Μια μεγάλη μορφή του πνευματικού Ρεθύμνου που ανέπτυξε σημαντική κοινωνική δράση θα είναι σήμερα το κεντρικό πρόσωπο του αφιερώματός μας.Μια γυναίκα με σπάνια ομορφιά αλλά και γεμάτη αρετές που της πρόσθεταν γοητεία. Η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη.
Ήταν κόρη του πρωτομάστορα και ξακουστού τεχνίτη Βασίλη Σταματάκη και γεννήθηκε το 1882. Από μικρή φαινόταν πως θα γίνει καλλονή όταν μεγαλώσει. Εκείνη όμως έδειχνε μεγάλη έφεση στα γράμματα και σε κάθε τομέα που διευρύνει το πνεύμα και τρέφει την ψυχή. Οι γονείς της ποτέ δεν της έβαλαν φραγμό στην πνευματική της εξέλιξη αδιαφορώντας για τα ήθη της εποχής. Αφού το ήθελε θα της έδιναν όλα τα εφόδια για καλές σπουδές.
Έτσι σε μια ηλικία που οι κοπέλες είχαν το νου τους στον «πρίγκιπα του παραμυθιού» ετοιμάζοντας τα προικιά τους, η Ευαγγελία ήταν η μοναδική κοπέλα της εποχής της που είχε απολυτήριο ελληνικού και ίσως η μοναδική στο Ρέθυμνο που μιλούσε άπταιστα Ιταλικά και Γαλλικά. Για την Ευαγγελία όμως δεν ήταν αυτό αρκετό. Διάβαζε ασταμάτητα όσα βιβλία έφθαναν στα χέρια της. Κι ήταν αρκετά αυτά. Σε μια τρυφερή ακόμα ηλικία η πανέμορφη Ρεθεμνιωτοπούλα είχε αποκτήσει μια τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση.
Με τόσα προσόντα ήταν φυσικό να ήταν όνειρο κάθε μητέρας για τον γιο της. Οι καλύτερες οικογένειες έδιναν τα πάντα να την κάνουν νύφη τους. Εκείνη όμως διάλεξε με τα δικά της κριτήρια.
Τυχερός ήταν ένας έμπορος από τη Λούτρα, ο Μανόλης Μαραγκουδάκης. Ο γάμος της ήταν όπως τον ονειρευόταν και ο σύζυγος αποδείχτηκε μια εξαιρετική επιλογή. Δυστυχώς όμως δεν άργησαν να εμφανιστούν τα πρώτα σύννεφα στην τόσο ανέμελη ζωή της. Περνούσε ο καιρός και η φύση δεν έστελνε κανένα μήνυμα για την μεγάλη αποστολή που είναι και η πεμπτουσία της ζωής κάθε γυναίκας. Το σπίτι έμενε βουβό από φωνές παιδιών. Η φύση δεν θα χάριζε ποτέ το ευλογημένο αυτό δώρο στην Ευαγγελία. Εκείνη όμως συνειδητή Χριστιανή, αποδέχτηκε το θέλημα του Δημιουργού. Αποδέχτηκε με αξιοπρέπεια τη μοίρα της κι αποφάσισε να γίνει «μητέρα» όλων εκείνων των παιδιών που θα την είχαν ανάγκη. Απέραντη η αγκαλιά της έγινε μια ζεστή φωλιά για κάθε δυστυχισμένο παιδί. Το σπίτι της ανοικτό πάντα φρόντιζε να δίνει χαρά σε κάθε μικρό επισκέπτη. Κι αφού ήταν τόσο στοργική με τα ξένα παιδιά μπορούμε να φανταστούμε πόσο δοτική θα ήταν για τα παιδιά των συγγενών της.
Παράλληλα άρχισε να διοχετεύει τον πλούτο της καρδιάς της σε κάθε πνευματική και κοινωνική δραστηριότητα.
Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Λυκείου των Ελληνίδων στο οποίο κράτησε επάξια το νευραλγικό πόστο της γενικής γραμματέως για πολλά χρόνια. Αξιόλογη όμως ήταν η δράση της και στον σύλλογο Κυριών.
Κι ήρθε η συμφορά του πολέμου. Η Ευαγγελία είχε προετοιμαστεί ψυχολογικά, καθώς σαν ενεργό κοινωνικό στέλεχος είχε πάρει μέρος σε πολλές δράσεις για την ενίσχυση εθνικών σκοπών, όπως ο έρανος για την κατασκευή της νέας Έλλης στη θέση του πλοίου που βομβάρδισαν οι Ιταλοί ανήμερα της Παναγίας στην Τήνο. Της έλαχε όμως να γίνει το καταφύγιο κάθε δυστυχισμένου. Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί θύματα του πολέμου και κάθε συμφοράς που επιφέρει.
Πολυσήμαντη δράση
Μου μιλούσε με θαυμασμό η Μαρία Παπαϊωάννου, άλλο ένα «ιερό τέρας» ανυπολόγιστης κοινωνικής προσφοράς για την αεικίνητη δράση της Ευαγγελίας. Στη φανέλα του στρατιώτη, στα συσσίτια, στην περίθαλψη των αιχμαλώτων, την έβλεπες από τις πρώτες. Κι όλοι απορούσαν που εύρισκε τόση δύναμη η χαρισματική αυτή γυναίκα και ξεπερνούσε πολλές φορές τον εαυτό της για να δώσει κουράγιο και να βοηθήσει τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Ήταν όμως τόσο απλό. Εκείνη επιστρέφοντας στο σπίτι, εύρισκε την ευκαιρία στη γαλήνη του να αφοσιωθεί σε μια θερμή προσευχή για την ανάσταση της πατρίδας της και τη σωτηρία του κόσμου. Όταν τέλειωνε ένοιωθε ακόμα πιο δυνατή κι έτοιμη να ριχτεί με μεγαλύτερη δύναμη στον αγώνα.
Εκεί που δοκιμάστηκε όμως η πίστη της και αισθάνθηκε για πρώτη φορά έρμαιο της οδύνης της ήταν η περίοδος που θρηνούσε τον θάνατο του συντρόφου της. Ο Μανόλης Μαραγκουδάκης πέθανε το 1944 λίγο πριν ανατείλει η λευτεριά. Πέρασε στιγμές σκληρής οδύνης. Ένοιωθε το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της.
Θρηνούσε τον χαμό του ανθρώπου που υπήρξε γι’ αυτήν ένας τρυφερός και αφοσιωμένος σύζυγος. Ο άνθρωπος που μοιραζόταν με αυταπάρνηση τα όνειρά της, που συμμεριζόταν τις ανησυχίες της που καμάρωνε για την κοινωνική της προσφορά.
Καμιά φορά βέβαια την κλόνιζε το παράπονό του όταν ετοιμαζόταν βιαστικά να τρέξει, όπου η ανάγκη κάποιων την καλούσε:
«Μα δεν θα καθίσεις ούτε σήμερα Βαγγελίτσα, να σε δω κι εγώ, να κουβεντιάσουμε;».
Γλύκαινε τότε ακόμα περισσότερο το πρόσωπό της προσπαθώντας να του εξηγήσει ενώ κατέληγε με τη συνηθισμένη επωδό:
«Αντιλαμβάνεσαι Μανόλη μου γιατί πρέπει να πάω εκεί που με χρειάζονται;».
Κι εκείνος δεν έλεγε τίποτα άλλο. Ήξερε ότι στην προσπάθεια και της γυναίκας του βρισκόταν ο σπόρος για μια πνευματική αναδημιουργία του βασανισμένου τόπου τους.
Έχει σημασία αυτό που σημειώνουμε γιατί εκείνα τα χρόνια η έντονη προσωπικότητα του συζύγου και η συμπαράστασή του βοηθούσαν μια δραστήρια γυναίκα να ασχοληθεί με τις ανάγκες της κοινωνίας που ζούσε. Μιλάμε για μια εποχή που και οι σπουδές ήταν απαγορευμένες για τα κορίτσια των παραδοσιακών οικογενειών με παλαιολιθικές όμως αντιλήψεις. Ακόμα και τα ψώνια ήταν υπόθεση του ανδρός προκειμένου να μην «ξεμυτίσει» η γυναίκα από το σπίτι.
Η Ευαγγελία έμεινε ξάγρυπνη νύχτες παρακαλώντας το Θεό να της δώσει δύναμη. Και ξαφνικά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του πένθους της σαν να πρόσεξε μια μικρή χαραμάδα φωτός κάνοντας κάποιες σκέψεις. Και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα τέλειωνε τη ζωή της σε μοναστήρι. Άνθρωπος που δεν ήθελε να επανέρχεται στα ίδια όταν αποφάσιζε για την πορεία του, έφυγε αμέσως για την Αθήνα και φρόντισε να συναντήσει ανθρώπους που θα την έφερναν κοντά στο σκοπό της. Εκείνοι όμως έδειχναν ξαφνιασμένοι.
«Μα είναι δυνατόν;» της είπε κάποιος από τους πιο αξιοσέβαστους που ζήτησε τη συμβουλή του.
– Μα είναι δυνατόν εσύ, της είπε, η γεμάτη ζωντάνια, ν’ αφήσεις στη μέση το έργο που άρχισες; Δεν καταλαβαίνεις πόσο απαραίτητη είσαι στο Ρέθυμνο κοντά στα «παιδιά» σου.
Στο άκουσμα αυτό μια σειρά από εικόνες εμφανίστηκαν μπροστά της και την προβλημάτισαν. Ήταν η θέα των νοικοκυρών που συναντούσε τα πρωινά όταν περνούσε βιαστικά από τις γειτονιές και τις έβλεπε ν’ ασχολούνται με το σπίτι αλλά σταματούσαν στο πέρασμά της για να τη χαιρετίσουν με μεγάλο σεβασμό. Κι εκείνη απαντούσε με μια μελωδική καλημέρα που γέμιζε χαρά κι αισιοδοξία όλο το στενό.
Μια άλλη εικόνα ήταν η θέα των παιδιών που περίμεναν από εκείνη να χορτάσουν την πείνα τους και να βρουν στη ζεστή της αγκαλιά παρηγοριά για την τραγική τους μοίρα.
Σαν να έβλεπε το βλέμμα τους να την ρωτάει με αφάνταστη θλίψη: «Μάνα που μας αφήνεις;».
Άνοιξε το σπίτι στην Αγάπη
Η Ευαγγελία στη σκέψη αυτή τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Κατάλαβε ποιος ήταν ο μεγάλος της προορισμός. Κι αποφάσισε να επιστρέψει, αφού προηγουμένως φρόντισε να συνδεθεί με την Πανελλήνια κίνηση των συνεργαζομένων Χριστιανικών σωματείων «Ο Απόστολος Παύλος». Επέστρεψε στο Ρέθυμνο με αποστολή τη δημιουργία έργου εσωτερικής ιεραποστολής που θα ωφελούσε την πόλη.
Ήταν γύρω στα 60 αλλά πίστευε ότι είχε ξαναγεννηθεί.
Άνοιξε το σπίτι της και το μαγαζί του ανδρός της που ήταν από κάτω εκεί στη σημερινή Βίκτωρος Ουγκώ, και το έκανε αίθουσα για πνευματικές συγκεντρώσεις.
Δεν είχε πια λεπτό διαθέσιμο για χάσιμο.
Η πόρτα άνοιγε αξημέρωτα και πρώτα περνούσαν τα στελέχη των ομάδων δράσης για να πάρουν το πρόγραμμα της ημέρας. Ακολουθούσαν οι περιοδεύοντες ιεροκήρυκες που έρχονταν να παρακολουθήσουν την πορεία του πνευματικού έργου και να δώσουν οδηγίες για τη συνέχεια. Μετά ήταν η σειρά κάθε κατατρεγμένου που ζητούσε τη συνδρομή της για να ξεπεράσει το πρόβλημά του. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβει η Ευαγγελία που πολλές φορές ξεχνούσε και το φαγητό και την ξεκούραση.
Το απόγευμα το σπίτι γέμιζε κορίτσια που είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν με την σπουδαία εκείνη γυναίκα για κάθε τους πρόβλημα και να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους.
Οι πάντες εκτιμούσαν το έργο της. Από τον Μητροπολίτη μέχρι τον κάθε προϊστάμενο υπηρεσίας ήταν στη διάθεσή της για την επίλυση κάθε προβλήματος που απασχολούσε τις ομάδες της Ευαγγελίας. Όπως η γυναίκα αυτή με την τεράστια μόρφωση και την εμπειρία της ζωής ήταν πάντα μια καλή ακροάτρια όταν κάποιος ήθελε να προτείνει κάτι. Κι αν ήταν ενδιαφέρον αυτό που άκουγε πρώτη έβαζε δυνάμεις για την υλοποίησή του.
Είναι περίεργο πάντως πως κατάφερνε όλος αυτός ο κόσμος να μην δημιουργεί την παραμικρή φασαρία. Η Ευαγγελία τηρούσε την τάξη με μια απλή ματιά γεμάτη πάντα αγάπη και φως. Τα μέλη που ανήκαν στους «κύκλους» της και των δύο φύλων μεγαλώνοντας διέπρεπαν είτε στην Αθήνα, όπου αναζήτησαν καλύτερη τύχη είτε στο Ρέθυμνο. Τα «παιδιά» της Ευαγγελίας Μαραγκουδάκη είχαν μάθει από τη δασκάλα τους πώς να είναι χρήσιμα μέλη της κοινωνίας μας. Στους κύκλους που δημιούργησε ανήκε και ο κύκλος των «ακτίνων», καθώς και ο μαθηματικός που είχε την ευθύνη εκείνη αρχικά.
Με το συνεχές ενδιαφέρον της Ευαγγελίας, στέριωσαν γάμοι, αποκαταστάθηκαν άπορες κοπέλες, ορφανά σώθηκαν από την αλητεία και τις θλιβερές συνέπειες, γυναίκες σώθηκαν μετά από ηθικά ολισθήματα κι έφτιαξαν τη ζωή τους. Για αρκετό διάστημα διετέλεσε και Νομαρχιακή σύμβουλος.
Κι όμως η ανεξάντλητη αυτή μορφή προσφοράς, εύρισκε πάντα καιρό για διάβασμα και για να δημιουργεί νέα ατμόσφαιρα με συνεχείς αλλαγές στη διαρρύθμιση του σπιτιού. Πάντα υπήρχε στο γραφείο της ένα ανοικτό βιβλίο και μόνη της μετακινούσε τα έπιπλα για να δοκιμάζει τις αλλαγές που αποφάσιζε στον χώρο της.
Αν κάτι από αυτά που διάβαζε της έκανε εντύπωση φρόντιζε να το σημειώνει για να το αποστηθίζει καλύτερα.
Σαν να μην έφτανε τόσο έργο στην πόλη άρχισε να περιοδεύει και στα χωριά σπέρνοντας τον σπόρο της φιλαναγνωσίας. Εκείνη έβαλε την ιδέα για τη δημιουργία βιβλιοθήκης σε κάθε χωριό.
Ήδη είχε καταφέρει με τα έσοδα από μια λαχειοφόρο αγορά να δημιουργήσει μια δανειστική βιβλιοθήκη στην αίθουσα των Τριών Ιεραρχών που θεωρείται πρόδρομος της σημερινής.
Τα παιδιά που είχε στους κύκλους της τελειώνοντας το σχολείο είχαν ήδη αποκτήσει μια επαγγελματική κατεύθυνση γιατί ο επαγγελματικός προσανατολισμός ήταν μέσα στα ενδιαφέροντά της. Και το ενδιαφέρον δεν σταματούσε εκεί. Για κάθε παιδί που θα φιλοξενείτο σε ίδρυμα στη διάρκεια των σπουδών φρόντιζε να δίνει και μια συστατική επιστολή χωρίς να πάψει να ενδιαφέρεται για την πορεία του.
Τα χρόνια περνούσαν και τα προβλήματα υγείας άρχισαν να την ταλαιπωρούν. Μάταια τα ανίψια της την παρακαλούσαν να πάει κοντά τους να την φροντίζουν. Εκείνη δεν ήθελε ν’ αφήσει το σπίτι της, τη μεγάλη κυψέλη δημιουργίας.
Οι κοινωνικές εξελίξεις στη μικρή μας πόλη, άλλαξαν και τον τρόπο ζωής. Τώρα ο χρόνος δεν περίσσευε ούτε για μια επίσκεψη. Η Ευαγγελία υπέφερε όσο έβλεπε τα «παιδιά» να απομακρύνονται, έχοντας πια τόσες υποχρεώσεις. Μα δεν τους χρέωνε σκοπιμότητα. Είχε κατανόηση για όλους. Η μοναξιά όμως την έπνιγε. Και τότε εύρισκε καταφύγιο στο γράψιμο…
«Χριστέ μου, αν δεν σε ένοιωθα τόσο πολύ μέσα μου, πόσο βαριά θα ήταν τώρα τα γηρατειά».
Σιγά-σιγά η υγεία της άρχισε να κλονίζεται περισσότερο. Τώρα τ’ ανίψια της δεν άκουγαν τις παρακλήσεις της να μην νοιάζονται τόσο γι’ αυτή. Κι ήταν διαρκώς κοντά της. Μερικές φορές μαζεύονταν αρκετά πιάτα με φαγητό που άδειαζαν όμως γρήγορα. Δεν ήταν η Ευαγγελία που απολάμβανε το κάθε φαγητό αλλά οι πεινασμένοι που χτυπούσαν την πόρτα τους. Μπορεί η ίδια να έμενε νηστική κι ας είχαν φροντίσει τα ανίψια της να μην της λείπει τίποτα. Για τον άγγελο αυτό καλοσύνης και προσφοράς ήταν αρκετό ότι κάποιος πεινασμένο χόρτασε σπιτικό φαγητό. Έτσι χόρταινε η ίδια.
Κάποια στιγμή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Η Ευαγγελία υποχρεώθηκε να δεχθεί την πρόταση της ανιψιάς της που είχε και το όνομά της και να καταφύγει στο σπίτι της.
Φρόντισε όμως να αφήσει και κάτι από το σπίτι της όπου εκείνη πίστευε ότι χρειάζεται, έτοιμη πάντα να προσφέρει. Όλα εκείνα τα μπιμπελό, οι πίνακες, τα μικροέπιπλα κάπου έπιασαν τόπο προς μεγάλη χαρά της γενναιόδωρης δωρήτριας.
Πέθανε πάμπτωχη αλλά πλούσια από την αγάπη και φροντίδα των ανιψιών και των άλλων συγγενών της.
Η ψυχή της πέταξε την ημέρα των Τριών Ιεραρχών του 1976.
Το Ρέθυμνο συγκλονίστηκε στο άκουσμα του θανάτου της Νεκρολογίες και ψηφίσματα κατέκλυσαν τον τοπικό τύπο.
Την ημέρα της κηδείας της ένα πλήθος είχε κατακλύσει τον Μητροπολιτικό ναό. Στη νεκρώσιμη ακολουθία πήρε μέρος όλος ιερός κλήρος προεξάρχοντος του μακαριστού Τίτου που εκφώνησε κι έναν εξαιρετικό επικήδειο. Κρίμα που δεν υπήρχε η δυνατότητα να ηχογραφηθεί. Χαρακτήρισε τη ζωή της ανοικτό Ευαγγέλιο. Και υπογράμμισε τη συμβολή της στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου.
Ο μακαριστός Τίτος έδινε ακριβώς τα στοιχεία που χαρακτήριζαν την Ευαγγελία Μαραγκουδάκη. Είχε προλάβει να τη γνωρίσει καλύτερα και μάλιστα είχε το προνόμιο να του προσφέρει τα τετράδια με τις σημειώσεις της που όπως επαναλάμβανε πολλές φορές ο αοίδιμος Ιεράρχης τον είχε εντυπωσιάσει το περιεχόμενό τους.
Την επομένη της κηδείας της έγινε από τον Αγιογραφικό Κύκλο γυναικών του Μητροπολιτικού ναού φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη της.
Όμως και ο Μητροπολιτικός ναός τίμησε την προσφορά της και σαν ελάχιστη προσφορά ανέλαβε τα έξοδα της κηδείας της.
Αυτή ήταν η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη που με το φως της ψυχής της φώτισε τη νεολαία μας σε μια εποχή από τις πιο δύσκολες που έζησε το Ρέθυμνο. Και η ευγνωμοσύνη του τόπου μας στην υπέροχη αυτή γυναίκα θα έπρεπε κάποτε να εκδηλωθεί με τον τρόπο που αρμόζει σε μια κοινωνία που σέβεται τις παραδόσεις. Αν ισχύει αυτό και στις μέρες μας.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: «Ευαγγελία Μαραγκουδάκη», εφημερίς «Κρητική Επιθεώρηση» φ.27/11/1987