Κάθε Πρωτομαγιά εκτός από την επίσημη γιορτή της άνοιξης τιμάμε και όλους εκείνους που έδωσαν πνοή στους συνδικαλιστικούς αγώνες.
Το Ρέθυμνο και στον τομέα αυτό διαπρέπει, καθώς σεμνύνεται για τους κορυφαίους του εργατικού κινήματος όπως η Καλλιρρόη Σιγανού – Παρρέν, ο Σταύρος Καλλέργης και ο Ηλίας Σπαντιδάκης (Λούης Τίκας).
Σε προηγούμενα αφιερώματά μας αναφερθήκαμε στους ανώνυμους του εργατικού κινήματος στο Ρέθυμνο και σ’ ένα περιστατικό που δείχνει που οδηγεί η αγανάκτηση και η απελπισία τον εργαζόμενο όταν του παίρνεις τη μπουκιά από το στόμα.
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1920 και τα σπίτια των χριστιανών λιμενεργατών δεν είχαν ούτε ψωμί στο άδειο τραπέζι. Κι όμως είχε έρθει ένα πλοίο με 1.700 σακιά αλεύρι του δημοσίου.Και πάνω που πήραν τη χαρά οι ντόπιοι πρόλαβαν οι Τούρκοι αχθοφόροι και πήραν κυριολεκτικά το μεροκάματο από τα χέρια των χριστιανών.Αυτό δεν το σήκωσαν δυο από αυτούς ο Ιωάννης Παπαδόσηφος και ο Δημήτριος Πετρακάκης και κατήγγειλαν με επιστολή τους στον τύπο τον Χουσεΐν, καπετάνιο του λιμανιού που υποστήριζε τις ενέργειες αυτές προς όφελος των ομοθρήσκων του.
Η καταγγελία αυτή δεν ήταν κάτι τόσο απλό για την εποχή που αναφερόμαστε. Ο κόσμος του λιμανιού είχε τους δικούς του νόμους, γι’ αυτό ίσως και οι επιφανείς του τόπου απέφευγαν να περνούν από εκεί για να προστατεύσουν την υπόληψή τους. Φαίνεται όμως πως το έλεγε η ψυχή των δυο επιστολογράφων που πίστευαν πως αν έκαναν αυτή τη δημόσια καταγγελία ίσως να ευαισθητοποιούσαν τους αρμόδιους να πάρουν θέση.
Αργότερα εμφανίζονται και άλλες ηρωικές μορφές που είναι και τα ιδρυτικά μέλη του Εργατικού Κέντρου. Μια ιστορικής σημασίας συλλογική δράση που ξεκινά το 1932 και παίρνει πνοή και δύναμη από τους Γιώργη Βασσάλο (καταβρεχτήρα), Φραγκιά Βλαχάβα, Αντώνη Τσουράκη, Τίτο Ριακωτάκη, Μανόλη Στεφάνου, Γιώργη Παπαδάκη, Σάββα Τσιμπούκα, Χαράλαμπο Κιαγιά και Νίκο Μπενή.
Ήρθε όμως η Μεταξική δικτατορία ν’ ανακόψει την πλούσια δράση των πρωτοπόρων αυτών συνδικαλιστών και το 1939 συλλαμβάνει 28 από αυτούς. Μετά από φρικτά βασανιστήρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας, έστειλε στην εξορία τους Ζώνο, Αναγνωστάκη, Γριντάκη και Σιμιτζή. Οι τρεις πρώτοι πέθαναν στα ξερονήσια και στην Ακροναυπλία από τις κακουχίες.
Εργοδότες με συνέπεια και ανθρωπιά
Οι αγώνες αυτοί γίνονταν για καλύτερη ζωή του εργάτη που έπεφτε συχνά θύμα εκμετάλλευσης. Κάθε κανόνας όμως έχει τις εξαιρέσεις του. Και στον τομέα αυτό οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την προσφορά κάποιων Ρεθεμνιωτών που με δικαιοσύνη και συνέπεια απασχολούσαν κόσμο.
Όπως ο Κωνταντίνος Τζαγκαράκης, ο περίφημος Αδελιανός. Ήταν ο άνθρωπος που χτύπησε ανελέητα η μοίρα. Τραγικά περιστατικά της ζωής του έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα αφιερώματα.
Στο σημερινό μας οφείλουμε να αναδείξουμε το επιχειρηματικό του πνεύμα που του εξασφάλισε μεγάλη οικονομική δύναμη στην εποχή του και τη δυνατότητα να δίνει δουλειά σε αρκετές οικογένειες.
Να θυμίσουμε ότι ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης γεννήθηκε στο Άδελε το 1860.Νέος ακόμα εκδήλωσε την επιθυμία να απλώσει τα φτερά του στην πόλη. Οι πιο φρόνιμοι θέλησαν να τον συνετίσουν. Τι γύρευε παιδί πράμα στο άγνωστο της… χώρας;
Για την εποχή ήταν περιπέτεια να μεταφερθεί κάποιος στην πόλη από το χωριό. Σαν να άλλαζε ήπειρο. Κάπου είχαν δίκιο οι άνθρωποι να είναι επιφυλακτικοί. Στο χωριό είχες το σπίτι, τους δικούς, τους συγγενείς και φίλους. Στην πόλη αν δεν υπήρχαν κάποιοι να σε στηρίξουν, το μέλλον σου ήταν αβέβαιο.
Ο Κωνσταντίνος πιστεύοντας πάντα στον εαυτό του κυνήγησε τα όνειρά του. Είχε ιδέες και διάθεση να εργαστεί. Η σκληρή δουλειά δεν τον τρόμαζε.Ήρθε στο Ρέθυμνο και δεν άργησε να κατακτήσει τους Ρεθεμνιώτες, ανοίγοντας στην αρχή ένα μαγαζάκι. Έντιμος κι εργατικός καθώς ήταν, γλυκομίλητος κι ευγενικός είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια σταθερή πελατεία.
Σιγά σιγά το ταμείο του άρχισε να γεμίζει. Ο κόπος του ανταμειβόταν με τρόπο ευλογημένο. Η περιουσία του μεγάλωνε με τη σκληρή δουλειά του. Όπως το περίμενε είχε καταφέρει να πλησιάσει το όνειρό του και να γίνει ένας δακτυλοδεικτούμενος έμπορος. Εντελώς αυτοδημιούργητος έγινε ξαφνικά ο «πρώτος» του χωριού.
Η επιτυχία ποτέ δεν τον ζάλισε. Έμενε απλός και ταπεινός. Ο τακτικός εκκλησιασμός έδειχνε πόσο κοντά ήθελε να είναι στον Θεό. Η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε σε συμπολίτη του που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Κι η περιουσία του όλο και μεγάλωνε. Αυτό όμως του έδινε τη δυνατότητα να απασχολεί εργάτες αφήνοντας όνομα στην αγορά έντιμου και συνεπούς εργοδότη.
Και μια που αναφερόμαστε σε συνεπείς εργοδότες ας θυμηθούμε και το γαμπρό του «Αδελιανού», τον Εμμανουήλ Καούνη από τους πλουσιότερους εμπόρους στην αγορά του Ρεθύμνου αρχές του περασμένου αιώνα.
Ο Καούνης είχε βρει κι άλλο τρόπο να δίνει κάτι παραπάνω στους εργάτες του. Κάθε Σάββατο τους έπαιρνε και πήγαιναν ανατολικά του Ρεθύμνου, κυρίως Χαμαλεύρι. Εκεί είχε ήδη βάλει σημάδια από προηγούμενο περίπατό του. Οι εργάτες έσκαβαν με προσοχή αναζητώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς, τους οποίους ο Καούνης μετέφερε και παρέδιδε στην αρχαιολογική υπηρεσία.
Ήταν πολλαπλή αυτή η προσφορά, όπως αντιλαμβανόμαστε. Ήταν κυρίως μια δραχμή παραπάνω στην τσέπη του εργάτη, που σήμαινε ένα χαμόγελο περισσότερο στο στερημένο από αγαθά νοικοκυριό.
Η μεγάλη προσφορά του Ευάγγελου Τσουρλάκη
Από τους επιχειρηματίες που έδωσαν ψωμί σε πολλούς Ρεθεμνιώτες, εποχές που ο κόσμος στέναζε από τη φτώχια και την ανέχεια, ήταν ο Ευάγγελος Τσουρλάκης. Ακόμα οι παλιοί Ρεθεμνιώτες θυμούνται την μεγάλη του κοινωνική προσφορά αλλά και την ευγένεια να θεωρεί τους εργάτες του μέλη της οικογενείας του. Ίσως γιατί ό,τι απέκτησε ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Ίσως πάλι επειδή ο ίδιος γνώρισε τη σκληρότητα της εργοδοσίας, αφού πέρασε πολλά μέχρι να δημιουργήσει δική του επιχείρηση.
Ο Ευάγγελος, φαινόμενο τεχνοκράτη για την εποχή του, έδειχνε πως έβλεπε δεκαετίες μπροστά. Μισούσε την προχειρότητα, την ανοργανωσιά. Αν και νέος ο Τσουρλάκης πρόσεχε τα χρήματα που έπαιρνε. Κάλυπτε τις ανάγκες του και κρατούσε ένα μέρος για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ήθελε να κάνει μια δική του δουλειά. Στην αρχή συνεταιρίστηκε με μια εταιρία και το 1925 πανέτοιμος πια, με σχέδιο και όραμα δημιούργησε τη δική του βιοτεχνία κεραμικών.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και παρουσίασε τη δική του πρόταση στον τομέα των οικοδομικών υλικών. Έδωσε φόρμα και σχήμα στο τούβλο χρησιμοποιώντας πρωτόλεια μέσα αφού δεν υπήρχαν τα σημερινά μηχανήματα. Γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του καταναλωτικού κοινού. Η ποιότητα έγινε το έμβλημά του. Κι όλο πάλευε για το καλύτερο. Νέα καλούπια, δοκιμές, χαρές, απογοητεύσεις, είχε δοθεί ολόψυχα στο αντικείμενό του όπως το συνήθιζε. Σαν όνομα στην αγορά ήταν πρότυπο εντιμότητας και συνέπειας. Δεύτερη κουβέντα με τον πελάτη δεν είχε. Ο λόγος του ήταν και συμβόλαιο. Οι παραγγελίες στην ώρα τους. Κι εκείνος πάντα εκεί στο μετερίζι να διευθύνει με συνέπεια και ανθρωπιά, προσπαθώντας να αξιοποιεί τα επιτεύγματα της εποχής αυξάνοντας έτσι την παραγωγή του.
Όταν λειτουργούσαν μόνο λάμπες για φωτισμό ο Τσουρλάκης είχε εξασφαλίσει ενέργεια για να κάνει καλύτερα τη δουλειά του. Είχε από τους ελάχιστους στην εποχή του τηλέφωνο και δεν δίστασε να εξασφαλίσει και νερό με δραχμοβόρα γεώτρηση. Επιβεβαίωνε διαρκώς ότι έβλεπε πολύ μπροστά για τον καιρό του. Κι αυτή η αρετή του γινόταν ευλογία για τον τόπο του. Ήταν από τους παράγοντες -μετρημένους στα δάκτυλα της μιας χειρός- που επένδυε στο Ρέθυμνο και στήριζε την τοπική οικονομία.
Γεγονός είναι ότι ο Ευάγγελος Τσουρλάκης έγραψε ιστορία που έχει περάσει μέσα από την προφορική παράδοση της καλής μαρτυρίας και στις επόμενες γενιές.
Η οικογένεια Καψαλιανών
Μια επιτυχημένη επιχειρηματική καριέρα μπορεί σήμερα να μη σημαίνει και πολλά πράγματα, αλλά στην εποχή της απόλυτης ένδειας, που για να φανεί πελάτης στην αγορά του Ρεθύμνου έπρεπε να είναι εποχή της βεντέμας, ήταν υπόθεση ζωής να πάρουν κάποιοι το ρίσκο και να ασχοληθούν με το εμπόριο.
Εκείνη την εποχή τη σημαδεμένη από πολέμους και δυστυχία ξεκινά τη δράση του στο Ρέθυμνο ο Ιωάννης Φραγάκης από τα Καψαλιανά Ρεθύμνου.
Ήταν γεννημένος στα 1878 τότε που ακόμα η γη στον ίσκιο του Αρκαδιού ανάδινε τη μυρωδιά του μπαρουτιού και του αίματος. Ο μικρός Γιάννης μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια που πέρα από την τιμή και την περηφάνια δεν είχε άλλο βιος.
Ο Φραγάκης όμως είχε θέληση και πίστη στον εαυτό του. Ήρθε στην πόλη και ξεκίνησε δειλά δειλά την ενασχόλησή του με το εμπόριο. Από την πρώτη στιγμή ο «Καψαλιανός», όπως τον αποκαλούσαν λόγω καταγωγής, έδειξε το χαρακτήρα του. Ευθύς, συνεπής, συγκροτημένος, μεθοδικός, έντιμος, έπειθε με μια ματιά, με μια κίνηση για τις προθέσεις του. Κέρδισε άμεσα τον σεβασμό και την εκτίμηση από τα μεγάλα ονόματα της αγοράς. Μπορεί να ήταν «ακίνδυνος» σαν ανταγωνιστής αλλά στην τοπική αγορά κανένας δεν ήθελε καιροσκόπους. Κι έτσι του έδωσαν τη θέση που του ανήκε. Εκείνος δουλεύοντας σκληρά και αποκτώντας με ιδρώτα τη δικαίωση του μόχθου του, μόλις «στάθηκε» επαγγελματικά άφησε να ξεδιπλωθεί η άλλη πτυχή του χαρακτήρα του που ήθελε να κάνει κάτι ουσιαστικό για τον τόπο του.
Με απόλυτα ψύχραιμες κινήσεις και χωρίς να επαναπαυθεί από τις πρώτες επιτυχίες του έβαλε στόχο τη δημιουργία ενός πυρήνα βιομηχανίας αξιοποιώντας τα προϊόντα του τόπου μας και ιεραρχώντας τις ανάγκες της αγοράς.
Παράλληλα έκανε μια όμορφη οικογένεια και σύντομα απέκτησε και το μεγαλύτερο βιος της ζωής του. Παιδιά που κληρονόμησαν τις αρετές τους και την επιχειρηματική του δεινότητα.
Ο Νίκος, πρωτότοκος γιος, ακολούθησε αμέσως τα χνάρια του πατέρα του. Έγινε το δεξί του χέρι και συνέβαλε στην υλοποίηση κάθε οράματος που είχε ο γεννήτορας. Νέοι τομείς δημιουργίας ξεκίνησαν και το Ρέθυμνο αποκτούσε μια οικονομική μονάδα από τις πιο εύρωστες που γνώρισε ποτέ.
Είχε πολλές αρετές ο νεαρός Καψαλιανός. Διέθετε σπάνια ιδιοφυία, διορατικότητα και εμπορικό δαιμόνιο.
Με την πολυσχιδή δράση του και την πολύπλευρη προσωπικότητά του έδωσε στην πόλη μας οικονομική κίνηση και ενεργητικότητα, ψωμί και δουλειά σ’ ένα πλήθος εργαζομένων.
Ήταν από τους πρώτους που συνέβαλε στην οικονομική ανόρθωση του τόπου μας.
Ίδρυσε νέες επιχειρήσεις σαπωνοποιίας, χαρουπομύλου κ.α. και νέες βιομηχανίες κυλινδρομύλων και ραφιναρίας. Έδωσε τον καλύτερο εαυτό του για την επιτυχία αυτών των στόχων. Κι όπως ο ίδιος έδωσε «μπράτσο» στον πατέρα για να καταφέρει όσα ονειρεύτηκε, έτσι κι αυτός βρήκε γερό συμπαραστάτη τον αδελφό του Γιώργο μετέπειτα πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Οι σπάνιες αρετές των Καψαλιανών
Αυτό που διέκρινε πάντα τους «Καψαλιανούς» ήταν η λεβεντιά να μοιράζονται γνώσεις και εμπειρίες με όποιον άλλο είχε τη διάθεση και τις ικανότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί εργαζόμενοι στους Φραγάκηδες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δικές τους δουλειές και να προκόψουν χωρίς ποτέ να ξεχάσουν τους ευεργέτες τους.
Δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό. Ο Γιάννης Φραγάκης και οι γιοι του κι από τα συμφέροντά τους ακόμα, έβαζαν πάνω απ’ όλα το Ρέθυμνο και την προκοπή του.Ο Νίκος, ιδιαίτερα, επέκτεινε τη δράση του και σε κοινωνικές πρωτοβουλίες ανακουφίζοντας πάσχοντες συνανθρώπους.
Ευτύχησα στα πρώτα βήματα της καριέρας μου, αρχές της δεκαετίας του 70, να έρχεται στο γραφείο της εφημερίδας που εργαζόμουν η αξέχαστη Αντιγόνη Βαρούχα, που με την αδελφή της Ευαγγελία είχαν καταξιωθεί στο χώρο προσφοράς στον συνάνθρωπο. Κάθε φορά κάποια αφορμή μας δινόταν να μιλήσει για τους Καψαλιανούς, που είχε τη μεγάλη χαρά να εργάζεται κοντά τους και να είναι από τα βασικά στελέχη τους μάλιστα. Σε κάθε έργο ζωής για τον τόπο, φιλανθρωπίας, πολιτισμού, οι επιχειρήσεις Φραγάκη με προτροπή πάντα του Νίκου έδιναν το παρόν και μάλιστα δυναμικά. Αυτοί οι άνθρωποι ανταπέδιδαν την εύνοια της τύχης με έργα καλά και αγαθά, πραγματικά άγγελοι προσφοράς και αγάπης. Σκόρπισαν αμέτρητα χαμόγελα ελπίδας και ανόρθωσαν πολλά νοικοκυριά που ζούσαν μέσα σε αφόρητη μιζέρια.
Όπως και ο πατέρας του έτσι και ο Νίκος διακρίθηκε σαν άνθρωπος, οικογενειάρχης και πατέρας. Λάτρευε τους γονείς του και η ευχή τους το ένοιωθε πως τον ακολουθούσε παντού. Στάθηκε στ’ αδέλφια του σαν πατέρας και καμάρωνε τις προόδους τους. Επαινούσε τις επιχειρηματικές τους εξελίξεις και τους πρόσφερε ό,τι μπορούσε από την πολύτιμη εμπειρία και γνώση του. Πάντα με ανοικτή καρδιά και πραγματική διάθεση να βοηθήσει και να στηρίξει τους άξιους συνεχιστές του Ομίλου Φραγάκη. Διέθετε όλα του τα κεφάλαια για το Ρέθυμνο. Την εμπορία υφασμάτων διαδέχτηκε το ελαιοεμπόριο και παράλληλα με αυτό δημιουργούνται σιγά σιγά σαπωνοποιία, χαρουπόμυλος και οι λοιπές βιομηχανίες.
Είχε να βασιστεί στο Γιώργο τον αδελφό του που αποδείχτηκε το ίδιο χαρισματικός και αποτελεσματικός συνεργάτης.
Ο Γιάννης έφυγε στα 1963, σε ηλικία 85 χρόνων και με ήσυχη τη συνείδηση ότι σαν άνθρωπος και σαν επιχειρηματίας έκανε το καλύτερο για τον τόπο του, κερδίζοντας επάξια τη ζηλευτή υστεροφημία του. Το Ρέθυμνο τον πένθησε με ειλικρινή θλίψη. Κυρίως οι νέοι που ευεργετήθηκαν από αυτόν και που προχώρησαν στη ζωή τους με εφόδια που απέκτησαν κοντά του. Ποτέ δεν ξέχασαν τον ευεργέτη τους.
Ένα χρόνο αργότερα τον ακολούθησε ο Νίκος. Ήταν στο απόγειο της επιχειρηματικής του δράσης. Νεότατος. Μόλις 53 ετών. Πλήρωνε όμως με βαρύ τίμημα τη σκληρή δουλειά, τη συνεχή ένταση και την γιγάντια προσπάθεια να κρατήσει τα κεκτημένα και να προχωρήσει σε νέες δημιουργίες το ίδιο πολύτιμες για τον τόπο. Η καρδιά του δεν άντεξε τόση πίεση. Και τον πρόδωσε στερώντας τον από τους αγαπημένους του και από την επιχειρηματική ζωή του Ρεθύμνου που τον είχε τόσο ανάγκη. Ο θάνατός του ήταν μεγάλο πλήγμα για την ηλικιωμένη μητέρα του που ήπιε τόσο πικρό ποτήρι κοντά στη δύση της ζωής της. Ήταν όμως μεγάλη απώλεια και για την τοπική κοινωνία. Αξίζει να τονίσουμε ότι τα αισθήματα των Ρεθεμνιωτών στους Φραγάκηδες ήταν απολύτως ειλικρινή γιατί μόνο όφελος ήταν για τον τόπο. Λέγεται πως πλήρωναν πολύ καλύτερα από κάθε άλλο επιχειρηματία. Ήταν παροιμιώδης η αγάπη που έδενε την οικογένεια και τ’ αδέλφια μεταξύ τους. Στις σχέσεις τους, τις φιλίες τους, τις συναλλαγές του ήταν απολύτως συνεπείς. Και αυτό μετρούσε για την δύσκολη τοπική κοινωνία που ήξερε όμως να εκτιμά το σωστό και το δίκαιο.
Αυτό φάνηκε άλλωστε και στην κηδεία του Νίκου που έγινε με πάνδημη συμμετοχή.
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ο δικηγόρος και σπουδαίος λογοτέχνης και ποιητής Σπύρος Λίτινας, μια μεγάλη μορφή των κρητικών γραμμάτων και ο εκλεκτός έμπορος Γιάννης Κουτσουράκης τον αποχαιρέτισαν με λόγια της καρδιάς που εξέφραζαν και όλους τους παρισταμένους. Αμέτρητα και τα στεφάνια που κατατέθηκαν στο σορό του. Διαβάζοντας τα αναρίθμητα ονόματα στις ετικέτες των στεφάνων εκτός από τα αναμενόμενα εντυπωσιάζεσαι βλέποντας και στέφανα από συνδικαλιστικούς φορείς όπως το σωματείο φορτοεκφορτωτών ξηράς, το σωματείο των υπαλλήλων του δήμου Ρεθύμνου, τις τηλεφωνήτριες του ΟΤΕ κ.α.
Πέρασαν τα χρόνια αλλά η οικογένεια Φραγάκη άφησε ιστορία στον τόπο αυτό. Και μνημονεύεται όποτε γίνεται αναφορά στους στυλοβάτες της τοπικής οικονομίας που δε άφησαν το Ρέθυμνο να μαραζώσει.