Για μια ακόμη φορά η ηρακλειώτικη, η κρητική και η ελληνική κοινωνία βρίσκονται σοκαρισμένες από τις διαδοχικές αποκαλύψεις, κάποιες από αυτές στο απογευματινό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης Creta και την εξαιρετική συνάδελφο Αντιγόνη Ανδρεάκη, για την υπόθεση μαστροπείας εις βάρος 15χρονου αγοριού. Σύμφωνα με τη δικογραφία το παιδί από τα 11 του χρόνια βιαζόταν συστηματικά και υπό απειλή από έναν 66χρονο Ηρακλειώτη, καλλιτέχνη παραδοσιακής μουσικής, ο οποίος παράλληλα, εκτός από τις δικές τους ασελγείς, αναίσχυντες εγκληματικές πράξεις, φέρεται να έκλεινε συναντήσεις του αγοριού και με άλλους άνδρες, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, μεταξύ των οποίων με ένα 46χρονο νοσοκομειακό γιατρό.
Και κάποιοι θέτουν για μια ακόμη φορά το ερώτημα: τέτοια περιστατικά συνέβαιναν πάντα και δεν τα μαθαίναμε ή είναι φαινόμενα της εποχής μας που βρίσκονται σε έξαρση λόγω της πανδημίας κοκ; Κατά τη γνώμη μας, ακόμη και αν το ερώτημα ευσταθεί λογικά και πραγματολογικά είναι σε λάθος κατεύθυνση. Είτε συνέβαιναν και δεν έβλεπαν το φως της δημοσιότητας είτε έχουμε μια συγκυριακή αύξηση το επίδικο βρίσκεται αλλού. Αφορά πρωτίστως στην πρόληψή τους αλλά και την αντιμετώπισή τους από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και από τη συντεταγμένη πολιτεία. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για κοινωνίες όπως η κρητική και ο κατηγορούμενος είναι προβεβλημένο, λόγω της ενασχόλησής του με την τέχνη και την παράδοση, πρόσωπο.
Πανελλαδικά όλα έχουν αλλάξει από τη στιγμή που η γενναία ολυμπιονίκης μας Σοφία Μπεκατώρου μίλησε για τη δική της περίπτωση και τον Γολγοθά που έχει ανέβει, δίνοντας το παράδειγμα να ανοίξουν τα στόματα και για άλλες περιπτώσεις, καθώς και με την υπόθεση Λιγνάδη, που χωρίς να κάνουμε συμψηφισμούς και σεβόμενοι το έργο της δικαιοσύνης, η διασημότητα του κατηγορουμένου και πρωτόδικα καταδικασμένου, θόλωσε, με ευθύνη και των αρχών, την πραγματική εικόνα. Παρόλο όμως που τα στόματα ανοίγουν και αυτό φαίνεται ακριβώς από τα περισσότερα περιστατικά στα οποία πλέον είμαστε όλοι μάρτυρες, μένουν ακόμη πολλά να γίνουν.
Και αυτό γιατί τα θύματα δεν νιώθουν εμπιστοσύνη να μιλήσουν για την παρενόχληση, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση που μπορεί να έχουν υποστεί. Φοβούνται την αποσιώπηση ή την κατακραυγή από το περιβάλλον τους όταν σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν είναι έτοιμο να γίνει κοινωνός μιας τέτοιας απευκταίας κατάστασης. Φοβούνται τον στιγματισμό και την κατακραυγή, που μπορεί να επέλθει μέσα από τη δημοσιότητα και σε κάποιες περιπτώσεις της αποδόμησής του με την αντιστροφή των υποψιών. Φοβούνται τις ίδιες τις αρχές, που δυστυχώς λόγω των τοπικών κοινωνικών συσχετισμών ή της συνειδητής αδιαφορίας, αφήνουν κάποιες φορές τα θύματα έρμαια απειλών, εκφρασμένων ή σιωπηλών.
Τι πρέπει να γίνει;
Η ενημέρωση με καμπάνιες στα σχολεία, από τις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων και την αστυνομία μπορεί να σφυρηλατήσει σχέσεις εμπιστοσύνης τόσο για την πρόληψη τέτοιων φαινομένων όσο και για την εύρεση του θάρρους της απεύθυνσης σε όσους οφείλουν να επιληφθούν. Είναι πραγματικά ατελέσφορο, καταστροφικό και οπισθοδρομικό να επαφιέμεθα στη μόρφωση, πνευματική ή κοινωνική, κάποιων γονιών και συγγενών ή στη δύναμη κάποιων παιδιών ή ευάλωτων ατόμων για να παρέμβει το κράτος και η δικαιοσύνη. Αν δεν αλλάξουν περαιτέρω τα πράγματα τότε οι «ξεκούρδιστες» χορδές της «λύρας» και τα εγκληματικά φάλτσα του κάθε ανώμαλου «λυράρη» της διπλανής μας «γιορτής» θα πνίγουν τις φωνές των κακοποιημένων θυμάτων…
* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός