Κόντρα στη μιζέρια που ταλαιπωρούσε το Ρέθυμνο, κάποιες παρέες νεαρών, αρχές του περασμένου αιώνα, ήξεραν να «κλέβουν μια του χάρου» με τις φάρσες που σκάρωναν χωρίς να περιμένουν την Πρωταπριλιά.
Από τους πιο χαριτωμένους φαρσέρ ήταν ο Χαράλαμπος Σπανδάγος, σπουδαίος επιχειρηματίας και από τους πρώτους κινηματογραφιστές.
Στον χώρο του το «Ιδαίον Άντρον» πρόσφερε στους Ρεθεμνιώτες και σπάνιο θέαμα, φέρνοντας θιάσους από Ιταλία, Παρίσι και Βιέννη. Κάποιες φορές το θέατρο χρησιμοποιήθηκε και σαν καμπαρέ. Και το σημαντικότερο. Μόλις είχαν ανακαλύψει οι αδελφοί Lumiere τον κινηματογράφο, ο Χαράλαμπος αγόρασε μια από τις πρώτες κινηματογραφικές μηχανές και την εγκατέστησε στον χώρο του. Ήταν ο πρώτος κινηματογράφος στην Ελλάδα. Μετά από χρόνια ακολούθησε το «Αττικόν» στην Αθήνα.
Ο Χαράλαμπος ανήκε σε μια παρέα γλεντζέδων, ψυχή της οποίας ήταν και ο Θεμιστοκλής Βαλαρής ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης. Δεν έχανε ευκαιρία λοιπόν να σκαρώσει κάτι στον καθένα για να γελάσουν. Και τι σκαρφίστηκε ένα μέσα στο καταχείμωνο;
Μόλις βεβαιώθηκε ότι οι φίλοι του τα κουτσοπίνουν στο ταβερνάκι με ραπανάκι για μεζέ, στέλνει τον Πεντεφούντη να τελαλήσει ότι στις επτά θα έπαιζε ο κινηματογράφος καινούργιο έργο. Χαράς Ευαγγέλια για τη νεολαία που είχε βαρεθεί την απομόνωση.
Επειδή όμως τους φαινόταν και παράξενο πως μέσα σε τόση βαρυχειμωνιά ο κινηματογράφος έπαιζε και μάλιστα καινούργιο έργο, έστειλαν ένα θαρραλέο από την παρέα για να βεβαιωθεί.
Εκείνος κουκουλώθηκε καλά καλά κι έσπευσε να «ανακρίνει» τον Πεντεφούντη που συμπλήρωσε τις πληροφορίες με τον τίτλο του έργου Λεγόταν «Παγίδα».
Η παρέα δεν έχασε καιρό. Αψηφώντας το κρύο πήγε στον κινηματογράφο και περίμενε την έναρξη της προβολής.
Η απουσία κόσμου δεν προβλημάτισε την συντροφιά. Ποιος άλλος θα άφηνε τη ζεστασιά του σπιτιού του και να τρέχει στον κινηματογράφο εκτός από τους ίδιους που διψούσαν για ζωή και κίνηση;
Επειδή καθυστερούσε η έναρξη βάλανε και τις φωνές του Σπανδάγου, υποχρεώνοντάς τον να αρχίσει. Όπως κι έγινε.
Μα τι ήταν αυτό που βλέπανε; Ούτε αρχή είχε, ούτε μέση, ούτε και τέλος. Ένα συνονθύλευμα εικόνων που δεν είχαν καμιά λογική συνοχή. Αγανακτισμένοι οι νεαροί βάλανε τις φωνές και σηκωθήκανε να φύγουνε. Στην πόρτα είδαν το Σπανδάγο… σκασμένο στο γέλια.
«Τι ήταν αυτό βρε Χαραλάμπη; Μας κοροϊδεύεις;»
«Παγίδα» φίλοι μου. Αυτός δεν ήταν ο τίτλος του έργου; Εκεί που καθόμουν λοιπόν άπρακτος σκέφτηκα να ενώσω μερικά ρετάλια από ταινίες και να σας «παγιδέψω». Ελάτε τώρα να σας δώσω πίσω τα χρήματα. Κι έκανε να βάλει το χέρι στην τσέπη γελώντας ακόμα με τη φάρσα του.
Η παρέα όμως, χωρίς να θυμώσει, είχε καλύτερη ιδέα για την αποζημίωσή της. Πήρε τον Σπανδάγο και κατέληξαν στο ταβερνάκι για να συνεχίσουν τη βραδιά. Όσο για τον λογαριασμό φυσικά τον πλήρωσε ο Χαραλάμπης και μάλιστα με την καρδιά του.
Όταν η περιφρόνηση στοιχίζει
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κάποιοι γραφικοί τύποι, μόνο όταν γίνονται αντικείμενο χλεύης θεωρούν ότι υπάρχουν.
Παράδειγμα μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας που αρχές του περασμένου αιώνα κατέβαινε στην αγορά και προκαλούσε πανδαιμόνιο ανταποδίδοντας με φοβερές αθυροστομίες τα πειράγματα των περαστικών.
Εκεί βέβαια που γινόταν ο μαύρος χαμός ήταν στο στενό των τσαγκαράδων. Μόλις φαινόταν η περίεργη αυτή γυναίκα, άρχιζαν να χτυπούν μανιωδώς τα καλαπόδια με το σφυρί όσο αυτή τους στόλιζε με τα πιο απίθανα «κοσμητικά» που της έρχονταν στο νου.
Μια μέρα πρότεινε κάποιος να μην της δώσουν σημασία όταν φανεί για να δούνε πως θα αντιδράσει. Έτσι κι έγινε. Η γυναίκα έκανε όπως συνήθως την εμφάνισή της χωρίς να ακούσει το παραμικρό. Κοιτούσε δεξιά, ζερβά προσπαθώντας να καταλάβει κι όταν είδε πως συνεχίζεται η αδιαφορία των τσαγκαράδων άρχισε πάλι να τους βρίζει. Αυτή τη φορά γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τον παραγκωνισμό της.
Και ιερέας φαρσέρ
Από τη χορεία των φαρσέρ δεν θα μπορούσαν να λείψουν και ιερείς όπως ο υπέροχος εκείνος λευίτης ο παπά Μάρκος Πλυμάκης στον οποίο έχουμε κάνει εκτενές αφιέρωμα παλαιότερα.Μια από τις χαριτωμένες φάρσες του περιγράφει ο Κωστής Μαμαλάκης στη σειρά «Μια πόλη που δεν σβήνει»:
Γάμος γινόταν ένα απόγευμα Κυριακής. Θα τον τελούσαν ο παπά-Μάρκος και ο παπά-Γιώργης.
Έψαλαν και το «Ησαΐα» ευχήθηκαν συγκινημένοι – ειλικρινής και ολόψυχη ήταν πάντα η συμμετοχή τους στις χαρές και στις λύπες των πιστών – στους νεονύμφους:
«Να ζήσουν, να γεράσουν και καλούς απογόνους!» κι ύστερα τους κάλεσαν να καθίσουν σε θέση τιμητική: Σε καναπέ που βούλιαζε το κορμί αναπαυτικά.
Σε λίγο άρχισε η παρέλαση των δίσκων με κουφέτα, σουμάδες και κοκ.
Όταν ο δίσκος με τα κοκ έφθασε μπροστά στον παπά-Γιώργη αυτός είχε πάθει ήδη σιελόρροια. Πήρε ένα κοκ.
Πετιέται από δίπλα του ο παπά-Μάρκος λέγοντάς του:
– «Παπά-Γιώργη εσένα σου αρέσουν τα γλυκά, πάρε άλλο ένα!».
Του ρίχνει μια ματιά προσποιητής δυσφορίας ο παπά-Γιώργης. Το πήρε όμως το δεύτερο κοκ.
Όταν σε λίγο ξαναπερνά από μπροστά τους ο δίσκος με τα κοκ, ξαναγεμισμένος για κείνους που δεν είχαν πάρει – ο παπά-Γιώργης τα είχε χωνέψει κιόλας – ο παπά-Μάρκος σταματά τον δίσκο, ευγενικά, προς χάριν του παπά-Γιώργη και του λέει παροτρύνοντάς τον:
«Πάρε μπρε άλλο ένα, εγώ ξέρω πως τρελαίνεσαι για τα κοκ».
Παίρνει και το τρίτο κοκ ο παπά-Γιώργης κοκκινίζοντας.
Πέρασε λίγη ώρα, είχαν τελειώσει και τα «τραταμέντα» και οι καλεσμένοι σιγά – σιγά άρχισαν να αποχωρούν.
Ο παπά-Γιώργης είχε καρφωμένο το βλέμμα τώρα στο βάθος της σάλας. Τον αντιλαμβάνεται ο παπά-Μάρκος, και προσποιούμενος τον αδιάφορο, τον παρακολουθεί.
Τι συνέβαινε;
Ένας μεγάλος δίσκος ασημένιος; Μισογιομάτος από κοκ που είχαν περισσέψει, είχε μαγνητίσει το βλέμμα του παπά-Γιώργη!
Σε λίγο σηκώνεται, κάτι ψιθυρίζει στη μητέρα της νύφης – την άδεια ασφαλώς θα ζητά ευγενικά – και προχωρεί με τρόπο, προς το βάθος του σαλονιού, ρίχνοντας ματιές, για να εξασφαλισθεί ότι δεν θα γίνει αντιληπτός από τρίτους.
Από τον παπά-Μάρκο είναι εξασφαλισμένος ευτυχώς. Τώρα και λίγη ώρα τον βλέπει μελαγχολικό. Αυτή τη στιγμή κοιτάζει το ταβάνι συλλογισμένος. (Για να ενισχύσει την πειστικότητα της αδιαφορίας του).
Τότε ο παπά-Γιώργης δεν χάνει καιρό: Αρχίζει και εναποθηκεύει μέσα από το «αντερί» του, στο ύψος του στήθους, κοκ αρκετά.
Τελειώνει γρήγορα και επιστρέφει «πανευδαίμων» στη θέση του καναπέ, πλάι στον παπά-Μάρκο.
Κι αρχίζει το… δούλεμα
Ο παπά-Μάρκος αρχίζει το «δούλεμα».
– «Το ξέρεις πως «ξεγύρισες» παπά-Γιώργη; Μια χαρά μου είσαι τελευταία. Μου φαίνεται πως πήρες και λίγο πάχος».
Και τον ψαχούλεψε στιγμιαία στο στήθος.
Ανακάθισε θορυβημένος ο παπά-Γιώργης:
«Μπρε πολύ πάχυνες» συνεχίζει το βιολί του, ο παπά-Μάρκος, και τα δάχτυλά του πιέζουν μαλακά το στήθος του παπά-Γιώργη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα να αποφύγει τα επικίνδυνα πασπατέματα ο παπά-Γιώργης. Ιδρώνει, ξεϊδρώνει.
Μάταια απευθύνει διαμαρτυρίες:
– «Έχε με παρατημένο παπά-Μάρκο!».
Μάταιες εκκλήσεις.
«Να χαρείς τα παιδιά σου άσε με!».
Ο παπά-Μάρκος «κάνει την πάπια» και με αθώο ύφος επιμένει:
– «Μα πάρα πολύ πάχυνες σου λέω» και δωσ’ του νέο ζούληγμα ισχυρότερο.
Ο παπά-Γιώργης έχει απηυδήσει. Δεν αντέχει άλλο και «σπάει» στο τέλος.
Προκειμένου να υποστούν ολοκληρωτική καταστροφή τα γλυκά, που ‘χε κρυμμένα στον κόρφο του παραδίδεται άνευ όρων.
Και ομολογεί με φωνή σιγανή για να μην ακουστεί παραπέρα, αλλά τσιριχτή από την αγωνία και το κακό του:
–«Παπά-Μάρκο παπά-Μάρκο …Σιγά μπρε, μη μου ξετσιλακώσεις τσοι κόκους».
Ο Γιαμπουδάκης στο τηλέφωνο
Η φάρσα που ακόμα κάνει τους παλιούς Ρεθεμνιώτες να γελούν συνέβη στην πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων. Ήταν τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα παντού και συχνά εκείνοι που είχαν δέχονταν την παράκληση να καλέσουν κάποιον γείτονα.
Ένας από τους κατόχους τηλεφώνου ήταν και από τους πλέον αξιαγάπητους. Σε βαθμό που κάποιοι με αγαθή πρόθεση κάνανε και λίγη πλάκα μαζί του.
Ένα πρωινό Πρωταπριλιάς κι ενώ ο φίλος μας ξεσκόνιζε την πραμάτεια του, λέει κάποιος γείτονάς του στην παρέα του:«Ελάτε δα να κάμομε το γέλιο της αρκούδας».
Σπεύδουν οι άλλοι να μη χάσουν κι εκείνος ξεκινά να παίρνει τηλέφωνο στον γείτονα που ξεσκόνιζε. Αλλάζει τη φωνή του και τον παρακαλεί να φωνάξει στο τηλέφωνο τον Γιαμπουδάκη.
Ο άλλος που έδειχνε να είναι κι αφηρημένος ούτε που σκέφτηκε ότι ο μόνος Γιαμπουδάκης στη γειτονιά ήταν το άγαλμα στην πλατεία. Και σε λίγο όλοι κρατούσαν τα πλευρά τους από τα γέλια όταν ο φιλότιμος καταστηματάρχης βγήκε στην πόρτα του μαγαζιού κι έβαλε φωνή.
– Γιαμπουδάκης τηλέφωνο …
Ο πρύτανης της τερατολογίας
Και θα κλείσουμε με τον μαιτρ της τερατολογίας τον περίφημο «Κόκκινο» στον οποίο έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα.
Λίγο κουτσός, κοκκινωπός,
μουστακαλής κι αρρενωπός,
με πετεινού παράστημα
Γλυκού νερού ψευτονταής
στο Ρέθεμνος «καπανταής»
λίγο κοντός στ’ ανάστημα.
Χρόνια και χρόνια καφετζής
ή στου Ζαμπράκο μπουφετζής
«Καφέ Αμάν», «Περβόλα».
Να λέει τσούκους φοβερούς
να κάνει όρκους τρομερούς
πως είν’ αλήθεια όλα.
Όπως επιβεβαιώνει και ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις», ο Μανόλης Χαμαράκης, με το παρανόμι «Κόκκινος» γιατί ήταν κοκκινοτρίχης, δεν ήταν συνηθισμένος καφετζής. Γενικά ήταν ένας έξυπνος, ετοιμόλογος άνθρωπος και στη συζήτησή του σοβαρός και μετρημένος. Αδυναμία του να παριστάνει τον καπετάνιο κι ας του έλειπε το μπόι κι ας κούτσαινε. Σερμαγιά για το μαγαζί του που διέθετε και… μπιλιάρδο, ήταν οι φαντασιώσεις του. Αρκεί να του έδινε αφορμή πελάτης του και αράδιαζε στη στιγμή τερατολογίες που «έστελναν» την παρέα…
Ακροατής του περιστασιακά και ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, που αναφέρει για τον Κόκκινο, ότι καταγόταν από την Πηγή. Γνωστή και ιστορική η οικογένειά του ήταν από τις πρώτες του τόπου. Ο Μανόλης στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου ήταν οκτώ χρόνων. Κι ευτυχώς δηλαδή γιατί αν ήταν μεγαλύτερος, σύμφωνα με δηλώσεις του, αργότερα στο καφενείο, όποτε το έφερνε η κουβέντα, ήξερε τον τρόπο να… σφάξει τον Μουσταφά Πασά και να ελευθερώσει τον τόπο. (Προμηθεύς ο Πυρφόρος τ.37).
Σαν πρώτο του κατόρθωμα αναφέρεται η τιμωρία Τούρκου που επιχείρησε να τον προσβάλει. Αν και ήταν σωματώδης και χεροδύναμος, ο Γκαρδιακός όπως τον έλεγαν, ο Χαμαράκης τον ακινητοποίησε, τον ευνούχισε και παρουσιάστηκε μετά στην πλατεία της Πηγής, νικητής με τρόπαιο το μαχαίρι του που έσταζε αίμα. Όσο για τη χαμένη αντροσύνη του τούρκου λέγεται ότι απετέλεσε λίαν ευπρόσδεκτο «μεζέ» σκύλου, που περνούσε τυχαία από την περιοχή του ηρωικού συμβάντος.
Κι ενώ ο φουκαράς ο Κόκκινος καμάρωνε για το κατόρθωμά του, κάποιοι φαρμακόγλωσσοι βιάστηκαν να διαδώσουν ότι ένας ψόφιος… γάιδαρος ήταν το θύμα. Ισχυρίζονταν μάλιστα ότι είχαν δει τη μαχαιριά στο επίμαχο σημείο.
Κι ήρθε στο Ρέθυμνο
Κάποια στιγμή ο Μανόλης κατάλαβε ότι δεν χωρούσε πια στο χωριό και πήρε τον δρόμο για την πόλη. Εκεί θα μπορούσε άνετα να αφήσει την φαντασία του να καλπάσει. Και να δεις που στάθηκε τυχερός γιατί η πρώτη του απόπειρα έπεσε σε… «στοιχειωμένο» καράβι.
Μετά το εντυπωσιακό αυτό ντεμπούτο, άρχισε να συγκεντρώνει γύρω του τα πρώτα «πειραχτήρια» του τόπου που είχαν «μυριστεί» λαβράκι.
Είχε κι ένα τρόπο ο αφιλότιμος να κρατά το ακροατήριό του. Και ποιος θα άφηνε στη μέση μια αφήγηση όπου ο Κόκκινος παραξενεμένος για το καράβι που τις νύχτες γινόταν άφαντο, αποφάσισε να μπει με τα όπλα του και να λύσει το μυστήριο.
Κι όταν έπεσε βαθειά νύχτα τρεις άντρες και μια γυναίκα φάνηκαν. Και μόλις πήδηξαν μέσα, το πλοίο άρχισε να… πετά. Προορισμός ήταν το Μισσίρι. Εκεί οι παράξενοι ταξιδιώτες προμηθεύτηκαν… κουκιά και πρωί-πρωί το καράβι ήταν και πάλι στη θέση του. Είχε και ο Μανόλης κάνει τις προμήθειές του, γιατί βρέθηκε σε ένα σπαρμένο με κριθάρι χωράφι που αν και ήταν Γενάρης μήνας έδειχνε έτοιμο για θερισμό.
Περίεργη εξαφάνιση
Στις Κρητικές επαναστάσεις 1895-1898 ο Μανόλης χάθηκε. Φάνηκε ξανά το 1898. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί χάθηκε και δεν τον είδαν σε καμιά μάχη, εκείνος τους κοίταξε με οίκτο. Με άφατη περιφρόνηση τους είπε ότι τον είχαν καλέσει στον Άγιο Μύρο για βοήθεια κι εκείνος δεν μπορούσε να τους αρνηθεί. Κατάφερε μάλιστα να μπει στο τούρκικο στρατόπεδο χωρίς να γίνει αντιληπτός και να… σφάζει Τούρκους ανενόχλητος. Κάποια στιγμή λαβώθηκε βαριά και ο γιατρός που τον εξέτασε διέταξε να τον μεταφέρουν επειγόντως στο νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας. Εκεί έγινε καλά αλλά σκέφτηκε να εξαφανιστεί μήπως και τον αναγνωρίσει κάποιος Τούρκος και πάρει εκδίκηση για τους σκοτωμένους. Έμεινε ωστόσο εγκλωβισμένος στην Αίγυπτο και δεν μπόρεσε να έρθει να βοηθήσει τον τόπο του. Μάζεψε λεφτά και να τον. Μόνο ακόμα κούτσαινε από το λαβωμένο πόδι του.
Και τι δεν κατέβαζε το κεφάλι του ευφάνταστου Μανόλη. Για γυμνασμένους ψύλλους, για ομιλούντες σκύλους, μέχρι και για ένα κροκόδειλο τους μίλησε που είχε δει στην Αίγυπτο και θα ήταν ίσαμε… δέκα μέτρα. Μια άλλη φορά είδε στο βάθος του ορίζοντα, πέρα από τη θάλασσα, ένα βοσκό να περπατά στα κύματα. Σε λίγο όμως συνειδητοποίησε έντρομος πως ήταν το κεφάλι ενός τεράστιου ψαριού, που χρειάστηκε μια μέρα να περάσει το σώμα του και κατά το βράδυ πέρασε και η… ουρά του.
Το αδύναμο σημείο του Κόκκινου ήταν να καθυστερεί ο πελάτης να δώσει παραγγελία. Λεπτομέρεια που την ήξεραν οι παρέες των φαρσέρ πελατών του και την αξιοποιούσαν δεόντως μέχρι να τον νιώσουν ότι βράζει από κρυμμένο θυμό. Κι όταν έδιναν πια την πολυπόθητη παραγγελία, εκείνος φρόντιζε να τους σερβίρει μια ιστορία ανάλογη με την περίπτωση. Αν τώρα ο υπερβάλλων ζήλος τον έφερνε πέρα από τα εσκαμμένα κι η παρέα τον «έκραζε», εκείνος φρόντιζε να αποκαταστήσει το γόητρό του στη γλώσσα του λιμανιού.
Μια ιστορία για τον Καφφάτο
Εκείνα που ήταν θαυμάσια ήταν τα παραμύθια του. Ήταν γεμάτα περιπέτεια και απρόβλεπτες καταστάσεις. Από τους τακτικότερους πελάτες του καφενείου του ήταν ο εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Λυκούργος Καφφάτος. Μια μέρα, που ήταν ο μοναδικός πελάτης ζήτησε από τον Κόκκινο μια ιστορία για τον Κήπο. Φυσικά δεν εννοούσε τον σημερινό, που τότε ήταν νεκροταφείο των Τούρκων, αλλά εκείνον που βρισκόταν σε λόφο, ο οποίος ισοπεδώθηκε και στη θέση του κτίστηκε το σημερινό Τελωνείο. Ο λόφος αυτός μέχρι και το 1889 ήταν οχυρωμένος και χρησίμευε για την προστασία του λιμανιού. Εκεί με την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια ο Κόκκινος λειτουργούσε το καφενείο του.
Τι να πει λοιπόν στον εκδότη για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του; Σκέφτηκε λίγο και μετά αφού πήρε ξανά τη διαβεβαίωση ότι δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί η ιστορία του, μίλησε για μια τρύπα που είχε ανοίξει ο ίδιος κι όταν αποφάσισε να διαπιστώσει τι μπορούσε να κρύβει βρέθηκε σε ένα περιβάλλον αχανές γεμάτο δαιμόνια… Έκανε το σταυρό του και συνέχισε να προχωρεί μέχρι που είδε φως ημέρας και άκουσε φωνές γυναικών (ήταν χανούμισσες). Αμέσως κατάλαβε ότι έφτασε σε πηγάδι. Περίμενε να φύγουν οι γυναίκες και μετά πατώντας από πέτρα σε πέτρα βγήκε στην επιφάνεια. Και τι να δει; Είχε φτάσει στη Φορτέτζα!
Δεν άντεξε ο Καφφάτος.
– Μα η Φορτέτζα απέχει 100 μέτρα του παρατήρησε. Κι εσύ έκανες μια νύχτα;
Ο Κόκκινος κούνησε καταφατικά το κεφάλι με μεγάλη σοβαρότητα. Κι όταν ο εκδότης του ζήτησε να τον πάει στην πέτρα για να δει κι εκείνος το αξιοπερίεργο, που άκουσε λίγο πριν, ο Κόκκινος του είπε απλά να ψάξει να τη βρει μόνος του. Και γύρισε ατάραχος στον πάγκο του.
Τελικά ποτέ δεν είπε μιαν αλήθεια ο άνθρωπος αυτός; θα αναρωτηθείτε. Βεβαίως. Και ιδού πως και πότε, σύμφωνα με τον Καλομενόπουλο αυτή τη φορά:
Ήρθαν γεράματα βαθιά
σβησμένη ολότελα η ματιά
πάψαν τα παραμύθια
«Ψεύτης ο κόσμος βρε παιδιά»
έλεγε με βαριά καρδιά
η μόνη που πε… αλήθεια.