβρότητα βλέπων την Ρεθεμνίαν
σαν ντουτ, σαν ντουτ μον χιέρ αμί πολύ θα εκπλαγείς
Εδώ οι κυανόαιμοι ευρίσκονται πολίται
εδώ και η ευγένεια και αι περγαμηναί
μόνον εδώ η γαλλική απταίστως ομιλείται
και ρεβεράνς κυριαρχούν όντως Παρισιναί
Εδώ-εδώ Καρνάβαλε η κάθε αυθεντία
με ύφος αρειμάνιον με γλώσσαν αυστηράν
και αι αριστοκράτιδες μέσα στα καφενεία
διδάσκουσιν εις τον λαόν την συμπεριφοράν.
Ως ευ παρέστης Βασιλεύ της μασκαραδοσύνης
της μέθης της ξετσιπωσιάς και πάσης αφροσύνης
Επευφημήτω πας λαός και αποκαλυφθήτω
ο κραταιός καρνάβαλος ο βασιλεύς μας ζήτω…
Με αυτάς τας φιλοφρονήσεις υποδέχτηκαν τον Βασιλιά Καρνάβαλο οι Ρεθεμνιώτες του 1907. Εκείνος όμως κατά τα καρναβαλικά πρότυπα δεν φάνηκε να συγκινήθηκε από τις «ρεβεράντζες» και τους στόλισε για τα καλά …
Η αντιφώνηση του Καρνάβαλου
Πάντα λοιπόν εις πέλαγος θα πλέετε μωρίας
και θα καταβυθίζεσθε σ’ αμέτρητα δεινά
χωρίς ποτέ καμιά ακτίς ελπίδος σωτηρίας
για σας κιτρινομούρηδες να λάμπει πουθενά;
Ρεθύμνιοι ανούσιοι κρυοτουρτουρισμένοι
αργόσχολοι, απένταροι, ινφλουεντζαρισμένοι
τα μούτρα σας δεν βλέπετε, της τσέπης σας το χάλι
που μοιάζει σε κουφότητα στο κλούβιο σας κεφάλι.
Μόνο ρωτάτε χάσκοντες αν η ορκωμοσία
του αρμοστού εγένετο εν πλήρει απαρτία
Και συζητείτε βλακωδώς προς ποίον τάχα κόμμα
προβλέπει μ’ ευμενέστερον ο αρμοστής σας όμμα
τινές οι νέοι λειτουργοί οι της δικαιοσύνης
και τίνων επληρώθηκαν τα στόματα κινίνης
Αν έπεσε η Κυβέρνησις και αν μεταβολαί
και εις τους κλάδους τους λοιπούς επίκεινται πολλαί
Κι ενώ μη λησμονήσετε φοβούμαι να μασείτε
και κατ’ ανάγκην οπαδοί της Δούγκαν θα γενείτε
χορούς,κονσέρτα κάνετε και θέατρα παντοία
ωσάν μη των στομάχων σας ήρκει η …συναυλία
διόλου δε δεν σκέφτεσθε για δρόμους, για λιμάνι
και τα λοιπά κοινωφελή έργα σας ποιός θα κάνει.
Ήθελα κι άλλα να σας πω αγαπητοί μου φίλοι
μα προτιμώ το στόμα μου να δέσω με μαντήλι
ως Παπαλέξης έτερος δι’ ευνοήτους λόγους
και συνοψίζων των λοιπών συμβάντων σας τους ψόγους
σας λέγω ότι δι ‘ αυτά μεγάλως επεθύμουν
είς εκατόγχειρ σήμερον Καρνάβαλος να ήμουν
Για να μπορούσα μονομιάς τα χέρια μου απλώνων
με εκατό καθένα σας φάσκελα να μουτζώνω.
Αυτό ήταν το κείμενο του 1907 που έχει δημοσιευτεί τρεις με τέσσερις φορές. Για μια από τις πηγές του μάλιστα μας πληροφορεί ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον,που εντοπίσαμε στην «Κρητική Επιθεώρηση» της 15ης Μαρτίου 1959, και που αναφέρει σχετικά:
«Σήμερον που σιγά-σιγά έχουν πια ξεφτίσει όλα τα παλιά ήθη κι έθιμα με τη διαβρωτική επίδραση της αμειλίτου εξελίξεως και ισοπεδώσεως των νέων τάσεων, ιδεών, αναγκών και τόσων άλλων παραγόντων και αντιξοοτήτων νομίζομεν ότι επιβάλλεται η αναδρομή εις το παρελθόν το ευτυχέστερον και πνευματοδέστερον και πλέον ενθουσιώδες παρελθόν από το τόσο άτονον σημερινόν παρόν…
Αφού δεν μπορούμε πια να ζήσωμεν τα παλιά εκείνα ήθη και έθιμα εις την πραγματικότητα και να έχωμεν το κέφι και το μπρίο των πατέρων μας σήμερον που και αυτό το «μασκάρωμα» έχει πια αποξεχαστεί τουλάχιστον με τη σκέψη μας από της απόψεως αυτής οφείλομεν και μαζί με ημάς όλοι οι αναγνώσται μας χάριτας εις τον παλαίμαχον αειθαλή δήμαρχόν μας κ.Τίτο Πετυχάκη διότι είχε την καλοσύνη να μας δώσει προς δημοσίευσιν την έμμετρον προσφώνησι των Ρεθυμνίων προς τον Καρνάβαλον κατά τις Αποκριές του Φερβρουαρίου 1907 ως και την απάντηση του Καρνάβαλου εις την προσφώνησιν αυτή
Που είναι πια εκείνες οι καλές μέρες που τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν κι εγέμιζαν οι δρόμοι μασκαράδες, σερπαντίνες και κομφετί και εμαίνετο ο …φασουλοπόλεμος!».
Είχαν μεγάλο ενδιαφέρον οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις του Καρνάβαλου γιατί έθιγαν προβλήματα εποχής Χρειάστηκε μεγάλη αναζήτηση για να διευκρινιστεί ποιες πέννες της εποχής τα έλεγαν του Καρνάβαλου για να τ’ ακούσουν οι αρχές. Δικαιολογείται βέβαια απόλυτα η διατήρηση ανωνυμίας αφού και το ύφος του κειμένου δεν ήταν για πολλά ζήτω. Κάποιοι μπορεί να γελούσαν στο άκουσμα αλλά δεν έλειπαν και αυτοί που «έβριζαν» για τα «σάλιαμπάλια» που άκουγαν.
Σ’ αυτή την περίοδο που καθένας κοιτούσε να ξεσκάσει ζούσε στον παράδεισό της η ομάδα των μεταμφιεσμένων που φαίνονται και στη φωτογραφία που άφησε στην αιωνιότητα ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης και σπουδαίος αρχειοθέτης Μανός Αστρινός. Δεν χάρηκαν όμως για πολύ την ανωνυμία τους γιατί δεν άργησε να τους «ξεμασκαρώσει» ο πνευματώδης στίχος του Γιώργη Καλομενόπουλου.
Μα το αποκριάτικο οδοιπορικό μας στον χρόνο έχει και συνέχεια.
( Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της αείμνηστης Ευρυδίκης Κούνουπα -Τζιράκη. Μας τις είχε παραχωρήσει για τα αποκριάτικα αφιερώματά μας).